The Guardian
Είναι λυπηρό ότι οι επισκέπτες στην Καπέλα Σιστίνα του Βατικανού μόνο μικρό χρόνο μπορούν να αφιερώσουν ατενίζοντας τις υπέροχες τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου στην οροφή. Χάνουν έτσι τις λεπτομέρειες, που κάνουν το σύνολο να είναι τόσο μεγαλειώδες. Γι’ αυτό και ένας τόσο διορατικός συγγραφέας σαν τον Andrew Graham - Dixon έχει να προσφέρει ένα πολύτιμο βοήθημα στην κατανόηση του κατορθώματος του μεγάλου καλλιτέχνη. Αυτό είναι το βιβλίο του Michelangelo and the Sistine Chapel (εκδ. Weidenfeld and Nicholson, 207 σελ., 14,99 στερλίνες), το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε 500 χρόνια μετά την έναρξη του έργου από τον 33χρονο Μιχαήλ Αγγελο. Στόχος του ιστορικού και κριτικού είναι να συνθέσει, συμπυκνώνοντας την υπάρχουσα γνώση επί του θέματος και να την παρουσιάσει σε μια βατή μορφή, στον γενικό αναγνώστη.
Λαμπρά χρώματα
Αρνείται, π. χ., να εισέλθει στη διαμάχη για το κατά πόσο η τεράστια τοιχογραφία είναι έργο των βοηθών του Μιχαήλ Αγγέλου. Απλά δηλώνει ότι η οροφή είναι αποκλειστικά έργο των χεριών του. Και ακόμη, δεν καταγίνεται ιδιαίτερα με το αν η αποκατάσταση της δεκαετίας του 1980 ήταν κάτι επιθυμητό ή όχι. Απλά και εδώ, καταθέτει ότι χάρις σε αυτήν που εξάλειψε την καπνιά, την οποία είχαν αφήσει επάνω αιώνων λαμπάδες και κεριά, μπορεί τώρα ο επισκέπτης να θαυμάσει τα λαμπρά χρώματα.
Οπως γράφει ο Ρίτσαρντ Κορκ στον «Γκάρντιαν», ο ιστορικός από νωρίς προσφέρει μια πειστική εξήγηση της τοιχογραφίας στην οροφή: «Ο κύκλος στο σύνολό του», παρατηρεί, «μεταδίδει ένα ισχυρό, έως καταπιεστικό, αίσθημα ενδοσκόπησης. Ατενίζοντάς τον, νιώθει κανείς σαν να κοιτάζει μέσα στο μυαλό εκείνου που τον δημιούργησε». Τούτο δεν σημαίνει ότι εξαρχής ο Μιχαήλ Αγγελος ενθουσιάστηκε με την παραγγελία του Πάπα Ιούλιου Β΄.
Αλλωστε, γρήγορα είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη ως γλύπτης. Απόδειξη γι’ αυτό δεν είναι τόσο ο «Δαβίδ» της Φλωρεντίας, όσο η «Πιετά» της Ρώμης. Με το άγαλμα αυτό, ολοκληρωμένο στα 23 χρόνια του, κατά κάποιο τρόπο εξασφαλίστηκε ότι θα ήταν ο ανάδοχος του Πάπα. Και πράγματι, τον κάλεσε το 1505 και συζήτησαν μαζί για έναν τάφο για τον Ποντίφικα, ένα κραυγαλέο κτίσμα το οποίο θα συμπεριελάμβανε και 40 γλυπτά φυσικού μεγέθους.
Ο Μιχαήλ Αγγελος εξανέστη όταν ο Πάπας ακύρωσε το σχέδιο την επόμενη χρονιά. Είχε δαπανήσει πολύ χρόνο, μεγάλο κόπο και πολλά χρήματα κουβαλώντας στη Ρώμη το ωραιότερο μάρμαρο της Καράρας. Ζήτησε ακρόαση με τον Ιούλιο που όμως δεν του δόθηκε, επανειλημμένα. Αγανακτισμένος έφυγε από τη Ρώμη, ορκιζόμενος ότι δεν θα ξαναγυρίσει. Η οργή του δεν μετριάσθηκε όταν ο Πάπας τελικά του έστειλε επιστολή, σ’ αυτήν πιθανόν ζητώντας του να ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιστίνα.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, η διάθεσή του είχε αλλάξει. Το μεγάλο του μπρούντζινο άγαλμα του Ιούλιου, προορισμένο για μιαν εκκλησία της Μπολόνιας, το είχε λιώσει ο εξεγερμένος πληθυσμός της πόλης και το είχε κάνει κανόνι. Ετσι, όταν ο Πάπας τον κάλεσε στη Ρώμη, την άνοιξη του 1508, τελικά δέχτηκε. Ισως κατάλαβε ότι το παρεκκλήσι που θα στέγαζε το έργο του, θα ήταν η καλύτερη διαφήμισή του στους αιώνες. Και όσο σκεφτόταν τις δυνατότητες που του πρόσφερε, τόσο πιο φιλόδοξα γίνονταν τα σχέδιά του. Ο Πάπας του είχε προτείνει 12 εικόνες των Αποστόλων μαζί με μια διακόσμηση της οροφής, κάπως παρόμοια με του «Χρυσού Οίκου» του Νέρωνα. Ο Μιχαήλ Αγγελος απάντησε ότι το σχέδιο ήταν «φτωχό» και αντιπρότεινε έναν επικό κύκλο με 9 σκηνές από τη Γένεση, συνοδευόμενες με μορφές από τους Προφήτες και τις Σίβυλλες που είχαν προφητεύσει τον ερχομό του Χριστού. Παράλληλα με τις απεικονίσεις των προγόνων του Χριστού στους θόλους των παραθύρων, το σχέδιο τούτο έφθασε τις 175 ξεχωριστές εικαστικές μονάδες. Αυτές θα ενοποιούσε μια τεράστια φανταστική, αρχιτεκτονική δομή, μεγαλοπρεπή όσο θα ήταν ο τάφος του Ποντίφικα.
Η εκτέλεση και η ολοκλήρωση του έργου αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από πολύμοχθη. Απαίτησε 4 χρόνων αδιάκοπη εργασία, που στο διάστημά τους συνέβησαν πολλά. Κάποτε ο Μιχαήλ Αγγελος θύμωσε τόσο με τους βοηθούς του που τους κλείδωσε απ’ έξω. Ο ίδιος έπασχε από διάφορες ψυχοσωματικές ασθένειες. Σχεδίασε μια γελοιογραφία του εαυτού του, όρθιο, τεντωμένο προς τα επάνω προσπαθώντας να φθάσει το ταβάνι (διαψεύδοντας έτσι τον μύθο ότι ζωγράφιζε ξαπλωμένος στην πλάτη του). Σε ποιήματα και άλλα που έγραψε, περιγράφει λεπτομερώς τα δεινά του όσο δούλευε στο παρεκκλήσι, καταλήγοντας με τα λόγια «δεν είμαι στο σωστό μέρος ούτε είμαι ζωγράφος».
Το θαύμα είναι ότι τέλειωσε έχοντας ζωγραφίσει ένα από τα αριστουργήματα της οικουμένης. Εξαιτίας των αμέτρητων αναπαραγωγών, το παίρνουμε για δεδομένο, παραβλέποντας μερικά πράγματα που υπογραμμίζει ο συγγραφέας: Οπως ότι, όταν αποκαλύφθηκε το ολοκληρωμένο έργο, οι σύγχρονοι έμειναν αποθαυμάζοντας όχι μόνο γιατί ήταν τόσο ολοκληρωμένο αλλά και για το ότι ήταν εντελώς πρωτότυπο και αντισυμβατικό. Πουθενά αλλού πριν, ο Δημιουργός δεν είχε εμφανισθεί ως ιπτάμενος υπερήρωας από το Διάστημα με ανεμίζοντα ενδύματα και γυμνά τα πόδια, από τους μηρούς και κάτω.
Μια μελαγχολία
Στη «Δημιουργία του Αδάμ», ο Δημιουργός κοιτάζει το ίδιο Του το δάχτυλο που εμφυσά ζωή στον Αδάμ, με δυσπιστία σαν να περιμένει ότι ο Αδάμ θα παρακούσει στους νόμους Του. Και ο ίδιος ο Αδάμ έχει μια μελαγχολία στο βλέμμα του σαν να διαισθάνεται ακόμη και σε αυτή τη στιγμή της εναρμόνισής του με τον Θεό, ότι μοίρα του είναι η απώλεια, έως την ημέρα της Κρίσεως.
No comments:
Post a Comment