Thursday, December 31, 2009

Τσαρούχης επίκαιρος

Η επιστροφή του Γιάννη Τσαρούχη αυτόν τον Δεκέμβριο στον ρυθμό της πνευματικής ζωής συνέβη έπειτα από μια μεγάλη παρένθεση σιωπής. Είχε κανείς την αίσθηση, όλα αυτά τα 20 έτη που μεσολάβησαν από τον θάνατό του, ότι ο τσαρουχικός κόσμος είχε συσπειρωθεί σε μικρές εστίες, μία από αυτές το Μουσείο Τσαρούχη, στο Μαρούσι, από τις πιο γαλήνιες και ευγενείς ατμοσφαιρικές νησίδες.

Η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη αυτήν την περίοδο, γεγονός που προκαλεί το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού, επανέφερε το σύμπαν του Τσαρούχη στην ειδησεογραφία. Σωστότερο θα ήταν να πει κανείς ότι η στερεότυπη τσαρουχική εικονογραφία ουδέποτε εξέπεσε, αλλά ότι η έκθεση αυτή επιχειρεί να τη γεμίσει με ουσία, σκέψη και συγκίνηση. Μαζί με την έκθεση, επανεκδόθηκε και «Ο Στοχαστής του Μαρουσιού», οι μνήμες και οι συνομιλίες της Μαρίας Καραβία με τον Γιάννη Τσαρούχη, ένα βιβλίο με νέα, πολυτελή εκτύπωση από τις εκδόσεις Καπόν. Σαν να επιθύμησα να κυλήσω λίγο πίσω και να αγγίξω το κλίμα των δεκαετιών του 1970 και του 1980, που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος αυτού του μεθυστικού βιβλίου. Και αυτή η επανεισαγωγή στον κόσμο του εγγύς παρελθόντος, συνοδεύτηκε από τη διαπίστωση για την πικρή, συχνά, επικαιρότητα της σκέψης του Γιάννη Τσαρούχη. Μιας σκέψης που εκμαίευσε σε βάθος χρόνου και σε κλίμα εμπιστοσύνης και αμοιβαίας εκτίμησης η Μαρία Καραβία. Ο Τσαρούχης αποκαλύπτεται στρώση στρώση, και η σύνθεση των συνεντεύξεων και των κεφαλαίων χτίζει μία παράλληλη, άτυπη βιογραφική σκιαγράφηση ενός ανθρώπου που αγάπησε την αλήθεια.

Αυτό που με εντυπωσίασε δεν είναι μόνο η συνειδητή επαφή με το ευρύ, γνωστικό πεδίο του Τσαρούχη, το βάθος της αισθητικής παιδείας του, οι θέσεις του για την ελληνική ταυτότητα, η πίστη του στη σύνθεση αστικής και λαϊκής Ελλάδας, αλλά και η κρίση του για την καταστροφή του «ωραιότερου τόπου». Στη σελίδα 121 του βιβλίου θα διαβάσετε την άποψη του Γιάννη Τσαρούχη για τη συστηματική καταστροφή των ελληνικών πόλεων και του ελληνικού τοπίου από τους ίδιους τους Ελληνες. Αποψη εκφρασμένη στη Μαρία Καραβία εν έτει 1981. Τι θα έλεγε άραγε σήμερα;

  • Tου Νικου Βατοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/12/2009

«Εφυγε» ο Ντέιβιντ Λίβαϊν, ο κορυφαίος σκιτσογράφος

http://www.askart.com/AskART/photos/SNY101405/62.jpg

Σφράγισε το ύφος τού The New York Review of Books

Οσοι διαβάζουν τακτικά την ιστορική αμερικανική επιθεώρηση The New York Review of Books (NYRB), γνωρίζουν καλά τις τόσο εμβληματικές φιγούρες του σκιτσογράφου Ντέιβιντ Λίβαϊν (David Levine), οι οποίες συχνά αντικαθιστούν ακόμα και τη φωτογραφία ενός προσώπου, είτε είναι κάποιος διάσημος συγγραφέας είτε επιφανής πολιτικός. Επί μισό σχεδόν αιώνα, τα σκίτσα του Λίβαϊν ήταν ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό, αναγνωρίσιμο στοιχείο του NYRB (πρωτοδημοσίευσε σκίτσο του στην επιθεώρηση το 1963, μέσα στην πρώτη χρονιά της κυκλοφορίας της). Τον Νοέμβριο που μας πέρασε, το Vanity Fair αφιέρωσε κάποιες σελίδες του προκειμένου να εξηγήσει γιατί από το 2007 ο Λίβαϊν είχε πάψει να τροφοδοτεί το έντυπο με νέα σκίτσα. Ο λόγος ήταν ότι ο κορυφαίος σκιτσογράφος είχε αρρωστήσει σοβαρά και την περασμένη Τρίτη άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Μανχάταν. Ηταν 83 ετών και εκτός από το NYRB, ο Λίβαϊν είχε συνεργαστεί και με το Esquire, το The New Yorker και ακόμα: The Washington Post, Rolling Stone Magazine, Time, Newsweek, The Nation, Playboy, New York Magazine κ.ά.

Γεννημένος στο Μπρούκλιν το 1926, ο Λίβαϊν ξεκίνησε την καριέρα του ως ζωγράφος, ήταν όμως η πρόσληψή του στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ως εικονογράφου στο Esquire, που του έδωσε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ταλέντο του, ειδικά στον τομέα της πολιτικής γελοιογραφίας.

Συνολικά, ο Λίβαϊν σκιτσάρισε περισσότερα από 4.000 καρικατούρες διαφόρων προσώπων, οι μισές από τις οποίες δημοσιεύθηκαν στο NYRB.

Υπήρξαν πάντως και κάποιες περιπτώσεις όπου κάποια σκίτσα του κρίθηκαν πολύ τολμηρά και λογοκρίθηκαν. Π.χ., μια εικόνα του προέδρου Μπους πάνω σε φέρετρα απορρίφθηκε από το New Yorker, δημοσιεύθηκε όμως στο NYRB. Το ίδιο συνέβη με ένα εξαιρετικό σκίτσο του Χένρι Κίσιντζερ, με γυμνά οπίσθια και πολεμικά τατουάζ, το οποίο απορρίφθηκε από τους New York Times.

  • Ηλιας Mαγκλινης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/12/2009

Wednesday, December 30, 2009

Στα μονοπάτια των χρωμάτων


Εργο του Φαίδωνα Πατρικαλάκι

Από τις 8-23/1 στην γκαλερί «Αστρολάβος-artlife» (Ηροδότου 11), παρουσιάζονται τα έργα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι, τα οποία εικονογραφούν το βιβλίο του Γιάννη Κοντού «Τα παραμύθια του καλού μάγου». Τα τρυφερά, αλληγορικά και βαθιά ανθρώπινα κείμενα των 17 μικρών ιστοριών που περιλαμβάνει, διδάσκουν στα παιδιά μεγάλες αρετές: Καλοσύνη, γενναιοδωρία κ.ά. Στις εικονογραφήσεις πρωταγωνιστούν παιδιά, ζώα, πουλιά και ο καλός μάγος του παραμυθιού. Πρόκειται για έργα γεμάτα χρώμα και ένταση, που χαρακτηρίζονται από το λιτό πριμιτίφ ζωγραφικό ιδίωμα του καλλιτέχνη. Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει το βράδυ των εγκαινίων (7.30μ.μ.), παρουσία του συγγραφέα και του ζωγράφου.

Από 12/1-3/2 η γκαλερί «Λόλα Νικολάου» (Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη) παρουσιάζει έκθεση έργων των: Χρήστου Κάλφα, Φάλη Λεών και Αγλαΐας Χριστιανού. Ο Χρήστος Κάλφας παρουσιάζει στην τελευταία ενότητα της δουλειάς του συμβολικές φιγούρες, στις οποίες αναδεικνύεται το δραματικό μέσα από το τραγικό, το αστείο ή το γελοίο μέσα από το σατιρικό και πνευματώδες, το αλληγορικό και ποιητικό μέσα από το λυρικό. Η θεματολογία του εμπνέεται από αρχαία κείμενα, κείμενα σοφιστών, φιλοσοφία, ποίηση και λογοτεχνία. Νέα, άμεση, ανατρεπτική, ευέλικτη και εικονική, η ζωγραφική του Φάλη Λεών, με βασικό άξονα την ανθρωποκεντρική εικόνα. Οι ήρωές του, πλάσματα βγαλμένα από γελοιογραφίες, cartoons και κόμικς, διαθέτουν έναν εσωτερικό κόσμο, γεμάτο από εμμονές και χιούμορ. Η Αγλαΐα Χριστιανού «παίζει» με τη μνήμη, ανασύροντας υφές και σχήματα της παιδικής ηλικίας. Οι ξύλινες και μεταλλικές κατασκευές, τα πραγματικά και φανταστικά βιβλία αποτείνουν φόρο τιμής σε εικόνες που σήμερα δεν υπάρχουν παρά στο πίσω συρτάρι της μνήμης. Η Α. Χριστιανού δεν έχει διάθεση νοσταλγική. Τα έργα που εκτίθενται δεν έχουν σκοπό να γυρίσουν το χρόνο πίσω, ούτε να ανοίξουν διάλογο με την έννοια του παρελθόντος. Η Χριστιανού κατασκευάζει τα αντικείμενα αυτά χιουμοριστικά, παιχνιδιάρικα, έτοιμη να πειραματιστεί με κάθε είδους πρώτη ύλη και να τη μεταμορφώσει εκ του μηδενός, δίνοντάς της εντελώς νέες διαστάσεις και σχήμα.

Eικαστικη ατζεντα

  • Αμέσως μετά την περίοδο των εορτών, αναζωπυρώνεται και πάλι η εικαστική κίνηση στην Αθήνα με νέο κύκλο εγκαινίων. Από τις αναγγελίες για τον Ιανουάριο επισημαίνουμε τρεις διαφορετικές εκθέσεις, η κάθε μία από τις οποίες ξεχωρίζει για την ιδιαιτερότητά της.
  • Γιαννούλης Χαλεπάς. Σχέδια και γλυπτά του μεγάλου Τήνιου γλύπτη θα παρουσιάσει η γκαλερί Καλφαγιάν (Χάρητος 11) από 14 Ιανουαρίου. Είναι μια ματιά στον μύχιο κόσμο του Χαλεπά, με έργα τέχνης μικρής κλίμακας αλλά μεγάλης έντασης (έως 13/2).
  • Φαίδων Πατρικαλάκις. Παιδιά, ζώα και πουλιά πρωταγωνιστούν στη ζωγραφική του Φαίδωνα Πατρικαλάκι που δημιούργησε για «Τα παραμύθια του Καλού Μάγου», της ιστορίας που έγραψε ο Γιάννης Κοντός (εκδ. Κέδρος). Τα ζωγραφικά έργα θα εκτεθούν στον «Αστρολάβο- artlife» (Ηορδότου 11, 8-23/1).
  • Πάμπλο Πικάσο. Εκθεση με χαρακτικά σε λινόλαιο που φιλοτέχνησε ο Πικάσο την περίοδο 1959-1963 θα παρουσιάσει η Gagosian Gallery (Μέρλιν 3) από 28 Ιανουαρίου έως 10 Απριλίου. Ο Πικάσο πειραματίστηκε με τη χαρακτική σε λινόλαιο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, σμίλη ή σκαρπέλο.

Βόρειος Θάλασσα και Μεσόγειος

  • Αρχιτεκτονικά έργα από τη Νορβηγία και την Κρήτη συμπλέουν στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς

«Μα πώς έφτασαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ώς εδώ;». Το Κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς αυτές τις γιορτές χάρη στη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη. Πολύς κόσμος ακόμα και σε ανύποπτες ώρες όπως είναι τα πρωινά εργάσιμων ημερών κατακλύζει έναν από τους πιο όμορφους χώρους που χάρισε στην Αθήνα η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα. Και στο Μπενάκη της Πειραιώς φτάνεις πια πολύ πιο εύκολα χάρη στον σταθμό του μετρό στον Κεραμεικό, δεν θα περπατήσετε περισσότερο από 10-15 λεπτά διασχίζοντας το αγνώριστο Γκάζι.

Σύμφωνοι, ο Γιάννης Τσαρούχης είναι το μεγάλο θέλγητρο των ημερών αλλά θα ήταν κρίμα να φύγετε από το μουσείο χωρίς να δείτε τις δύο εκθέσεις αρχιτεκτονικής του δεύτερου ορόφου που δεν θα είναι ακόμα για πολύ μαζί μας, η αυλαία τους πέφτει την ίδια ημέρα, στις 10 Ιανουαρίου. Υπάρχει αυτή η μικρή παρανόηση σε σχέση με τις εκθέσεις αρχιτεκτονικής, ότι απευθύνονται σε ένα περιορισμένο, εξειδικευμένο, καλά ενημερωμένο κοινό που, υποτίθεται, μπορεί να τις «διαβάσει». Ευτυχώς δεν είναι έτσι τα πράγματα. Πάρτε για παράδειγμα την έκθεση σύγχρονης νορβηγικής αρχιτεκτονικής. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη εισαγωγή για έναν τόπο που δεν γνωρίζεις καλά από μια έκθεση αρχιτεκτονικής. Ο κινηματογράφος, η μουσική, μια θεατρική παράσταση, οι εικαστικές τέχνες, ακόμα και η φωτογραφία παρέχουν αποσπασματικές μόνο πληροφορίες. Οι εκθέσεις αρχιτεκτονικής έχουν πάψει εδώ και καιρό να είναι οι αλαζονικές, μονοσήμαντες επιδείξεις πνευματικών και τεχνικών θριάμβων που ήταν κάποτε. Συνήθως αποτελούν κομμάτι ενός μεγαλύτερου κάδρου στο οποίο χωράνε πολλά περισσότερα. Ακόμα και στην περίπτωση της έκθεσης που έφερε στην Αθήνα το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και η οποία διατρέχει την παραγωγή από το 2000 μέχρι το 2005. Είναι μια σημαντική περίοδος εξωστρέφειας για τη νορβηγική αρχιτεκτονική, ως επιστέγασμα της κατοχύρωσης μιας σειράς οικονομικών και κοινωνικών επιτευγμάτων στο εσωτερικό της χώρας.

Και είναι ευτυχής σύμπτωση που το τέλος αυτής της έκθεσης μας φέρνει στην αρχή μιας άλλης, εξίσου διδακτικής. Των αδελφών Αριστομένη και Γιώργου Βαρουδάκη, δύο αρχιτεκτόνων που μετά τις σπουδές τους σε Ηνωμένες Πολιτείες και Δανία, αντίστοιχα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πόλη τους, στα Χανιά για να ζήσουν και να δουλέψουν. Νορβηγία και Χανιά, δίπλα-δίπλα, Βορράς και Νότος, Βόρεια Θάλασσα και Μεσόγειος, υγρασία και φως, σκανδιναβικές στέγες δίπλα στα γοητευτικά υβρίδια από ξύλο των Βαρουδάκηδων.

Τα σπίτια των δύο Κρητικών με τις εντυπωσιακές λιθοδομές, τους έντονους άξονες, τα αίθρια και τις αυλές, λουσμένα στη γλύκα του μεσογειακού απογεύματος, μας ταξιδεύουν στην καλύτερη Ελλάδα. Οσο κι αν την ίδια στιγμή ακούω το μελαγχολικά διατυπωμένο ερώτημα του ίδιου του Αριστομένη Βαρουδάκη, καθισμένος μπροστά από την οθόνη με τα νορβηγικά κτίρια: «Θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει μια αντίστοιχη έκθεση κι αυτό να ενδιαφέρει τον κόσμο, να σημαίνει κάτι για τους άλλους;». Επειδή είναι γιορτές ας αφήσουμε τις απαντήσεις για μετά την Πρωτοχρονιά.

  • Του Δημητρη Pηγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/12/2009

Tuesday, December 29, 2009

«Η ανθρώπινη μορφή στην τέχνη» στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων

  • Σημείο αναφοράς, ο άνθρωπος
Εργο του Π. Τέτση
«Η ανθρώπινη μορφή στην τέχνη», τιτλοφορείται η έκθεση ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και διακοσμητικής, που διοργανώνει το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ) και φιλοξενείται (έως 24/1) σε όλους τους χώρους της «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων (Πειραιώς 100, Γκάζι, στάση Μετρό Κεραμεικός, τηλ.: 210-3461.589). Τα επίσημα εγκαίνια, που μετατέθηκαν σε ένδειξη πένθους για το θάνατο του μεγάλου δασκάλου Γιάννη Μόραλη, θα πραγματοποιηθούν σήμερα (7.30μ.μ.). Πρόκειται για πανελλήνια έκθεση, στην οποία συμμετέχουν 1.200 εικαστικοί καλλιτέχνες, μέλη του Επιμελητηρίου, παλαιότερων και νεότερων γενεών.

Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα των: Νικολάου, Τέτση, Μυταρά, Μπότσογλου, Κεσσανλή, Αρμακόλα, Παπαγιάννη, Σκλάβου, Παππά, Καλαμάρα, Νικολαΐδη, Μουστάκα, Απάρτη, Καπράλου, Σώχου, Μπουζιάνη, Παρθένη, Παπαλουκά, Ιακωβίδη, Γουναρόπουλου, Βικάτου, Γαΐτη, Αργυρού, Κοκκινίδη, Γραμματόπουλου, Κεφαλληνού, Κατράκη, Τάσσου, κ.ά. Επίσης, εκτίθενται έργα των: Ιακωβίδη και Ροϊλού, που εκπροσωπούν την προϊστορία της κατάκτησης ίδρυσης του Επιμελητηρίου. Ακόμη, η παρουσίαση εμπλουτίζεται με υλικό από τα αρχεία του ΕΕΤΕ με ιδιόγραφες αιτήσεις και υπογραφές των ιδρυτικών μελών του, όπως: Παρθένη, Βικάτου, Σώχου, κ.ά.

Γλυπτό του Χαλεπά από το ψυχιατρείο

Μόλις δύο χρόνια πριν, η περίπτωση του κορυφαίου Ελληνα γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) αντιμετωπιζόταν ακόμα με αμηχανία. Αν και η αξία του έργου του είχε αναγνωριστεί αρκετές δεκαετίες πριν, από ειδήμονες και μη, δεν είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την τέχνη του σε όλη την έκτασή της σε μια μεγάλη έκθεση.

Από την επίσκεψη του Χαλεπά στο γλυπτό της Κοιμωμένης στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών

Από την επίσκεψη του Χαλεπά στο γλυπτό της Κοιμωμένης στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών

Τελικά τον Ιανουάριο του 2007 είδαμε από κοντά σχεδόν το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Τηνιακού γλύπτη στην Εθνική Γλυπτοθήκη: περισσότερα από 95 γλυπτά και 125 σχέδια παρουσιάστηκαν 156 χρόνια από τη γέννησή του. Εργα του Γιαννούλη Χαλεπά, σχέδια και γλυπτά, συμπεριλήφθηκαν και το καλοκαίρι που μας πέρασε στη 2η Μπιενάλε της Αθήνας. Στην έκθεση της διοργάνωσης «Hotel Paradies», σε επιμέλεια της Νάντιας Αργυροπούλου, το έργο του Χαλεπά συνυπήρξε με εκείνο των Ν. Πεντζίκη, Κ. Ανγκερ, Π. Νομπλ κ.ά.

Η τέχνη του Τήνιου δημιουργού, έστω κι ένα μικρό μέρος της, εκτίθεται από τις 14 Ιανουαρίου και στην Γκαλερί Kalfayan (Χάρητος 11) στο Κολωνάκι. Πρόκειται για έκθεση με έξι γλυπτά και περίπου 120 σχέδια προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές: «Η μοντέρνα κυρία», φιλοτεχνημένη πριν από το 1924, η «Βοσκοπούλα» με τη μορφή της θέας Αθηνάς, που είναι το μοναδικό αγαλματίδιο που σώθηκε από τα χρόνια του γλύπτη στο ψυχιατρείο, η «Κόρη με το τριαντάφυλλο» από το 1937, «Η Αθηνά με καθρέφτη», «Νηρηίδες» κ.ά.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς υπήρξε παιδί οικογένειας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του Ιωάννης και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια της οικογένειας, είχε δείξει από μικρός το ενδιαφέρον του για τη μαρμαρογλυπτική. Παρά την κλίση του οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο. Ο ίδιος όμως επέμεινε και σπούδασε γλυπτική, αρχικά στο Σχολείον των Τεχνών της Αθήνας, στο πλευρό του Ελληνοβαυαρού γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, από τον οποίο δέχτηκε και την επιρροή του κλίματος του νεοκλασικισμού, ενώ άρχισε να εξοικειώνεται με τα αγαπημένα του μυθολογικά θέματα. Αργότερα βρέθηκε με υποτροφία στο Μόναχο, όπου γοητεύτηκε από το ρεαλιστικό κίνημα της εποχής και τον δυναμικό ρεαλισμό του γλύπτη Ρίτσελ.

Ο τραγικός μύθος του καλλιτέχνη υφάνθηκε από τις σκληρές δοκιμασίες της ζωής του, την καθήλωσή του στην ψυχοπάθεια και τον εγκλεισμό από το 1888 και για δεκατρία χρόνια στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Το 1901 επέστρεψε στην Τήνο, αλλά δεν δούλεψε παρά μόνο μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, το 1916. Από αυτή την περίοδο έχει διασωθεί μεγάλος αριθμός σχεδίων και προπλασμάτων σε πηλό, από τα οποία όμως κανένα δεν έγινε σε μάρμαρο.

Διασημότερο έργο του παραμένει η περίφημη «Κοιμωμένη», γλυπτό του 1878, που θαυμάζουμε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στον τάφο της φυματικής νέας Σοφίας Αφεντάκη. Εργο που από μόνο του θα μπορούσε να χαρίσει στον Χαλεπά την αθανασία.

«Κόρη με τριαντάφυλλο» από το 1937

«Κόρη με τριαντάφυλλο» από το 1937

* Η έκθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των ετήσιων εκθέσεων των Kalfayan Galleries, που έχουν στόχο την προώθηση και προβολή του έργου σημαντικών εκπροσώπων της ελληνικής τέχνης. Διάρκεια έως 13 Φεβρουαρίου. *

Monday, December 28, 2009

«Kλειδί» ο αδελφός του Bαν Γκογκ

  • Ποιες εκδοχές έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα

Mια νέα εκδοχή σε ένα από τα διασημότερα μυστήρια ακρωτηριασμού στην ιστορία της τέχνης: Σύμφωνα με τον μελετητή και επιμελητή εκθέσεων του Bίνσεντ Bαν Γκογκ, Mάρτιν Mπέιλι, ο Oλλανδός ζωγράφος έκοψε το αυτί του, όταν έμαθε ότι ο αδερφός του, Tεό, στον οποίο στηριζόταν οικονομικά και συναισθηματικά, επρόκειτο να παντρευτεί.


«Kλειδί» ο αδελφός του Bαν Γκογκ

O Mπέιλι βάσισε τη θεωρία του σε έναν φάκελο που παρατήρησε πάνω σε πίνακα, τον οποίο ο Bαν Γκογκ ολοκλήρωσε τη μέρα που αυτοτραυματίστηκε. O Mπέιλι καταλήγει ότι αυτό το γράμμα είχε σταλεί από τον Tεό που ζούσε στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 1888 και περιείχε νέα για τον αρραβώνα του. «O Bίνσεντ φοβόταν ότι θα έχανε την οικονομική και συναισθηματική στήριξη του αδερφού του», υποστηρίζει ο Mπέιλι. Aυτό το γράμμα, λοιπόν, προκάλεσε τον αυτοτραυματισμό του ήδη ψυχολογικά διαταραγμένου Bαν Γκογκ.

Δεκάδες θεωρίες έχουν διατυπωθεί για το τι πραγματικά συνέβη με το αυτί του Bαν Γκογκ λίγες μέρες πριν από τα Xριστούγεννα του 1888. H επικρατέστερη αυτών αποδίδει την ευθύνη στον τσακωμό του με το ομότεχνο και στενό του φίλο Πολ Γκογκέν, σε συνδυασμό με τις ψυχολογικές του διαταραχές. Aν και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτή η ιστορία επινοήθηκε από τον Γκογκέν.

Mε μια άλλη εκδοχή που θέλει τον Γκογκέν να κόβει το αυτί του Bαν Γκογκ στο σπίτι που μοιράζονταν στην Aρλ της Nότιας Γαλλίας, εν μέσω καβγά για μια πόρνη που ονομαζόταν Pαχήλ, διαφώνησε το Πανεπιστήμιο του Aμβούργου, ενώ η θεωρία απορρίφθηκε και από το μουσείο Bαν Γκογκ και από τον Mπέιλι.

O πίνακας που έλυσε το μυστήριο, κατά τον Mπέιλι, έχει τίτλο «Drawing Board with Onions». Oλοκληρώθηκε στις αρχές του 1889 και θα αποτελέσει κεντρικό έκθεμα στην έκθεση της Bασιλικής Aκαδημίας του Λονδίνου για τον Bαν Γκογκ και την αλληλογραφία του, τον Iανουάριο.

Διαμάχη για το «Νυχτερινό καφέ»

Στο επίκεντρο δικαστικής διαμάχης βρίσκεται ο πίνακας του Bαν Γκογκ, «Nυχτερινό Kαφέ». Tο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκει το έργο τα τελευταία 50 χρόνια, ζητεί από τα δικαστήρια την απόδειξη ιδιοκτησίας, προκειμένου να εμποδίσει τη διεκδίκησή του από τον Pώσο Πιερ Kονοβαλόφ, απόγονο του αρχικού κατόχου του, μεγάλου Pώσου συλλέκτη Iβάν Mοροζόφ.

Οι εκθέσεις που θα θυμόμαστε

  • Αυτές πάλι αναφέρονται άμεσα στο έργο. Παράδειγμα, οι δύο εκθέσεις της Ελευσίνας. Της Αιμιλίας Παπαφιλίππου, «Ρευστά Τοπία», στην αρχή του καλοκαιριού και η έκθεση της Λήδας Παπακωνσταντίνου, στο Ελαιουργείο, στο τέλος του καλοκαιριού και των Αισχυλείων. Και μία τρίτη, της Μαρίας Λοϊζίδου στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη.

Από την έκθεση της Μαρίας Λοϊζίδου στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη

Από την έκθεση της Μαρίας Λοϊζίδου στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη

Στο κέντρο της πόλης, πάλι, τρεις ομαδικές εκθέσεις δίνουν τα κλειδιά για τα όσα έχουν προαναφερθεί ως καταγραμμένες διαθέσεις του 2009. Πρόκειται για δύο μεγάλες παρέες καλλιτεχνών, που εκθέτουν. Η ομάδα, αντερ-κονστράξιον, που μετρά κάπου 14 άτομα, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη της πλατείας, διαπραγματεύεται την «Εξοδο», ενώ 40 καλλιτέχνες καταλαμβάνουν το VOX στην Ιερά Οδό μιλώντας για το φολκλόρ και τα κλισέ.

Η πρώτη έκθεση με τίτλο «ΕΧΙΤ», βαθιά πολιτική, κάνει κριτική στις κοινωνικές συμπεριφορές, ενώ η έκθεση «Culture Industry» με υπότιτλο το folklore και τα cliches οργανώνεται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και δηλώνεται ως ένα πάρτι διαρκείας με απρόσμενες συνέπειες.

Δημιουργείται έτσι μια νέα κατάσταση, που διαθέτει την ευφορία και την αγωνία ενός πανηγυριού, που οι μετέχοντες γνωρίζουν ότι είναι αδιέξοδο, όμως επιθυμούν να το χαρούν.

Χαρήκαμε και τούτο τον χρόνο το έργο και τις αναφορές στον Βλάση Κανιάρη. Ιδού, μια άλλη ενδιαφέρουσα ομαδική έκθεση, η οποία στρέφεται γύρω από το έργο του Βλάση Κανιάρη,του σημαντικού καλλιτέχνη στον οποίο από πέρσι έως τον προσεχή χρόνο γίνονται άπειρες αναφορές με λιγότερο ή περισσότερο καλές εκθέσεις.

Στο Μέγαρο Εϋνάρδου, η έκθεση, για ένα ολόκληρο εξάμηνο, διαπραγματεύτηκε το ζήτημα του σύγχρονου στο έργο του Κανιάρη σε συνύπαρξη με έργα νεότερων καλλιτεχνών από τον διεθνή χώρο σε επιμέλεια της Els Hanappe. Ο νόστος, η ουτοπία, η μοναξιά βρέθηκαν μαζί στην έννοια «είμαστε όλοι μετανάστες», όπως υπάρχει στα πρόσωπα-αντικείμενα του καλλιτέχνη αλλά και στους δρόμους της Αθήνας.

Εργα ή συμπεριφορές προς επεξεργασία; Το ζήτημα θα μας απασχολήσει για πολύ. Το τέλος της ιστορίας, το τέλος των μεγάλων έργων, η διάθεση για συλλογισμό και η απόκλιση από την ίδια την παγιωμένη αντίληψη των κλισέ. Δύο κεντρικοί κορμοί; Ο πρώτος μπορεί να θέτει και στον 21ο αιώνα το ερώτημα αν η διαγώνιος του προσώπου πρέπει να ξεκινά από τη μύτη ή να σταματά στο αυτί. Ο δεύτερη, μπορεί να ερευνά τις επιπτώσεις στον ύπνο των πολιτών από τη διαδρομή ενός φτερού στο κέντρο της πόλης, με τη καταγραφή των κρουσμάτων, τη μελέτη του Πολ Βαλερί και την εμπλοκή του, άμεση ή έμμεση στο έργο τέχνης.

Του 2009 οι εκδρομείς και η απρόβλεπτη επιστροφή τους

  • Αν το προνόμιο της τέχνης είναι η ελευθερία, έως και η κατάχρησή της, η χρονιά που πέρασε, σταθεροποιώντας ό,τι εμφανίστηκε στη χρονική διαδρομή της πρώτης δεκαετίας του 2000, μας υποψιάζει ότι αυτή η ελευθερία μπορεί και να 'χει αποχωρήσει.

«Τρίχες κατσαρές» του Νίκου Χαραλαμπίδη στην γκαλερί «Καππάτος»

«Τρίχες κατσαρές» του Νίκου Χαραλαμπίδη στην γκαλερί «Καππάτος»

Και ότι οι καλλιτέχνες μοιάζει να κατασταλάζουν σε ένα είδος καθεστώτος των κλισέ.

Παγκοσμιοποιημένη η τέχνη, τονίζει το γεγονός μιας ομοιογένειας όπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες δημιουργούν ή εξιχνιάζουν αρχεία, ανασκαλεύουν την ιστορία αλλά και αναπαράγουν νεοπόπ, κριτικές ή διακοσμητικές «ζωγραφιές». Οι γενικεύσεις, ευτυχώς, διατηρούν το προνόμιο των εξαιρέσεων, δικαιώνοντας κάποιες περισσότερο αυθεντικές διαθέσεις του είδους, σε μια υπόθεση όπου η αγορά δημιουργεί και το παιχνίδι και τους όρους του.

Ο κάποιος σκεπτικισμός που, μοιραία, μπήκε στη ζωή μας και χάριν της οικονομικής λιτότητας, δεν άφησε ανεπηρέαστη την τέχνη. Η στροφή προς τη ζωγραφική και δη προς το μικρό τελάρο με τις μοδάτες (ελληνικά trendy) αναπαραστάσεις δίνει και παίρνει, μαζί με μια θεματολογία 19ου αιώνα που φέρνει προς gothic, προς νεορομαντισμό και σχηματοποιημένα σύμβολα.

Είναι τα ενδιαφέροντα μιας αγοράς εντόπιας, που συγκλίνει με ευκολία στις διεθνείς τάσεις προς τη ζωγραφική, αφήνοντας ωστόσο έξω τη δίχως «θέμα» αφαίρεση, για την οποία γίνεται έρευνα στα προηγμένα κέντρα της τέχνης, παραγωγής και επεξεργασίας ιδεών και τέχνης.

Ασχολούμενοι μετά μανίας με ζητήματα αρχείου και επανεξέτασης της ιστορίας, βρεθήκαμε ολόκληρο το 2009 απέναντι σε εκθέσεις συνοδεύομενες από κείμενα επιμελητών, αναφορές (και αντιγραφές) σε σύγχρονους φιλόσοφους της τέχνης και διανοητές και έργα καλλιτεχνών που «άλλα» έλεγαν. Οχι, δεν πρόκειται για μια διάσταση απόψεων, απλά για γεγονότα όπου ο καθένας μιλά για τα δικά του και όλοι μαζί δημιουργούν σύγχυση στον ήδη δύστροπο θεατή της μεσαίας τάξης.

Ο Πάμπλο Πικάσο, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Arts το 1945, έλεγε ότι ένας απλός κακοφτιαγμένος κύκλος δηλώνει ταμπεραμέντο και αλλού ότι είναι καλύτερα να αντιγράφεις ένα έργο, παρά να προσπαθείς να εμπνευστείς από αυτό. Από τότε έως σήμερα μοιάζει να έχουν περάσει αιώνες.

Και αν ονειρευόμαστε στις δυσκολίες μας να βρεθούμε, ως διά μαγείας, κάπου κοντά στη μεγάλη τέχνη (στο Αμστερνταμ με τον Ρέμπραντ ή στις νεκροπόλεις της Αιγύπτου), η μνήμη μας παρακάμπτει ταχύτατα τις μεγάλες ακριβές, ομαδικές ή ατομικές εκθέσεις και μένει σε συμπεριφορές και γεγονότα, όπως την έκθεση του Νίκου Χαραλαμπίδη και των φίλων του στον Καππάτο ή τις διαθέσεις αυτοδιαχείρισης των καλλιτεχνών.

Θυμάμαι την Μπιενάλε Αθήνας ως μια πολύπλοκη διαδρομή δίχως στόχο, πλην του ρομαντικού αιτήματος να φιληθούν τα ζευγάρια στον Μπάτη, θυμάμαι την Μπιενάλε Θεσσαλονίκης ως μια οργάνωση που συνέχισε τον διάλογο στο πολιτικό ζήτημα και προσπάθησε να κάνει ένα άνοιγμα στην πόλη.

Εχω ήδη ξεχάσει τα περισσότερα έργα που συμμετείχαν και παραμένω στο ερώτημα: πόσες Μπιενάλε χωρά ο τόπος μας και οι δύο που ξεκίνησαν συγχρόνως μπορούν να λειτουργούν προσθετικά, παρά τη διαφορετικότητα της δομής της οργάνωσής τους;

Από την άλλη, η οργάνωση της Μπιενάλε Βενετίας από τον Daniel Birnbaum μάς ικανοποίησε ως μια λιτή διαδρομή σε έργα ουσιαστικά, δίχως πολλές σκηνοθετικές αποκλίσεις και εφέ. Οπως και η τελευταία «Ντοκουμέντα», έτσι η Βενετία στάθηκε σε έργα περισσότερο και λιγότερο σε ιδέες προς επεξεργασία.

Sunday, December 27, 2009

Πίνακας του Ρέμπραντ πουλήθηκε 33 εκατομμύρια δολάρια



Ένα πορτρέτο του διάσημου ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ, που έζησε από το 1606 έως το 1669, πουλήθηκε σε δημοπρασία 33 εκατομμύρια δολάρια, ανακοίνωσε ο οίκος δημοπρασιών Κρίστις. Ο πίνακας, με τον τίτλο " Το πορτρέτο ενός άνδρα", βγήκε για πρώτη φορά σε δημοπρασία το 1930 και πουλήθηκε 18.500 λίρες. Επί 40 χρόνια δεν είχε εκτεθεί δημόσια.Το 1958 κάποιος τον δώρισε το πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και κοσμούσε το γραφείο του προέδρου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην αποθήκη μέχρι χθες που δόθηκε για δημοπρασία. Ο πίνακας που φιλοτεχνήθηκε το 1652, πουλήθηκε δια τηλεφώνου και το όνομα του αγοραστή δεν ανακοινώθηκε.

Saturday, December 26, 2009

Τοπία που χάνονται

  • Σκοπός της έκθεσης Γη-Ιχνη που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης είναι η αναζήτηση της σχέσης του σύγχρονου δημιουργού με το φυσικό τοπίο

  • του ΒΑΓΓΕΛΗ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

«Γη-Ιχνη» είναι ο τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, σε συνέχεια του «Νερού-Ρεύματα» που εκτέθηκε πέρυσι, ως μέρος του εκθεσιακού κύκλου «Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και ο άνθρωπος». Το θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί φέρνει στο προσκήνιο τη ματιέρα, την ύλη, το πρωταρχικό στοιχείο με το οποίο συνδέεται ο δημιουργός προτού αρχίσει να μιλάει για τον κόσμο. Η έκθεση, όπως η πλειονότητα των δράσεών μας, αποτελεί μια συμπαραγωγή. Σε αυτή την περίπτωση συνεργάτης μας είναι η ελβετική τράπεζα Ρictet, διοργανωτής του Ρrix Ρictet, επίτιμος πρόεδρος του οποίου είναι ο Κόφι Αναν. Η «Γη-Ιχνη», με συνεπιμελητή τον Gabriel Βauret, χωρίζεται σε δύο τμήματα: από τη μια στα επιλεγμένα έργα των δώδεκα φωτογράφων (Darren Αlmond, Christopher Αnderson, Sammy Βaloji, Εdward Βurtynsky, Αndreas Gursky, Νaoya Ηatakeyama, Νadav Κander, Εd Κashi, Αbbas Κowsari, Υao Lu, Εdgar Μartins, Chris Steele-Ρerkins) που προκρίθηκαν στην τελευταία φάση του διαγωνισμού του ομώνυμου βραβείου, και από την άλλη σε έργα ελλήνων και ξένων δημιουργών (εκτός του βραβείου) τα οποία έχουν επιλεγεί για αυτή την έκθεση.

Οι εικόνες του βραβείου Ρictet ανήκουν κατά κύριο λόγο στη φωτογραφία-ντοκουμέντο, χωρίς αυτό να αποκλείει τις εννοιολογικές προσεγγίσεις: η ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, οι συνέπειες αυτής της εκμετάλλευσης που εκπηγάζει από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και η προσαρμογή μας σε αυτό, είναι μερικές από τις θεματικές που προβάλλονται. Από την άλλη παρουσιάζονται έργα 13 ελλήνων και ξένων δημιουργών, που δίνουν μια σκηνοθετημένη και αφαιρετική οπτική στο θέμα, χωρίς και από εδώ να εκλείπουν οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις.

Ο ρόλος μας, ως κρατικό μουσείο φωτογραφίας είναι το να μπορούμε να αγγίζουμε κάθε κοινό, και σε διαφορετικά επίπεδα, όπως επίσης να ακολουθούμε με συνέπεια τις επιλογές των εκθέσεων, πράγμα το οποίο επιχειρούμε με τη συγκρότηση εκθεσιακών κύκλων (όπως «Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και ο άνθρωπος», «Οι Ελληνες της Διασποράς», στην οποία ανήκε η προηγούμενη έκθεση του Φίλιπ Τσιάρα κτλ.). Οι επιλογές γενικών θεμάτων όπως είναι αυτό της «Γης-Ιχνη» έχουν ως στόχο τη διαμόρφωση ενός ευρέως θεματικού φάσματος ώστε τα έργα να είναι ποικίλα και να εξοικειώνουν το κοινό με το αλφαβητάρι της οπτικής γλώσσας. Για κάθε κοινό όμως, είτε όσοι ενδιαφέρονται για τη φωτογραφία είτε όσοι επισκέπτονται για πρώτη φορά μια έκθεση, το ερώτημα που προκύπτει από αυτή τη θεματική είναι ηχηρό: Για ποια γη μιλάμε; Για τη γη που φανταζόμαστε ότι μας περιβάλλει των χιονισμένων βουνοκορφών και των γαλάζιων θαλασσών, για αυτή που στην πραγματικότητα υπάρχει- μήτρα λυμάτων, μόλυνσης και σκηνικό πολιτικών και ιστορικών γεγονότων - ή για αυτή που κατασκευάζουμε στο φαντασιακό μας γνωρίζοντας πως τα πράγματα έχουν αλλάξει;

Ορισμένοι από τους δημιουργούς διαχειρίζονται το θέμα μέσα από την οπτική του φυσικού πλούτου, της πρωτόλειας ομορφιάς, δίνοντας και υλικό που μπορεί να αναγνωστεί και με διαφορετικές προεκτάσεις: ο Δημήτρης Κοιλαλούς εστιάζοντας σε βράχια και στη γη που βγαίνει στο προσκήνιο, στο δάσος και στο δέντρο και στη σχέση ανάμεσά τους, ο Darren Αlmond δείχνοντας χιονισμένα δάση από την Κίνα σε πολύ μεγάλο φορμά, ο Τhibaut Cuisset παρουσιάζοντας το ίδιο τοπίο στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Αντίστοιχα, ο Νίκος Δανιηλίδης δείχνει την Ελλάδα από ψηλά, επιτυγχάνοντας πέρα από την απόδοση μιας άλλης οπτικής και τη δημιουργία «πλαστικών» εικόνων σχεδόν φορμαλιστικών που παραπέμπουν στη ζωγραφική, ενώ ο Αntonio Βiasiucci μας οδηγεί στα έγκατα της γης με τις κατάμαυρες εικόνες του μάγματος και τις αφαιρετικές συνθέσεις του. Αλλοι φωτογράφοι μέσα από τα έργα τους χρησιμοποιούν τη γη ως υλικό για να αποδείξουν ένα επιχείρημά τους, όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης και του ενιαίου τοπίου. Ο Cedric Delsaux αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει πλέον διαφοροποίηση στον τρόπο που εκμεταλλευόμαστε τη γη και τα προϊόντα της, καθώς το τοπίο είναι εξίσου κακοποιημένο παντού στον κόσμο. Αυτό, βέβαια, διακρίνεται και στις εικόνες του Εκτορα Δημησιάνου για τις φωτιές της Αττικής και της Πελοποννήσου, ενώ η Liza Νguyen με χώμα από πόλεις του Βιετνάμ από όπου έχει περάσει ο πόλεμος, αποτυπώνει με απλό και καίρια συμβολικό τρόπο τη σημασία της γης- ως πατρίδα, ως ρίζες, ως ανάμνηση (το χώμα που κρατάνε οι πρόσφυγες από τη γη τους). Και τέλος, υπάρχει μια μερίδα φωτογράφων της έκθεσης που έχει αναγνωρίσει τον τρόπο ανθρώπινης παρέμβασης και σκηνοθετεί την ομορφιά: ο Ρetur Τhomsen και τα τοπία του, σκληρά, αχανή, με την ανθρώπινη παρέμβαση προφανή, αλλά ενσωματωμένη πλέον πλήρως στο τοπίο, το οποίο την έχει οικειοποιηθεί. Η Εφη Τσακρακλίδου με τα αγριολούλουδα που ενάντια σε όλες τις δυσκολίες καταφέρνουν και ανθίζουν μέσα από την πέτρα καταδεικνύοντας τη δύναμη της φύσης. Εδώ η ανθρώπινη παρουσία ως παρατηρητή ή ως στοιχείου της ίδιας της φύσης είναι ελάχιστη- στα περισσότερα έργα ο άνθρωπος είναι ο δράστης ή και ο θύτης. Στα δίπτυχα έργα του Χάρη Κακαρούχα ο άνθρωπος και η φύση λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, χωρίς κανείς να μπορεί να αναγνωρίσει με βεβαιότητα πού κρύβεται η μεταφορά και η αλληγορία του δημιουργού. Η Εlina Βrotherus με στραμμένη την πλάτη στον θεατή παρατηρεί το τοπίο. Πρόκειται για εικόνες με πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική, καθώς δημιουργείται μία αλυσίδα θεάσεων: όλοι στραμμένοι στο τοπίο και ταυτόχρονα όλοι και μέρος του.

Με την έκθεση αυτή αναζητούμε τη σχέση του σύγχρονου δημιουργού με το φυσικό τοπίο, με τη γη- αυτή την οργανική σχέση, την πλήρως διαμεσολαβημένη πλέον από τον αστικό τρόπο ζωής μας. Οι φωτογράφοι μας δίνουν τη δυνατότητα να τη δούμε από ψηλά, από μέσα, ως έναν ενιαίο τόπο, ως διαιρεμένα κομμάτια ιστορικότητας, με βλέμμα σφαιρικό ή μέσα από μια λεπτομέρεια, μια μεταφορά ή μια σύντομη αφήγηση. Η έκθεση δεν είναι ειδησεογραφική, ούτε επιδιώκει να προσεγγίσει το θέμα επιστημονικά. Αυτό που ίσως έχει ουσία στην προκειμένη περίπτωση είναι να αναβιώσει κανείς μέσα από το φωτογραφικό γεγονός τη σχέση του με το περιβάλλον, όποιο και αν είναι αυτό. Και μέσα από αυτή τη συνάντηση μεταξύ του θεατή και του φωτογραφικού αντικειμένου το ίχνος να αποτελέσει ερέθισμα για πολλαπλές αναγνώσεις, ακόμη και του ίδιου μας του «σπιτιού», της Γης.

Η έκθεση παρουσιάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α Δ , Λιμάνι) ως τις 28.2.2010. Ωρες λειτουργίας: Δευτέρα κλειστά, Τρίτη Παρασκευή 11.00-19.00, Σάββατο- Κυριακή 11.00-21.00. Τηλ. 2310 566.716.

  • Ο κ. Ευ. Ιωακειμίδης είναι διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

Friday, December 25, 2009

Η έξοδος του Γιάννη Μόραλη

  • Του Δημήτρη Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ*, Η ΑΥΓΗ: 27/12/2009

Το καλοκαίρι συνάντησα τον Γιάννη Μόραλη στο «Αιάκειον» της Αίγινας. Tου είπα: «O Μπέικον θέλει να κερδίσει την αιωνιότητα με τη φόρμα, ο Χιρστ με τη φορμόλη». Του άρεσε. Τον έθελγαν τα ολιγόλογα σχόλια. Συχνά τα χρησιμοποιούσε. Στη σχολή, διόρθωνε «από το πλάι», σχεδόν προσπερνώντας το έργο και τον φοιτητή. Έπρεπε να ξέρεις τους παιγνιώδεις κώδικες για να καταλάβεις την αυστηρότητα και την επιείκεια. Εκεί επάνω, νομίζω, μπορούσες να συναντηθείς με τη ζωγραφική και τη διδακτική του. Πολλοί υποπτεύονταν ότι ο Μόραλης ήταν κρυφοαριστερός. Το σίγουρο είναι ότι ήταν ολιγαρκής. Κάπνιζε συνεχώς στη διόρθωση, τον τάραζε η δοκιμασία να πει, να εκστομίσει τον απορριπτικό λόγο. Ήθελε πάντα να διασώσει μια περιφερειακή πλευρά του μαθητικού έργου που είχε κάποια ποιότητα, ένα μικρό υπόλειμμα αλήθειας πάνω του. Ασκούσε, λοιπόν, μια αντιφατική αυστηρότητα. Πειθαρχημένη φόρμα και επιείκεια. Μόνον ο σχεδιασμένος νους ή ο αυτοτιμωρητικός καλλιτέχνης καταφέρνει αυτό το μικρό θαύμα.

Μερικοί μαθητές του καταπιέζονταν από τον διδακτικό όγκο του. Είχαν ανάγκη έναν πιο ετοιμόρροπο δάσκαλο, έναν πιο ασυνεπή ζωγράφο. Και είναι αλήθεια ότι ο Μόραλης, διαθέτοντας τον αυτοέλεγχο, τον αυτομετριασμό, πίεζε -χωρίς να το καταλαβαίνει- τον φοιτητή, προς την εγκράτεια και συχνά την ευθυνοφοβία. Ο φοιτητής γίνονταν φοβικός εμπρός στην υπέρτατη δοκιμασία της ζωγραφικής επιφάνειας. Δεν χυμούσε πάνω της, αλλά καθόταν καχύποπτος και ανέτοιμος. Αυτό το στοιχείο απομείωνε την εκφραστικότητα, αλλά ανέπτυσσε την κριτική και την τεχνική ευθυβολία.

Στη ζωγραφική του, ο Μόραλης αποφλοίωνε το έργο από την εξεζητημένη ζωγραφικότητα, προσπαθούσε να βρει το αμετάκλητο, σχεδόν το σβησμένο. Γι' αυτό οι χαράξεις του είναι εξαιρετικά σχεδιασμένες και σχεδόν καταστέλλουν κάθε εκτροπή και ιλαρότητα. Ο Μόραλης θέλει τα πάντα να συντελούνται μέσα σε μια φόρμα «ενική», περιέχουσα και πλήρη. Περίπου εκεί θα αναζητούσα τη διδακτική του. Στη ζωγραφική σύνθεση πρέπει να βρίσκεις την ενότητα των μερών, το κρυμμένο και δύσκολο σχεδιαστικό πρωτόκολλο που επανιδρύεται σε κάθε έργο, αλλά διατρέχει ως ηθικό αίτημα όλη τη ζωγραφική. Μια διπλή ενότητα αισθήματος και κατασκευής.

Το εργαστήρι στη Σχολή -τότε που στεγαζόταν στο ιστορικό κτήριο της Πατησίων- είχε ισχνό φωτισμό. Τα φώτα και οι σκιές -ένα από τα κεντρικά εργαλεία της μοραλικής προβληματοθεσίας- ήταν στραμμένα προς μια ψυχρή χρωματική κατεύθυνση, πράγμα που τα έκανε να πλησιάζουν μεταξύ τους και να αποδομούν το αφήγημα. Το τονικό εύρος μειωνόταν από το χρώμα, όχι από τον τόνο. Τεχνικές λεπτομέρειες; Όχι. Καταδεικνύουν την υπόγεια και ενεργό πλευρά του έργου που -κατά τον Μόραλη- το καθιστά έγκυρο και όχι νόστιμο.

Η αριστερά θεωρούσε τον Μόραλη ως τον επαρκή αστό, τον συμφιλιωμένο με το μοντέρνο, αλλά εμμέσως και με την πολιτισμική χειραφέτηση της φτωχής χώρας. Έτσι, παρόλο που ο καλλιτέχνης δεν κατέφυγε ποτέ σε μια πολιτικά εύγλωττη παραστατικότητα (όπως, π.χ., ο ύστερος Δ. Διαμαντόπουλος), εν τούτοις ήταν αποδεκτός από το αριστερό ακροατήριο. Η σημαντική γενιά του '30 ενσωμάτωνε τα πυκνά και αντιφατικά αιτήματα εθνικής πολιτιστικής ανεξαρτησίας και διεθνούς συγχρονίας.

«Το δύσκολο δεν είναι να γνωρίσεις αρχειακά και εκθεσιακά το έργο του, όσο το να προσχωρήσεις στην ιδρυτική ηθική του προϋπόθεση» έγραφα στην “Αυγή” λίγες μέρες πριν. Νομίζω ότι η φυγή του δασκάλου τον εγκαθιστά οριστικότερα στην ελληνική σκηνή και ευνοεί αυτή τη συνάντηση. Φυσικά προϋποθέτει και τη διαθεσιμότητα να είσαι μαθητής, να εκμηδενίζεις τα εργαλεία και να επαναθέτεις τις αναφορές σου.

* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επ. καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ

Θυμούνται τον Δάσκαλο και συνεργάτη

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009
«Ηταν τακτικός σαν γιατρός»
Μαρινα Λαμπρακη-Πλακα
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, ομότιμη καθηγήτρια της ΑΣΚΤ

«Με τον Γιάννη Μόραλη ήμασταν συνάδελφοι. Με ψήφισε στην ΑΣΚΤ το ΄75 για τη θέση της καθηγήτριας, ενώ όταν έγινε η μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη το 1988- χαρίζοντας περίπου 70 έργα του- του πήρα μια συνέντευξη, όπου μου αποκάλυψε πολλά. Κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της ΑΣΚΤ σχεδίαζε συνέχεια και φρόντιζε να επεμβαίνει ειρηνικά. Για να εκτονώσει τα πνεύματα έλεγε κάποιο από τα περίφημά του ανέκδοτα, καθ΄ ότι μάστορας μεγάλος και συλλέκτης ανεκδότων. Ξέρετε, είχε μεγάλη συλλογή και πολύ χιούμορ. Κατά τ΄ άλλα ήταν ένας άνθρωπος με παραδειγματικό ήθος. Ηταν λιτός και πάντοτε καλοντυμένος. Φορούσε γκρίζο ή μπλε σακάκι, μπλέιζερ με υπέροχες γραβάτες και είχε ένα πολύχρωμο, μεταξωτό μαντιλάκι στην τσέπη του. Ηταν, δε, τακτικός σαν γιατρός. Φορούσε τη λευκή του ρόμπα και είχε τα πινέλα του πάντα σε μεγάλη τάξη. Στο αριστερό του χέρι διέκρινες πάντα ένα παλιό δαχτυλίδι “σεβαλιέ”. Ο Μόραλης έκανε όλες τις πρακτικές λειτουργίες με το δεξί και τις καλλιτεχνικές με το αριστερό. Στη ζωγραφική αυτό έχει τεράστια σημασία, δεδομένου τού ότι “διαβάζουμε” τους πίνακες σαν κείμενα. Αν, για παράδειγμα, αναποδογυρίσουμε την Γκερνίκα, ο πίνακας “σωριάζεται”. Είναι σημαντική η δική μας η ματιά, η ματιά των “δεξιόστροφων” πάνω στον πίνακα που ζωγράφισε ο αριστερόχειρας Μόραλης. Η ζωή και το έργο του είχαν μια ευανάγνωστη γεωμετρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ως άνθρωπος δεν ήταν ερωτικός. Ο Μόραλης αγαπούσε πολύ τη γυναίκα. Εκανε μάλιστα τρεις γάμους. Θα έλεγα ότι ήταν το παραπλήρωμα της ζωγραφικής Τσαρούχη. Ο ένας ύμνησε τον άνδρα και ο άλλος τη γυναίκα. Ηταν, τέλος, ο μοναδικός από τη γενιά του ΄30 που μορφολογικά εμπνεύστηκε από την αρχαιότητα και ιδίως από τις επιτύμβιες στήλες. Το έργο του μάλιστα έχει ένα από τα χαρακτηριστικά των στηλών όπως το ανέφερε για τη ζωφόρο του Παρθενώνα ο Σικελιανός: το “μακάριο πένθος”. Το ότι τη ζωή, δηλαδή, ακόμη και στο πένθος της την υπονομεύει ο θάνατος».

«“Αφήστε να φύγω και μετά...” μου έλεγε»
Τριανταφυλλος Πατρασκιδης
Ζωγράφος, τ. πρύτανης της ΑΣΚΤ

«Ηταν πραγματικά σημαδιακό... Το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου τελείωνε στην ΑΣΚΤ η έκθεση “Δάσκαλος και μαθητές- καθηγητές της ΑΣΚΤ” που με δική μου πρωτοβουλία διοργανώθηκε για τον Γιάννη Μόραλη και μία ημέρα μετά εκείνος έφυγε από τη ζωή. Αποφασίσαμε λοιπόν να την παρατείνουμε ως τις 10 Ιανουαρίου- αν και ο ίδιος πρέπει να σας πω ότι ήθελε να μας αποτρέψει να την πραγματοποιήσουμε. “Αφήστε να φύγω και μετά... ” μου έλεγε, φράση η οποία παρέπεμπε στον περίφημο αυτοσαρκασμό του. “Πάνε όλοι αυτοί, έφυγαν” θυμάμαι ότι ανέφερε για τους συνοδοιπόρους του, όπως ο Κουν, ο Τσαρούχης και άλλοι. “Εγώ απλά θα κλείσω την πόρτα”. Ο ίδιος δεν μίλαγε πολλές φορές για τη δουλειά του. Αν δεν απατώμαι, ο Μόραλης δεν θα έπρεπε να έκανε περισσότερες από 10 εκθέσεις στη ζωή του. Και αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που μας έδωσε: η οικονομία. Και ό,τι έχουμε να θυμόμαστε από τον Γιάννη Μόραλη έχει να κάνει με την πράξη. Με το μέτρο, με τις κινήσεις, με την ισορροπία στη δουλειά. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 τον είχα συναντήσει στην Αίγινα. Συμφάγαμε, συνήπιαμε και συν-τραγουδήσαμε, αφού είχα φέρει μαζί την κιθάρα μου. Την τελευταία ημέρα που τον είδα, έναν μήνα πριν στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, το θυμήθηκε: “Θυμάσαι που τραγουδάγαμε τα απαγορευμένα; ” μου είπε. Κι έτσι ήταν. Εποχή της δικτατορίας τότε κι εμείς λέγαμε Θεοδωράκη».

«Ενας δάσκαλος με κύρος»
Δημητρης Μυταρας
Ζωγράφος, ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ

«Με τον Μόραλη είχαμε μια μακρά σχέση μαθητή, συνεργάτη και συναδέλφου, ενώ διατηρούσαμε πάντα μια φιλία, χωρίς όμως υπερβολές. Νομίζω ότι με εμπιστευόταν. Οσο για μένα, δεν τον εκτιμούσα μόνο αλλά τον αγαπούσα κιόλας, διότι ήταν ένας άνθρωπος που σε πήγαινε πιο πέρα. Ηταν ένας δάσκαλος με κύρος. Ηταν μια περίπτωση ανθρώπου που έχει λείψει σήμερα, όπου δεν ξέρουμε σε ποιον να πιστέψουμε. Ηταν ο έντιμος άνθρω πος που του έχεις εμπιστοσύνη. Ηταν ένα φωτεινό παράδειγμα ενός καλλιτέχνη που έκανε καλά τη δουλειά του και δεν αγαπούσε τις δημόσιες σχέσεις. Ηταν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα- αν και δεν μ΄ αρέσουν τα “χοντρά” λόγια. Με τον θάνατό του μένει ανάμεσα στους μεγάλους της γενιάς του: Ελύτης, Σεφέρης, Τσαρούχης. Και είναι μια μεγάλη κουβέντα ποιοι σήμερα τους αντικαθιστούν».

«Μένουμε με το έργο του»
Ζαχαριας Αρβανιτης
Ζωγράφος, καθηγητής της ΑΣΚΤ

«Ο δάσκαλός μου, Γιάννης Μόραλης, πέθανε στα 93 του, πλήρης ημερών, με διαύγεια πνεύματος και χιούμορ. Αφησε, μεταξύ άλλων, το κενό της φυσικής παρουσίας του μέσα στην πόλη. Κυκλοφορούσε καθημερινά το μεσημέρι περίπου τρεις ώρες με τη συνοδεία του Πασχάλη για να πιει καφέ όρθιος στο “Da Capo”, να περάσει από την Γκαλερί Ζουμπουλάκη και το Μουσείο Μπενάκη, να επισκεφθεί τις εκθέσεις που ήθελε να δει και να γευματίσει στου “Φιλίππου”. Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να τον συναντούμε και να χαιρόμαστε την παρουσία του, που ήταν για εμάς ζωογόνος. Από την περασμένη Κυριακή, όπως και πριν βέβαια, αλλά ακόμη περισσότερο τώρα, καλύπτουμε αυτό το κενό ακουμπώντας στο έργο του που είναι ρωμαλέο, λιτό, ευαίσθητο και εξαιρετικό, όπως και ο ίδιος. Μένουμε λοιπόν με το έργο του, την αγάπη και τη ζεστασιά του λόγου και των συμβουλών του τόσο για την τέχνη όσο και για τη ζωή, τη στάση του απέναντι στα πράγματα και την ευγένειά του. Ως μαθητής του και συνεργάτης του για επτά χρόνια στο Α΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ από το 1976 ως το 1983 που συνταξιοδοτήθηκε αισθάνομαι ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα μου τη διδαχή του σε όλα τα επίπεδα».

«Το μπλε, το μαύρο και το άσπρο»
Χρονης Μποτσογλου
Ζωγράφος, ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ

«Ο Μόραλης, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι μόνο ο τελευταίος της γενιάς του ΄30, της γενιάς της ελληνικότητας, αλλά είναι και ο πιο ενδιαφέρων εκπρόσωπός της. “Μα” θα μου πείτε “ο Τσαρούχης ή ο Ελύτης;”. Θα σας απαντήσω ότι επί της ουσίας δεν υπάρχει καλύτερος ή χειρότερος. Σημασία έχει με ποια συνέπεια ο καθένας ακολούθησε αυτό που πρότεινε. Σημασία έχει επίσης ότι η προρρηθείσα ελληνικότητα έφερε τον εκλεκτικισμό στην τέχνη και τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα. Ο Μόραλης ξεκίνησε με μια μετασεζανική εκδοχή και προχώρησε σε μια διατύπωση τέχνης που φθάνει σχεδόν στην αφαίρεση χωρίς να είναι εξπρεσιονισμός. Κρατάει μια πολύ μικρή γκάμα χρωμάτων, όπως το μπλε, το μαύρο και το άσπρο, κυρίως στα τελευταία του έργα, ενώ έχει μια εξαιρετική οργάνωση του πίνακα. Αυτό, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι μια πρόταση που μας συμμάζεψε. Θυμάμαι ένα επεισόδιο στην ΑΣΚΤ που δείχνει το ήθος και την έλλειψη της έννοιας της ιδιοκτησίας του Μόραλη. “Μα ποιον θα ήθελες να είχες δάσκαλο;” με είχε ρωτήσει. “Τον Μπουζιάνη” του είχα απαντήσει. “Δυστυχώς, έχει πεθάνει” ήταν η απάντησή του. “Αλλιώς θα σου τον έφερνα...”».

«Νομίζω ότι σήμερα θα σας αποχαιρετήσω»
Πεγκυ Ζουμπουλακη
Ιδιοκτήτρια της Γκαλερί Ζουμπουλάκη

«Θα ήταν πλεονασμός να επαναλάβει κανείς οτιδήποτε για τη σημασία του έργου, τη ζωή και τη μοναδική προσωπικότητα του Γιάννη Μόραλη. Αναμφισβήτητα είναι ο τελευταίος Ευπατρίδης της Ελληνικής Ζωγραφικής, όπως έγραψε για εκείνον ο Μάνος Χατζιδάκις. Τελευταία οι φίλοι και οι μαθητές του συγκεντρώνονταν στην γκαλερί και ρωτούσαν τι κάνει ο Γιάννης Μόραλης. Ολοι θυμόμαστε ότι την τελευταία φορά που ήρθε στα καθιερωμένα ούζα του Σαββάτου στις 14 Νοεμβρίου- από τα οποία δεν έλειψε σχεδόν ποτέ εδώ και 45 χρόνια- ήταν εμφανώς καταβεβλημένος. Σήκωσε το ποτήρι του και είπε: “Νομίζω ότι σήμερα θα σας αποχαιρετήσω”. Τσουγκρίσαμε αμήχανα τα ποτήρια μας και αρχίσαμε να τον πειράζουμε. Τελευταία ίσως προαισθανόταν πως κάτι θα συμβεί και επανελάμβανε με το καυστικό και ευγενικό χιούμορ του πώς ήθελε τον αποχαιρετισμό, χωρίς επικήδειους και χειροκροτήματα, σεμνή τελετή, περιτριγυρισμένος από φίλους και τους μαθητές του που τους είχε σαν την οικογένειά του. Η σχέση της γκαλερί με τον Γιάννη Μόραλη ήταν σχέση αγάπης, βαθιάς φιλίας και αλληλοεκτίμησης. Μέσα σε σχεδόν μισόν αιώνα συνεργασίας και καθημερινής επαφής η φιλία αυτή γινόταν όλο και πιο πολύτιμη, πιο βαθιά. Ατέλειωτες οι αναμνήσεις μου από τον Γιάννη Μόραλη, από το 1961 στο σπίτι του αγαπημένου του φίλου Νίκου Νικολάου στην Αίγινα ως σήμερα. Τα παιδιά μου και εγώ είμαστε τυχεροί που ζήσαμε μαζί του τόσα πολύτιμα χρόνια. Θα μας λείπει για πάντα».

Ενας αιώνας Μόραλης

  • Ο ζωγράφος, γλύπτης και σκηνογράφος που σφράγισε με την πορεία του τη νεοελληνική τέχνη έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών. Η φυσιογνωμία του δεν θα λείψει μόνο από την καλλιτεχνική ζωή του τόπου αλλά και από τη ζωή της πόλης

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΕΝΑΚΟΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Δύσκολο να φανταστεί κανείς το πώς είναι να έχει διατρέξει με τη ζωή του όλον τον τρομερό 20ό αιώνα και να έχει κλέψει και μια γερή ματιά πέρα από τον ορίζοντα του 21ου. Θα ήταν επόμενο όμως το παρελθόν να τον δεσμεύει, τουλάχιστον περισσότερο απ΄ όσο τους νεότερους, να τον κάνει αυτό που λέμε «συντηρητικό». Και όμως, ο Γιάννης Μόραλης, παρά τη μακρά πορεία του, είχε το εξής να πει: «Ξέρετε, εμένα δεν μου αρέσει αυτό που λένε καμιά φορά: “Αχ, τότε ήταν αλλιώς!”. Εκείνη η εποχή ήταν άλλη. Και τώρα είναι άλλη».

Ο ζωγράφος, γλύπτης και σκηνογράφος που σφράγισε με την πορεία του τη νεοελληνική ζωγραφική έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών. Απεβίωσε την περασμένη Κυριακή, στο σπίτι του, στα 93 του χρόνια, καταπονημένος τους τελευταίους μήνες, καθώς τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του. Κατά τη μακρά και πλούσια ζωή του ο Γιάννης Μόραλης τιμήθηκε με πολλά βραβεία και επαίνους, μεταξύ άλλων το μετάλλιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα, το Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής κ.ά. Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Αλλά λίγο είχαν αλλάξει όλες αυτές οι τιμές τις συνήθειές του: ο ζωγράφος δεν θα λείψει μόνο από την καλλιτεχνική ζωή του τόπου αλλά και από τη «ζωή της πόλης», γνώριμη φυσιογνωμία καθώς ήταν, κατηφορίζοντας για καφέ στο «Μπραζίλιαν» ή περνώντας από την γκαλερί Ζουμπουλάκη.

Μολονότι θεωρείται ο τελευταίος της Γενιάς του ΄30, ο Γιάννης Μόραλης άφησε το στίγμα του κυρίως μεταπολεμικά, αφομοιώνοντας πληθώρα επιρροών και κινούμενος με ευκολία ανάμεσα σε πάμπολλα καλλιτεχνικά ιδιώματα. Γεννημένος στην Αρτα το 1916, ο Γιάννης Μόραλης έζησε στην Πρέβεζα από το 1922 ως το 1928, εμφανίζοντας κλίση προς την τέχνη από μικρή ηλικία. Το 1931 ακολούθησε την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας το προπαρασκευαστικό τμήμα του Δημητρίου Γερανιώτη, όπου γνωρίστηκε με τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Χρήστο Καπράλο και τον αδελφικό του φίλο Νίκο Νικολάου. Πέτυχε στις εξετάσεις και παρακολούθησε το εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη αλλά, όπως αφηγούνταν ο ίδιος στο «Βήμα», «δεν άντεξα πολύ. Δύο μήνες. Εγώ τότε ζωγράφιζα εντελώς διαφορετικά. Ο αγαπημένος του ήταν ο Νικολάου...». Προτίμησε τελικά το εργαστήριο του Ουμβέρτου Αργυρού, ταυτόχρονα ωστόσο γράφτηκε και στο νεοσύστατο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. «Αυτός που ήταν πραγματικός δάσκαλος» έλεγε ο Γιάννης Μόραλης, «όχι μόνο ως χαράκτης, μας μάθαινε και για τη ζωγραφική, αυτός που ήταν δάσκαλός μου, φίλος μου, τα πάντα, ήταν ο Κεφαλληνός. Για ό,τι ήθελα, για προβλήματα με κοπέλες, ας πούμε, πήγαινα σ΄ αυτόν. Ητανε κάποτε μια κοπέλα και εγώ την ήθελα και παντρευόταν. Και βγάζει ο Κεφαλληνός το πορτοφόλι του και μου δίνει ένα πεντακοσάρικο και μου λέει: “Κλέφ΄ τηνα!”».

Το 1936 ο Γιάννης Μόραλης με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών φεύγει για τη Ρώμη, όπου παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, παρακολουθώντας στην Εcole des Αrts et Μetiers μαθήματα ψηφιδωτού και στην Εcole Νationale des Βeaux-Αrts μαθήματα ζωγραφικής. Το 1939, με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1941 νυμφεύθηκε τη Μαρία Ρουσσέν, την πρώτη του γυναίκα, από την οποία χώρισε το 1945. Το γυναικείο φύλο ήταν πάντοτε ένα ισχυρό ενδιαφέρον στη ζωή του Γιάννη Μόραλη, όχι μόνο από προσωπική άποψη- νυμφεύθηκε άλλες δύο φορές, το 1947 τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, από την οποία χώρισε το 1955, και το 1996 τη Γιάννα Βασσάλου- αλλά και από καλλιτεχνική: το ερωτικό στοιχείο κατέχει κεντρική θέση στη δουλειά του.


Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Μόραλης κέρδιζε τα προς το ζην από τη συντήρηση έργων τέχνης. Το 1947 εξελέγη τακτικός καθηγητής στο προπαρασκευαστικό τμήμα της ΑΣΚΤ, ενώ το 1953 έγινε τακτικός καθηγητής εργαστηρίου ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983, διδάσκοντας πολλούς καταξιωμένους σήμερα καλλιτέχνες της Ελλάδας. Το 1949, μαζί με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Νικολάου και τον Νίκο Εγγονόπουλο, ίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός», στης οποίας και τις τρεις εκθέσεις συμμετείχε.

Την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα ο Γιάννης Μόραλης την έκανε το 1959 στην αίθουσα τέχνης «Αρμός» και τη δεύτερη στην γκαλερί «Χίλτον», όπου εξέθεσε τη περίφημη σειρά έργων «Επιτύμβια». Τη μακρά συνεργασία του με την γκαλερί Ζουμπουλάκη την ξεκίνησε το 1972. Ως το 2006 και τη δέκατη και τελευταία του ατομική έκθεση στην Αθήνα, κάθε καινούργια δουλειά του παρουσιάστηκε εκεί. «Ξέρετε από πότε γνωριζόμαστε;» έλεγε ο Μόραλης για την Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ιδιοκτήτρια της γκαλερί. «Πολλά χρόνια. Από εκείνο το μαγαζί στην Αγίας Ζώνης! Με τους σβίγγους! Είχαμε βγει και φάγαμε σβίγγους». Προσηνής και ευδιάθετος, με μια ήπια αλλά ακριβή αίσθηση του χιούμορ, ο Γιάννης Μόραλης μιλούσε συχνά με τέτοιον, απλό, σχεδόν αστείο τρόπο για συνεργασίες και συνομιλίες, σχέσεις και πνευματικές αναζητήσεις που στους νεότερους φαντάζουν θρυλικές.

Σε μια από τις μεσημεριανές επισκέψεις του στην γκαλερί Ζουμπουλάκη είχα βρεθεί εκεί για να του μιλήσω, μολονότι ήξερα ότι δεν έδινε συνεντεύξεις. «Θα σας πω γιατί δεν μου αρέσει η συνέντευξη» μου είπε. «Ξεκάθαρα. Εγώ ζωγράφος είμαι. Οταν πω κάτι για ένα έργο και μετά το δω γραμμένο, λέω “Δεν είναι αυτό”. Κι εγώ που το είπα λέω: “Ετσι το είπα;”. Μπορεί και να το είπα έτσι αλλά, καταλαβαίνετε, έτσι περιορίζεσαι. Αμέσως μπαίνει ένας φραγμός στη σκέψη σου. Αν θέλετε να λέμε ανέκδοτα, μετά χαράς, όσα θέλετε!».

«Με τους μαθητές σου όμως δεν ήσουν έτσι» είχε πει σε εκείνη τη στιγμή η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Αλλο αυτό» απάντησε ο Μόραλης. «Τους έλεγα πάντοτε ότι αυτό που φιλοδοξώ είναι να μάθετε να διαβάζετε μόνοι σας το έργο σας. Αλλά από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι απλά. Α Β C είναι». «Α Β C»γι΄ αυτόν, ίσως.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟΝΕ

Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της όψιμης ιταλικής Αναγέννησης αλλά η ζωή και η προσωπικότητά του καλύπτονται από βαθύ μυστήριο, και ό,τι γνωρίζουμε για αυτόν οφείλεται σε έμμεσες μαρτυρίες και εικασίες. Δεν σώζεται ούτε ένας πίνακάς του υπογεγραμμένος και χρονολογημένος, και για τον ακριβή αριθμό των αυθεντικών έργων του που έχουν φτάσει ως εμάς οι ειδικοί δεν ομονοούν. Ο Τζιόρτζιο ντε Μπαρμπαρέλι ή Τζιορτζιόνε (περ. 1477/8 -1510) γεννήθηκε στο Καστελφράνκο, μικρή πόλη σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από τη Βενετία. Για τα 500 χρόνια από τον θάνατο του ένδοξου τέκνου της η γενέτειρά του τού αφιερώνει μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Τζιορτζιόνε (ως τις 11 Απριλίου). Σε παιδική ηλικία, αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς, ο Τζιορτζιόνε εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου πιθανώς μαθήτευσε κοντά στον Τζιοβάνι Μπελίνι. Απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη και σχετίστηκε με πολλούς επιφανείς ομοτέχνους του.

Πέθανε στη Βενετία, νεότατος, πιθανώς από πανώλη. Ο Τζιορτζιόνε ζωγράφισε πορτρέτα, νωπογραφίες, θρησκευτικές και μυθολογικές σκηνές, τοπία. Το έργο του, που διακρίνεται από ιδιότυπη ποίηση, θεωρείται επαναστατικό και επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Τα έργα του Τζιορτζιόνε στην έκθεση πλαισιώνονται με δημιουργίες άλλων μεγάλων ζωγράφων με τους οποίους αυτός είχε σχετιστεί, και ανάμεσά τους του Ραφαήλου και του Τισιανού. Ο Τισιανός ήταν ένας από τους ζωγράφους που ολοκλήρωσαν έργα τα οποία ο Τζιορτζιόνε είχε αφήσει ημιτελή με τον πρόωρο θάνατό του.[Το Βήμα, 25/12/2009]

Thursday, December 24, 2009

Οι μέθοδοι των τριών

Βολανάκης, Παπαλουκάς και Παρθένης: τρεις μεγάλοι έλληνες ζωγράφοι μνημονεύονται με ισάριθμες εκθέσεις στην Αθήνα

Σήμερα θεωρείται ο «πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας», από τους κορυφαίους ζωγράφους του 19ου αιώνα, ενώ τα έργα του σημειώνουν τιμές ρεκόρ στις δημοπρασίες.

Κι όμως ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, που τιμήθηκε στα νιάτα του από τον αυτοκράτορα της Αυστρίας, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν επέστρεψε από το Μόναχο στην Αθήνα, δυσκολευόταν να ζήσει από τη ζωγραφική του.

Η μεγαλύτερη έκθεση μέχρι σήμερα για τον Κωνσταντίνο Βολανάκη με 62 πίνακές του παρουσιάζεται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας σε συνεργασία με το Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Δύο ακόμα σημαντικοί ζωγράφοι του περασμένου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Σπύρος Παπαλουκάς έρχονται στο προσκήνιο με εκθέσεις που αναδεικνύουν τη σχέση τους με τη θρησκεία.

Νεαρός ζωγράφος το 1900, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο θυμάται τον δάσκαλό του: «Ερχόταν τότε στο Πολυτεχνείο κάθε βδομάδα για να διορθώσει τις τάξεις του σχεδίου ένας πολύ ηλικιωμένος ζωγράφος που λεγόταν Βολανάκης» αναφέρει στη βιογραφία του. «Ηταν θαλασσογράφος· γύρω στα μισά του περασμένου αιώνα είχε ζωγραφίσει πίνακες που δεν στερούνταν ζωγραφικής αξίας και ήταν μάλιστα πολύ εκφραστικοί και γεμάτοι ποίηση· τα θέματά του παρίσταναν ελληνικές παραλίες κοντά στην Αθήνα και απόψεις του λιμανιού του Πειραιά· στις παραλίες, κυρίες και κύριοι ντυμένοι σύμφωνα με τη μόδα εκείνου του καιρού παριστάνονταν όπως στους πίνακες του Κουρμπέ. Ηταν μια ζωγραφική λεία αλλά όχι γλυμμένη, που σαν ποιότητα θύμιζε λίγο τη ζωγραφική του Ιντούνο...»

Οι μοναδικές ελαιογραφίες του αφιερώματος, όπως «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη», «Η ναυμαχία του Ναβαρίνου», «Η έξοδος του Αρεως» και άλλοι πίνακες, με ψαράδες, καΐκια, ιστιοφόρα και λιμάνια, δείχνουν τη δεξιοτεχνία του στα θαλασσινά θέματα.

Η έκθεση, που επιμελείται η Μαριλένα Κασιμάτη, και το λεύκωμα που τη συνοδεύει αναδεικνύουν τη διαδρομή του Βολανάκη: από την Κρήτη στην Ερμούπολη κι από εκεί στην Τεργέστη, όπου εργάζεται ως λογιστής. Ο εργοδότης του, Αφεντούλης, αναγνωρίζει το ταλέντο του και τον στέλνει στο Μόναχο και, στη βαυαρική μητρόπολη του νεοκλασικισμού, δίνει μορφή στα παιδικά του βιώματα ζωγραφίζοντας καράβια.

Σε μια εποχή που η φήμη του ως «ζωγράφου της θάλασσας» έχει εδραιωθεί στο εξωτερικό, ο Βολανάκης προτιμά να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου όμως έχει διαφορετική αντιμετώπιση. Δουλεύει με μεροκάματο 100 δραχμών σε κορνιζοποιείο του Πειραιά, όπου πουλάει τους πίνακές του, ενώ η κριτική βρίσκει στα έργα του «μόνον αρχαιολογικόν ενδιαφέρον». Οπως έχει επισημάνει ο γιος του Μιλτιάδης, πολλοί «επιτήδειοι» ωφελήθηκαν όταν μετά τον θάνατο του Βολανάκη τα έργα του απέκτησαν «το φυσιολογικόν ύψος» της αξίας τους.

* Δύο ακόμα εκθέσεις δείχνουν πως ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Σπύρος Παπαλουκάς συνδύασαν στα έργα τους την παρισινή εμπειρία με τις ελληνικές καταβολές τους. Στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών παρουσιάζονται πέντε έργα του Κ. Παρθένη με θέμα τον Ευαγγελισμό, που συνδυάζουν την ελευθερία της μοντέρνας τέχνης με την πνευματικότητα της αρχαίας και της βυζαντινής τέχνης.

Επίσης με θρησκευτικό θέμα, η έκθεση «Σπύρος Παπαλουκάς: Αγιογραφίες, Σχέδια, Μακέτες» στο Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζει πρώτη φορά 100 και πλέον σχέδια, ελαιογραφίες και μακέτες του καλλιτέχνη. Τα έργα αυτά δείχνουν τις αναζητήσεις του στις σταθερές αξίες της βυζαντινής κληρονομιάς σε συνδυασμό με στοιχεία από τα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής του. *

Η γυναίκα στον Μόραλη

Απρόβλεπτα τα παιχνίδια της ζωής. Το περασμένο Σάββατο εγκαινιαζόταν στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς η μεγάλη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη, την Κυριακή έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών ο Γιάννης Μόραλης. Δύο κορυφαίοι ζωγράφοι που σφράγισαν την ελληνική τέχνη στον 20ό αιώνα, δύο σημαντικοί εκπρόσωποι της γενιάς του '30, που εξέφρασαν με τον δικό του τρόπο ο καθένας την περίφημη «ελληνικότητα».

Ωστόσο, όσο ο Τσαρούχης ύμνησε το γυμνό ανδρικό σώμα άλλο τόσο ο Μόραλης λάτρεψε τη γυναίκα. Την αποτύπωσε στα έργα του αρχικά με ρεαλιστικό και αργότερα με αφαιρετικό τρόπο. Πάντα όμως ερωτική, θηλυκή, λυρική, γεμάτη συναισθήματα, μνήμες και συμβολισμούς: από τα γυμνά που ζωγράφισε σε κλασικό ύφος στα τέλη της δεκαετίας του '30 στο Παρίσι ως τις προσωπογραφίες γυναικών του οικογενειακού και φιλικού του κύκλου· από τα νεανικά ζευγάρια και τα κορίτσια με τη «διάφανη αθωότητα», ώς τα δημοφιλή γεωμετρικά ερωτικά του, όπου τα σώματα σμίγουν με αρμονία και ελευθερία· από τα «Επιτύμβια» με γυμνές ξαπλωμένες και όρθιες φιγούρες που κρατούν σεντόνια, ως τα «Επιθαλάμια» που συγκίνησαν τον Οδυσσέα Ελύτη: «Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη ν' αναδύονται κάποτε με μια υγρασία θαλασσινή, σαν μεγεθυσμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους, ή μικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα».

Ενα πρώιμο γυμνό που ο Μόραλης φιλοτέχνησε το 1939 έχει στάση οδαλίσκης. Είναι άλλωστε η εποχή που ο ζωγράφος βρίσκεται σε γαλλικό έδαφος, επισκέπτεται τα μεγάλα μουσεία με τα κλασικά αριστουργήματα, ενώ ο μοντερνισμός δεν τον αφήνει ανέγγιχτο. «Η δημιουργία του πίνακα κράτησε σχεδόν έναν χρόνο, όσο βρισκόμουν στο Παρίσι. Το μοντέλο ήταν πρώην χορεύτρια, νέα και όμορφη κοπέλα, η οποία έπαθε φυματίωση και αναγκάστηκε ν' αφήσει τον χορό» αφηγείται ο ίδιος στον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης «Γ. Μόραλης. Μια ανίχνευση», που οργάνωσε πριν από δύο χρόνια στην Ανδρο το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. «Ποζάριζε και, επειδή ποζάριζε με τις ώρες, έτρωγε, και το πίσω μέρος, που δεν φαίνεται στον πίνακα, είναι γεμάτο φιστίκια και φλούδες από πορτοκάλια».

Ο μεγάλος δάσκαλος δημιούργησε ένα έργο «ελληνικό», που φτάνει ως την αρχαιότητα, φιλτραρισμένο από τα εικαστικά ρεύματα της εποχής του, εμποτισμένο από προσωπικά βιώματα. Χωρίς επιτήδευση, αλλά με επίγνωση. «Πάντα μου άρεσε να είναι άσπρο το κεφάλι όταν ζωγραφίζω γυναίκες. Θα μου πεις, και στην αρχαιότητα άσπρες κάνανε τις γυναίκες, κεραμιδί τους άντρες» έχει γράψει. «Ο πρώτος μου έρωτας στην Πρέβεζα, πριν έρθουμε στην Αθήνα, θα ήμουν εννιά-δέκα χρόνων, στο σχολείο, ήταν συμμαθήτριά μου και είχε και ένα ωραίο όνομα, Ματθίλδη. Το πρόσωπό της ήταν φιλντισένιο, κάτασπρο, με πολύ μαύρα μαλλιά».

Μαύρα μαλλιά είχε και η πρώτη του σύζυγος, Μαρία Ρουσέν, όταν τη ζωγράφισε το 1943, σχεδόν νιόπαντρη. Στον γνωστό πίνακα φοράει καπέλο, ριγέ σακάκι, ενώ το ένα της χέρι ακουμπάει το γάντι της. «Λοιπόν αυτά τα γάντια -μου το είχε πει τότε η ίδια η Μαρία- της τα είχε χαρίσει ο πατέρας του Χατζηκυριάκου - Γκίκα (...) Της τα χάρισε, γιατί η Μαρία είχε μικρό χεράκι και της είπε: "Μαρία μου, εσένα θα σου πηγαίνει", γιατί η μητέρα του Χατζηκυριάκου του Γκίκα είχε μικρά χέρια, λεπτά. Μάλιστα, τα βρήκα αυτά τα γάντια προ ετών, τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει ο Γκίκας, του τα έδωσα και συγκινήθηκε».

Ο Μόραλης χρησιμοποιούσε μοντέλα για τα έργα του. Κάποια στιγμή μια μαθήτριά του από τη Σχολή Καλών Τεχνών του κέντρισε την προσοχή καθώς σχεδίαζε καθιστή. Ετσι, έγινε το μοντέλο στο «Κορίτσι που ζωγραφίζει» (1971). Οπως ο ίδιος αφηγείται: «Πήγα στο ατελιέ, έκανα το πρόχειρο σχέδιο του έργου, αλλά δεν είχα τελάρο τετράγωνο. Είχα δύο στενόμακρα, τα ένωσα και είπα: στο κάτω κάτω, είναι και πιο καλό αυτό. Γιατί; Δεν θέλεις να βλέπεις το έργο συνέχεια; Το κλείνεις και το ξανανοίγεις!»

Από τα πρώτα πορτρέτα που έκανε, μάλιστα μέσα στην Κατοχή, απεικονίζει σε φυσικό μέγεθος τη Μαρία, τη γυναίκα που είχε αναλάβει τη φροντίδα του γιου του, Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια ζωγράφισε και την κόρη της, Φανή, ένα δροσερό πορτρέτο κοριτσιού που αφήνει την παιδική ηλικία και μπαίνει στην εφηβία. «Η Φανή ζούσε μαζί μας, έβγαινε στον κήπο όλη την ώρα, ανέβαινε στα δέντρα. Το πορτρέτο της έγινε καλοκαίρι» έχει πει.

Στον ίδιο κήπο εμπνεύστηκε συνθέσεις αφαιρετικές, όπως το «Αγαλμα στον κήπο» (1997), όπου το γυναικείο σώμα μοιάζει με λουλούδι. Ο ίδιος εξηγεί: «Η δεύτερη γυναίκα μου, η Μπούμπα, γλύπτρια, έκανε αγάλματα στο σπίτι που είχαμε στη Νέα Κηφισιά. Και δεν είναι μόνο αυτό. Τα έβλεπα και στα νεοκλασικά τα σπίτια, που έχουν αγάλματα στον κήπο, ή στα νεκροταφεία. Στον πίνακα, όμως, δίπλα από το άγαλμα που είναι η άσπρη φιγούρα, δεν κάνω φυτά, αλλά κάνω και εδώ σχήματα που υπακούνε στον ίδιο ρυθμό».

Προφητικός αποδείχθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις που χαρακτήρισε από νωρίς τον Γιάννη Μόραλη «τελευταίο ευπατρίδη της αληθινής ζωγραφικής». Γιατί υπηρέτησε τη ζωγραφική από το άλφα ώς το ωμέγα. Με όλους τους τρόπους, με νεανικό πάθος, με αφοσίωση, έως τα 90 χρόνια του. Ακόμα και τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου, είχαν την ποιότητα της ζωγραφικής. Ακόμα και τα διακοσμητικά που φιλοτέχνησε για δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, όπως για την πρόσοψη του «Χίλτον», τα εξώφυλλα που έκανε για ποιητικές συλλογές του Ελύτη και του Σεφέρη, τα σχέδια και τα γλυπτά του συμπληρώνουν ή συνεχίζουν τη ζωγραφική του. Μια ζωγραφική λιτή και πολύπλοκη, που εμπεριέχει ταυτόχρονα τη χαρά του έρωτα και το πένθος του θανάτου. *

Μάνος Χατζιδάκις: «Κάπου κοντά και κάπου μακριά από τη ζωγραφική»

Ανάμεσα σε όλες τις υπέροχες γυναίκες και τα κορίτσια του Γιάννη Μόραλη που θαυμάζουν δεκαετίες τώρα οι φιλότεχνοι, υπάρχει μία που δεν θα εκτεθεί ποτέ.

Είναι το κορίτσι του έργου της φωτογραφίας, που γέρνει ευλαβικά σε μια σκευοφόρο, ενώ δεξιά της φιλιούνται σαν σκιές δύο εραστές. Το έργο αυτό καταλαμβάνει έναν ολόκληρο τοίχο του γραφείου του Μάνου Χατζιδάκι, κι ήταν ένα δώρο-έκπληξη που του έκανε ο φίλος του ζωγράφος. Το 1962, ο Μόραλης αξιοποίησε την απουσία του συνθέτη σ' ένα ταξίδι και, αφού συνεννοήθηκε με τη μητέρα του, φιλοτέχνησε το έργο στο καινούριο, τότε, σπίτι του, στην οδό Ρηγίλλης. «Το είδα τελειωμένο σαν επέστρεψα, να με περιμένει απρόοπτο κι επιβλητικό», έγραψε αργότερα ο Χατζιδάκις. «Κι ένιωσα την ενότητα που μου παρείχε σ' ό,τι είχα ζήσει και σ' ό,τι έμελλε να ζήσω».

Πολύ αργότερα, τον Νοέμβριο του 1988, με αφορμή τη βράβευση του Μόραλη από τον Δήμο Αθηναίων, ο Χατζιδάκις μίλησε για το έργο του φίλου του, αρχίζοντας από τον τρόπο που απεικόνιζε τις γυναίκες: «Ωραίες Κυρίες στα τελάρα ενός αρχοντικού της οδού Πλουτάρχου μού φανερώναν τελειότητα, κομψότητα αλλά και μια διείσδυση στο ανεξερεύνητο μυστήριο της γυναικείας φύσης. Κάτι που δεν μπορούσα ν' αντιληφθώ όσο κι αν ήθελα, ούτε στο βλέμμα της μητέρας μου, ούτε στης αδερφής μου, ούτε στων κοριτσιών που εκείνο τον καιρό έκανα παρέα. Τον ρώτησα και μου απήντησε: αυτό είναι η Ζωγραφική.

»Μετά βρισκόμουνα κοντά του, σαν μετασχηματιζότανε από Ευρωπαίος σε λαϊκός Ελληνας. Λαϊκός, τρόπος του λέγειν. Ποτέ δεν έπαψε να είναι αυστηρός και πάνω από τις τάξεις. Ποτέ μέσα σ' αυτές, ηδονιζόμενος απ' τα χαρακτηριστικά και τις ιδιομορφίες των καταγωγών και των πεποιθήσεων. Σχηματοποιούσε τις φόρμες των εργατών, τις φούστες των γυναικών στις συνοικίες και τα ατίθασα μαλλιά των λαϊκών χορευτών. Τα χρώματα πάψαν να είναι σκοτεινά και διαχέοντα. Απέκτησαν σαφήνεια και μια ελληνική -θα έλεγα- καθαρότητα. Το μπλε, το κεραμιδί, το άσπρο, το γαλάζιο και το μαύρο. Αν και υποψιαζόμουν, τον ρώτησα πού πάει. Και μου απάντησε: στη Ζωγραφική.

»Τώρα ποια δεν είμουν ανυποψίαστος. Τον έβλεπα σιγά σιγά να παρατάει τις μορφές, να κάνει σχήματα, ρολόγια, πέτρες αρχαϊκές με αγριολούλουλα, μνήμες επιταφίου, στίχους με αναφορές νεφών κι αρχαίων γυναικών, πότες με αετώματα νησιώτικων οινομαγειρείων, χρωματικές επιφάνειες εφήβων. Κι όλ' αυτά, μακριά από το γραφικό κι από την ψεύτικη ηδονή του απλοϊκού. Τον ρώτησα πού βρίσκεται και μ' απαντά: πολύ πιο πριν απ' τη Ζωγραφική. Κάπου κοντά της και κάπου μακριά της».

«Botticelli». Αφιέρωμα στον κορυφαίο Φλωρεντινό ζωγράφο

  • Φρανκφουρτη

  • Staedel Museum

  • www. staedelmuseum. de

«Botticelli». Αφιέρωμα στον κορυφαίο Φλωρεντινό ζωγράφο του 15ου αιώνα και έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πρώιμης Αναγέννησης, η έκθεση παρουσιάζει περίπου 40 έργα του Σάντρο Μποτιτσέλι (1445-1510) και καλλιτεχνών του ατελιέ του, εστιάζοντας στη σύνδεση της σταδιοδρομίας του ζωγράφου με την δυναστεία των Μεδίκων (εδώ ο πίνακας «Πορτρέτο νέου με το μετάλλιο του Κόζιμο των Μεδίκων»). Η περίφημη «Γέννηση της Αφροδίτης», που βρίσκεται στο Uffizi, δεν περιλαμβάνεται στα εκθέματα, ωστόσο η έκθεση έχει να επιδείξει πολλά σημαντικά έργα, ανάμεσά τους το «Πορτρέτο του Τζουλιάνο των Μεδίκων», πίνακας που προέρχεται από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον. Οργανωμένη θεματολογικά, παρουσιάζει τα έργα του Μποτιτσέλι σε τρεις ενότητες: έργα θρησκευτικής έμπνευσης, προσωπογραφίες και πίνακες με μυθολογικό θέμα. Εως τις 28 Φεβρουαρίου.

Bauhaus 1919-1933 στη Νέα Υόρκη

  • Νεα Υορκη]

  • Museum of Modern Art

  • www. moma. org

«Bauhaus 1919-1933». Η έκθεση κάνει μια πολυσύνθετη αναδρομή στο κίνημα Μπαουχάους, το οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή στη μοντέρνα τέχνη, την αρχιτεκτονική και στο ντιζάιν. Χαρτογραφεί την εξέλιξή του στη διάρκεια της 14χρονης ύπαρξής του, από τη σχολή Μπαουχάους της Βαϊμάρης, που ιδρύθηκε το 1919 από τον Βάλτερ Γκρόπιους, μέχρι τη σχολή του Βερολίνου, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα Μις βαν ντερ Ρόε, την οποία έκλεισαν οι ναζί το 1933. Παρουσιάζονται πλήθος έργα δασκάλων και σπουδαστών (ανάμεσα στους πιο διάσημους, ο Κλέε και ο Καντίνσκι), ενώ υπάρχουν επίσης αναφορές στις καινοτόμους αναζητήσεις του κινήματος, όπως η διεπιστημονική, αντιαυταρχική διδασκαλία, η εξεύρεση απαντήσεων σε κοινωνικά ζητήματα, ο πειραματισμός με νέες μεθόδους και υλικά. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται, εκτός από πίνακες και γλυπτά, αρχιτεκτονικά σχέδια και μακέτες, φωτογραφίες, έπιπλα (εδώ μια καρέκλα σχεδιασμένη από τον Βαν ντερ Ρόε), υφάσματα, κεραμικά, θεατρικά σκηνικά και κοστούμια. Εως τις 25 Ιανουαρίου.

Moctezuma: Aztec Ruler, στο Λονδίνο

  • Λονδινο

  • British Museum
  • www. britishmuseum. org

«Moctezuma: Aztec Ruler». Η τελευταία από τις εκθέσεις του Βρετανικού Μουσείου με θέμα την εξερεύνηση μεγάλων αυτοκρατοριών του παρελθόντος μέσα από την εστίαση σε μια ηγετική φυσιογνωμία τους ανατρέχει στη 18χρονη βασιλεία του τελευταίου Αζτέκου ηγεμόνα (1502-20) πριν από την άφιξη των Ισπανών «κονκισταδόρες». Αφηγείται την ιστορία του Μοκτεζούμα και της τεράστιας αυτοκρατορίας του με τη βοήθεια εκθεμάτων ιδιαίτερης σημασίας για τον πολιτισμό των Αζτέκων -μάσκες, αγαλματίδια, κοσμήματα, σαρκοφάγοι, όπλα και πανοπλίες, λατρευτικά αντικείμενα- καθώς και έργα που απεικονίζουν τους Αζτέκους και το Μεξικό από τη σκοπιά των κατακτητών (εδώ μια μάσκα κοσμημένη με μωσαϊκό από τιρκουάζ). Τα εκθέματα προέρχονται από διάφορα μουσεία, ανάμεσά τους το Μουσείο Ανθρωπολογίας της Πόλης του Μεξικού. Εως τις 24 Φεβρουαρίου.

Ο «προσκυνητής» της ζωγραφικής



Αποχαιρετισμός σε έναν σπουδαίο Ελληνα του 20ού αιώνα. Στον Γιάννη Μόραλη, τον ζωγράφο που μας έμαθε να βλέπουμε. Η ζωή, το έργο, η διδασκαλία του «προσκυνητή» της ζωγραφικής.

Ο ζωγράφος που μας έμαθε να βλέπουμε
Σεμνός και με την αγωνία του νέου καλλιτέχνη, ο Γιάννης Μόραλης έμεινε πιστός ώς το τέλος στην αγαπημένη του ζωγραφική
  • Της Μαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009

«Η ζωγραφική είναι άχραντο μυστήριο, όπως ο έρωτας. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι σε έκανε να παραδοθείς έτσι σε έναν άνθρωπο, όπως ποτέ δεν ξέρεις τι σου καθοδηγεί το χέρι στον καμβά. Ποια μυστική δύναμη...».

Ο Γιάννης Μόραλης μιλούσε για τον χρωστήρα με αυτή την άσβεστη σπίθα για ζωή, μεταφυσική σοφία και απέραντη συγκίνηση όταν δεν μπορούσε πια να ζωγραφίσει. Τα τελευταία χρόνια, ο γιατρός του τού είχε απαγορεύσει να καταπιάνεται με τα πινέλα και τα χρώματα. Εκείνος είχε κρεμάσει μεταξοτυπίες στους τοίχους του εργαστηρίου, για να μη μοιάζουν αδειανοί. Παρ' όλα αυτά, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αίγινα, δεν υπήρχε ένα πρωινό που να μην περάσει από το ατελιέ του, με την προσήλωση και την ταπεινότητα του προσκυνητή για τον νοερό τόπο που τόσο αγάπησε: τη ζωγραφική.

Διατήρησε αυτή την ανυπόκριτη σεμνότητα, μια ολόκληρη ζωή. Ακόμα και στα 90 του χρόνια, μετά τα εγκαίνια της τελευταίας μεγάλης έκθεσης με λάδια τον Νοέμβριο του 2006 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφού είχε ξεναγήσει τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, ρωτούσε χαμηλόφωνα τη Δάφνη, κόρη της Πέγκυς Ζουμπουλάκη: «Τελικά ήταν καλά τα έργα;». Υπήρχε ακόμα μέσα του η αγωνία, η λαχτάρα, η φρεσκάδα της ματιάς ενός νέου καλλιτέχνη, όχι ενός καταξιωμένου μαΐστορα. Δεν είχε απαντήσεις, είχε ερωτήματα.

Θυμάμαι την πρώτη μας γνωριμία. Στο ασανσέρ του Μουσείου Μπενάκη στο Κολωνάκι μαζί με τον Γιάννη Παππά. Δύο κομψοί ηλικιωμένοι κύριοι που αντάλλαζαν πειράγματα με τη σκανταλιάρικη διάθεση εφήβων και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ξανασυναντηθήκαμε δεκάδες φορές: σαββατιάτικα πρωινά στην γκαλερί, μεσημεριανά στου Φιλίππου, στο ατελιέ της Αίγινας. Ηταν πάντα καλοντυμένος, ευδιάθετος, ενήμερος για ό,τι συνέβαινε στη χώρα και το εξωτερικό. Ακόμα και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ζητούσε να του αγοράσουν την «Καθημερινή». Δεν είχε το κουράγιο να την κρατήσει αλλά την είχε δίπλα του στο κρεβάτι, για συντροφιά, όπως έναν αγαπημένο φίλο. Ζητούσε από τον οδηγό του, Πασχάλη Νασιούδη (τον «κύριο Γενικό» όπως τον έλεγε χαριτωμένα), να του διαβάσει, πρώτα απ' όλα, την αρθρογραφία του Αντώνη Καρκαγιάννη.

Αγγελος κι αυτός

Μιλούσε για τον θάνατο, γλυκά και καταδεκτικά. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια είχε χάσει όλους τους συνοδοιπόρους του. Περισσότερο απ' όλους, του έλειπε ο Γιάννης Τσαρούχης και το θεσπέσιο χιούμορ του. Το καλοκαίρι του 2008, ο Γιάννης Μόραλης μας έλεγε στο σπίτι του στην Αίγινα ότι σε λίγο θα γίνει και αυτός ένας άγγελος, όπως οι άγγελοι που ζωγράφισε στα έργα του. Τον πρώτο, τον είχε σχεδιάσει σε ηλικία 4 ετών. Είχε πάρει μπογιές και πινέλα από μια θεία του που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος. Οταν έχασε μερικά σωληνάρια, έφτιαξε ένα ανθρωπάκι με φωτοστέφανο για να του τα φέρει πίσω. Το θαύμα έγινε... Και από τότε, οι μορφές των αγγέλων τον συντρόφευαν σε ζωή και τέχνη.

Μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του ήταν τον Ιούνιο του 2008 στην Ανδρο. Λίγο πριν από τα εγκαίνια της αναδρομικής του από το Μουσείο Γουλανδρή, μπήκε σε ελικόπτερο που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Κυκλαδονήσι. Στη διαδρομή, χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Ηρθε, είδε τους πίνακές του και αποχώρησε πριν φτάσει ο κόσμος και οι επίσημοι.

«Οταν μπορούσα να τα βγάλω πέρα οικονομικά, δεν τα πουλούσα τα έργα μου. Κάποια έχουν φύγει. Είναι σαν να τα έχω προδώσει. Εχω προδώσει το βλέμμα τους...» έλεγε τότε στους δημοσιογράφους.

Αντίο, Δάσκαλε. Μας λείπεις ήδη...

Με τα λόγια του

  • Για τη ζωγραφική

«Η ζωγραφική δεν είναι έτοιμη, δηλαδή δεν υπάρχει στη φύση για να την πάρεις και να την αντιγράψεις. Πρέπει να δημιουργήσεις μια σύνθεση. Παίρνεις τα στοιχεία από τη φύση, τα οργανώνεις και τα ισορροπείς».

  • Για τη γενιά του '30

«Η γενιά του '30 είχε ζήσει τι θα πει πόλεμος. Ετσι υπήρχε η δίψα για ζωή και καινούργια πράγματα. Μετά τις καταστροφές και τις δυστυχίες, υπάρχει κοσμογονία. Τότε, ήταν απολύτως φυσικό να έχεις αναζητήσεις και να προσπαθείς να κατακτήσεις το νέο παρέα με τους συνομηλίκους σου. Θα σας δώσω το παράδειγμα του ελληνικού χοροδράματος που όλοι είχαμε συνεργαστεί. Είχαμε κάνει σκηνικά και ο Τσαρούχης και ο Χατζηκυριάκος και η αφεντιά μου. Ημασταν ένα. Μια οικογένεια. Υπήρχε ντομπροσύνη».

Είπαν για τον Γιάννη Μόραλη

Σωτήρης Σόρογκας, ζωγράφος, ομότιμος καθηγητής Ε.Μ. Πολυτεχνείου: «Μ' έναν αέρα αριστοκράτη που επεδίωκε, νομίζω, να τον κρύψει με την οικειότητα των ανεκδότων, φορούσε την μπλε φόρμα του πριν από τις διορθώσεις, έβαζε το φίλτρο στο τσιγάρο του ή κρατούσε το μπλοκάκι του για τις υποδείξεις, που ποτέ δεν γίνονταν πάνω στις σπουδές μας. Οι σχολιασμοί του για την πορεία της εργασίας μας ήταν απολύτως πειστικοί και μ' έναν ιδιαίτερα ευγενή τρόπο, που έκρυβε ταυτόχρονα τις προτιμήσεις του για ορισμένους από εμάς ώστε να μη γεννιέται στους υπόλοιπους η αίσθηση των διακρίσεων. Σε βοηθούσε να «διαβάζεις» μόνος σου το λάθος στην επιχειρούμενη μεταφορά απ' τη νεκρή φύση ή το μοντέλο, που συνήθως ήταν τα θέματα της σπουδής μας».

Αντώνης Κυριακούλης, ζωγράφος: «Ο θάνατος του Γιάννη Μόραλη μου προκάλεσε μεγάλη στεναχώρια, κι ας έφυγε σε μεγάλη ηλικία. Ο χαμός του είναι πολύ οδυνηρός για όλους μας. Ηταν ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη, πάντα με τον καλό λόγο. Ερχόταν στις εκθέσεις μας, μας στήριζε όλους. Αγαπούσε τους μαθητές του πολύ, όχι όμως μόνον αυτούς. Εγώ δεν ήμουν μαθητής του, αλλά μας αγαπούσε όλους τους νεότερους καλλιτέχνες. Τελευταία φορά τον είδα πριν από δύο εβδομάδες. Μου φάνηκε πολύ κουρασμένος, μάλιστα είπε πως θέλει πια να φύγει. Αισθανόταν μοναξιά. Ολοι του οι φίλοι, οι άνθρωποι της γενιάς του, είχαν πεθάνει κι ίσως γι' αυτό έλεγε ότι είχε έλθει πια η ώρα του. Μαζί του τελείωσε μια ολόκληρη γενιά. Ηταν ο τελευταίος μιας μεγάλης γενιάς».

36 χρόνια δάσκαλος

Ο Γιάννης Μόραλης είναι ο κύριος εκπρόσωπος της γενιάς του '30. Γεννήθηκε στην Αρτα το 1916. Το ενδιαφέρον του Γιάννη Μόραλη για τη ζωγραφική καλλιεργήθηκε στις κυριακάτικες παραδόσεις της Σχολής Καλών Τεχνών, σε ηλικία 11 ετών.

Είναι το 1927 όταν η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, άρχισε την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις της ΑΣΚΤ. Στο προπαρασκευαστικό τμήμα με καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη γνωρίζει τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Χρήστο Καπράλο, τον Νίκο Νικολάου. Το 1936 κερδίζει υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές ψηφοθετικής στη Ρώμη, την οποία, όμως, θα εγκαταλείψει μέσα σε λίγους μήνες.

Επόμενος σταθμός, η Ecole des Beaux-Arts στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, όταν και επιστρέφει στην Ελλάδα για να στρατευθεί. Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσσέν, ένας γάμος που δεν θα μακροημερεύσει. Το 1947 καταλαμβάνει την προπαρασκευαστική έδρα της ΑΣΚΤ και παντρεύεται τη γλύπτρια Α. Λυμπεράκη με την οποία αποκτούν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο. Δέκα χρόνια αργότερα, θα εκλεγεί τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής. Η συνεχής παρουσία του στην ΑΣΚΤ για τα επόμενα 36 χρόνια συνιστά ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της εικαστικής δράσης και προσφοράς του, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος θα διαχειριστεί και θα ισορροπήσει ανάμεσα στον διδακτικό του ρόλο και την προσωπική ζωγραφική του παραγωγή. Από το 1960 και μετά, κυριαρχεί στα έργα του το γεωμετρικό σχήμα για την απόδοση της μορφής η οποία με τη βαθμιαία αφαίρεση της υλικής της υπόστασης, του πρόσκαιρου, του επίγειου, υψώνεται σε ιδεόγραμμα, σε σύμβολο.

Από το 1959 μέχρι το 1962 εργάστηκε για τη σχεδίαση και πραγματοποίηση της γιγαντιαίας σύνθεσης που κοσμεί τον εξωτερικό τοίχο του ξενοδοχείου Χίλτον. Το 1979, του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.

Το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999, του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Η τελευταία μεγάλη έκθεση με έργα του Γιάννη Μόραλη πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2008 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο.

Πηγές: Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, εκδόσεις Μέλισσα, Γιάννη Μπόλη «Γιάννης Μόραλης», Εκδοτική «Κ. ΑΔΑΜ»


Ζούσε στον καιρό
  • Του Νικου Γ. Ξυδακη

[...] O Mόραλης είναι από τους Eλληνες που μας έμαθαν να βλέπουμε. Mας έμαθε να βλέπουμε τον κόσμο οργανωμένο σε μορφές, με σχήμα, με σεβασμό προς την παράδοση και γενναιοδωρία προς τη νεωτερικότητα· χωρίς προκαταλήψεις. Mας δίδαξε, με έργο κι όχι με λόγια, να βάζουμε την ομορφιά στη ζωή μας και να τη θεωρούμε αυτονόητη, φυσική. Eίναι πολύ σπουδαίο αυτό, και το ακόμη σπουδαιότερο: δεν το έκανε με λόγια ούτε καν με ορισμένα έργα, αλλά με συνεχή δράση, με το αδιάκοπο σιγάναμμα του ζωντανού του παραδείγματος, με τη στάση του.

Tι θέλω να πω; O Mόραλης δεν είναι μόνο ζωγράφος –καλός, σπουδαίος, μοναδικός, δάσκαλος, με περιόδους κ.λπ. Eίναι προπάντων ο καλλιτέχνης που βγήκε από τον χρυσελεφάντινο πύργο του ρομαντικού δημιουργού, του μοντερνιστή πατροκτόνου, και επέστρεψε στην προμοντέρνα μήτρα, στον μεσαιωνικό τεχνίτη, στον αρχαίο καλλιτέχνη. Eπέστρεψε δηλαδή στην κοινότητα λειτουργικός, ενταγμένος, χρήσιμος, και μέσω αυτής της οργανικής του ένταξης στη ζωή –στην καθημερινή ζωή, εννοώ– αναδύθηκε μνημειακός. Kέρδισε τον χρόνο δουλεύοντας στη ράχη του χρόνου, στην κόψη του καιρού του. Kι έγινε αντιπροσωπευτικός της εποχής του, που είναι ήδη εκδοχή του κλασικού.

Πώς το πέτυχε; Eίπαμε ότι ήταν πάντα μέσα στη ζωή, κολυμπούσε με τα νερά, όχι κόντρα στα νερά, και εκμεταλλευόταν το ρεύμα για να πάει πιο μακριά. Zούσε στον καιρό και ήταν ο καιρός. Kι αυτό εκφράστηκε κυριότατα στα «παραζωγραφικά» του, στις εφαρμογές, στα πλαϊνά της Yψηλής Zωγραφικής: στα βιβλία που τους φιλοτέχνησε εξώφυλλα, προμετωπίδες και κοσμήματα, στα εξώφυλλα δίσκων, στα σκηνικά, στις αφίσες, στις διακοσμήσεις κτιρίων. Eφάρμοσε τη ζωγραφική του όραση, τη γνώση, την ευαισθησία, στην καθημερινότητα. Kαι αυτό κυρίως τον κάνει μνημειακό για τον ελληνικό 20ό αιώνα: έβγαλε τη ζωγραφική από το εργαστήριο και την έβαλε στη ζωή. [...]

Επιτέλους ο Τσαρούχης!


«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι
μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου», έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης στα 72 του, το 1982. Αυτός ο ιδιοφυής δημιουργός με το πολύτροπο έργο, απεικόνιζε και εξέθετε ομοερωτικά θέματα από τα μέσα του ΄30, αλλά ως τα τέλη του ΄80 μετρούσε τα λόγια του για τα όσα ζωγράφιζε. Το ζήτημα της πρόδηλης ή συγκαλυμμένης ομοφυλοφιλικής ερωτικότητας ορισμένων πολύ σημαντικών πινάκων του (με τους γυμνούς και ντυμένους ναύτες π.χ.) ήταν ένα είδος ταμπού που το σέβονταν ιστορικοί και κριτικοί τέχνης. Αλλά και το ζήτημα της προσωπικής ερωτικής ζωής του, ο ίδιος δεν το έθεσε ποτέ δημόσια. Πειθαρχούσε στους κώδικες και στις απαγορεύσεις των ηθικών και κοινωνικών συμβάσεων και αποσιωπούσε τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αυτό το ταμπού σπάει ο Ευγένιος Ματθιόπουλος με μια κριτική μελέτη-τομή που δημοσιεύεται στον επίσημο κατάλογο του Μουσείου Μπενάκη για την αναδρομική έκθεση με τα 680 έργα του Τσαρούχη. Με απόλυτη επιστημονική σοβαρότητα, σε τόνο δωρικό και όχι εντυπωσιοθηρικό, αυτός ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης αποδομεί για πρώτη φορά τη σημασία της ομοφυλοφιλίας του Τσαρούχη, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του. Το εκτενές κείμενό του λειτουργεί σαν μονογραφία ταιριαστή με τους προβληματισμούς τού 21ου αιώνα. Μία μονογραφία που θεσμοθετεί θα έλεγε κανείς, στα ελληνικά πράγματα, μια πιο σύνθετη ανάγνωση του έργου του Τσαρούχη. Μια μονογραφία που θα γράψει ιστορία, δικαιώνοντας την παρεμβατική πολιτιστική πολιτική του Μπενάκη, αλλά και τη γενναιότητα της ανιψιάς του ζωγράφου Νίκης Γρυπάρη, προέδρου του Δ.Σ. του Ιδρύματός του. «Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας του Τσαρούχη δεν μας ενδιαφέρει μόνο, στενά, ως μια ιδιαίτερη θεματική ενότητα των έργων του», σημειώνει ο Ματθιόπουλος. «Μας ενδιαφέρει επειδή έχει καθοριστικό, λειτουργικό ρόλο τόσο στον τρόπο που σκεπτόταν και έβλεπε όσο και στο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων στον βαθμό που καθόριζε φιλίες, συνεργασίες, συμπάθειες ή αντιπάθειες, στον βαθμό που προκαθόριζε επιλογές και δυνατότητες». Σήμερα που έχουν αναπροσανατολιστεί τα μυαλά, τα ήθη, και οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα που η κριτική της τέχνης χρησιμοποιεί και κοινωνιολογικά- ανθρωπολογικά εργαλεία, το έδαφος για μια τέτοια προσέγγιση είναι πρόσφορο.

Ήδη στο διάστημα 2003- 2007 υπήρξαν στο εξωτερικό έμφυλες αναγνώσεις του Τσαρούχη, που εστίασαν στο βλέμμα, στην ηδονή, την απεικόνιση του ομοερωτισμού, όμως με μια μονομανία συχνά παραμορφωτική. Ο Ματθιόπουλος δεν πέφτει σ΄ αυτή την παγίδα όταν σπάει την ομερτά και έτσι ανοίγει πράγματι έναν δρόμο για να αποκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα η αποσιωπημένη πλευρά της ζωής και της δημιουργίας του Τσαρούχη... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • Της Μικέλας Χαρτουλάρη, ΤΑ ΝΕΑ, 24/12/2009