Saturday, June 19, 2010

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΩΤΣΟΣ: «Το ελληνικό μοντέλο είναι αυτό της χρεοκοπίας»

  • Ο γλύπτης του «Δρομέα» μάς μιλάει, στο εργαστήριό του στην Αίγινα, για την Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, για τον άχρηστο χαρακτήρα του υπουργείου Πολιτισμού, για το καινούργιο, τεραστίων διαστάσεων έργο του, παραγγελία του καντονίου της Λουκέρνης στην Ελβετία

  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ | Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Παρεξηγημένος ή απλώς επιθετικός; Οπως και να το δει κανείς, ο Κώστας Βαρώτσος χορεύει έναν χορό μοναχικό. Οπως τότε στο Παλμ Μπιτς που σε μια εκδήλωση για τα εγκαίνια ενός έργου του βρέθηκε περιτριγυρισμένος από Αμερικανούς να το έχουν ρίξει στο τσάμικο και στον καλαματιανό, με γαλανόλευκες να κυματίζουν, και εκείνος μόνος Ελληνας, το τιμώμενο πρόσωπο.

Περισσότερα από 30 έργα σε δημόσιους χώρους μεγάλων πόλεων του εξωτερικού- από το Σιάτλ ως το Τουρίνο- έχουν φιλοτεχνηθεί από τον Κώστα Βαρώτσο (εκτός από τις ομαδικές και ατομικές εκθέσεις του εκτός Ελλάδας), αλλά ποτέ κανένας εκπρόσωπος επίσημου φορέα από την πατρίδα του δεν παρευρέθηκε στα εγκαίνια τους. Κι όμως, ο δημιουργός του «Δρομέα» δεν εγκατέλειψε το γήπεδο. Αντιστάθηκε στο ενδεχόμενο απορρόφησής του από τις καλλιτεχνικές δομές του εξωτερικού. Η αλήθεια είναι ότι κάποια στιγμή κινδύνεψε πολύ. «Η δυσκολία των επαφών με το εξωτερικό βρίσκεται στο γεγονός ότι πρέπει να είσαι ταξιδιώτης. Εγώ παλαιότερα είχα γίνει νομάδας. Και κινδύνευα να χάσω την επιστροφή» μας λέει.

«Η υπόθεση του νομάδα είναι λίγο επικίνδυνη:μπορεί να χαθείς. Μπορεί να πάθεις αυτό που έπαθε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, έγινε ντεκαντάνς. Αφησε μεν όλο αυτό το έργο, αλλά εξαφανίστηκε και δεν ξέρουμε ούτε πού είναι ο τάφος του...».  

Για να μειώσει λοιπόν λίγο τις ταχύτητες και να αποκτήσει μια βάση, ο Κώστας Βαρώτσος έφτιαξε το σπίτι και το ατελιέ του στην Αίγινα. Εκεί ζει τώρα οικογενειακά αποφασισμένος να κάνει πιο επιλεγμένα πράγματα.

Οπως το έργο που ετοιμάζει, ύψους 30 μέτρων και πλάτους 150 μέτρων - παραγγελία από το καντόνι της Λουκέρνης-, το οποίο από την ερχόμενη άνοιξη θα ενώνει δύο μεγάλες πλατείες της ελβετικής πόλης. Το έργο θα κατασκευαστεί από μια ομάδα ανθρώπων σε εργοστασιακό χώρο. Τελικά αυτός ο μοναχικός καλλιτέχνης πιστεύει στη δύναμη του συλλογικού. 

«Πρέπει να μιλήσουμε» λέει. «Ποιο είναι το ελληνικό μοντέλο; Αυτό της χρεοκοπίας. Σε μια Ελλάδα λοιπόν που δεν παράγει τίποτε άλλο, οι άνθρωποι θα πρέπει να αρχίσουν να μιλάνε».

Ελπίδα του είναι ότι θα σπάσει το γυάλινο έδαφος μιας χώρας που δεν απορροφά πλέον τίποτε και που πάσχει από το σύνδρομο του Καραγκιόζη: σκέφτεται πώς θα κλέψει τον πασά. «Κατά τη γνώμη μου πρέπει διά νόμου να απαγορευθεί ο Καραγκιόζης στην Ελλάδα. Στην κόρη μου όποτε έχει Καραγκιόζη στην τηλεόραση την κλείνω. Της λέω:“Αυτό απαγορεύεται, είναι πορνογραφικό”».  

- Κύριε Βαρώτσο, πώς και έχετε αποκτήσει τόσο καλές σχέσεις με το εξωτερικό;
«Απλούστατα διότι για ένα μεγάλο διάστημα το ατελιέ μου ήταν on the road. Ξέρετε, το να δουλεύει κανείς είναι συνυφασμένο με τη σκέψη. Και η ιδέα προκύπτει στον δρόμο. Ωστόσο η παραγγελία είναι αυτή που συνήθως έρχεται προς εμένα. Συνήθως οι χώρες του εξωτερικού με καλούν μέσω κλειστού διαγωνισμού. Προεπιλέγουν τέσσερις-πέντε ανθρώπους και τους προσκαλούν σε έναν κλειστό διαγωνισμό. Εχω λάβει μέρος σε κάποιους από αυτούς τους διαγωνισμούς. Σε διαγωνισμούς όμως που γίνονται σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα αποφεύγω να λαμβάνω μέρος, παρ΄ ότι με έχουν καλέσει κι εκεί, διότι είναι συνήθως στημένοι. Οι μηχανισμοί είναι τέτοιοι που δεν επιτρέπουν να υπάρχει αντικειμενικότητα».

- Πώς θα προσδιορίζατε την ελ ληνική παθογένεια;  

«Εμείς δεν τα καταφέραμε ποτέ να ανοίξουμε έναν πραγματικό διάλογο με το πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ευρώπης. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε μια ξενοφοβία, έχουμε μάθει να εισάγουμε τα πράγματα. Ακολουθούσαμε πάντα τα κινήματα του εξωτερικού. Είχαμε τους έλληνες κυβιστές, τους έλληνες μεταφυσικούς, τους έλληνες Ρost Μodern. Λίγες φορές και σε λίγα είδη τέχνης καταφέραμε να έχουμε μια πρωτογενή πρόταση. Φανταστείτε πως όταν είχα κάνει τον “Δρομέα” ένας συνάδελφός σας είχε γράψει: “Εγινε ο καταπληκτικός Δρομέας, πανομοιότυπος των Παρισίων...”. Τον είχα πάρει τηλέφωνο τότε και τον ρώτησα αν κάποιος άλλος συνάδελφος στο Παρίσι είχε κάνει κάτι ανάλογο. “Εγώ δεν ξέρω τίποτα τέτοιο” μου είπε. “Το έγραψα για καλό...”. Το έγραψε διότι έτσι είθισται να λέμε: αυτό το πράγμα είναι καλό διότι είναι ευρωπαϊκό».  

- Ας πούμε λίγο για τον «Δρομέα». Είναι ένα έργο με το οποίο όλοι σάς αναγνωρίσαμε ως γλύπτη.
«Είναι σαν τα “Παιδιά του Πειραιά” και τον Χατζιδάκι...».

- Δεχθήκατε πολλές και διάφορες κριτικές τότε.Προτιμάτε μια κακή κριτική από μια καθόλου κριτική; 
 
 «Η κριτική δεν με ενοχλεί. Ακόμα και οι αιχμές. Η άδικη κριτική δεν μου αρέσει. Και έχω υποστεί άφθονη... Εχω κοντέψει να πεθάνω από τη στεναχώρια μου. Το τι έχει γραφεί για τον “Δρομέα” δεν λέγεται: “το γοριλοειδές αντικείμενο” και άλλα πολλά. Τώρα που μεγάλωσα, έχω αρχίσει να καταλαβαίνω γιατί. Ο “Δρομέας” (σ.σ.: το 1988 στήθηκε στην Ομόνοια και το 1994 μεταφέρθηκε στην περιοχή του Χίλτον) δημιούργησε αντιδράσεις στον καλλιτεχνικό χώρο διότι δεν μπορούσε να αποκωδικοποιηθεί, δεν ανήκε πουθενά. Ηταν πρωτογενές. Ολα τα κανάλια στο εξωτερικό μίλαγαν για τον “Δρομέα” και στο εσωτερικό είχαν μείνει έτσι: δεν ήξεραν αν ήταν καλό ή κακό».

- Φαίνεστε ένας άνθρωπος με παράπονα από τη χώρα σας.

«Κάνετε λάθος. Είμαι ο τελευταίος που μπορώ να πω ότι έχω παράπονα από τον κόσμο. Η Ελλάδα πάντοτε μου έδωσε χώρο, πάντοτε έκανα τα έργα μου. Ο κόσμος ο πολύς με αγάπησε. Ποιον άλλον καλλιτέχνη έχει αγκαλιάσει τόσο πολύ; Δεν μπορώ να πω ότι είμαι κατατρεγμένος καλλιτέχνης. Οι κριτικοί είναι μια ομαδούλαμια μικρή ομάδα. Αλίμονο, δεν υπάρχουν μόνο οι εχθροί μου, αλλά και οι φίλοι μου, εκείνοι που τους αρέσει η δουλειά μου. Θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ χαϊδεμένο στην Ελλάδα».

- Δεν μιλάτε λοιπόν μόνο με απογοήτευση αλλά και με πόνο γι΄ αυτήν...

«Η Ελλάδα σφίγγεται, σαν έναν άνθρωπο που έχει πληγωθεί, δεν θέλει να πονέσει, φοβάται να ερωτευθεί, φοβάται να αποκτήσει όραμα, φοβάται να πιστέψει στο αδύνατο. Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όποτε είχε ένα όραμα, της το κλάδεψαν. Και τώρα πιστεύει στα... Καγέν».

- Εσείς αυτό παροτρύνετε τη νέα γενιά, τους φοιτητές στους οποίους διδάσκετε Εικαστικές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης; Να πιστέψουν το αδύνατο;  
 
«Στους φοιτητές μου ξεκινάω το μάθημα λέγοντας ότι ένας καλός γονιός είναι ένας πεθαμένος γονιός. Οι γονείς συνηθίζουν να λένε: “Κάνε μια σχολή, βρε παιδί μου, και μετά κάνεις αυτό που αγαπάς”. Αυτό είναι η μεγάλη καταστροφή των παιδιών. Προσπαθώ να τους παροτρύνω να κάνουν πράγματα που αγαπάνε και να τους κάνω να πιστέψουν ότι αυτό είναι εφικτό. Τους λέω ότι η αλήθεια είναι κάποια άλλη και μέσα από αυτή τη διαδικασία θα φτάσει κανείς στην πραγματική αλήθεια: απορρίπτοντας αυτό που ξέρει για αληθινό».

  • ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
- Πώς συμπεριφέρεται η Ελλάδα στους καλλιτέχνες της;

«Στην Ελλάδα πέρασαν πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες οι οποίοι δεν απορροφήθηκαν. Να σας πω έναν: τον Ακριθάκη. Να σας πω και από καλλιτέχνες εν ζωή: τον Κανιάρη. Ποιος κατάφερε να απορροφήσει την πρόταση του Κανιάρη; Κανένας. Από νεότερους, ο Τότσικας, ο οποίος παρεξηγήθηκε και χλευάστηκε ευρέως από τους πάντες. Στην Ιταλία θεωρώ ότι το έργο μου το ρουφάνε. Εδώ περνάει έτσι. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο “Δρομέας”. Πιστεύω λοιπόν ότι η συγκυρία έπαιξε τον ρόλο της. Ηταν τύχη που εκείνη την περίοδο βρέθηκε ο Ξαρχάκος στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Ηταν τύχη ότι η Ελλάδα ήθελε να φύγει μπροστά. Ηταν τύχη που εγώ μπορούσα να αποδώσω αυτή την κατάσταση. Αυτά δεν προγραμματίζονται. Γι΄ αυτό και δεν πιστεύω σε αυτό που λέγεται πολιτιστική πολιτική. Ούτε πιστεύω στα υπουργεία Πολιτισμού. Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ιδρύθηκε επί χούντας. Στην Ευρώπη υπουργεία Πολιτισμού ιδρύθηκαν επί Μουσολίνι και επί Χίτλερ».

- Αρα λοιπόν το θεωρείτε άχρηστο;

«Μα εννοείται.Δεν βλέπετε και τους υπουργούς Πολιτισμού; Ολοι όσοι πέρασαν από αυτή τη θέση νομίζουν ότι το έργο, δηλαδή το γλυπτό, είναι αυτοί. Εδώ που έχουμε φτάσει, το πολιτικό προσωπικό νομίζει ότι αυτό είναι το πολιτισμικό προϊόν. Πώς να συνεννοηθείς όταν σου λένε “Δοξάστε με!”... Δεν πρέπει εμείς να ασχολούμαστε με τον υπουργό Πολιτισμού, αυτός πρέπει να ασχολείται μαζί μας. Και να σας πω και το εξής: η πολιτισμική στρατηγική είναι φασιστικό πράγμα. Η τέχνη και ο πολιτισμός είναι κάτι χαοτικό, μη ελεγχόμενο. Από τη στιγμή που πας να το ελέγξεις,το συρρικνώνεις.Δεν χρειάζεται να οργανώσεις τίποτα. Εγώ για όλα αυτά τα έργα πήρα μια δραχμή από το υπουργείο Πολιτισμού ποτέ; Δεν πήρα τίποτα. Για ό,τι έχω κάνει εντός και εκτός Ελλάδας δεν έχω πάρει ούτε μια δραχμή. Τον “Δρομέα” τον έκανα δώρο- δεν πήρα φράγκο. Στο εξωτερικό πληρώνομαι τακτικά. Οχι βέβαια από τα υπουργεία Πολιτισμού. Εκεί αναλαμβάνουν δράση οι τοπικές κοινωνίες, η τοπική αυτοδιοίκηση, ο κόσμος,οι κριτικοί, άλλοι καλλιτέχνες, άνθρωποι της ευρύτερης περιοχής».

No comments: