Sunday, January 30, 2011

Τι ήταν εκείνο που έσπρωξε στο σκοτάδι τον Μαρκ Ρόθκο;


Untitled, Μural for Εnd Wall», έργο του 1959. Τα έντονα, ζεστά και φωτεινά χρώματα της «κλασικής» περιόδου του Ρόθκο  δίνουν τη θέση τους σε μια σειρά από σκούρα κόκκινα, φευγαλέα καφέ και ματ μαύρα 
  • Της Valerie Duponchelle, ΤΑ ΝΕΑ: Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Μετά το 1958 ο μεγάλος εξπρεσιονιστής της αφηρημένης τέχνης εγκατέλειψε την παλέτα με τα φωτεινά χρώματα για ένα τραγικό και ενδεχομένως προφητικό χρώμα.

Nέα Υόρκη, 1958. Το Κτίριο Σίγκραμ με τις στιλπνές, απόλυτα μινιμαλιστικές όψεις του αποτελεί επιβλητικό μνημείο της Νέας Υόρκης: το επιφανές κτίσμα του αριθμού 375 της Παρκ Αβενιου χαρακτηρίστηκε Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο το 2006. Οταν ο γερμανός αρχιτέκτονας Λούντβιχ Μις βαν ντερ Ρόε συνέλαβε το σχέδιο αυτού του ουρανοξύστη, σε συνεργασία με τον αμερικανό αρχιτέκτονα Φίλιπ Τζόνσον, θέλησε αυτό το γιγαντιαίο οικοδόμημα με τους 38 ορόφους, του οποίου η κορυφή αγγίζει τα 156,9 μέτρα, να εκφράζει τη λιτότητα και το προσωπικό του δόγμα «Less is more» («Το λιγότερο είναι περισσότερο»). Στη βάση του παραλληλεπιπέδου με το μπρούντζινο χρώμα που ακουμπά στη γρανιτένια πλατεία σχεδίασαν το εστιατόριο «Four Seasons», έναν υπερμεγέθη κύβο, αντάξιο ενός χολιγουντιανού κινηματογραφικού πλατό, των τεράστιων ανοιχτών πεδιάδων της Αμερικής ή του Ορους Ράσμορ με τα λαξευμένα αγάλματα αμερικανών προέδρων. Οταν ο Φίλιπ Τζόνσον και ο Φιλίς Λαμπέρτ, κληρονόμος του Σίγκραμ, αναζητούσαν ποιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να διακοσμήσει αυτό το εστιατόριο με μια μη συνηθισμένη προσέγγιση, επέλεξαν χωρίς δεύτερη σκέψη τον Ρόθκο.

Πασίγνωστος καλλιτέχνης, αλλά σκοτεινός, περίπλοκος και αδιάλλακτος, ο Ρόθκο δέχτηκε αυτή τη μνημειώδη πρόσκληση τον Ιούνιο του 1958 με έναν ενθουσιασμό ανάλογο του μεγέθους της παραγγελίας. Αναμφισβήτητα ψυχωτικός, σύμφωνα με την τεχνοκριτικό Ιλέιν ντε Κούνινγκ και τους πιο στενούς φίλους του, νοίκιασε ένα καινούργιο στούντιο, ένα παλιό γήπεδο μπάσκετ στον αριθμό 222 της οδού Μπάουερι, όπου αναπαράστησε τον χώρο του εστιατορίου στο οποίο επρόκειτο να τοποθετηθεί το έργο του. Πολύ σύντομα άρχισε να εργάζεται πάνω σε μια σειρά τοιχογραφιών του Σίγκραμ, ολοκληρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος τους το καλοκαίρι του 1959, πριν φύγει με την οικογένειά του για την Ευρώπη. Οι αμφιβολίες τον κατέτρωγαν ήδη. Παρότι η αρχική παραγγελία όριζε τη δημιουργία 11 έργων μεγάλου μεγέθους, εκείνος είχε δημιουργήσει ήδη 30. Τότε τα έντονα, ζεστά και φωτεινά χρώματα της «κλασικής» περιόδου του (τέλη της δεκαετίας του 1940 με 1957) έδωσαν τη θέση τους σε μια σειρά από σκούρα κόκκινα, φευγαλέα καφέ και ματ μαύρα. Μια μουντή και απειλητικά βαριά παλέτα που δεν ταίριαζε με τις γαστρονομικές απολαύσεις και την επιδειξιομανία της νεοϋορκέζικης ζωής. Το κόκκινο είχε κάνει την εμφάνισή του. Θύμιζε περισσότερο αίμα απ΄ ό,τι προέβλεπε ολόκληρο το μενού των μεγάλων σουαρέ.

Εναν χρόνο αργότερα ο Ρόθκο έσπαγε το συμβόλαιό του. «Αποδέχτηκα αυτήν την παραγγελία ως πρόκληση, με πονηρή πρόθεση. Ελπίζω να καταστρέψω την όρεξη κάθε πουτάνας γιου που θα έρθει να φάει στον χώρο αυτόν», φέρεται να είπε οργισμένος ο μεγάλος αφηρημένος εξπρεσιονιστής όταν πήγε να δειπνήσει με τη γυναίκα του στο «Four Seasons» στο κέντρο της πόλης, όπως αναφέρει ο βιογράφος του στο βιβλίο «Μαρκ Ρόθκο: Μία βιογραφία» (Μark Rothko: Α biography) το 1994, μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη. Οπως το κοινό στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1999, έτσι και ο καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας Τζέιμς Ε. Μπ. Μπρέστλιν έπαθε ένα «σοκ Ρόθκο» όταν ξαφνικά είδε όλους μαζί τους πίνακες στην αναδρομική έκθεση του Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη το 1979. Τα έργα αυτά μίλησαν στην καρδιά του, με αποτέλεσμα να δουλέψει επί επτά χρόνια το δύσκολο θέμα αυτού του αναθεματισμένου καλλιτέχνη που γαλουχήθηκε με Νίτσε και Γιουνγκ και αναφερόταν στους τεχνοκριτικούς ως «σκουλήκια σε πτώμα». Οραματιστής ή μελαγχολικός, ο καθηγητής Μπρέστλιν αγαπούσε τους πίνακες της ωριμότητας του ζωγράφου. Η «Υστερη Σειρά του Κτιρίου Σίγκραμ», με τα κόκκινα και μαύρα βελούδινης υφής, αποτελούν υπόδειγμα γλυπτικής, καθώς αψηφούν την επίπεδη επιφάνεια του πίνακα. Πλησιάζουμε. Παίρνουν υπόσταση και δραπετεύουν από τον πίνακα, σαν να αποκτούν ξαφνικά, με μαγικό τρόπο, μια τρίτη διάσταση. Καταφέρνουν μάλιστα να γίνουν και θεατρικό έργο, το «Red» (Κόκκινο), τον Απρίλιο στο Μπρόντγουεϊ.

Ο Ρόθκο, ο «μυθοπλάστης», είχε εργαστεί συνολικά δύο χρόνια πάνω στις τοιχογραφίες του Σίγκραμ. Ομως τις απομάκρυνε από αυτό το επιδειξιομανές περιβάλλον, εκμεταλλευόμενος έναν όρο του συμβολαίου του με «μικρά γράμματα», επέστρεψε την προκαταβολή και πήρε πίσω τους πίνακές του που παραήταν κόκκινοι, παραήταν πνευματικοί και προσωπικοί για να συνδιαλέγονται με πιάτα φαγητού, σνομπ πελάτες και ανθρώπους που τρώνε. «Η παρουσίαση ενός πίνακα στο κοινό είναι μια παρακινδυνευμένη περιπέτεια. Χιλιάδες αναίσθητα μάτια θα πρέπει να τον αντικρύσουν και χρειάζεται να υπομείνει τη σκληρότητα των ανίκανων που θα μπορούσαν να διασπείρουν παγκοσμίως την ασθένειά τους!», είχε εξομολογηθεί στον Σέλντεν Ρόντμαν στις «Συζητήσεις με καλλιτέχνες» το 1957. Η εγκατάλειψη αυτής της παραγγελίας κύρους πυροδότησε ακόμα περισσότερο τον μύθο του άγριου που δεν αστειευόταν με την τέχνη. «Ενας πίνακας δεν μιλά για μια εμπειρία, είναι μια εμπειρία», εξομολογήθηκε το 1959 στο περιοδικό «Life». Αραγε επεδίωξε εσκεμμένα να σκοτεινιάσει τη διάθεση των χρηματοδοτών του; Γιος ευρωπαίου μετανάστη, φαρμακοποιού κι ένθερμου μαρξιστή, άραγε θα προτιμούσε στ΄ αλήθεια να ζωγραφίζει για το εστιατόριο των εργαζομένων παρά για την αφρόκρεμα της πόλης; Ενα πράγμα είναι βέβαιο. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση.

Τι ακριβώς κρύβεται πίσω από αυτή την όπερα του σκοτεινού κόκκινου; Στη διάρκεια του ευρωπαϊκού περίπλου του, την άνοιξη του 1959, ο Αμερικανός Ρόθκο στάθηκε έκθαμβος μπροστά στις κόκκινες σαν αίμα και γεμάτες τέφρα τοιχογραφίες της Βίλας των Μυστηρίων στην Πομπηία. Μετά τη Βενετία της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ, ο Αμερικανός συνέχισε το μεγάλο ταξίδι του, αντάξιο των ηρώων του Χένρι Τζέιμς, επισκεπτόμενος τις ετρουσκικές τοιχογραφίες της Ταρκίνιας και στη συνέχεια τα αρχιτεκτονήματα του Μιχαήλ Αγγελου στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Εκεί, μέσα σ΄ αυτή την εσκεμμένα καταθλιπτική ατμόσφαιρα, ο Ρόθκο παρατήρησε ότι ο Μιχαήλ Αγγελος είχε «πετύχει να αφήσει ακριβώς την εντύπωση» που ο ίδιος προσπαθούσε να δημιουργήσει: «Να δημιουργείς στους θεατές την αίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο όπου όλες οι είσοδοι είναι κλειστές». Πρέπει να υπενθυμίσουμε επίσης ότι λάτρευε το «Κόκκινο Ατελιέ» του Ματίς, έναν από τους θησαυρούς του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης.

«Ζωγραφίζω πολύ μεγάλους πίνακες. Συνειδητοποίησα ότι ο ιστορικός ρόλος των μεγάλων πινάκων είναι να απεικονίζουν το μεγαλοπρεπές και το πομπώδες. Το κίνητρό μου όμως, όπως και κάθε καλλιτέχνη, πιστεύω, είναι να δημιουργήσω την αίσθηση του προσωπικού και του ανθρώπινου (...) Οταν ζωγραφίζεις μεγαλύτερα έργα, βρίσκεσαι ΜΕΣΑ στον πίνακα», εξηγεί στο «Δημιουργοί και κριτικοί του αφηρημένου εξπρεσιονισμού» (Αbstract expressionism creators and critics). Τον Οκτώβριο του 1965, ο Νόρμαν Ριντ, διευθυντής της Τέιτ Γκάλερι, τον επισκέπτεται και του προτείνει να αγοράσει πίνακες για να δημιουργήσει στο Λονδίνο μια «Αίθουσα Ρόθκο», έναν «ναό» σύμφωνα με τις επιθυμίες του, όπως αυτόν που θα γίνει τελικά στο Χιούστον, το «Παρεκκλήσι Ρόθκο» του Ιδρύματος Μίνιλ, με τις 14 μοβ στήλες. Από αγάπη για τον Τέρνερ, ο νεοϋορκέζος ζωγράφος σκέφτεται να παραχωρήσει στο αγγλικό μουσείο περισσότερα από 30 έργα, δημιουργίες που έχουν γίνει μετά την αναδρομική έκθεσή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης το 1961. Αλλάζει γνώμη στη συνέχεια κι επιλέγει 9 γιγαντιαία έργα από τη σειρά του Κτιρίου Σίγκραμ. Η Τέιτ Μόντερν θα τα συγκεντρώσει το 2008 μαζί με αυτά που θα λάβει από την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και το Καουαμούρα Μεμόριαλ οφ Αρτ της Ιαπωνίας. Η παραπλανητικά μονόχρωμη παλέτα, το τεράστιο μέγεθος των πινάκων και η τοποθέτησή τους σε μικρότερη απόσταση μεταξύ τους- αντί να ξεκινούν από το δάπεδο, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ρόθκο- δημιουργούν μια σχεδόν εξωπραγματικής ομορφιάς αίθουσα, ψηλή σαν καθεδρικό ναό. «Ο Ρόθκο έχει μια μαγεία, κάτι το ανείπωτο, το άπιαστο», αναλύει η Σουζάν Παζέ, καλλιτεχνική διευθύντρια του αναμενόμενου Ιδρύματος Λουί Βουιτόν, στη θερμή παρουσίαση που έκανε για τον καλλιτέχνη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι. «Στην τόσο φωτεινή, κλασική περίοδό του, δημιουργεί ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο, όπου τοποθετεί το ένα πάνω στο άλλο παραλληλόγραμμα διαφορετικών χρωμάτων που δείχνουν περισσότερο παράταιρα παρά αρμονικά. Χάρη στο παιχνίδι του βερνικιού και της διαφάνειας, ο πίνακας αιωρείται. Στη σειρά του Κτιρίου Σίγκραμ, οι τόνοι των καφέ και των κόκκινων είναι μουντοί, τόσο κοντινοί... Κάτι τέτοιο δεν ήταν λογικό να λειτουργήσει! Κι όμως, ο Ρόθκο κατορθώνει να τους κάνει να πάλλονται με πρωτοφανή τρόπο, καταφέρνει να εισαγάγει το στοιχείο μιας τελετουργίας. Ακόμα δεν έχει φθάσει στο σημείο της τραγικότητας, όπως οι μαύροι και γκρι, σαν Τζιακομέτι, τελευταίοι πίνακές του». «Υπάρχει μια αντίφαση σε αυτόν τον πίνακα- η πληρότητα των αισθήσεων και από την άλλη η απουσία, το αίσθημα έλλειψης που δημιουργεί», συνοψίζει από καλλιτεχνική σκοπιά ο Ντανιέλ Μπιρέν.

Ο Ρόθκο, που ετοίμαζε ο ίδιος τα χρώματά του, δεν μιλούσε πολύ για τον τρόπο που τα «μαγείρευε». Οι τεχνικοί του Τέιτ εξέτασαν με ακτίνες το φίνο υλικό ζωγραφικής για να διαλευκάνουν το μυστήριο. Η μοναδική ξεκάθαρη απάντηση υποστηρίζει ότι τα χρώματα είναι απίστευτα σύνθετα κι ότι είναι αδύνατη η αναπαραγωγή τους.

Στις 25 Φεβρουαρίου 1970 βρίσκουν το Ρόθκο νεκρό μέσα στο στούντιό του, με κομμένες φλέβες, να κείτεται μέσα σε μια λίμνη αίματος. Το κόκκινο έκανε ξανά την εμφάνισή του. «Η τέχνη περιέχει πάντα αναφορές στον θάνατο του ανθρώπου», έλεγε ο Ρόθκο που περνούσε ώρες ή και μέρες κάποιες φορές κοιτάζοντας τους πίνακές του.


Ενας πίνακας δεν μιλά για μια εμπειρία, είναι μια εμπειρία
info
Tο βραβευμένο με έξι Τony έργο του αμερικανού συγγραφέα Τζον Λόγκαν, «Κόκκινο», παρουσιάζεται στο Θέατρο Δημήτρης Χορν (Αμερικής 10, τηλ. 210-3612500) με τον Σταμάτη Φασουλή στον ρόλο του Μαρκ Ρόθκο

No comments: