Saturday, October 11, 2008

Μια πόλη που ζει στα απόνερα του λάιφ στάιλ



ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΥ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 11/10/2008

Αν και το διαμέρισμα είναι μόλις δύο τετράγωνα μακριά από την Αλεξάνδρας, ο θόρυβος της λεωφόρου δεν φτάνει μέσα από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, στο φωτεινό, ευχάριστο καθιστικό.

Πνίγεται πολύ ευχάριστα στις φωνές και τα ποδοβολητά που ακούγονται από το σχολείο, στην απέναντι μεριά του δρόμου - έφτασα στο σχόλασμα. Από το σημείο που κάθομαι έχω θέα στον Λυκαβηττό, το φθινοπωρινό μεσημέρι είναι ασυνήθιστα ζεστό κι ο Οικονομόπουλος ρωτάει αν θα ήταν προτιμότερο να βγούμε έξω, να συζητάμε κάνοντας καμιά βόλτα. Μόνο που όταν τον ρωτάω πού του αρέσει να πηγαίνει βόλτα, η απάντηση που παίρνω με πείθει πως κι εδώ που καθόμαστε, μια χαρά είναι. «Πουθενά. Δεν μου αρέσει να περπατάω στην Αθήνα. Κάνω όλες τις δουλειές μου με τη μοτοσικλέτα και γυρνάω σπίτι», λέει. Οπότε λέω να προτιμήσω τη θέα προς το εσωτερικό του σπιτιού: εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να χαζέψω με την ησυχία μου τις -ελάχιστες, είναι αλήθεια- φωτογραφίες του Οικονομόπουλου, που είναι κρεμασμένες στους τοίχους.

Όταν πρωτοάρχισε να φωτογραφίζει, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του '70, κάποιες γειτονιές της πόλης προσφέρονταν ακόμη για βόλτες. Ή τουλάχιστον για εξερεύνηση -«επειδή εκείνη την περίοδο δούλευα και δεν μπορούσα να φεύγω συχνά εκτός Αθηνών, έπρεπε να ανακαλύψω χώρους μέσα στην πόλη που να έχουν κάποιο στοιχειώδες ενδιαφέρον. Γιατί εκείνο που έψαχνα εγώ -και άλλοι απ' όσο ξέρω- δεν ήταν το σύγχρονο πρόσωπο της Αθήνας, που εκείνα τα χρόνια ήταν παντελώς αδιάφορο». Έψαχνε εκείνους τους τόπους όπου το παρελθόν ήταν ακόμη ζωντανό μέσα στο νέο που ερχόταν -τα κτίρια, τις γωνιές, τις ατμόσφαιρες, ακόμη και τα πρόσωπα που κρατούσαν ολοζώντανο και παρόν, έστω διακριτικά και φευγαλέα, το ίχνος μιας εποχής που έφτανε στο τέλος της. «Στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι τα ίχνη του παρελθόντος ήταν ακόμη αυθεντικά. Σήμερα δεν θα πήγαινα να φωτογραφίσω εκεί, τώρα είναι απλώς γραφικά», λέει, «μια ατραξιόν».

«Στου Ψυρρή είναι χειρότερα κι από το Κολωνάκι»

Ακόμη χειρότερα, για την ακρίβεια χειρότερα από οπουδήποτε αλλού, είναι στου Ψυρρή. «Είναι ένα κακοστημένο, ψεύτικο σκηνικό», λέει, η εξέλιξη του οποίου στο χρόνο με έναν τρόπο μαρτυρά την πραγματική εξέλιξη της αθηναϊκής μας αισθητικής. «Στου Ψυρρή κάποια στιγμή μετά το '90 αρκετοί αντικατέστησαν τις πλαστικές καρέκλες με ξύλινες, καφενείου. Αυτό κανονικά είναι καλή εξέλιξη, δείχνει πως η αισθητική μας αναβαθμίζεται». Ως εδώ καλά, ο Οικονομόπουλος χαμογελάει. «Μόνο που ακόμη κι όπου το έκαναν με κάποιο γούστο, συνόδευσαν την αναβάθμιση με εξωφρενικές τιμές. Σκέφτεσαι πως ίσως τελικά θα ήταν προτιμότερο να αλλάξουν τη φιλοσοφία τους, την πραγματική αισθητική τους, αντί για τις καρέκλες», παρατηρεί ελαφρώς εκνευρισμένος τώρα. «Στου Ψυρρή είναι χειρότερα ακόμη κι από το Κολωνάκι», μονολογεί.

Ομολογώ πως αυτό δεν το είχα δει να έρχεται - το Κολωνάκι τουλάχιστον δεν έχει καταντήσει θεματικό πάρκο, σωστά; Ψάχνει να βρει τη λέξη που θα αποδώσει καλύτερα αυτό που αισθάνεται πως αποπνέει η γειτονιά: «Είναι εξαιρετικά δήθεν». Στο Κολωνάκι διακρίνει ολοκάθαρα την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. «Είναι τόσο κραυγαλέα η επιτήδευση, ακόμη χειρότερα, μιλάμε για ψευτιά», λέει. «Δεν ξέρω αν όλο αυτό ξεκίνησε με την κακόγουστη χλιδή των '80ς, το ΚΛΙΚ, τον Κωστόπουλο και τα σχετικά, αλλά γεγονός είναι πως εκείνη η εποχή της ευμάρειας -ευμάρειας για κάποιους- μας κληροδότησε συγκεκριμένα ήθη που επιβιώνουν ακόμη στην Αθήνα».

Μπορεί και να μην έχω καταλάβει καλά, αλλά μου φαίνεται περισσότερο να τον θλίβει, παρά να τον εξοργίζει, η εικόνα που περιγράφει -«σε αυτήν την πόλη τσαλαβουτάμε στα απόνερα του λάιφ στάιλ. Η ανάγκη του ανθρώπου να παραμυθιαστεί υπάρχει πάντα, αλλά νομίζω πως οι περισσότεροι Αθηναίοι -είτε είναι πλούσιοι είτε θέλουν να γίνουν πλούσιοι- παραμυθιάζονται με πράγματα πολύ ευτελή». Δεν του φαίνεται όμως περίεργο, αφού «αυτή είναι η κοινωνία μας. Οι πολιτικοί μας, οι δημοσιογράφοι μας, οι παπάδες μας, αυτά τα πρότυπα συμπεριφοράς προάγουν, αυτή τη δήθεν μαγκιά».

«Στην Αθήνα είμαστε ακραία αγενείς»

Αναρωτιέμαι αν παρ'όλα αυτά του λείπει η Αθήνα όταν ταξιδεύει - κάτι που στην περίπτωσή του συμβαίνει βέβαια πάρα πολύ συχνά. Μέχρι πριν δύο χρόνια, μάλιστα, έλειπε για τουλάχιστον έξι μήνες το χρόνο. «Μου λείπει το σπίτι μου, οι ήχοι της γειτονιάς. Τα πρωινά που κάθομαι εδώ να δουλέψω, οι φωνές των παιδιών από το σχολείο απέναντι ακούγονται τόσο δυνατά που είναι σαν παιδική χαρά. Δουλεύω πολύ ευχάριστα», λέει. Το μόνο που δεν του λείπει όταν βρίσκεται μακριά από την Αθήνα είναι η συμπεριφορά των Αθηναίων -«είμαστε ακραία αγενείς. Γιατί; Νομίζω πως μια πόλη τόσο δυσλειτουργική, αναπόφευκτα σε κάνει νευρασθενή, πρέπει κάπου να ξεσπάσεις και ξεσπάς στον συμπολίτη σου», εικάζει. «Δεν είμαι σίγουρος για την αιτία, αλλά το αποτέλεσμα ξέρω πως με πληγώνει φοβερά. Αυτήν την αγριότητα που δείχνουμε ο ένας στον άλλον δεν θα τη συνηθίσω ποτέ».

Τον ρωτάω αν θα αποφάσιζε να αφήσει οριστικά την Αθήνα, για να ζήσει κάπου αλλού. Δεν του περνάει καν από το μυαλό, μου λέει, αφού εδώ είναι τα παιδιά του, οι γονείς του, η αδελφή του. Εντάξει, αλλά σε ποιες από τις πόλεις που έχει ταξιδέψει θεωρεί πως ευχαρίστως θα ζούσε; «Στην Κωνσταντινούπολη, σίγουρα. Πηγαίνω εδώ και πολλά χρόνια, κι εκεί όπως και στην Αθήνα υπάρχουν πάντα κάποιες γειτονιές που αισθάνομαι ζεστά, οικεία. Ή στη Νέα Υόρκη, μια πόλη όπου αισθάνεσαι πως υπάρχει χώρος για όλους. Αυτό με καθησυχάζει, μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι κι οι δύο πόλεις μεταναστών». Ο Οικονομόπουλος εκτιμά πως τώρα που η Αθήνα αρχίζει να γίνεται χωνευτήρι, ίσως αναδειχθεί και ως πόλη πιο αυθεντική, «ίσως γίνει μια πόλη πιο αληθινή». Φωτογραφικά, ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτής της πόλης; «Οι μετανάστες. Αν φωτογράφιζα στην Αθήνα, θα φωτογράφιζα τους μετανάστες, τις κοινότητες που θα συνδιαμορφώσουν τη νέα Αθήνα». *

No comments: