Μια αγάπη για το καλοκαίρι
ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008
«Απομεινάρι της παράδοσης φιλοξενίας», τα γλυκά κουταλιού, γίνονται αφορμή για ένα ταξίδι στον κόσμο της γεύσης- και πέρα από τα γλυκά- από τον ακαδημαϊκό και ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση Κουβέντα στο υπόγειο ατελιέ του στην Ξενοκράτους δεν μπορεί να ξεκινήσει χωρίς παραδοσιακό τρατάρισμα με γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι. Και πολλές φορές ο ζωγράφος των χρωμάτων και ακαδημαϊκός Παναγιώτης Τέτσης δεν αρκείται μόνο στο να κερνάει το γλυκό, αλλά και να το φτιάχνει. Την εμπειρία της γεύσης, τις αποτυχίες του, αλλά και τα μυστικά της προσφοράς της στους άλλους αποκαλύπτει μέσα από ένα κείμενο γεμάτο χρώματα, αναμνήσεις και καλοκαιρινούς ήχους γεμάτο.... γλύκα.
«Δεν ξέρω πώς μου κόλλησαν αυτό το παραμύθι ότι είμαι γλυκατζής· κατανάλωση καμία· μόλις που τα γεύομαι και τα εκτιμώ· είναι μια ευτυχία στιγμών του ουρανίσκου· τίποτα περισσότερο. Μαρμελαδοπαρασκευαστής; ούτε αυτό. Μια αυτοφυής βερικοκιά στην αυλή μας της Σίφνου για χρόνια μάς χάριζε- καθόλου τσιγκούνικα- μυρωδάτα, ώριμα, λαμπερά φρούτα κι αν επιχείρησα λόγω της αφθονίας να φτιάξω καμιά μαρμελάδα η αποτυχία ήταν σίγουρη· αν όχι κάψιμο, παστέλωμα, μαντζούνι! Αντίθετα, φίλοι μού προσφέρουν γλυκά του κουταλιού από τα οποία προσφέρω στους επισκέπτες φίλους και γνώριμους και τα οποία ελάχιστοι αρνούνται, όταν έρχονται στο εργαστήριο, όπου εκεί είμαι το αφεντικό. Απομεινάρι της παλιάς παράδοσης φιλοξενίας· για κάθε επισκέπτη δεν παραλειπόταν το τρατάρισμα στον δίσκο με το ποτήρι του δροσερού νερού που συνοδευόταν με τη μαστίχα και το γλυκό είτε στο πιατάκι είτε στο ωραίο ασημένιο βάζο και που σε άλλο σκεύος κρέμονταν τα ασημένια κουταλάκια για να σερβιριστεί ο ίδιος ο επισκέπτης κρατώντας συγχρόνως και το ποτήρι με το νερό, που μετά την κουταλιά την οποία είχε γευθεί έπρεπε να αποθέσει το κουτάλι μέσα στο ποτήρι με το νερό· διαδικασία άγνωστη σε αλλοδαπό, νομίζοντας ο δυστυχής ότι ήταν υποχρεωμένος να καταναλώσει όλο το περιεχόμενο. Είναι γνωστή η ιστορία ζευγαριού που παρακολουθούσε με απόγνωση ο ένας τον άλλον για το επιβληθέν μαρτύριο της καταναλώσεως.
«Κάτω, εκεί που ασημίζουν τα βότσαλα και πέρα τα πρασινογάλαζα βαθιά νερά, όπου η σπάνια οπτασία της οσφύος, των βοστρύχων και των ως μαργαρίτες ρανίδων ύδατος στους ώμους της Μοσχούλας, ήταν μόνον για τον εις ίμερον του έρωτα κυριαρχούμενον κοσμοκαλόγηρο. Μοσχούλες δεν υπάρχουν πια, παρά ψημένα μαυροτσούκαλα από ήλιο και τα ειδικά παρασκευάσματα.
Αυτήν την ώρα του δειλινού, τη θεία, πώς μπορεί να διακόπτει ένα θαλάσσιο ταξί με τις επιδόσεις σε ταχύτητα ράλι· έχει εξώσει Μοσχούλες και γοργόνες. Έστω κι έτσι, σ΄ αυτήν την αγαπημένη θάλασσα θα βουτήξω απόψε για να ξαναβαπτιστώ. Σ΄ αυτόν τον όρμο- αγκαλιά άρχισε κι αρχίζει πάντα μέρος της ζωής μου».
«Στο κρατίδιό μου διατηρώ την καλή- κακή για τον σημερινό άνθρωπο- συνήθεια του τραταρίσματος»Η αγαθή αυτή διάθεση φιλοξενίας σκορπιζόταν σε όλους· στον νεαρό καλλιτέχνη όταν για ώρες είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά της γειτονιάς με το καβαλέτο και τα σύνεργά του που για ώρες ανέπτυσσε την έμπνευσή του, η φιλόξενη γειτόνισσα δεν παρέλειπε την προσφορά του γλυκού και του νερού προς αναζωογόνηση. Σήμερα είναι εξαίρεση αν μια οικοδέσποινα ασχολείται με την υψηλή και ευγενή αυτή τέχνη ετοιμασίας τέτοιων προμηθειών και της προσφοράς σε γνωστούς και αγνώστους. Οι εποχές αλλάζουν· η εισβολή επισκεπτών τουρισμού μάς ισοπέδωσε».Με την εικόνα και την αίσθηση της θάλασσας (από την λατρεμένη του Ύδρα;) στα μάτια και την σκέψη, ο Παναγιώτης Τέτσης αφήνεται να φτάσει ως την ακροθαλασσιά, από εκεί που άρχισε να μιλά για τα γλυκά, τα κεράσματα, τις γεύσεις του:
«Κάτω, εκεί που ασημίζουν τα βότσαλα και πέρα τα πρασινογάλαζα βαθιά νερά, όπου η σπάνια οπτασία της οσφύος, των βοστρύχων και των ως μαργαρίτες ρανίδων ύδατος στους ώμους της Μοσχούλας, ήταν μόνον για τον εις ίμερον του έρωτα κυριαρχούμενον κοσμοκαλόγηρο. Μοσχούλες δεν υπάρχουν πια, παρά ψημένα μαυροτσούκαλα από ήλιο και τα ειδικά παρασκευάσματα.
Αυτήν την ώρα του δειλινού, τη θεία, πώς μπορεί να διακόπτει ένα θαλάσσιο ταξί με τις επιδόσεις σε ταχύτητα ράλι· έχει εξώσει Μοσχούλες και γοργόνες. Έστω κι έτσι, σ΄ αυτήν την αγαπημένη θάλασσα θα βουτήξω απόψε για να ξαναβαπτιστώ. Σ΄ αυτόν τον όρμο- αγκαλιά άρχισε κι αρχίζει πάντα μέρος της ζωής μου».
«Κινδυνεύουμε από οικονομική βουλιμία»
«Στο κρατίδιό μου διατηρώ την καλή-κακή για τον σημερινό άνθρωπο συνήθεια του τραταρίσματος» λέει ο ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης. «Αυτός ο δίσκος με το γλυκό, το ρακοπότηρο με μαστίχα, το λεμονάκι, το νεραντζάκι, το στριφτό, το περγαμόντο, το βύσσινο, τον καφέ, το δροσερό νερό, την ώρα που γέρνει ο ήλιος, στην ηρεμία μιας κλειστής αυλής (κατά την αρχαιοελληνική δόμηση) με τις γαρδένιες και τα φούλια ανθισμένα, είναι αυτό που αξίζει να το ζει κανείς, όπως την ίδια ώρα αν πάρει τον κατήφορο για το αυλάκι με τους θάμνους γύρω από τα σκαλοπάτια, τα γαλαζωπά αθάνατα (αλόες) μέσα από τα γκρίζα βράχια, την κονιζόχη (αντίδοτο στις ψείρες των κοτετσιών) και τα πεύκα όπου τα τζιτζίκια παρατείνουν ώς αργά το μεροκάματό τους· εκεί που ξεμυτίζουν τώρα οι ασφόδελοι και τα κυκλάμινα στις πλαγιές, αυτές οι πλαγιές κινδυνεύουν τώρα από την οικονομική βουλιμία εποίκων εργολάβων και επίορκων αρχιτεκτόνων».
Αγαπημένες γεύσεις
No comments:
Post a Comment