Από τη ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Είναι η τρίτη φορά που βλέπουμε, με την υπογραφή του Μάριου Σπηλιόπουλου, να ξεδιπλώνεται ένα εικαστικό έργο με θεματικό πλαίσιο στους χώρους της Ελευσίνας (Βάνα Ξένου, Καλλιόπη Λαιμού). Μια σοβαρή και κοπιώδης εργασία αρχειακού επιπέδου αυτή τη φορά, που απευθύνεται συναισθηματικά στην κοινωνία που το δημιούργησε.
Από την εικαστική παρέμβαση (πάνω) και τα παιδιά (κάτω) που μετείχαν στην ιδιότυπη περφόρμανς του Μάριου Σπηλιόπουλου |
Περιφέρεσαι, παρακολουθείς βίντεο, καταγραφές και ιδέες-αφιερώματα με επεμβάσεις in situ.
Μπορείς να παραμείνεις ώρες πολλές έως ότου εξουθενωθείς και καθίσεις στην καρέκλα του καφενείου για ένα ποτό. Επιστρέφοντας στην πόλη, κοιμάσαι μακάρια γιατί σου έλαχε αυτή η πατρίδα, με όνειρα αποσπάσματα που ξέρεις γιατί τα είδες. Το πρωί, στην ώρα του καφέ και του τσιγάρου, αναλογιζόμενη πόσο πυκνό ήταν το προηγούμενο βράδυ σου, μπορεί και να αδικήσεις τον καλλιτέχνη Μάριο Σπηλιόπουλο.Γιατί σκέφτεσαι το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου «Κοιμήσου Περσεφόνη» που, ο φίλος σου ο Μάριος είχε εντάξει κάπου στη διαδρομή, τη Δήμητρα του μύθου, του ιεροφάντες, τα πάθη των ανθρώπων και τις μετακινήσεις τους, τον εργάτη που διηγείται πως γέμισε αίματα από το ατύχημα που έγινε μπρος στα μάτια του, αλλά «σαν φτωχός συνέχισε να δουλεύει» τα χιλιάδες παπούτσια -ίχνη των διερχόμενων της ιστορίας, τις σύγχρονες παρελάσεις και τους πάλαι ποτέ ήρωες της Αντίστασης με τους οποίους γαλουχήθηκες, τους σύγχρονους μετανάστες, αλλά και το άχαρο κράτος που ούτε το ιστορικό σαπωνοποιείο κατάφερε να στηρίξει. Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι, λες και ξαναλές: Μπράβο, βρε Μάριε, εντάσεις και δικά σου σενάρια με μουσικές του Μάρκου και του Τσιτσάνη, πας στην Πόλη και τα παράλια, ξαναβλέπεις τρομαγμένους Κούρδους που το 'σκασαν από τον τόπο τους και βρήκαν αποκούμπι στην Ελευσίνα. Και τότε, μπαίνει ο διάολος μέσα σου και αρχίζεις να ψάχνεις το εικαστικό έργο, θυμάσαι και εκείνη τη ρήση του Μπρεχτ ότι η τέχνη ξεκινά εκεί όπου σταματά η συγκίνηση και τότε τη στήνεις καχύποπτα στον Σπηλιόπουλο, που έχασε το μέτρο, μιλώντας περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν, θυμάσαι κάτι αδέξιες φλυαρίες με αναπαραστάσεις βωμών και καταριέσαι τη στιγμή που έχοντας δει πολλά, ούτε να συγκινηθείς σαν άνθρωπος δεν καταφέρνεις.
Τα πράγματα βέβαια είναι πολύ πιο απλά.
Και εδώ χρειάζεται το κουράγιο να δούμε τι γίνεται και τι δεν γίνεται σ' αυτό τον τόπο, πώς τρέχουν οι καλλιτέχνες μας πίσω από την κάθε είδους σαχλαμαρίτσα του Διαδικτύου, ποιος είναι ο δικός μας ρόλος ως συμπαραγωγοί του εικαστικού γίγνεσθαι που δεν είναι πάντα και τόσο αθώο στις προθέσεις του και πως έχει καταγραφεί και βιωθεί η μοντερνικότητα πριν περάσουμε στον μεταμοντερνισμό και δικαιώσουμε τα πάντα, πριν αποφασίσουμε ότι η εικόνα είναι φόρμα του χρόνου μας και πάψουμε να ασκούμε εαυτόν σε πειθαρχία τέτοια που να παράγει φόρμα και προσωπικό ύφος στο οποιοδήποτε μέσον.
Η στάση του Μάριου Σπηλιόπουλου, έντιμη και σαφής. Οργάνωσε μια υπερπαραγωγή, με το τίποτα, από τις δυνάμεις και τις μνήμες του τόπου, αφιερώνοντάς την στον τόπο. Το ενδιαφέρον του, επικεντρώθηκε στην αναπαραγωγή ζωής στις μηχανές και το τοπίο του εργοστασίου. Εψαξε και αξιοποίησε αρχειακό υλικό, τεράστιο, τιμώντας, όπως σημειώνει ο ίδιος, αυτούς που επιμένουν να θυμούνται. Συνδέοντας την απώτερη ιστορία της Δήμητρας, της Περσεφόνης και του Ιεροφάντη με τη σύγχρονη πραγματικότητα, έκανε τεράστιο εκπαιδευτικό έργο, αφού τα 400-500 παιδιά που μετείχαν στην ιδιότυπη περφόρμανς είχαν δεχτεί επισκέψεις στο σχολείο τους και αναφορές από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Δούλεψε με προθέσεις παραπάνω από σοβαρές, για δύο περίπου χρόνια, καθημερινά οργώνοντας δρόμους και νεκροταφεία. Αν η Ελευσίνα αξιοποιήσει ευρύτερα το υλικό του Μάριου Σπηλιόπουλου, ασφαλώς και θα έχει μια μοναδική καταγραφή της νεότερης ιστορίας της.
Λειτούργησε, όπως δηλώνει και ο ίδιος, ως συντονιστής του εγχειρήματος που αποτελεί έργο των πολλών που άφησαν εκεί τα ίχνη τους.
Ο ρόλος του καλλιτέχνη, λοιπόν, συνάδει με εκείνον του ευαίσθητου διαχειριστή του αρχείου της μνήμης. Ο Σπηλιόπουλος έχει συνέχεια και συνέπεια στο είδος της δουλειάς, αφού ανέκαθεν αρχειοθετούσε μνήμες (ακόμη και σε εποχές που τα αρχεία δεν είχαν γίνει μόδα στην τέχνη) και άναβε λαμπάδες στο παρελθόν. Το προσωπικό του ίχνος σε αυτή την περιπέτεια αναδεικνύεται στην ισχυρή εγκατάσταση των παπουτσιών και η δήλωσή του φτάνει στην τέχνη φτάνει έως την επιλογή να φιλμάρει τον τάφο του Ελευσίνιου Θανάση Τσίγκου.
Αυστηρά, θα καταλήξω ότι το όλο εγχείρημα ως έργο εικαστικό είναι άνισο, γιατί κάπου δεν καταφέρνει να τιθασεύσει τον συναισθηματικό χείμαρρο και χάνει τον έλεγχο. Ως σύνθεση μιας μακριάς ζωής των ανθρώπων και της περιοχής, παραμένει μοναδικό στην πληρότητα της ποικιλίας του. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 15/09/2008
No comments:
Post a Comment