Ανταπόκριση της Βανεσσας Θεοδωροπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 5 Oκτωβρίου 2008
Ξεφυλλίζοντας τoν κατάλογο του αφιερώματος στην ελληνική φωτογραφία που πραγματοποιήθηκε μόλις πριν από δέκα χρόνια στη Νίκαια της Γαλλίας (35 Ελληνες φωτογράφοι, 800 έργα), καταλαβαίνουμε τι εννοούσε ο Jean-Pierre Giusto το βράδυ των εγκαινίων της έκθεσης «Δέκα όψεις της ελληνικής φωτογραφίας - Σύγχρονες τάσεις δημιουργίας» (18.9-9.11.2008), λέγοντας ότι η ελληνική φωτογραφία είναι μία από εκείνες που εξελίχτηκαν περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Ο διευθυντής του Théâtre de la Photographie et de l'Image που φιλοξενεί την εκδήλωση, έχει το μάτι του εξωτερικού παρατηρητή που καταφέρνει να εντοπίζει αρκετά πιο άνετα και απλά αυτό που συμβαίνει. Από το 1987 οργανώνει ένα «Σεπτέμβρη της Φωτογραφίας», αφιερωμένο κάθε χρόνο σε μια διαφορετική χώρα, ενώ το 1998 είχε συνεργαστεί στενά με τον Βαγγέλη Ιωακειμίδη, σημερινό διευθυντή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, για την επιλογή του υλικού της πρώτης εκείνης ιστορικής έκθεσης.
Για τον Giusto, η ελληνική φωτογραφία έχει κάνει ένα τεράστιο ποιοτικό άνοιγμα: αποφορτισμένη από το «βάρος» (την «gravité») του ασπρόμαυρου, που κυριαρχεί τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και από την ευθύνη μιας απαραίτητα «σοβαρής» θεματολογίας, λειτουργεί πλέον αυτόνομα, σαν μια ολοκληρωμένη μοντέρνα τέχνη. Οι εικόνες, ή μάλλον τα «έργα», των δέκα φωτογράφων που επέλεξε για την έκθεση της Νίκαιας ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης σε συνεργασία με τον Jean-Pierre Giusto, δεν έχουν πράγματι τίποτα να ζηλέψουν από εκείνα των ομότεχνών τους που εκτίθενται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, ή που πωλούνται συχνά έναντι αστρονομικών ποσών στις διεθνείς φουάρ.
Η εξέλιξη
Πού οφείλεται όμως αυτή η «καθυστέρηση», και τι άλλαξε τα τελευταία δέκα χρόνια στον χώρο της φωτογραφίας στη χώρα μας; Μπορούμε να μιλήσουμε για ιδιαιτερότητες, για στυλιστικές τάσεις, ή έστω για μια υπερισχύουσα θεματολογία; Ή από τη στιγμή που έγινε σύγχρονη η ελληνική φωτογραφία έγινε επίσης παγκοσμιοποιημένη;
Η απάντηση του Βαγγέλη Ιωακειμίδη στο πρώτο ερώτημα είναι σαφής, πραγματιστική. Η εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας (όπως και της σύγχρονης τέχνης γενικότερα), έχει άμεση σχέση καταρχήν με την εμπειρία του εξωτερικού (οι εννιά στους δέκα φωτογράφους που παρουσιάζουν δουλειά τους στη Νίκαια έχουν κάνει σπουδές στο εξωτερικό), και κατά δεύτερο λόγο με την είσοδό της στον κόσμο των γκαλερί και της αγοράς. Είναι επόμενο και φυσικό, μια τέχνη να εξελίσσεται και να προοδεύει εκεί που υπάρχουν θεσμοί που την υποστηρίζουν, σχολές ή αυτόνομοι χώροι που επιτρέπουν τον πειραματισμό και την έρευνα, καλλιτέχνες που ανταλλάσσουν απόψεις, κοινό και ειδικοί που ενδιαφέρονται και κρίνουν. Οι περισσότεροι Ελληνες φωτογράφοι, μας εξηγεί ο διευθυντής του ΜΦΘ, μόλις τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να ορίζουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο τι θέλουν να πουν με τις εικόνες τους, αλλά και να αισθάνονται την αποδοχή του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου.
Η ίδια η ιστορία της σύγχρονης, ή «νέας» ελληνικής φωτογραφίας, δεν ξεπερνάει άλλωστε τις τρεις δεκαετίες. Μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του εβδομήντα, οι περισσότεροι φωτογράφοι παραμένουν στην υπηρεσία του μύθου της ελληνικότητας, στη μνημειακή απεικόνιση της κλασικής Ελλάδας, ενώ μετά τον πόλεμο και τη δικτατορία, προέχει η διερεύνηση και η ανάδειξη της νέας ιστορικής πραγματικότητας. Κοινωνικά ή νατουραλιστικά ντοκουμέντα, πορτρέτα, τοπιογραφίες, τα άλμπουμ των σημαντικότερων Ελλήνων φωτογράφων της εποχής απαθανατίζουν την καθημερινότητα, τα ήθη και τα έθιμα της αθέατης Ελλάδας. Οι φορμαλιστικές ανησυχίες και οι πειραματισμοί των ευρωπαϊκών πρωτοποριών των αρχών του αιώνα ή του Μεσοπολέμου (κολλάζ, φωτομοντάζ, αφηρημένη ή εννοιολογική φωτογραφία) δεν φαίνεται να απασχολούν ιδιαίτερα μια γενιά φωτογράφων που ενδιαφέρεται να αφηγηθεί ιστορίες.
Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν τη δεκαετία του ογδόντα, με τη δημιουργία θεσμών όπως το Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών (1979), η Κρατική Σχολή Φωτογραφίας (1985), ο Διεθνής Φωτογραφικός Μήνας της Αθήνας (1987), η Φωτοσυγκυρία (1989) και ο Φωτογραφικός Κύκλος (1988). Το 1997 γράφει ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης στον κατάλογο της έκθεσης της Νίκαιας: «Η θεώρηση που μπορούμε να έχουμε για την ιστορία της φωτογραφίας είναι πιο ξεκάθαρη, οι τοποθετήσεις των σύγχρονων φωτογράφων έχουν την τάση να γίνονται πιο σαφείς».
Μπαίνοντας στο Théâtre de la Photographie, αφού παρακάμψουμε την απογοητευτική αφίσα του «Σεπτέμβρη της Φωτογραφίας» που παρά τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω επιμένει σε μια αρκετά γραφική παρουσίαση της «Νεαρής ελληνικής φωτογραφίας» (σύμφωνα με τον βιαστικά επιλεγμένο υπότιτλο της γαλλικής διοργάνωσης) οι πρώτες εικόνες που μας υποδέχονται ανήκουν στον Γιώργη Γερόλυμπο. Υπό τον τίτλο «Mare Liberum» («η θάλασσα ανήκει σ’ αυτόν που ταξιδεύει») ο καλλιτέχνης (και συγχρόνως διδάκτωρ της Ιστορίας της Τέχνης και αρχιτέκτονας) παρουσιάζει μια σειρά από μίνιμαλ θαλασσινές «θέες», παραλλαγές σε αποχρώσεις του μπλε και του γκρι, με κυρίαρχο μοτίβο την οριζόντια γραμμή του ορίζοντα. Η μουσικότητα των εικόνων ανταγωνίζεται το κάλεσμα για αναστοχασμό, ο φωτογράφος μας μιλάει για τη σχέση του με το χρόνο, ανασύρει στιγμές και επιθυμίες, ξετυλίγει σκέψεις για τη σχεδόν αρχετυπική μας σχέση με το απέραντο γαλάζιο, αλλά και τη διάθεσή του να απαθανατίσει τα καλοκαιρινά τοπία όταν η γιορτή των διακοπών έχει παρέλθει.
Στις εικόνες του Γιώργου Κορδάκη, η θάλασσα και η παραλία μοιάζουν αντίθετες με το πρόσχημα για ένα «ελαφρύ» σχόλιο πάνω στην ενίοτε αποικιοκρατική σχέση μας με τα ειδυλλιακά τοπία, που μετατρέπονται στη σειρά Global Summer 2005 - 2008 σε θολές γραφιστικές εικόνες, μικρομακέτες με στρατιές από ανθρωπάκια και καλοκαιρινά αξεσουάρ.
Στις ιδιαίτερα θεαματικές φωτογραφίες του Νίκου Μάρκου, η θάλασσα, όποτε είναι παρούσα, λειτουργεί πάλι ως στοιχείο της σύνθεσης. Ο καλλιτέχνης δομεί με δεξιοτεχνία τα τοπία του, είτε παίζοντας με το κάδρο και τις αναλογίες είτε με την προοπτική είτε με το ίδιο το συμβάν στο οποίο παραπέμπουν οι σκηνές που επιλέγει να φωτογραφίσει. Ενα ναυάγιο, ένα αρχιτεκτονικό ερείπιο, μια βίαιη αστική παρέμβαση στη Φύση, ένα τέρμα ξεριζωμένο κι ένα δεύτερο που στέκει έρημο κι ατάραχο στην παραλία, αποκτούν πλαστική αίγλη, δραματική ή συμβολική διάσταση...
Απέναντί τους, οι εικόνες του Πάρι Πετρίδη, από τη σειρά Σημειώσεις στην άκρη του δρόμου, σταματούν το βλέμμα μας σε φαινομενικά ασήμαντες ή «πληκτικές», όπως λέει ο ίδιος, καταστάσεις και τοπία της ελληνικής επαρχίας, που ο φακός όμως έχει καταφέρει να ανάγει σε εικόνες με νόημα.
Αδεια ντεκόρ
Σε μια διπλανή αίθουσα, οι υποβλητικές, έντονα ατμοσφαιρικές, σχεδόν υπαρξιακές φωτογραφίες του Πάνου Κοκκινιά (μαθητής του Philippe - Lorca di Corcia και του Gregory Crewdson) μας μεταφέρουν σε κλίμα πιο κινηματογραφικό, παίζοντας με το συσπένς, την αισθητική του σύγχρονου ψυχολογικού βίντεο, αλλά και τη μεγάλη ζωγραφική του 17ου αι. (Θεώνη, 2006). Οι μοναχικές φιγούρες του Ελληνα φωτογράφου στέκουν σε τεράστια άδεια ντεκόρ (ένας διάδρομος ξενοδοχείου, μια αίθουσα αναμονής, η είσοδος ενός γκαράζ, ένα τούνελ), χώρους επιφανειακά ανώδυνους αλλά τελικά δραματικά ανοίκειους...
Σε εντελώς άλλο κλίμα, η σειρά πορτρέτων του Στράτου Καλαφάτη (Journal 1998-2002) μας φέρνει αντιμέτωπους με μια σειρά από γυναικείες φιγούρες που μας κοιτούν, σε πρώτο πλάνο, με αφύσικα φόντο, έντονα χρώματα και τεχνητούς φωτισμούς.
Οι δύο από τις τρεις γυναίκες φωτογράφους της έκθεσης, Χριστίνα Δημητριάδη και Δήμητρα Λαζαρίδου, συμμετέχουν με φωτογραφίες στις οποίες σκηνοθετούν και φωτογραφίζουν η πρώτη τον εαυτό της (Θεσσαλονίκη Σαλόνι Ι, 1996, Βερολίνο, Υπνοδωμάτιο, 1996, Obscure passages, Βερολίνο, 2003...) και η δεύτερη «οικεία» πρόσωπα (Within the mind) σε εσωτερικά διαμερισμάτων. Η προσωπικότητα ως κατασκευή ή ρόλος, ο ετεροπροσδιορισμός του ατόμου από το οικογενειακό ή κοινωνικό του περιβάλλον, η απομόνωση και η επικοινωνία είναι μερικά από τα ζητήματα που διαπραγματεύονται με μεγάλη δεξιοτεχνία αυτές οι εικόνες. Τέλος, ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος, «περιηγητής» με ένα βλέμμα - φακό στο ίδιο του το σπίτι ιδωμένο ως απέραντο (ψυχο)«τοπίο», εκθέτει αποσπάσματα, τα «βιωματικά του γλυπτά» όπως τα αποκαλεί ο ίδιος (Landscape 1, 7, 8…), ενώ η Ευαγγελία Κρανιώτη παρουσιάζει ένα μέρος από το βιβλίο της με τίτλο Au moment X. Μια σειρά από cadavre exquis (το γνωστό παιχνίδι των υπερρεαλιστών) συνοδεύει, χωρίς λογικό συσχετισμό, σαν τυχαίοι συνειρμοί, εικόνες που η καλλιτέχνις συνέλεξε στα ταξίδια της, δημιουργώντας σύντομες ποιητικές αφηγήσεις γεμάτες αισθησιασμό.
Αναγνωρισμένοι
Οι δέκα συμμετέχοντες στην έκθεση «Δέκα όψεις της ελληνικής φωτογραφίας» είναι, με εξαίρεση τη νεαρή Ευαγγελία Κρανιώτη, αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες, με σημαντικό έργο, συμμετοχές σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, προσωπική γραφή. Σύμφωνα με τον Βαγγέλη Ιωακειμίδη, η δουλειά τους είναι αντιπροσωπευτική της εγχώριας φωτογραφικής δημιουργίας. Πέρα από οποιαδήποτε προσπάθεια θεωρητικοποίησης, εκείνο που τους χαρακτηρίζει και τους ξεχωρίζει, μας εξηγεί, είναι η ποιότητα της δουλειάς τους, το γεγονός ότι λειτουργούν πια ως ολοκληρωμένοι επαγγελματίες καλλιτέχνες.
Στην αγορά, τα έργα που είδαμε κοστολογούνται από 2,5 έως 12 χιλιάδες ευρώ. Οσον αφορά τη θεματολογία τους, ο ίδιος ξεχωρίζει τρεις γενικές κατηγορίες: τη σχέση προς τον περιβάλλοντα χώρο, την αφήγηση του προσωπικού χρόνου και την εξερεύνηση των αυτοβιογραφικών ορίων. Η έκθεση της Νίκαιας αποτελεί πράγματι ένα πανόραμα από ιδιαίτερα όμορφες, ελκυστικές έγχρωμες εικόνες, σε πολύ προσεγμένες εκτυπώσεις, ως επί το πλείστον μεγάλου μεγέθους. Το βλέμμα των φωτογράφων φαίνεται απαλλαγμένο από κάθε προκλητικά ειρωνική διάθεση – ακόμα κι όταν σχολιάζουν μια κατάσταση, το ύφος τους είναι αποστασιοποιημένο, στοχαστικό. Αν κάτι απουσιάζει εντυπωσιακά από αυτή τη σύγχρονη ελληνική φωτογραφία είναι ίσως η οξύτητα, το ωμό κριτικό πνεύμα, μια τέχνη που να επιθυμεί να καταγγείλει άμεσα ή ακόμα και να σοκάρει, μια τέχνη ανατρεπτική τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο της.
Ιnfo: «Δέκα όψεις της ελληνικής φωτογραφίας - Σύγχρονες τάσεις δημιουργίας». Εκθεση φωτογραφίας στο Théâtre de la Photographie et de l’Image, Νίκαια (18.9-9.11)
No comments:
Post a Comment