Friday, November 28, 2008

Ελλάδα, παραδομένη στο φως και τη σκιά


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ

Το Φθινόπωρο του 2005 οι στάχτες του ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ, γεννημένου το 1925 στη Λιμόζ, σκορπίστηκαν στα ελληνικά νερά, ανοιχτά των Σπετσών. Ηταν η ύστατη επιθυμία του Γάλλου ποιητή, ταξιδευτή και διανοούμενου πριν πεθάνει σε νοσοκομείο του Παρισιού.

Ο συγγραφέας του «Ελληνικού καλοκαιριού» και του «Ερωτικού λεξικού της Ελλάδας» (εκδ. «Χατζηνικολή») αγάπησε όσο λίγοι το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους του. Από την ερχόμενη Τετάρτη και μέχρι τις 11 Ιανουαρίου το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς φιλοξενεί την φωτογραφική έκθεση «Η Ελλάδα μέσα από τον φακό του Ζακ Λακαριέρ» με 100 φωτογραφίες συγκεντρωμένες στις ενότητες: «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού» και «Μοναχοί και ερημίτες του Αθω».

Ο Ζακ Λακαριέρ, φωτογράφος, τις εποχές, από το 1947 έως το 1966, που ανακάλυπτε το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους του
Πρόκειται για φωτογραφικά ντοκουμέντα και εικόνες σπάνιας ευαισθησίας, αποτυπωμένες με την Leica, την φωτογραφική μηχανή που δεν αποχωριζόταν στις περιπλανήσεις του. Ο Λακαριέρ υπήρξε ένας από τους πιο προσεκτικούς παρατηρητές της Ελλάδας. Από το 1947 μέχρι και το 1966 έμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη χώρα μας, αντλώντας έμπνευση για αρκετά βιβλία και ταξιδιωτικές αφηγήσεις.

Η φωτογραφική έκθεση, σε οργάνωση του Μουσείου Μπενάκη και του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, εντάσσεται στις εκδηλώσεις της Γαλλικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο πλαίσιο του Athens Photo Festival.

Απέναντι στο φως

Ο Ζακ Λακαριέρ έστρεψε τον φακό της Leica στην αδρή ομορφιά, στη γύμνια του ελληνικού τοπίου, στους καθημερινούς ανθρώπους, σε κουφάρια πλοίων. Ηρθε αντιμέτωπος με το ανελέητο ελληνικό φως προσπαθώντας συχνά να ακινητοποιήσει τα παιχνίδια του με τη σκιά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 ταξίδεψε επίσης στο Αγιον Ορος και φωτογράφισε αρκετούς μοναχούς και ερημίτες μέσα στις σπηλιές και στις απόκρημνες ακτές της Αθωνικής Πολιτείας.

Οι φωτογραφίες που βλέπουμε στην ενότητα «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού» χρονολογούνται από την εποχή που ο Λακαριέρ πρωτοθαμπώθηκε από τον ελληνικό ήλιο. «Ανακάλυπτα τότε στην Ελλάδα τα νησιά», θα γράψει, «παραδομένα στο φως και το αναπόφευκτο δίδυμό του: τη σκιά. Και, πάνω σ' αυτά τα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου», για τα οποία μιλάει ο Οδυσσέας Ελύτης, ανάγλυφα και όγκοι καταλύονταν για να μεταμορφωθούν στην ασπρόμαυρη σκακιέρα του ήλιου [...]. Σε μια χώρα σχεδόν απάνθρωπη, τόσο αυστηρή! Αυτοί οι γυμνοί και καυτοί τόποι, με τις έντονες κόψεις και τις αλφαδιασμένες επιφάνειες, μου φέρνουν στον νου τις παλιές γεωμετρίες του Ευκλείδη και του Θαλή. Εξάλλου, εδώ γεννήθηκαν, σ' αυτή τη γεωμετρική χώρα που ο ήλιος παίζει μαθηματικά παιχνίδια με τη σκιά».

Στους ερημίτες που είχαν βρει καταφύγιο στις απροσπέλαστες σπηλιές του Αθω, ο Λακαριέρ αναγνώριζε τους τελευταίους συνεχιστές των μεγάλων αναχωρητών στις ερήμους της Αιγύπτου και της Συρίας. «Φοβόμουν ότι θα με θεωρούσαν παρείσακτο, αλλά αντιθέτως, καθένας από αυτούς με υποδέχτηκε με την καλύτερη διάθεση», έλεγε και θυμόταν μερικές αξέχαστες μέρες αφιερωμένες στον στοχασμό και τη σιωπή. «Ωρες προσευχής και πληρότητας, που μου έδωσαν το συναίσθημα ότι είχα μεταφερθεί έξω από τον πραγματικό χρόνο».

Η σχέση του με τη φωτογραφία δεν είχε τη μορφή πάρεργου ή μιας παράλληλης δραστηριότητας. Ούτε τη χρησιμοποίησε ποτέ για να εικονογραφήσει κείμενά του. Πίστευε, άλλωστε, ότι ένα ολοκληρωμένο κείμενο δεν χρειάζεται ούτε σχόλια ούτε εικονογράφηση. «Η φωτογραφία ίσως μπορεί να αναζητήσει ένα κείμενο, όχι για να τη συμπληρώσει αλλά για να τη συνοδέψει... Προστίθεται στη φωτογραφία, όπως προσθέτουμε σκιά σ' έναν πίνακα για να τονίσουμε το βάθος, ή την ώρα της ημέρας».

Το Γαλλικό Ινστιτούτο γιορτάζει επίσης την επέτειο της γέννησης του Ζακ Λακαριέρ (2 Δεκεμβρίου) στο Μπιστρό του, την ερχόμενη Τρίτη στις 7.30 μ.μ. με τις εκδηλώσεις «Περίπατος με λέξεις» και «Περίπατος με μουσική» και τους πιστούς φίλους του Λακαριέρ, την ηθοποιό Γκιλέν Φερέ, τον μουσικό Νικόλα Σύρο και την παντοτινή σύντροφο της ζωής του Σύλβια Λίπα. Θα διαβαστούν κείμενά του, για να ακολουθήσει συναυλία με ρεμπέτικα, που τόσο αγάπησε και ύμνησε ο Λακαριέρ.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 28/11/2008

Ιταλικό παλάτσο και ελληνικό χρώμα


ΡΩΜΗ. Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Στη Ρώμη όπου και να σταθείς θα βρεθείς μπροστά σε εκατοντάδες αρχαιότητες. Αν θέλεις να ξεκουράσεις για λίγο το μάτι σου μπορείς να αναζητήσεις μια εικαστική έκθεση σ' ένα από τα δεκάδες «παλατάκια», από την εποχή της Αναγέννησης. Ενα τέτοιο μνημείο είναι το Palazzo Venezia. Σ' ένα από τα μπαλκόνια του ο Μπενίτο Μουσολίνι εκφωνούσε τους λόγους του, ενώ στον ίδιο χώρο διατηρούσε το προσωπικό του γραφείο, στην περίφημη Sala del Mappamondo.

Εργο από τα πολλά που διάλεξε ο Τάκης Μαυρωτάς, μια προσπάθεια του ζωγράφου (κάτω) να «εκφράσει τον ιδεατό κόσμο»
Ελληνικό χρώμα πήρε το αρχιτεκτονικό κόσμημα από τα διακόσια έργα του Βασίλη Θεοχαράκη, ζωγράφου ήδη από τη δεκαετία του '50, όταν μαθήτευσε δίπλα στον μεγάλο Σπύρο Παπαλουκά (1892-1957). Η αναδρομική έκθεσή του «Ζωγραφική: 1952-2008» θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι τις 11 Ιανουαρίου. Την επιμέλεια υπογράφει ο Τάκης Μαυρωτάς.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις δημιουργίες της αφηρημένης του περιόδου (1966 έως 1980) και σε συνθέσεις, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '80 μέχρι και σήμερα. Οι θεματικοί τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί των εικαστικών εμμονών του: «Σύννεφα» (1987-1993), «Αγιον Ορος» (1995-2008), «Τοπία του βυθού» (2001-2008), «Βάλτοι» (1992), «Συνοικισμοί» (2007), «Τοπία» (2007 - 2008).

Στα εγκαίνια της έκθεσης, ο έφορος των Μουσείων της Ρώμης Κλαούντιο Στρινάτι, που υπογράφει και κείμενο του καταλόγου, επισήμανε: «Είναι λάτρης του σχεδίου και της ακρίβειάς του. Οχι όμως με την έννοια της ακριβούς αναπαράστασης της πραγματικότητας, αλλά της αρμονικής κατανομής των μερών του πίνακα. Αυτός πρέπει να φαίνεται ως ένα τέλειο σύμπαν, όπου οι φόρμες και τα χρώματα καθρεφτίζονται οι μεν στα δε, ώστε να αποδώσουν στον θεατή το οπτικό συναίσθημα του ζωγράφου τη στιγμή που παίρνει τη θέση μπροστά στον κόσμο που επιθυμεί να απεικονίσει».

Ο Βασίλης Θεοχαράκης παραδέχθηκε ότι η ζωγραφική είναι τρόπος ζωής, για τον οποίο δεν μετάνιωσε ποτέ: «Αφιερώθηκα ολόψυχα στο πάθος του χρώματος και της φόρμας», είπε. Και συνέχισε: «Εάν με ρωτούσατε "τι είναι ζωγραφική;" θα σας απαντούσα ότι είναι η ατελείωτη και αγωνιώδης προσπάθεια να συλλάβω μια νέα εικόνα που αντανακλά την ψυχή μας. Με άλλα λόγια να εκφράσω τον ιδεατό κόσμο».

Με την ευκαιρία της έκθεσης κυκλοφόρησαν δύο κατάλογοι: «Θεοχαράκης. Ζωγραφική 1952-2008» και «Θεοχαράκης. Ακουαρέλες 1990-2008». Τα κείμενα υπογράφουν οι Α. Δεληβορριάς, Χ. Χρήστου, Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα, Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Μαίρη Μιχαηλίδου, C. Maulard, Ντόρα Ηλιοπούλου - Ρογκάν, Δ. Παπαστάμου, Νέλλη Μισιρλή, Χ. Καμπουρίδης, Σάνια Παπά, G. Xuriguera, Μ. Παπανικολάου. *


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 28/11/2008

Thursday, November 27, 2008

Ρήξεις και πρωτοπορίες του 20ού αιώνα


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ

Αρκεί να σταθεί κάποιος μπροστά από τον πίνακα «Femme Assise» («Καθισμένη Γυναίκα») του Πάμπλο Πικάσο στον τρίτο όροφο του «Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη» για να αισθανθεί την εκρηκτική δύναμη του μοντερνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα: η παθιασμένη γραφή του δημιουργού και η δραματική έκφραση της γυναικείας φιγούρας και είναι δύο μόνο από τα στοιχεία που την υπογραμμίζουν. Οπως και τον ριζοσπαστικό ανθρωπισμό του ζωγράφου. Το έργο του Πικάσο είναι ένα από αυτά 48 κορυφαίων Ευρωπαίων καλλιτεχνών που παρουσιάζονται στην έκθεση «Οι Εποχές των Μοντέρνων. Από τον Monet στον Yves Klein» (διάρκεια από αύριο μέχρι και 22 Φεβρουαρίου).

Το αριστουργηματικό «Τρεις γυναίκες σε κόκκινο φόντο» (1927) του Φερνάν Λεζέ
Ας επισημάνουμε εξ αρχής ότι πρόκειται για σημαντικά έργα που δεν βλέπουμε συχνά στην Αθήνα, ακόμα κι αν η πόλη υποδύεται, κατά καιρούς, την εικαστική μητρόπολη. Είναι πίνακες και γλυπτά των Κλοντ Μονέ, Μαξ Ερνστ, Βίκτορ Μπράουνερ, Λούτσιο Φοντάνα, Αρμάν, Χούλιο Γκονζάλες, Κουρτ Σβίτερς, Ζαν Αρπ, Χουάν Μιρό, Φερνάν Λεζέ, Ζαν Ντιμπιφέ, Ερό, Φράνσις Πικαμπιά κ.ά. Καλλιτεχνών, δηλαδή, που επιχείρησαν να απομακρυνθούν από τη βαριά σκιά των παραδόσεων της εποχής τους, να «παραβιάσουν» κανόνες και να εξερευνήσουν νέες υφολογικές περιοχές με την αποδόμηση της φόρμας, το κολάζ, τη χρήση των ready made, την παραμόρφωση και την αντιρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας.

Η «Femme Assise» («Καθισμένη Γυναίκα») που ζωγράφισε ο Πικάσο το 1971
Τα εκθέματα προέρχονται από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του St. Etienne, το οποίο διαθέτει τη δεύτερη σε μέγεθος συλλογή στη Γαλλία (περισσότερα από 15.000 έργα), το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, το Μουσείο Πικάσο και άλλους πολιτιστικούς φορείς της Γαλλίας. Η έκθεση διαρθρώνεται σε τρεις βασικές ενότητες με αναφορές σε τρεις ιστορικές περιόδους της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης: τις πρωτοποριακές αναζητήσεις των δεκαετιών 1920-1930 (Ντανταϊσμός, Σουρεαλισμός, Κυβισμός), την «Αμορφη Τέχνη» και τη «Λυρική Αφαίρεση» των δεκαετιών '40-'50 και τα ριζοσπαστικά κινήματα του '60, όπως το κίνημα του Nouveau Realisme (Νέος Ρεαλισμός) κ.ά.

Ανάμεσα στα εμβληματικά έργα της έκθεσης ξεχωρίζουν: τα λυρικά «Νούφαρα» του Κλοντ Μονέ, πίνακας φιλοτεχνημένος το 1907 στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και της έκρηξης του κυβισμού, το αριστουργηματικό «Τρεις γυναίκες σε κόκκινο φόντο» του Φερνάν Λεζέ, ο χαρούμενος σουρεαλισμός του Χουάν Μιρό στον πίνακα «Χορός με φιγούρες και πουλιά», που ήρθε στην Αθήνα από το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, το ποιητικό «Χέρια και Γάντια» του υπερρεαλιστή Ιβ Τανγκί.

Η «Αντριάνα νο 2» του Γάλλου εικαστικού Ζακ Μονορί
Στην αθηναϊκή έκθεση δεν καταγράφονται μόνο οι ρήξεις και τα πρωτοποριακά κινήματα του 20ού αιώνα. Ο Λόραν Χεγκί, ο διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Σεντ Ετιέν και επιμελητής της έκθεσης, μαζί με την ιστορικό Τέχνης Σάνια Παπά, αναφέρθηκε χθες και στις ποικίλες επιδράσεις που είχε το έργο των μοντερνιστών στην τέχνη της εποχής τους. Μιλώντας για τον σουρεαλιστή Αντρέ Μασόν (στην Αθήνα βλέπουμε τα έργα του «Το Κυνήγι της Αλκής» και «Μνηστήρες») επισήμανε, για παράδειγμα, ότι η διάσημη τεχνική του σταξίματος, αλλά και της ανάμειξης άμμου και άλλων υλικών στη ζωγραφική του Αμερικανού Τζάκσον Πόλοκ, προέρχονται από τους πειραματισμούς του Μασόν.

Τέλος, ο Λόραν Χεγκί δεν αποσυνδέει την περιπέτεια του μοντερνισμού από τη σκοτεινή ευρωπαϊκή ιστορία. Στο κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης υπενθυμίζει την επίδραση της βίας του πολέμου και του φασισμού στην ευρωπαϊκή τέχνη: «Τα φιλόδοξα σχέδια για έναν απελευθερωμένο και επαναστατικό Μοντερνισμό διακόπηκαν μέσα στη λαίλαπα μίσους, τρόμου, βίας και καταστροφής και στη χωρίς προηγούμενο αποκτήνωση και ταπείνωση του ανθρώπου». *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/11/2008

Wednesday, November 26, 2008

Στα «σαγόνια» του υπουργείου Αιγαίου



Μια ελπίδα για την αναστροφή της πορείας του μουσείου προς την πλήρη καταστροφή άναψε το 2003 όταν το υπουργείο Αιγαίου, επί υπουργίας Νίκου Σηφουνάκη, συμφώνησε με την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου για την ανάγκη εκπόνησης μελέτης και την ένταξη στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης του έργου επέκτασης και βελτίωσης του μουσείου και διαμόρφωσης του περιβάλλοντα χώρου.

Το χαριτωμένο εξωτερικό του Μουσείου Τεριάντ, που έχει αποκτήσει, όμως, σοβαρά δομικά προβλήματα
Λόγω μη ύπαρξης τεχνικής υπηρεσίας στο μουσείο και αδυναμίας εκπόνησης εξειδικευμένης μελέτης από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, η αρμόδια Τεχνική Υπηρεσία του υπουργείου Αιγαίου ανέλαβε τη συγκρότηση του τεχνικού φακέλου και εκπόνησε την αρχιτεκτονική προμελέτη. Ακόμα βρίσκεται στα ντουλάπια του σημερινού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.

Στα τέλη του 2003, το υπουργείο Αιγαίου δημοσίευσε την προκήρυξη ανάθεσης εκπόνησης οριστικής μελέτης με στόχο τη γρήγορη ένταξη του έργου στο Γ' ΚΠΣ. Τον Απρίλιο του 2005, ο νέος υπουργός Αιγαίου Αριστοτέλης Παυλίδης, χωρίς καμία δικαιολογία, ανακάλεσε τις εκδοθείσες αποφάσεις και έκρινε περατωθείσα τη διαδικασία του διαγωνισμού. Από τότε δεν υπήρξε καμία ενέργεια για την προώθηση του έργου.

Στις αρχές Οκτωβρίου το μουσείο επισκέφθηκε ο υπουργός Πολιτισμού Μιχάλης Λιάπης. Παρέλαβε άλλο ένα πακέτο αιτημάτων και αποχώρησε. «Μήτε φωνή μήτε ακρόαση», τουλάχιστον σε σχέση με το πάγιο αίτημα για την επιστροφή του μουσείου στο υπουργείο Πολιτισμού, μιας και τούτο ήταν και η βούληση του δωρητή.

Στις αρχές Νοεμβρίου, στη Μυτιλήνη έρχεται ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα Κριστόφ Φαρμάντ σε εκδήλωση με θέμα τον Στρατή Ελευθεριάδη - Τεριάντ. Ομιλήτρια η Διευθύντρια του μουσείου Ματίς Ντομινίκ Σιμιζιάκ. Ούτε κουβέντα βέβαια για την προοπτική να διοργανωθούν στη Μυτιλήνη περιοδικές εκθέσεις έργων της συλλογής Τεριάντ, που η Αλίς με διαθήκη της μετά τον θάνατό της, πέρυσι τον Φεβρουάριο, άφησε στο Γαλλικό Μουσείο Ματίς.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

«Αντιδράστε και διεκδικήστε»


Η Ντομινίκ Σιμιζιάκ είναι απόλυτα ενημερωμένη «εδώ και χρόνια» για το Μουσείο Τεριάντ. Συζητάμε μαζί της για το τι μπορεί να γίνει έτσι ώστε το μουσείο της Μυτιλήνης, που μια αόρατη κλωστή το συνδέει με το μεγάλο Μουσείο Matisse, το οποίο διευθύνει σε ένα χωριό λίγων εκατοντάδων κατοίκων, δύο ώρες έξω από το Παρίσι, να γίνει αντάξιο των δυνατοτήτων του.

«Δεν μπορείτε να καταλάβετε», λέει η δυναμική Σιμιζιάκ, «τι δυνατότητες κρύβει η δυστυχώς θαμμένη στο Μουσείο της Βαρειάς συλλογή. Αλλά πρέπει να αντιδράσετε. Να συγκροτήσετε άμεσα μια ένωση φίλων του μουσείου Τεριάντ και να διεκδικήσετε ό,τι αρνούνται στο μουσείο και μέσω αυτού σε σας».

«Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι δυνατότητες κρύβει η θαμμένη στο μουσείο της Βαρειάς συλλογή», λέει η Ντομινίκ Σιμιζιάκ, βασική ομιλήτρια στο συμπόσιο του Μουσείου Μπενάκη
Ξέρει και λεπτομέρειες από την πολύχρονη ταλαιπωρία τόσο του ίδιου του μουσείου ως θεσμού όσο και των εκτιθέμενων σε αυτό έργων. Ξέρει ότι τα προβλήματα είναι εγγενή, πηγάζουν από την αρχή της λειτουργίας του. Ξέρει και για τα διοικητικά προβλήματα, παλιά και νεότερα. Ξαφνιάζεται όταν της λέμε ότι η προϊσταμένη αρχή θεωρεί, ίσως, το μουσείο βιβλιοθήκη και διορίζει φιλολόγους. Γελά...

«Τα ίδια είχαμε κι εμείς», λέει. «Μια δημοτική αρχή που κάποτε ήθελε και να γκρεμίσει το μουσείο για να περάσει κάποιο άλλο έργο. Τα ξεπεράσαμε όλα με πολλή δουλειά. Με τη συνεργασία ανθρώπων που πίστεψαν στο μουσείο και σε εμάς. Σήμερα το Μουσείο Matisse, το 20ό μουσείο της Γαλλίας σε σύνολο 80 και περισσότερων, δέχεται περισσότερους από 70 χιλιάδες επισκέπτες που ταξιδεύουν ώρες για να δουν μόνο τις συλλογές. Τα έργα του μεγάλου Ματίς αλλά, και τη δωρεά της Αλίς Τεριάντ».

Στενή φίλη της συζύγου του Στρατή Ελευθεριάδη Τεριάντ, Αλίς, η Ντομινίκ Σιμιζιάκ ήταν από τους ανθρώπους που εμπιστευόταν η γυναίκα που η Μυτιλήνη προσπερνούσε. Για τούτο και φρόντισε η μεγάλης οικονομικής και καλλιτεχνικής αξίας συλλογή του Τεριάντ να περάσει στο μουσείο που διευθύνει. Εργα Ματίς, Πικάσο, Σαγκάλ, Τζιακομέτι, Μιρό, Λορένς, Λεζέ και άλλων, που θα μπορούσαν να έρθουν στο μουσείο του ίδιου του Τεριάντ, έμειναν στη Γαλλία. Η Μυτιλήνη έμεινε με τα πρώτα έργα που ο μεγάλος δωρητής τής άφησε.

«Κι αυτά, όμως, σε απαράδεκτες συνθήκες. Σε υγρασία, με τον ήλιο να τα τρώει, σκονισμένα, σε συνθήκες πραγματικής ντροπής. Χωρίς καν μια πινακίδα να δείχνει στους επισκέπτες του Μουσείου Θεόφιλου, πού είναι το Μουσείο του Τεριάντ», λέει η κ. Σιμιζιάκ. Εκείνη να χαίρεται για τη δωρεά της Αλίς Τεριάντ κι εγώ να αναρωτιέμαι ποιος καταράστηκε ετούτον τον τόπο...

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

Το Μουσείο Τεριάντ αργοπεθαίνει


Του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ

Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πολιτισμένου κόσμου μια τέτοια συλλογή έργων τέχνης θα αντιμετωπιζόταν καταπώς της άξιζε. Μοναδικής αξίας θησαυροί, πρωτότυπα έργα και λιθογραφίες μεγάλων Ελλήνων και ξένων ζωγράφων -«ιερών τεράτων» του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος- ακόμα και ευρωπαϊκά μεσαιωνικά χειρόγραφα, θα αντιμετωπίζονταν σαν εθνικός θησαυρός. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Οχι στην Ελλάδα και στη Μυτιλήνη.

Εργα του Θεόφιλου πάνω από σώματα καλοριφέρ και δίπλα σε πίνακα ηλεκτρικού. Η τελευταία λέξη της μουσειολογίας
Το Μουσείο Τεριάντ στη Βαρειά, τέσσερα χιλιόμετρα από το κέντρο της Μυτιλήνης, κόσμημα των ελληνικών μουσείων, αργοπεθαίνει στη μιζέρια που το καταδίκασε το ελληνικό κράτος.

Τα έργα των μεγάλων ζωγράφων του 20ού αιώνα αλλοιώνονται κρεμασμένα σε τοίχους χώρων χωρίς κλιματισμό, με τον ήλιο να τα «καίει», εκτός και αν κάποιοι από τους 4-5 ανεκπαίδευτους φύλακες που απέμειναν θυμηθούν να τραβήξουν κάποιες κουρτίνες που έτσι, χωρίς πρόγραμμα, τοποθετήθηκαν πριν από λίγα χρόνια. Τα έργα που δεν είναι κρεμασμένα σε τοίχους σαπίζουν σε κάποια υπόγεια αίθουσα, σκεπασμένα με ένα κομμάτι πλαστικού, με μια ...ποντικοπαγίδα να τα προστατεύει μη γίνουν μεζές ποντικιών. Οσα βέβαια δεν έγιναν ήδη!

Το «Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ» άνοιξε τον Αύγουστο του 1979. Τότε χαρακτηρίστηκε ως μοναδικό μουσείο στο είδος του, ένα «ανοιχτό βιβλίο» που «επεφύλασσε στον επισκέπτη του», όπως είχε πει στα εγκαίνια ο Οδυσσέας Ελύτης, «περιπλανήσεις κι πνευματικά ταξίδια». Στις αίθουσές του εκτέθηκε το σύνολο του εκδοτικού έργου του εμπνευσμένου, μοναδικού αυτού ανθρώπου και καλλιτέχνη, του Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, που αποφάσισε να δωρήσει τα έργα του στην πόλη όπου γεννήθηκε, τη Μυτιλήνη. Στις αίθουσές του λιθογραφίες των Σαγκάλ, Τζιακομέτι, Ματίς, Πικάσο, Λεζέ, Μιρό και άλλων μεγάλων, αλλά και έργα των Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, Τσαρούχη, Κανέλλη και άλλων πολλών.

Ελάχιστα χρόνια μετά τα εγκαίνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το αφύλακτο τότε μουσείο έπεσε για πρώτη φορά θύμα διάρρηξης. Κλάπηκε σημαντικός αριθμός έργων τέχνης. Το 1994, έργα τέχνης του μουσείου κλάπηκαν για δεύτερη φορά από το Μουσείο Γουλανδρή στην Αθήνα, όπου εκτίθεντο. Το 2003, διαπιστώθηκε τρίτη κλοπή. Από προθήκη του μουσείου εκλάπη, χωρίς κανείς να το αντιληφθεί, ένα από τα «Μεγάλα Βιβλία» και συγκεκριμένα το βιβλίο «Jazz» του Ανρί Ματίς. Η αξία του τότε περί τα 150.000 ευρώ! Για καιρό στη θέση του ήταν αντίγραφο και κανείς δεν είχε αντιληφθεί την κλοπή!

Τα έργα που δεν είναι κρεμασμένα σαπίζουν σε υπόγειες αίθουσες σκεπασμένα με πλαστικό
Να ήταν όμως οι τρεις κλοπές, οι μόνες που αφαίρεσαν από το μουσείο μοναδικής αξίας έργα; Ο ήλιος, που επί χρόνια «έψηνε» τις λιθογραφίες, τις οξείδωσε με αποτέλεσμα πολλές να χάσουν τα αρχικά τους χρώματα. Ενώ το ...«Αζαξ», με το οποίο καθαρίζονταν, φόρτωσε στις περισσότερες μεγάλους λεκέδες. Κι αν τον χειμώνα τα καλοριφέρ κρατούν τη θερμοκρασία εκεί που πρέπει, το καλοκαίρι το μουσείο, ελλείψει κλιματισμού, μετατρέπεται σε φούρνο, με το άνοιγμα των παραθύρων να αποτελεί τη μόνη «λύση» ώστε τα έργα να ανασάνουν. Οσο αυτό μπορεί να γίνει.

Υπεύθυνο για το μουσείο ήταν επί χρόνια (1979-1997) το υπουργείο Πολιτισμού. Υπέυθυνο και για την κατάσταση που επικρατούσε, με το λιγοστό ανεκπαίδευτο προσωπικό αλλά και με έναν καλό ζωγράφο ισόβιο πρόεδρο, τον Μανόλη Καλλιγιάννη. Αλλά όχι και καλό διευθυντή, αφού πανθομολογούμενα ούτε σχεδίασε ούτε δρομολόγησε ένα έστω έργο βελτίωσης των συνθηκών στο μουσείο. Το υπουργείο επαφίεται εξάλλου και στον «πατριωτισμό» της συζύγου του Στρατή Ελευθεριάδη Τεριάντ, Αλίς, που μετά τον θάνατο του συζύγου της και μέχρι τον θάνατό της δώριζε σημαντικά οικονομικά ποσά, που, όπως υποστηρίζουν συνεργάτες της, «διαχειρίζονταν επ' ωφελεία του μουσείου αλλά ...εξωταμειακά!».

Απόδειξη αυτό που αποκαλύφθηκε πρόσφατα. Η ταμίας του μουσείου καταχράστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά μην πληρώνοντας ΙΚΑ και άλλες υποχρεώσεις του. Η υπόθεση σέρνεται σε μια προανάκριση χωρίς τέλος, ενώ η ταμίας παραιτήθηκε και σταδιακά επιστρέφει μέρος των χρημάτων που καταχράστηκε!

Οι ποντικοπαγίδες προστατεύουν δήθεν τα έργα μη γίνουν μεζές των τρωκτικών
Η Αλίς Τεριάντ περνούσε κάθε καλοκαίρι της στη Μυτιλήνη αλλά πικραινόταν για τη στάση των υπευθύνων του μουσείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αγορά τον Απρίλιο του 1996 οικοπέδου αξίας 14 εκατομμυρίων δραχμών για να δημιουργηθεί δρόμος που θα οδηγεί λεωφορεία και επισκέπτες στο Μουσείο Τεριάντ και στο γειτονικό Μουσείο Θεοφίλου, δημιούργημα και αυτό του άντρα της.

Πριν από λίγα χρόνια ο δρόμος αυτός, που χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά και μόνον από τους ιδιοκτήτες ακινήτων, που χτίστηκαν από τη μια και από την άλλη μεριά του, έκλεισε και με μια βαριά πόρτα, που απαγορεύει την είσοδο στο μουσείο!

Είναι ένα μουσείο που έτσι κι αλλιώς κανείς δεν μπορεί να βρει. Δεν υπάρχει ούτε μία επιγραφή που να τον οδηγεί. Ενα μουσείο, του οποίου το «οικόπεδο», ο Θεοφράστειος ελαιώνας όπου ονειρεύτηκε ο Τεριάντ να φτιάξει χώρους πολιτισμού, είναι περικυκλωμένος πια από «νεομυτιληνιώτικες» μεζονέτες, των οποίων οι ιδιοκτήτες κάποτε διεκδίκησαν και τη δυνατότητα να περνούν με τα αυτοκίνητά τους.

Οι κατσίκες υπαλλήλου, λίγο πριν απομακρυνθούν. Τουλάχιστον έτρωγαν το ψηλό χορτάρι γύρω από το μουσείο
Οσον αφορά το ίδιο το μουσείο, αυτό είναι περικυκλωμένο από αγριόχορτα ύψους ανθρώπου. Γι' αυτό, ίσως, και να εγκαταστάθηκε στο πίσω μέρος του μια υποτυπώδης στάνη κατσικιών... Ενας από τους φύλακες έφερε τις κατσίκες του... Μια παροχή τούς έδινε νερό μέχρι που κάποια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξεγέρθηκαν και ζήτησαν την απομάκρυνσή τους. Παρά τούτο, τα αγριόχορτα αγριόχορτα, το βράδυ το μουσείο βουλιάζει στο σκοτάδι αφού φωτιστικά που τοποθετήθηκαν το 1994 δεν άναψαν ποτέ, ενώ στο κτήριο άρχισαν να δημιουργούνται και σοβαρά δομικά προβλήματα.

Ο εσωτερικός του καθαρισμός γίνεται εναλλάξ δύο φορές την εβδομάδα από τους τέσσερις φύλακες και τον διευθυντή, καθότι καθαρίστρια δεν υπάρχει ούτε χρήματα για να πληρωθεί. Εδώ και λίγα χρόνια διευθυντής του μουσείου είναι ο Κώστας Μανιατόπουλος, καλός ζωγράφος κι αυτός, αλλά ο ρόλος του περιορίζεται στο να φτιάχνει επιγραφές, να γκρινιάζει και να στέλνει έγγραφα στους υπευθύνους, που ποτέ δεν απαντούν -στην προϊσταμένη αρχή του μουσείου, που από το 1997 είναι η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.

Για την ιστορία, ο σημερινός γενικός γραμματέας της Περιφέρειας, Γιάννης Λέκκας, δεν έχει επισκεφθεί το μουσείο ούτε μία φορά ενώ η σχέση του με αυτό άρχισε και τελείωσε με τον διορισμό του Διοικητικού Συμβουλίου, στην πλειοψηφία κομματικοί του φίλοι φιλόλογοι. «Μουσείο- Βιβλιοθήκη», σκέφτηκε είναι ο χώρος, φιλόλογοι πρέπει να τον διοικήσουν! *


Ανθρωποι και ποντίκια

* Το μουσείο έπεσε τρεις φορές θύμα κλοπής: 1980, 1994, 2003. Την τελευταία φορά εκλάπη ένα από τα «Μεγάλα Βιβλία» και συγκεκριμένα το «Jazz» του Ανρί Ματίς, αξίας τότε 150 χιλ. ευρώ. Για καιρό είχε μείνει στη θέση του ένα αντίγραφο, χωρίς κανείς να το πάρει είδηση.

* Η ταμίας καταχράστηκε χρηματικά ποσά.

* Ο δρόμος που οδηγεί στο μουσείο έκλεισε με βαριά πόρτα, απαγορεύοντας την είσοδο.

* Δεν υπάρχει ούτε μία επιγραφή που να διευκολύνει τους επισκέπτες να το βρουν.

* Πριν από λίγο καιρό υπήρχε ακόμα εκεί στάνη με κατσίκες υπαλλήλου.

* Δεν έχει κλιματισμό, το πνίγουν ξερόχορτα, ενώ το βράδυ βουλιάζει στο σκοτάδι.

* Τα έργα που εκτίθενται είναι στο έλεος της ζέστης και του ήλιου. Τα περισσότερα έχουν λεκέδες από το Azax με το οποίο καθαρίζονται. Οσα είναι στις αποθήκες γίνονται μεζές των ποντικιών.


Συνέδριο στο Μπενάκη

Ο Τεριάντ με τον Ματίς, το 1951 στη Βενετία
Η ζωή και το έργο του Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, η πολύτιμη συμβολή του ως κριτικού τέχνης στην επίτευξη του διαλόγου ανάμεσα στην παράδοση και τον σύγχρονο, αλλά και στην ανάδειξη καλλιτεχνών, όπως ο Θεόφιλος, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θα απασχολήσουν το συνέδριο-αφιέρωμα που οργανώνει την Παρασκευή (10 π.μ.) στο νέο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) το Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ψηφιακής Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου με τη συνεργασία του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου.

Ο Τεριάντ και οι καλλιτέχνες του, η θέση του στη διαμόρφωση του εικαστικού τοπίου στον 20ό αιώνα, αλλά και οι θεσμοί της τέχνης της περιφέρειας, όπως το πολύπαθο μουσείο που φέρει το όνομά του στη Μυτιλήνη, είναι συνοπτικά οι θεματικές ενότητες της ημερίδας.

Μεταξύ άλλων θα μιλήσουν οι: Κατερίνα Κοσκινά, Ντομινίκ Σιμιζιάκ, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Μαίρη Μιχαηλίδου, Μανώλης Καληγιάννης, Μαρία Μαραγκού.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

Καινούργιο μουσειακό συγκρότημα μόνο για ελληνική τέχνη


Της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

Ενα καινούργιο μουσειακό συγκρότημα, 2.000 τετραγωνικών μέτρων, ολοκληρωμένο μέσα στο 2008, προστέθηκε στους χώρους της συλλογής Εμφιετζόγλου, φιλοξενώντας στο εξής 750 έργα από 260 καλλιτέχνες.

«Urban Oasis» του Γιώργου Γυπαράκη, έργο του 2004
Το στίγμα της συλλογής, που την κάνει τόσο ιδιαίτερη, είναι ότι το ενδιαφέρον της στρέφεται αποκλειστικά και μόνο στους Ελληνες καλλιτέχνες και είναι πλήρης ιστορικά. Καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας.

Διάθεση να έχει ο επισκέπτης να ξεναγηθεί και έχει να μάθει πολλά: από τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Κωνσταντίνο Βολανάκη έως τη βιντεοπροβολή της Γιούλας Χατζηγεωργίου με το μαχαίρι που χτυπά απεγνωσμένα το νερό. Ολα τα μέσα, από ζωγραφική και χαρακτική έως φωτογραφία και βίντεο, μετέχουν στην ιστορική, αλλά καθόλου ιστορικίστικη πρόταση της διαδρομής του μουσείου.

Να σας θυμίσουμε το «τι και πώς» της συλλογής Εμφιετζόγλου; Ξεκίνησε στις αρχές του 1970 με ένα δύο ζωγραφικά έργα και συνέχισε με το γνωστό συναίσθημα του συλλέκτη μιας εποχής, για το πότε και πού είδε τα έργα, τα ερωτεύτηκε και τα πήρε στο σπίτι του. Μια αρχή κλασική για το ξεκίνημα κάθε συλλογής, ακόμη και αν αφορά τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου.

Με μια διαφορά: ότι τα δικά του έργα έφυγαν κάποτε από το σπίτι και εγκαταστάθηκαν στο μουσείο. Οτι το μουσείο άνοιξε για πρώτη φορά στο κοινό το 1999, ότι αυτόν τον χρόνο επεκτάθηκε, αναδιοργανώθηκε, καταγράφτηκε με μια νέα έκδοση αλλά και ψηφιοποιήθηκε.

Ετσι, η πάλαι ποτέ βίλα με τα νούφαρα, στο πρώην κτήμα Βορρέ στα Ανάβρυτα, όπως αποκαλείται η παλιά κατοικία του 19ου αιώνα, έγινε ένα σύγχρονο μουσείο και κατοικία μαζί, μέσα σε 60 στρέμματα και που μπορεί να υποδεχτεί το κοινό κάθε Κυριακή από το πρωί έως το απόγευμα και τα σχολεία κάθε Τρίτη και Τετάρτη.

«Νάρκισσος» του Αλέξανδρου Ψυχούλη, έργο του 2006
Σαν την Tate Modern

Προχθές το βραδυ στο παλιό και το νέο κτιριακό σύμπλεγμα, που υπογράφουν οι αρχιτέκτονες Κατερίνα Διακομίδου, Νίκος Χαρίτος και Χρήστος Παπούλιας, μας υποδέχτηκε η οικογένεια Εμφιετζόγλου και οι συνεργάτες του μουσείου Ευγενία Αλεξάκη και Ετα Μουμτζίδου. Με πολύ χαρά και λίγα λόγια, μας ξενάγησαν στους χώρους, εσωτερικούς και εξωτερικούς.

Ο τεράστιος κήπος με τα γλυπτά, οι πέργκολες και οι εσοχές με τις εγκαταστάσεις in situ, παραμένουν κάτι μοναδικό στην Ελλάδα. Αλλά και τα έργα in situ στο εσωτερικό του μουσείου, όπως για παράδειγμα εκείνο του Δημήτρη Αληθεινού, της Διοχάντη, οι γλυπτικές πύλες και οι οριζόντιες φόρμες φωτός του Νάκη Ταστσιόγλου, το γλυπτό του Στέργιου Στάμου, η εγκατάσταση της Δανάης Στράτου. Το εσωτερικό και το εξωτερικό, σε έναν διαρκή διάλογο.

Γοητευτικό είναι και το απολύτως σύγχρονο στοιχείο, κατά το παράδειγμα της Tate Modern, δηλαδή τα έργα να μην ακολουθούν χρονολογική σειρά αλλά να εκτίθενται σε σχέση με την αισθητική τους φόρμα. Πολλά και τα μαθήματα που μπορεί να πάρει ο επιμελής επισκέπτης. Οπως: γέρασαν και πόσο μπορεί να γέρασαν κάποια έργα των δεκαετιών 1980 και 1990; Πόσο ζωντανά και γοητευτικά παραμένουν τα έργα κάποιων καλλιτεχνών του 1960; Τι σημαίνει ο γνωστός και υπερτιμημένος και τι ο περισσότερο αφανής;

Ενα μουσείο, λοιπόν, για την ελληνική και μόνο τέχνη με όσο το δυνατόν λιγότερες παραλείψεις και καλύτερες επιλογές. Στην υπόθεση της τέχνης, βλέπετε, πάντα υπάρχει η προσωπική ματιά εκείνου που συλλέγει και εκείνου που βλέπει. Πάντα κάτι απουσιάζει και πάντα κάτι είναι περιττό. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο διάλογος παραμένει ανοιχτός και από πλευράς του συλλέκτη Πρόδρομου Εμφιετζόγλου και από μέρους της επιμελήτριας της συλλογής Ευγενίας Αλεξάκη αλλά και της συγγραφέως του τόμου Εφης Στρούζα, που με αφορμή τη συλλογή δούλεψε επιμελώς στην παρουσίαση της διαδρομής της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής τέχνης.

**Πρώην Βίλα Βορρέ, Μαρούσι, τηλ.: 210-8097100, σταθμός ΗΣΑΠ Μαρούσι.*

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

Αρχαίες γυναίκες ταξιδεύουν στη Νέα Υόρκη

ΜΑΡΙΑ ΘΕΡΜΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008


1 Μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος (περί το 100 π.Χ.), το οποίο βρέθηκε στη Δήλο, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 2 Ερυθρόμορφος στάμνος (περί το 450 π.Χ.), από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης 3 Κεφαλή παιδικού αγάλματος (350-300 π.Χ.), από το Ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα 4 Αττική ερυθρόμορφη κύλικα (470-450 π.Χ.), από τη Βασιλική Βιβλιοθήκη των Βρυξελλών
Στη Νέα Υόρκη, την πρωτεύουσα των γυναικών, εκεί όπου οι κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος αποτελούν προ πολλού καθημερινή πρακτική, μια εικόνα από το παρελθόν έρχεται να θυμίσει τον μακρύ δρόμο που διανύθηκε ως σήμερα, αλλά και τους πρώτους σπόρους που ρίχτηκαν τότε, προκειμένου να επιτευχθεί χιλιετίες αργότερα η χειραφέτησή τους. «Η γυναίκα στις λατρείες και τις γιορτές της κλασικής Αθήνας», όπως είναι ο τίτλος της έκθεσης που θα εγκαινιαστεί στις 10 Δεκεμβρίου στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης, δεν είναι ασφαλώς μια «φεμινιστική» έκθεση. Ωστόσο, το φως που ρίχνει στις ζωές των γυναικών της αρχαίας Αθήνας αποκαλύπτει μια εικόνα διαφορετική από τη συνηθισμένη, καθώς παρουσιάζει τη συμμετοχή τους στις λατρείες και στις εορτές, που αν και ήταν η μοναδική κοινωνική «εμφάνιση» και συμμετοχή της γυναίκας στα κοινά συνέβαλε όμως σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική τους εκπλήρωση μέσα στο ανδροκρατούμενο πλαίσιο της αρχαίας Αθήνας και εν τέλει στη διαμόρφωση της πολιτικής τους ταυτότητας.

Σε αρχαία ελληνικά ιερά θα μεταμορφωθούν ως εκ τούτου οι εκθεσιακοί χώροι του Ωνάσειου Πολιτιστικού Κέντρου στον Ολυμπιακό Πύργο του αριθμού 645 της 5ης Λεωφόρου, προκειμένου να υποδεχθούν τα 155 πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα που θα φθάσουν στις ΗΠΑ από την Ελλάδα και άλλες χώρες. Πρόκειται δε για την έκθεση η οποία σηματοδοτεί την επέτειο των δέκα χρόνων λειτουργίας του Ιδρύματος Ωνάση Νέας Υόρκης, όπως υπενθύμισε χθες σε συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρός του κ. Αντώνης Παπαδημητρίου .

«Παρ΄ ότι οι αρχαίοι συγγραφείς δεν έγραψαν τόσο πολλά για τη γυναίκα,καθώς το ενδιαφέρον μονοπώλησε το ανδρικό φύλο,ωστόσο το θέμα “γυναίκα” στην αρχαιότητα δεν ήταν ούτε μικρό ούτε περιορισμένο» είπε ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου δρ Νίκος Καλτσάς, ο οποίος μαζί με τον δρ Αλαν Σαπίρο, καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Ηopkins, επιμελήθηκε την έκθεση. «Αντιθέτως, είναι πολύ ευρύ αν το εξετάσει κανείς από όλες τις πλευρές και σε πανελλαδική κλίμακα, δεδομένου ότι κάθε κομμάτι του ελλαδικού χώρου είχε τις κοινωνικές,πολιτικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητές του» πρόσθεσε. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η έκθεση εστίασε θεματικά στην αθηναία γυναίκα των Κλασικών χρόνων, καθώς διαδραμάτισε μάλιστα και τον σημαντικότερο ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Αλλά και για έναν πρακτικό λόγο: ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα από την Αττική είναι σαφώς περισσότερα. Μεταξύ των αρχαιοτήτων που θα εκτεθούν είναι τα μαρμάρινα αγάλματα της Αρτέμιδος και της Αθηνάς από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μια λευκή λήκυθος με τη μορφή της Αρτέμιδος (από τον Ζωγράφο του Πανός) από το Ερμιτάζ, ένας ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας (αποδίδεται στον Ζωγράφο της Ιφιγένειας) από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Φεράρας, μια ερυθρόμορφη υδρία που απεικονίζει την ιέρεια της Τροίας, τη Θεανώ από τα Μουσεία του Βατικανού και η επιτύμβια στήλη της Πολυξένης, η οποία συντηρήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος και προέρχεται από τα Μουσεία του Βερολίνου.

Η έκθεση διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες με πρώτη τις «Θεότητες και ηρωίδες», όπου παρουσιάζονται κυρίως η Αθηνά, η Αρτεμις, η Αφροδίτη, η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη, στις λατρείες και εορτές των οποίων συμμετείχαν οι γυναίκες πιο ενεργά. Ακολουθεί η «Γυναίκα στη λατρεία», που διερευνά τις τελετουργικές πράξεις (τελετουργικούς χορούς, σπονδές, θυσίες, πομπές και εορτές), δραστηριότητες δηλαδή με συμμετοχή των γυναικών.

Εδώ μάλιστα έρχεται στο φως και ο κρίσιμος ρόλος της ιέρειας, ιδιαίτερα με την ιδιότητά της ως κλειδούχου των ναών. «Γυναίκες και ο κύκλος της ζωής» είναι η τελευταία ενότητα, στην οποία εξετάζονται τα τελετουργικά δρώμενα κατά τη μετάβαση της γυναίκας στα βασικά στάδια του κύκλου της ζωής της: γέννηση, γάμος, θάνατος.

Στόχος της έκθεσης, η οποία θα διαρκέσει ως τις 9 Μαΐου του 2009, δεν είναι επομένως μόνο να αποσπάσει τον θαυμασμό, αλλά και να προκαλέσει συζήτηση γύρω από το θέμα του αποκλεισμού της γυναίκας από τη δημόσια ζωή στην αρχαία Αθήνα. Διότι η επανεξέταση των αντιλήψεων κρίνεται σήμερα απαραίτητη.

Επέκταση Εμφιετζόγλου στα Ανάβρυτα

Μια επισκόπηση της ελληνικής τέχνης από τον 19ο αιώνα ως σήμερα, σε νέους και ανακαινισμένους χώρους

ΤΟ ΒΗΜΑ, Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Σε επέκταση του εκθεσιακού χώρου της στα Ανάβρυτα, ο οποίος θα είναι στο εξής ανοιχτός στο κοινό κάθε Κυριακή, προχώρησε η Συλλογή Εμφιετζόγλου. Πλέον στους νέους αλλά και στους ανακαινισμένους παλαιούς χώρους ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει μια επισκόπηση της ελληνικής τέχνης από τον 19ο αιώνα ως πολύ σύγχρονες δημιουργίες.

Η ιστορία της Συλλογής Εμφιετζόγλου ξεκινά στις αρχές του 1970 με κίνητρο την αγάπη του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου για την ελληνική τέχνη, καθώς και την προσωπική σχέση του με πολλούς καλλιτέχνες της εποχής. Τα τελευταία 25 χρόνια η συλλογή εμπλουτίζεται με αυξανόμενους ρυθμούς με στόχο την εκπροσώπηση των διαφορετικών περιόδων της ελληνικής τέχνης, απαριθμώντας έτσι 750 έργα 260 καλλιτεχνών από τα μέσα του 19ου αιώνα ως σήμερα- από τον Νικόλαο Γύζη στον Τάκι, από τον Κώστα Τσόκλη στον Γιώργο Γυπαράκη και από τη Βάσω Κατράκη στον Αλέξανδρο Αβρανά. Τα έργα είναι αντιπροσωπευτικά ενός ευρύτατου φάσματος της εικαστικής έκφρασης, από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη χαρακτική ως τις κατασκευές, τη φωτογραφία, το βίντεο και τις εγκαταστάσεις. Τα εκθέματα της μόνιμης Συλλογής εναλλάσσονται ανά τακτά διαστήματα παρουσιάζοντας τα εκάστοτε νέα αποκτήματα με στόχο να ανανεώνεται η διαλεκτική μεταξύ των διαφορετικών ιστορικών περιόδων και αισθητικών τάσεων. Στους υπαίθριους χώρους εκτίθενται εξέχοντα δείγματα νεότερης γλυπτικής.

Η Συλλογή και η ιδιωτική κατοικία Εμφιετζόγλου στεγάζονται στο πρώην κτήμα Βορρέ στα Ανάβρυτα, έκτασης 60 στρεμμάτων. Αποτελούν πρότυπο συγχρωτισμού της κοινωνικής και της πολιτιστικής ζωής διατηρώντας αναλλοίωτα τα ιστορικά χαρακτηριστικά της τοποθεσίας, όπως είναι ο σκελετός της παλαιάς πέτρινης βίλας, οι δενδροκαλλιέργειες, η δεξαμενή και η λίμνη με τα νούφαρα.

Το κτιριακό σύμπλεγμα του 1995 είναι έργο των αρχιτεκτόνων Κατερίνας Διακομίδου,Νίκου Χαρίτου και Χρήστου Παπούλια (Α΄ Φάση) και διακρίθηκε με το Πέμπτο Βραβείο Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής στον θεσμό του Μies van der Rohe Ρavilion Αward το 1996. Η Κατερίνα Διακομίδου και ο Νίκος Χαρίτος υπογράφουν επίσης τη Νέα Πινακοθήκη, έκτασης 2.000 τ.μ., η οποία ολοκληρώθηκε μόλις εφέτος. Παλαιοί και νέοι εκθεσιακοί χώροι βασίζονται στις πλέον σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές. Την παρουσίαση των έργων της Συλλογής στους παλαιούς και νέους εκθεσιακούς χώρους επιμελήθηκε η ιστορικός τέχνης Ευγενία Αλεξάκη, ενώ τον συντονισμό και τον εσωτερικό σχεδιασμό ανέλαβε η Ετα Μουμτζίδου.

Στο εξής η Συλλογή Εμφιετζόγλου θα είναι ανοιχτή για το κοινό κάθε Κυριακή από τις 10.00 ως τις 18.00, ενώ θα πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα κάθε Τρίτη και Τετάρτη στις 9.45 και στις 11.30 π.μ.

Συλλογή Εμφιετζόγλου, τέρμα οδού Φοινίκων, Μαρούσι- Ανάβρυτα, τηλ. 210-8027.039, 210-8027.026.

Νέα πινακοθήκη, 300 έργα στο κτήμα Εμφιετζόγλου

Μαργαριτα Πουρναρα, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 26 Nοεμβρίου 2008

Φανταστείτε μια συλλογή ελληνικών έργων τέχνης που να καλύπτει από την Σχολή του Μονάχου μέχρι τον Αλέξανδρο Αβρανά, τον ταλαντούχο video artist, ο οποίος μόλις βραβεύτηκε για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κι όμως υπάρχει. Είναι η συλλογή του επιχειρηματία Πρόδρομου Εμφιετζόγλου, που παρουσιάζεται σε ειδικούς εκθεσιακούς χώρους και στην οικία του στο πρώην κτήμα Βορρέ στα Ανάβρυτα. Αρχισε να είναι επισκέψιμη για το κοινό το 1999 με έμφαση στα εκπαιδευτικά πρόγράμματα. Τώρα όμως, χάρις σε νέες κτιριακές προσθήκες, τριπλασιάστηκαν οι εκθεσιακοί χώροι για να χωρέσουν ένα πανόραμα ελληνικής τέχνης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Ο επιχειρηματίας έχει συγκεντρώσει τις τελευταίες δεκαετίες 750 έργα, 260 καλλιτεχνών, μεγάλος όγκος των οποίων προέρχεται από δημοπρασίες. Από αυτά εκθέτει περίπου 300, στις παλιές και στη νέα πινακοθήκη που μόλις αποπερατώθηκε και καταλαμβάνει 2.000 τ.μ. με υπερσύγχρονες μουσειολογικές προδιαγραφές.

Ετσι, ο επισκέπτης χαίρεται μια μεγάλη βόλτα που ξεκινά από τους κήπους με 30 όμορφα γλυπτά, περνάει από τις ιστορικές δημιουργίες στις σύγχρονες και αποκομίζει μια σαφή εικόνα για το πώς εξελίχθηκε η ελληνική τέχνη. Τούτο δεν σημαίνει ότι η συλλογή έγινε με μουσειολογικά κριτήρια. Εν τούτοις περιλαμβάνει έργα από όλες τις χρονικές περιόδους και είναι αντιπροσωπευτική του ευρύτατου φάσματος της εικαστικής έκφρασης, από τη ζωγραφική και τη γλυπτική μέχρι τη χαρακτική, το βίντεο, τις κατασκευές, τη φωτογραφία και τις εγκαταστάσεις.

Τα εκθέματα της συλλογής θα εναλλάσσονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Θα παραμένει ένας πυρήνας, αλλά θα συμπεριλαμβάνονται τα εκάστοτε νέα αποκτήματα ώστε να γίνεται διάλογος ανάμεσα στα έργα.

Η νέα πινακοθήκη, την οποίαν υπογράφουν οι αρχιτέκτονες Κατερίνα Διακομίδου και Νίκος Χαρίτος, φιλοξενεί κυρίως πρόσφατες δημιουργίες. Κάποιες, όπως μια εγκατάσταση του Δημήτρη Αληθεινού, έγιναν ειδικά για το κτίριο. Οι θεατές έχουν την ευκαιρία να δουν από πίνακες του Τζον Χριστοφόρου μέχρι βίντεο του Χρήστου Αθανασιάδη και από φωτογραφίες της Λυδίας Δαμπασίνα μέχρι εγκαταστάσεις της Δανάης Στράτου. Η ιστορικός τέχνης Ευγενία Αλεξάκη επιμελήθηκε την παρουσίαση των έργων και τον εσωτερικό σχεδιασμό επωμίστηκε η Ετα Μουμτζίδου.

Η επέκταση των εκθεσιακών χώρων έφερε και την αλλαγή των ωραρίων επισκεψιμότητας. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι την Τρίτη και την Τετάρτη ενώ το κοινό θα μπορεί να επισκέπτεται την συλλογή κάθε Κυριακή από τις 10 π.μ. έως και τις 6 μ.μ.. Ετσι, είναι σχεδόν βέβαιον ότι θα αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των ιδιωτών θεατών που μέχρι φέτος έφτανε τους 500 - 1.000 ετησίως. Η είσοδος είναι δωρεάν και θα ήταν χρήσιμο να συμβουλευτείτε έναν χάρτη για να μπορέσετε να εντοπίσετε την οικία Εμφιετζόγλου που είναι δίπλα στο Αλσος Συγγρού.

Έργα Θεοχαράκη στη Ρώμη

Αναδρομική έκθεση με 180 πίνακες των τελευταίων πέντε δεκαετιών

Της απεσταλμένης μας στη ΡΩΜΗ Μαργαριτας Πουρναρα, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 26 Nοεμβρίου 2008

Ισως είναι μία στιγμή που αξίζει να περιμένεις μία ολόκληρη ζωή. Δικαίως. Ο επιτυχημένος επιχειρηματίας Βασίλης Θεοχαράκης παρουσιάζει από την περασμένη Παρασκευή, στο περίφημο Παλάτσο Βενέτσια της Ρώμης, 180 πίνακες που ζωγράφισε στις τελευταίες πέντε δεκαετίες που ασχολείται με την τέχνη του χρωστήρα. Πρόκειται για μια λαμπρή αναδρομική, προσεκτικά επιμελημένη στο ιστορικό αυτό κτίριο της ιταλικής πρωτεύουσας, που θα διαρκέσει μέχρι και τις 11 Ιανουαρίου. Μετά το Στρασβούργο, το Παρίσι και την Αθήνα -όπου εκτέθηκαν πέρυσι στο Μουσείο Μπενάκη-, τα έργα του Θεοχαράκη φιλοξενούνται στην Ιταλία, αποδεικνύοντας ότι η ζωγραφική ήταν ανέκαθεν προτεραιότητα στον βίο του και την οποία δεν παραμέρισε ποτέ για να ασχοληθεί με άλλες δραστηριότητες.

Η αφοσίωσή του στην τέχνη φαίνεται στις λεπτοδουλεμένες πινελιές του, στη μεγάλη ποικιλία των έργων του, αλλά και στον δικό του ορισμό της ζωγραφικής: «Είναι η ατελείωτη και αγωνιώδης προσπάθεια να συλλάβω μια νέα κάθε φορά εικόνα που αντανακλά την ψυχή μας», είπε συγκινημένος στην ομιλία των εγκαινίων, με ακροατήριο πλήθος Ιταλών, αλλά και πολλών μελών της ελληνικής κοινότητας που ήρθαν για να δουν τα έργα του από κοντά. Παρευρέθηκαν, επίσης, ο υφυπουργός Εξωτερικών Θ. Κασσίμης, ο ευρωβουλευτής Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, ο πρέσβης της Ελλάδας στην Ιταλία Χαράλαμπος Ροκανάς, αλλά και πολλοί άνθρωποι της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής που ταξίδεψαν στη Ρώμη.

Το αναγεννησιακό Παλάτσο Βενέτσια που ανεγέρθη το 1455 και ήταν κάποτε πρεσβεία της Βενετίας, αλλά και γραφείο του Μπενίτο Μουσολίνι, γέμισε με εικόνες ελληνικών τοπίων από το Αγιον Ορος μέχρι τα αιγαιοπελαγίτικα ακρογιάλια. Η αναδρομική, την οποία επιμελήθηκε ο Τάκης Μαυρωτάς είναι πλουσιότατη και χωρισμένη σε πολλές ενότητες, ώστε να μπορεί ο θεατής να ακολουθήσει το νήμα της εξέλιξης του ζωγράφου. Η αφετηρία της είναι τα πρώιμα έργα του Βασίλη Θεοχαράκη, ο οποίος μαθήτευσε στο πλευρό του Παπαλουκά. Η βαρύτητα πάντως δίνεται στην αφηρημένη περίοδο (1966 - 1980), των έργων με τα σύννεφα (1987 - 1993), των απεικονίσεων της φύσης, αλλά και των μονών του Αγίου Ορους (1995 - 2008), των τοπίων του βυθού (2001 - 2008). Η έκθεση κλείνει με τις υδατογραφίες του.

Η περιήγηση στο Παλάτσο Βενέτσια προδίδει τα ερεθίσματα που τρέφουν την έμπνευση του καλλιτέχνη. Αγαπά την ελληνική φύση, τη θάλασσα, αφουγκράζεται την ομορφιά τους και ανταποδίδει ζωγραφίζοντας. Υπάρχουν και κάποιοι ανθρωποκεντρικοί πίνακες, είναι όμως φανερό ότι το τοπίο ήταν πάντοτε ένα ισχυρό κέντρισμα για να πιάσει το πινέλο. Και όπως ομολόγησε σε μια προσωπική συζήτηση με τους δημοσιογράφους: «Μια ημέρα χωρίς ζωγραφική, μου φαίνεται μια ημέρα χαμένη». Η βαθιά αγάπη του για την τέχνη, τον ώθησε άλλωστε να δημιουργήσει πριν από λίγο καιρό το Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής, στο Κέντρο της Αθήνας, που φιλοξενεί αξιόλογες εκθέσεις και μουσικές εκδηλώσεις.

Η ζωή της γυναίκας στην κλασική Αθήνα

Έκθεση στη Νέα Υόρκη του Ιδρύματος Α. Ωνάση σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Μουσείο με 155 εκθέματα

Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 26 Nοεμβρίου 2008

Η συμμετοχή της γυναίκας στις δραστηριότητες που της επέτρεπαν να βγει από το σπίτι της και να ασχοληθεί με ζητήματα δημόσια, που βέβαια δεν είχαν να κάνουν με τη φροντίδα του συζύγου της και των παιδιών της, είναι το θέμα της καινούργιας έκθεσης που οργάνωσε το Κοινωφελές Ιδρυμα Α. Ωνάσης σε συνεργασία με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης θα παρουσιάζονται 155 μοναδικά αρχαιολογικά αντικείμενα από 10 Δεκεμβρίου έως τις 10 Μαΐου.

Τα 128 απ’ αυτά προέρχονται από ελληνικά μουσεία και τα 27 από μουσειακά ιδρύματα όπως το Λούβρο, το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης κ.ά. Η λευκή λήκυθος με τη μορφή της Αρτέμιδος από το Ζωγράφο του Πανός ταξιδεύει από το Ερμιτάζ, η ερυθρόμορφη υδρία που απεικονίζει την ιέρεια της Τροίας Θεανώ από τα μουσεία του Βατικανού, η επιτύμβια στήλη της Πολυξένας από το Βερολίνο.

Εξίσου εντυπωσιακά είναι και όσα δάνεισαν τα δικά μας μουσεία, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό που έδωσε τα περισσότερα. Ανάμεσά τους το εντυπωσιακό θραύσμα ερυθρόμορφης υδρίας στο οποίο απεικονίζεται μορφή καθισμένη πάνω σε σκάλα, μια απεικόνιση της γιορτής των Αδωνίων που τελούνταν κάθε καλοκαίρι προς τιμήν του Αδωνι. Θα δει πολλά ακόμη το κοινό, όχι μόνο η ελληνική παροικία αλλά και οι Αμερικανοί που -όπως υπογράμμισε και ο πρόεδρος του Ιδρύματος Αντώνης Παπαδημητρίου- παρακολουθούν τις εκδηλώσεις του θυγατρικού ιδρύματος και το τι σημαίνει αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα.

Οι «Δυνατές φωνές» με την Λυδία Κονιόρδου και την Ολυμπία Δουκάκη είναι μια παράσταση με αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες και αττικές κωμωδίες όπως και η παρουσίαση της «Αντιγόνης» στο Χάρλεμ από παιδιά Γυμνασίου.

Την έκθεση «Η Γυναίκα στις λατρείες και τις γιορτές της Κλασικής Αθήνας» επιμελήθηκε ο δρ Νικόλαος Καλτσάς, διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αλλά και ο δρ Αlan Shapiro, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Οπως υπογράμμισε ο Ν. Καλτσάς, «επιλέξαμε μια μόνο πτυχή της ζωής της με στόχο να την εξαντλήσουμε και να την παρουσιάσουμε διεξοδικά. Η λατρεία άλλωστε ήταν μόνος χώρος στον οποίο εμφανίζεται να έχει δύναμη η γυναίκα».

Τα κλασικά χρόνια διαδραμάτισε τον σημαντικότερο ρόλο στα ελληνικά πράγματα και φαίνεται στην πρώτη ενότητα όπου θα δούμε τις γυναικείες θεότητες της Αθήνας και της Αττικής με τη λατρεία των οποίων ήταν επιφορτισμένες. Θεότητες και Ηρωίδες αλλά και ηρωίνες, οι γυναίκες που πίστευαν ότι είχαν ζήσει στο παρελθόν.

Με τις Ιέρειες που συνήθως απεικονίζονται ως κλειδούχες του ναού κι άλλοτε το ξόανο κάποιας θεότητας, καταπιάνεται η δεύτερη ενότητα, την πρακτική της λατρείας των θεοτήτων η τρίτη ενότητα, ακολουθεί ο τρόπος με τον οποίο συμμετείχαν στις γιορτές και τέλος ο κύκλος της ζωής της γυναίκας. Γέννηση, ενηλικίωση, γάμος και θάνατος.

Τον Ιούνιο η έκθεση θα έρθει και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Monday, November 24, 2008

«Οι Εποχές των Μοντέρνων. Από τον Μονέ έως τον Υβ Κλάιν»

Η έκθεση φιλοξενείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη & Μαρίνας Θεοχαράκη.

Η έκθεση, που συγκεντρώνει 48 κορυφαίους Ευρωπαίους καλλιτέχνες, διαρθρώνεται μέσα από τρεις βασικές ενότητες οι οποίες ανταποκρίνονται σε τρεις ιστορικές περιόδους (κινήματα) της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης: οι πρωτοπορίες των δεκαετιών 1920-1930, (Ντανταϊσμός, Σουρεαλισμός, Κυβισμός), η Άμορφη τέχνη (Art Informel) και η Λυρική αφαίρεση (Abstraction Lyrique) των δεκαετιών 1940-1950 και τρίτον οι ριζοσπαστικοί ρεαλισμοί της δεκαετίας του 1960 με βασικά κινήματα τον Nouveau Realisme και την Figuration Narrative.

Οι καλλιτέχνες, εντασσόμενοι σε διαφορετικά κινήματα, έχουν ένα τουλάχιστον σημείο σύγκλισης: υπερβαίνοντας τα δεδομένα αισθητικά στερεότυπα και τα επιβεβλημένα μορφολογικά χαρακτηριστικά του έργου τέχνης, τάσσονται υπέρ της αρχής της νεωτερικότητας.

Η έκθεση καταγράφει τις διαφορετικές τάσεις και συμπεριφορές, τις ρήξεις και τις ανατροπές των καλλιτεχνών που καθιέρωσαν τα θεμελιώδη καλλιτεχνικά κινήματα, τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα. Δίνεται έτσι ένα πανόραμα των εικαστικών τεχνών των αρχών του περασμένου αιώνα, σε όλη τους την ποικιλομορφία, την πνοή ανανέωσης και αμφισβήτησης που τις χαρακτήριζε.

Τα έργα της έκθεσης προέρχονται: από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του St. Etienne, το οποίο διαθέτει τη δεύτερη σε μέγεθος συλλογή στη Γαλλία (αριθμώντας 15.000 έργα), από το Κέντρο Georges Pompidou, το Μουσείο Picasso και άλλους πολιτιστικούς φορείς της Γαλλίας (FNAC, FRAC).

Στο πλαίσιο της έκθεσης υλοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα, για σχολικές ομάδες όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, σχεδιασμένα από το ειδικευμένο προσωπικό του Ιδρύματος. Στόχος είναι η εξοικείωση των μαθητών με τα διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα που σημάδεψαν την τέχνη κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και επιπλέον η ανάπτυξη της κριτικής τους ικανότητας και των καλλιτεχνικών τους δεξιοτήτων.

Η έκθεση θα παρουσιάζεται από τις 28 Νοεμβρίου 2008 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2009. Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο, Κυριακή 10.00-18.00, Πέμπτη, Παρασκευή 10.00-22.00, Τρίτη κλειστά

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Sunday, November 23, 2008

«Η κάθε φωτογραφία μου είναι μια σκηνή»

Συνέντευξη στην Ελενη Χαρμπιλα

Η ιστορία είναι γεμάτη «σιωπηλά κενά». Κενά που περιμένουν με υπομονή να καλυφθούν με την τέχνη, τους μύθους, ακόμα και με τα παραμύθια. Η ιστοριογραφία είναι προνόμιο των ολίγων, και αυτοί οι λίγοι τείνουν να προέρχονται από μία πολύ συγκεκριμένη συνομοταξία, - κυρίως αυτή των λευκών ανδρών. Ετσι μερικά «σιωπηλά κενά» παραμένουν για πάντα. Ή γεννούν σενάρια και έργα τέχνης.

Ποια ήταν τα χόμπι των προνομιούχων της Πομπηίας; Πώς φλέρταραν οι αρχαίοι Ελληνες; Τι θα έλεγε η ωραία Ελένη στον Όμηρο εάν διάβαζε την Ιλιάδα; Η Ελενορ Αντον διάλεξε να γράψει τη δική της ιστορία για τις φανταστικές ζωές ιστορικών και μυθικών προσώπων στην καινούργια της φωτογραφική τριλογία με επιμέρους τίτλους «Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας», «Ρωμαϊκές Αλληγορίες» και «Η Οδύσσεια της Ωραίας Ελένης». «Η Οδύσσεια της Ωραίας Ελένης», το πιο καινούργιο κομμάτι της έκθεσης, μόλις άνοιξε ταυτόχρονα στην γκαλερί της Αντον στη Νέα Υόρκη και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Ντιέγκο, ενώ στο τέλος του χρόνου αρχίζει το ταξίδι της προς την Ευρώπη με πρώτους σταθμούς τις Βρυξέλλες και τη Βουδαπέστη.

Οι φωτογραφίες μοιάζουν πιο πολύ με τοιχογραφίες, όχι μόνο λόγω του μεγέθους τους, αλλά και λόγω της έντονης παραστατικότητάς τους. Σε μία από αυτές, με τίτλο «Κατασκευάζοντας την Ωραία Ελένη», η Ελένη παρουσιάζεται ως μία γιγαντιαία ωραία κοιμωμένη που προκαλεί το δέος στους άντρες γύρω της με την ομορφιά και το μυστήριό της, σαν ηρωίδα του Χίτσκοκ. Σε μια άλλη φωτογραφία, η Ωραία Ελένη έχει πάρει τη μορφή δύο γυναικών, μιας παιχνιδιάρας ξανθιάς και μιας μοιραίας μελαχρινής, οι οποίες περιφρονώντας τους αιμόφυρτους Τρωάδες συνεχίζουν τα ψώνια τους ανενόχλητες. Σε μια τρίτη, τα νεκρά σώματα πλούσιων Ρωμαίων κείτονται θαμμένα σε ένα βουνό από χρυσά νομίσματα.

Η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί εύστοχα την αλληγορική ανακύκλωση γνωστών εικόνων της ιστορίας και της τέχνης του παρελθόντος, ως κριτική του παρόντος. Ετσι και αλλιώς η Ιστορία δεν είναι μια ευθύγραμμα εξελισσόμενη πορεία αλλά προσλαμβάνει το νόημά της πάντοτε μέσα από το εκάστοτε παρόν. Οπως είπε και ο Ελύτης, «κάθε καιρός και η Ελένη του»…

  • — Η μητέρα σας ήταν γνωστή ηθοποιός του Εβραϊκού Θεάτρου της Πολωνίας. Πόσο σας επηρέασε αυτό στην έκφραση της δικής σας δημιουργικότητας;

— Με επηρέασε, κατ’ αρχάς, γιατί η μητέρα μου ήταν πολύ μελοδραματική σαν χαρακτήρας! Η ζωή της ήταν το θέατρο και το θέατρο ήταν η ζωή της. Eπέλεγε πάντα να παίζει σε τραγωδίες γιατί θεωρούσε τις κωμωδίες υποδεέστερο είδος θεάτρου. Και φρόντιζε πάντα να με πηγαίνει σε μαθήματα μπαλέτου και πιάνου και να με παίρνει μαζί της στο θέατρο ή σε όποιες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις πήγαινε η ίδια. Με το που μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη, σταμάτησε να ασχολείται με το θέατρο ή οτιδήποτε καλλιτεχνικό, αλλά το μελόδραμα συνεχίστηκε στην καθημερινή της ζωή! Το ταμπεραμέντο της θυμίζει πολύ το εκρηκτικό ταμπεραμέντο Ελληνίδας!

Ο Φειδίας

  • — Διάβασα ότι στα παιδικά σας χρόνια σάς άρεσε να αγγίζετε τα αγάλματα στα μουσεία όταν οι φύλακες δεν κοιτούσαν… Αληθεύει;

— Ναι. Πάντα τα λυπόμουν τα αγάλματα. Μου φαίνονταν πολύ μοναχικά και μελαγχολικά και απομακρυσμένα από τον τόπο που τα «γέννησε». Τα αντρικά αγάλματα απέπνεαν πάντα έναν αισθησιασμό, ενώ τα γυναικεία, κρυβόντουσαν πίσω από ρούχα και ήταν έτσι πιο απρόσιτα. Νομίζω ότι ο Φειδίας προκάλεσε σκάνδαλο στην αρχαία Αθήνα όταν δημιούργησε το πρώτο γυναικείο γυμνό γλυπτό, έτσι δεν είναι; Οι αρχαίοι Ελληνες τις καταπίεζαν πολύ τις γυναίκες. Αναρωτιέμαι αν οι σύγχρονοι Ελληνες θυμούνται ή αν παραδέχονται κάτι τέτοιο!

  • — Τη δεκαετία του ’60 είχατε επαφές με πολύ σημαντικές προσωπικότητες της νεοϋορκέζικης τέχνης, όπως ο Αντι Γουόρχολ. Πώς έχει μείνει ο Γουόρχολ στη μνήμη σας;

— Περνούσα συχνά από το στούντιό του εκείνη την εποχή, το γνωστό Factory, και ο Αντι είχε πάντα κάποια ενδιαφέρουσα έκθεση ή ένα ωραίο πάρτι. Εγώ και ο άντρας μου (ο οποίος είναι ποιητής) είχαμε μάλιστα συνεργαστεί με τον Αντι σε μερικά έργα του. Σαν χαρακτήρας ήταν όμως πολύ βαρετός και με άφηνε τελείως αδιάφορη. Προτιμώ να θυμάμαι την τέχνη του παρά τον ίδιο. Την ημέρα που τον πυροβόλησε η Βάλερι Σολάνας ήταν η μέρα που μετακόμιζα στην Καλιφόρνια με την οικογένειά μου και, παρόλο που τελικά δεν πέθανε, όταν μάθαμε τα νέα αισθανθήκαμε σαν να ήταν το τέλος μιας εποχής.

  • — Εχετε σκηνοθετήσει ταινίες με αρκετή επιτυχία στο παρελθόν. Γιατί διαλέξατε τη φωτογραφία για να αποδώσετε σκηνές από την αρχαιότητα;

— Οι φωτογραφίες μου έχουν σκηνοθετηθεί πολύ κινηματογραφικά. Με λεπτομερή σκηνικά και κοστούμια και επαγγελματίες ηθοποιούς, οι οποίοι περάσανε από κάστινγκ. Η διαφορά είναι ότι, αντί να γυρίζω ολόκληρες σκηνές, διάλεγα την πιο σημαντική στιγμή μιας σκηνής και τη φωτογράφιζα. Εκανα μοντάζ καθώς τις σκηνοθετούσα. Η κάθε φωτογραφία είναι μια σκηνή, και η έκθεσή μου είναι μια ταινία.

  • — Φαίνεται σαν να συμπυκνώνετε σε κάθε φωτογραφία μερικά από τα πιο σημαντικά ιστορικά και μυθολογικά δρώμενα.

— Ναι. Ιστορικά, μυθολογικά, ψυχολογικά, πολιτικά δρώμενα. Θα ήθελα να πιστεύω ότι οι φωτογραφίες μου λειτουργούν σε όλα αυτά τα επίπεδα. Ισως όλα αυτά να μην είναι κατ’ αρχάς ευδιάκριτα, αλλά νομίζω ότι το κοινό μπορεί να τα νιώσει χωρίς καν να τα καταλαβαίνει.

«Με εμπνέουν οι καταστροφές»

  • — Ο πόλεμος, το τέλος του κόσμου και η κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας είναι μερικές από τις θεματικές ενότητες που διαπνέουν τα έργα σας σταθερά τα τελευταία 30 χρόνια. Τι συνεχίζει να σας «τραβάει» εκεί;

— Ναι, πάντα με ενέπνεαν οι βιβλικές καταστροφές και τα περασμένα μεγαλεία. Δυστυχώς, τα θέματα αυτά είναι και πολύ επίκαιρα. Τελείωσα το πρώτο μέρος της έκθεσής μου, με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας», μία εβδομάδα πριν πέσουν οι Δίδυμοι Πύργοι! Η συγκεκριμένη συλλογή περιέχει εικόνες καταστροφικές και ανθρώπους να καίγονται στην πυρά. Μετά ένα μήνα η έκθεση ανέβηκε στην γκαλερί μου στη Νέα Υόρκη, και απ’ ό,τι καταλαβαίνεις, είχε ιδιαίτερη απήχηση… Ταυτόχρονα, ας μην ξεχνάμε ότι είμαι εβραϊκής καταγωγής και οι σκηνές του Ολοκαυτώματος και του ξεριζωμού είναι κωδικοποιημένες στο DNA μας!

  • — Πολλοί φιλόλογοι, ιστορικοί και καλλιτέχνες έχουν γράψει και δημιουργήσει τον μύθο της Ωραίας Ελένης, αλλά η ίδια παρέμενε πάντα μια φιγούρα σιωπηλή. Σας απασχόλησε αυτό όταν αρχίσατε να πλάθετε τη δική σας Ελένη;

— Νομίζω ότι ο Ομηρος τής έδωσε περίπου δώδεκα στίχους στη Ιλιάδα. Δηλαδή σχεδόν τίποτα. Τίποτα για μια γυναίκα–μύθο, που υποτίθεται προκάλεσε τον Τρωικό Πόλεμο! Την αναφέρει ελάχιστα και στην Οδύσσεια. Αλλά τελικά τι ξέρουμε γι’ αυτήν τη γυναίκα; Πώς ακριβώς ζούσε; Ξέρουμε ότι άφησε τον άντρα της και το πεντάχρονο της παιδί και το έσκασε με έναν άλλον άντρα… Πολύ ρομαντικό αυτό! Μόνο μια σκληρή γυναίκα θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μια πολύπλοκη φιγούρα λοιπόν…

Κριτικό πνεύμα

  • — Νομίζετε ότι τα καινούργια σας εκθέματα κουβαλούν ακόμα τους φεμινιστικούς κώδικες για τους οποίους γίνατε γνωστή τις δεκαετίες ’70 και ’80;

— Ενδιαφέρον αυτό. Θα είμαι για πάντα φεμινίστρια. Είμαι πολύ ευαισθητοποιημένη ως προς το πώς φαίνονται οι γυναίκες μέσα από την τέχνη. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο φεμινιστικός διάλογος μέσα από τη δική μου τέχνη δεν είναι πια μείζονος σημασίας όπως ήταν πριν από κάνα δυο δεκαετίες. Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους άλλαξα κι εγώ. Θεωρώ την τέχνη μου αυτήν την περίοδο πιο υπαρξιακή, αν θέλεις. Στην ηλικία μου, πλέον, με απασχολούν πιο πολύ θέματα όπως η θνητότητα και ο σκοπός του ανθρώπου στη Γη παρά ο φεμινισμός!

«Το τέλος της αθωότητας»

  • — Τελικά, ποιος είναι ο ρόλος του καθενός μας στη δημιουργία της ιστορίας;

— Ο καθένας δημιουργεί τη δική του ιστορία. Και φυσικά, το σημαντικότερο είναι να διατηρούμε την κριτική μας δυνατότητα και πάντα μια δόση αμφιβολίας γι’ αυτά που διαβάζουμε ως «γεγονότα». Καθώς μεγάλωνα στην Αμερική του ’50 και ’60, άρχισα να καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ την απόκλιση μεταξύ αυτού που σου παρουσιάζεται ως αληθινό και αυτού που πραγματικά είναι. Ηταν το τέλος της αθωότητας και η αρχή μιας επόμενης φάσης. Της φάσης της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού…

Πολύπλευρη σύγχρονη καλλιτέχνις

Γεννημένη στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης από γονείς μετανάστες Εβραίους, η Ελενορ Αντον είναι μία από τις πιο γνωστές και πολύπλευρες σύγχρονες Αμερικανίδες καλλιτέχνιδες. Το ταλέντο της, κατά καιρούς, ξεδιπλώνεται με τη μορφή σκηνοθέτη, συγγραφέα και φωτογράφου. Η δουλειά της ως φωτογράφου έχει εμφανιστεί σε μερικά από τα πιο σημαντικά μουσεία του κόσμου όπως τα Μουσεία Μοντέρνας Τέχνης του Λος Αντζελες και της Νέας Υόρκης, το Γουίτνι της Νέας Υόρκης, καθώς και δεκάδες γκαλερί στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και την Αυστραλία. Η Αντον άφησε το στίγμα της ως «καλλιτέχνις-φεμινίστρια» στις δεκαετίες του ’70 και ’80 αλλά χωρίς να εγκλωβιστεί σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, κατάφερε να γίνει ευρέως γνωστή για το κριτικό της πνεύμα, και να δει τα έργα της να εκτίθενται σε περίοπτη θέση, δίπλα σε αυτά άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών όπως ο Μαγκρίτ και ο Γουόρχολ.

Σε ύφεση οι ελληνικές δημοπρασίες

Κρίση και στο εμπόριο της τέχνης

Έργα στα αζήτητα

Η αγορά της τέχνης περνά στην περίοδο των ισχνών αγελάδων. Οι διεθνείς δημοπρασίες που έγιναν στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη δείχνουν ότι οι μεγάλοι παίκτες (Ρώσοι και Αραβες μεγιστάνες, στελέχη Hedge Funds) είτε αποχώρησαν, είτε έγιναν πιο προσεκτικοί στις αγορές τους. Τα αποτελέσματα δύο Greek Sale των οίκων Sotheby's και Bonhams που έγιναν πριν από μερικές ημέρες στο Λονδίνο επίσης μαρτυρούν ότι οι εποχές των συνεχόμενων ρεκόρ έχουν παρέλθει. Πολλά έργα έμειναν στα αζήτητα.


Στα αζήτητα έργα των Φασιανού, Παρθένη, Χαλεπά, Εγγονόπουλου κ.ά. εξαιτίας της υπερπροσφοράς και των υψηλών τιμών εκκίνησης

Της Μαργαριτας Πουρναρα

«Μπράβο κύριε. Τα καταφέρατε», είπε ο δημοπράτης Τομπάιας Μάγιερ στον τυχερό αγοραστή μιας υδατογραφίας του Καντίνσκι που πουλήθηκε αντί 350.000 δολαρίων, ενώ αναμενόταν να πιάσει τις 750.000 δολάρια σε πλειστηριασμό του οίκου Sotheby’s στις 3 Νοεμβρίου. Το σχόλιο του Μάγιερ που είναι επικεφαλής του διεθνούς τμήματος του οίκου για τη σύγχρονη τέχνη, δεν ήταν τυχαίο. Οι μεγάλου βεληνεκούς πλειστηριασμοί που έγιναν στις αρχές του Νοεμβρίου επιβεβαίωσαν ότι μπορεί οι ιστορικοί οίκοι δημοπρασιών να βγαίνουν χαμένοι από την παγκόσμια οικονομική κρίση, καθώς πολλά αντικείμενα μένουν στα αζήτητα, αλλά η αγορά της τέχνης βγαίνει κερδισμένη καθώς τα πράγματα μπαίνουν σταδιακά στη θέση τους.

Είναι λογικό. Από τους μεγάλους παίκτες, απουσιάζουν πολλοί Ρώσοι μεγιστάνες, στελέχη hedge funds και βαθύπλουτοι Αραβες που δεν δίσταζαν να οδηγήσουν τις τιμές στα ύψη.

Σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας έγιναν και τα δύο Greek Sale των Bonhams (10/11) και Sotheby’s (11/11), τα οποία αναμένονταν με πολύ ενδιαφέρον. Το περιοδικό Economist λ.χ. σε άρθρο που δημοσιεύτηκε την 1η Νοεμβρίου υπογράμμιζε: «Δεν χρειάζεται να είσαστε Ελληνες για να έχετε περιέργεια για τα αποτελέσματα. Κάποιες αγορές συνεχίζουν να τα πηγαίνουν καλά παρά τη γενικευμένη ύφεση και αυτές οι δημοπρασίες τοπικού ενδιαφέροντος μπορούν να δείξουν αν θα υπάρξει αντίσταση στην πτώση των τιμών». Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συνέβη στα Greek Sales.

Τα Greek Sales

Οι Sotheby’s κατάφεραν να πουλήσουν μόλις 106 από τα 200 lots (53%) και οι Bonhams, 118 από τα 169 (69,8%). Εισπρακτικά, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Αν υπολογίσει κάποιος το σύνολο των ελάχιστων εκτιμήσεων τότε οι Sotheby’s έπρεπε να είχαν ξεπεράσει τα 11 εκατομμύρια στερλίνες, ενώ ο τζίρος τους (χωρίς προμήθεια) ήταν τελικά 5.043.800 στερλίνες. Αν από αυτό αφαιρέσουμε το ποσό του πιο ακριβού έργου και ρεκόρ τιμής όλων των εποχών «Η άφιξη του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» του Βολανάκη που έφτασε 1.400.000 λίρες, τότε μένει ένας αναιμικός τζίρος 3.634.800 στερλίνες. Αντίστοιχα οι Bonhams έπιασαν τις 3.236.300 στερλίνες (χωρίς προμήθεια) ενώ το άθροισμα των ελάχιστων εκτιμήσεων ήταν 5.711.500 στερλίνες.

Ο μεγάλος αριθμός έργων με υψηλές τιμές εκτίμησης δείχνει ότι οι υπεύθυνοι των Greek Sale δεν υπολόγισαν σωστά τον αντίκτυπο της κρίσης στην ελληνική αγορά τέχνης και το πλήρωσαν. Σε μεγάλες ξένες δημοπρασίες οι αγοραστές δέχθηκαν ισχυρές πιέσεις από τους οίκους να χαμηλώσουν τα reserves (ελάχιστη τιμή πώλησης από τον πωλητή προς τον οίκο). Από την άλλη, απουσίαζαν από τα πρόσφατα Greek Sales μεγάλοι αγοραστές που είχαν κάνει πολλά ρεκόρ στο παρελθόν. Και τα αίτια της απουσίας δεν είχαν να κάνουν μόνο με την παγκόσμια οικονομική κρίση…

Στους Sotheby’s έμειναν λοιπόν στα αζήτητα, πίνακες των Ράλλη, Φασιανού, Παρθένη, Διαμαντόπουλου, Χαλεπά κ.ά. Το έργο του Σ. Σαββίδη «Ανατολίτικη σκηνή στον περίβολο τζαμιού» βγήκε στο Λονδίνο με εκτίμηση 200.000 με 300.000 στερλίνες. Το έργο του Αλταμούρα «Παραπλέοντας στην ακτή» εκτιμήθηκε για το ίδιο ποσό. Και τα δύο δεν πωλήθηκαν. Στους Bonhams δεν πωλήθηκε η Rolls Royce που έφτασε στη χώρα μας επί χούντας και τη χρησιμοποίησε ελάχιστα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Δεν βρήκαν επίσης νέο ιδιοκτήτη πίνακες του Εγγονόπουλου, Φασιανού, Γαλάνη, Μπουζιάνη κ.ά.

Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Από τα 106 έργα που πωλήθηκαν στους Sotheby’s το 66% δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ελάχιστη τιμή εκτίμησης. Ανάμεσά τους βρίσκονταν 5 από τα 10 ακριβότερα έργα της δημοπρασίας. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα 118 έργα Bonhams ήταν 40%. Ανάμεσά τους ήταν τα 7 από τα 10 ακριβότερα έργα. Οι ειδικοί των πλειστηριασμών θεωρούν ότι η επιτυχία μιας δημοπρασίας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ποιότητα των έργων και τις τιμές τους (εκτίμηση και reserves). Στα δύο τελευταία Greek Sale, το κοκτέιλ δεν είχε σωστές αναλογίες: στους Sotheby’s τα 10 πιο ακριβά έργα από τα 200 (το 5% των lots δηλαδή) έδωσαν το 70% του τζίρου (χωρίς προμήθεια), ενώ η πώληση των τελευταίων 33 lots που πουλήθηκαν απέφερε μόνο 206.000 στερλίνες (χωρίς προμήθεια). Στους Bonhams τα δέκα ακριβότερα έργα (8,5% των lots που πουλήθηκαν) απέφερε το 55% του συνολικού τζίρου (χωρίς προμήθεια).

Αλλο ένα στοιχείο που έπρεπε να προσέξουν οι υπεύθυνοι των οίκων είναι πως ορισμένοι καλλιτέχνες εκπροσωπήθηκαν με μεγάλο αριθμό έργων. Και στις δύο δημοπρασίες ο Γαΐτης, ο Φασιανός, ο Πράσινος και ο Κεσσανλής είχαν συνολικά 62 έργα. Χωρίς αγοραστή έμειναν πάντως όλα τα έργα Παρθένη.

Είναι εμφανές ότι εισερχόμαστε σε μια περίοδο ξεκαθαρίσματος και επανεκτιμήσεων. Η ελληνική αγορά που θεωρείται από τις πιο δυναμικά αναπτυσσόμενες μαζί με τη ρωσική, την κινεζική και την ινδική περνά σε φάση ωρίμασης. Καιρός είναι να ωριμάσουν και οι Ελληνες αγοραστές.

Τα πραγματικά αποτελέσματα

Πολλές φορές σχηματίζουμε μια πλασματική εικόνα για την οικονομική επιτυχία των δημοπρασιών. Τα αποτελέσματα των Greek Sale λ.χ. παρουσιάζονται συνήθως σε ευρώ. Επιπροσθέτως, ως τελική τιμή πώλησης ενός έργου, οι οίκοι υπολογίζουν την τιμή κατοχύρωσης συν την προμήθεια. Το ίδιο ισχύει και για τον συνολικό τζίρο. Η πολιτική αυτή, την οποία εφαρμόζουν όλοι οι διεθνείς οίκοι δημοπρασιών, έχει δεχθεί επικρίσεις. Στην Ελλάδα, ο τζίρος των πλειστηριασμών εμφανίζεται μεγαλύτερος κατά 50% σχεδόν απ’ ό,τι είναι, καθώς «φουσκώνει» από την προμήθεια με ποσοστό 15-20%, πολαπλασιασμένο κατά 25% σήμερα από τη μετατροπή των στερλινών σε ευρώ. Βέβαια οι εκτιμήσεις των οίκων γίνονται σε λίρες και χωρίς προμήθεια. Για να δούμε την πραγματική εικόνα μιας δημοπρασίας οφείλουμε να συγκρίνουμε τον τζίρο χωρίς προμήθεια με το σύνολο των εκτίμησεων, επίσης χωρίς προμήθεια. Ο πίνακας - ρεκορ του Βολανάκη π.χ. παρουσιάστηκε στον Τύπο ότι πουλήθηκε 1,9 εκατ. ευρώ. Σε λίρες το ποσό αυτό είναι 1,6 εκατ. Η τιμή κατοχύρωσης όμως είναι 1,4 εκατ. λίρες. Το σημερινό άρθρο της «Κ» παρουσιάζει τις τιμές σε στερλίνες και χωρίς την προμήθεια.

Saturday, November 22, 2008

Οι πρωτοπόροι του καμβά

Εργα κορυφαίων δημιουργών, όπως Μονέ, Πικάσο, Μιρό, Μαξ Ερνστ και Ιβ Κλάιν στην έκθεση που αναδεικνύει το πανόραμα της μοντέρνας τέχνης του 20ού αιώνα

«Δεν ζωγραφίζω μια γυναίκα, κατασκευάζω ένα έργο», δήλωνε ο Πικάσο, υπογραμμίζοντας έτσι ότι με τον κυβισμό, το πρώτο κίνημα αφηρημένης τέχνης του 20ού αιώνα, ανατρέπεται η σχέση του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα.

Αντρέ Μασόν «Οι μνηστήρες», 1932. Στην έκθεση, που θα γίνει από 28 του μήνα έως 22 Φεβρουαρίου, στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, θα εκτεθούν έργα κορυφαίων δημιουργών, υπό τον τίτλο «Οι εποχές των μοντέρνων. Από
Αντρέ Μασόν «Οι μνηστήρες», 1932.
Στην έκθεση, που θα γίνει από 28 του μήνα έως 22 Φεβρουαρίου, στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, θα εκτεθούν έργα κορυφαίων δημιουργών, υπό τον τίτλο «Οι εποχές των μοντέρνων. Από τον Μονέ έως τον Ιβ Κλάιν»

Κατά τη διάρκεια του καινοτόμου 20ού αιώνα ακολούθησαν πολλές ρήξεις και ανατροπές των καλλιτεχνών, που καθιέρωσαν τα θεμελιώδη καλλιτεχνικά κινήματα. Είναι οι λεγόμενες πρωτοπορίες, τις οποίες θέλει να αναδείξει, μέσα από έργα κορυφαίων δημιουργών, όπως οι Μονέ, Πικάσο, Μιρό, Μαξ Ερνστ κ.ά., μία από τις σημαντικότερες εκθέσεις, που σύντομα θα δούμε στην Αθήνα: «Οι εποχές των μοντέρνων. Από τον Μονέ έως τον Ιβ Κλάιν», στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη (Βασ. Σοφίας 9 και Μέρλιν 1), από 28 Νοεμβρίου έως 22 Φεβρουαρίου.

 Τρεις γυναίκες σε κόκκινο φόντο. Λάδι σε καμβά του Λεγκέρ, 1997

Τρεις γυναίκες σε κόκκινο φόντο. Λάδι σε καμβά του Λεγκέρ, 1997

Με την έκθεση επιδιώκεται να δοθεί ένα πανόραμα των εικαστικών τεχνών, από τους Μονέ, Πικάσο και Μιρό μέχρι τους Ιβ Κλάιν, Αρμάν, Ερο κ.ά., σε όλη τους την ποικιλομορφία, την πνοή ανανέωσης και αμφισβήτησης που τις χαρακτήριζε.

«Η τέχνη από τις αρχές του 20ού αιώνα μετέθετε διαρκώς τα όριά της. Σ αυτή την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού μετέβαλε παράλληλα τα τοπικά και ξένα πολιτιστικά στοιχεία σε «πρωτογενή» και καινοτόμα εικαστικά μοντέλα», αναφέρει η ιστορικός τέχνης, Σάνια Παπά, επιμελήτρια της έκθεσης, μαζί με τον Λοράν Εγκί, διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Σεντ Ετιέν της Γαλλίας.

Από το τελευταίο, το οποίο διαθέτει τη δεύτερη σε μέγεθος συλλογή στη Γαλλία, αριθμώντας 15.000 έργα, προέρχονται τα περισσότερα από τα περίπου 51 έργα της έκθεσης 48 κορυφαίων Ευρωπαίων καλλιτεχνών (επιπλέον Φοντάνα, Γκονζάλες, Αρπ, Κάλντερ, Πικάμπια, Ντεμπιφέ κ.ά.). Την έκθεση έχουν δανείσει με έργα επίσης το Μπομπούρ, το Μουσείο Πικάσο, αλλά και γαλλικοί φορείς, όπως η Fnac.

Οι πρωτοπορίες του 20ού αιώνα ξετυλίγονται στην έκθεση μέσα από τρεις βασικές ενότητες, που ανταποκρίνονται σε ισάριθμες ιστορικές περιόδους της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης: Οι καθοριστικές, για την εξέλιξη της τέχνης και τις μορφές της, δεκαετίες του 20 και του 30, με τα κινήματα του Κυβισμού, του Ντανταϊσμού και του Σουρεαλισμού.

Η Αμορφη Τέχνη και η Λυρική Αφαίρεση του 40 και του 50. Και οι ριζοσπαστικοί Ρεαλισμοί της δεκαετίας του 60, με κύρια κινήματα τον Νεορεαλισμό και την Αφηγηματική Απεικόνιση, που δημιουργήθηκε στο Παρίσι, προαναγγέλλοντας τον Μάη του 68, με καλλιτέχνες που συνδύαζαν άλλες πηγές έμπνευσης (διαφήμιση, φωτογραφία, κινηματογράφο, κινούμενα σχέδια, κόμικς), δίνοντας στη ζωγραφική «έναν αυτοβιογραφικό, κριτικό και κυρίως έντονα πολιτικοποιημένο χαρακτήρα».

Τι χαρακτηρίζει τους καλλιτέχνες αυτούς που διαμόρφωσαν με το έργο τους τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα; «Υπερβαίνοντας τα δεδομένα αισθητικά στερεότυπα και τα επιβεβλημένα μορφολογικά χαρακτηριστικά του έργου τέχνης, τάσσονται υπέρ της αρχής της νεωτερικότητας», λέει η Σάνια Παπά.

Δήμητρα Ρουμπούλα, Έθνος, 21/11/2008

Friday, November 21, 2008

The Exile’s Palette

Allyn Baum/The New York Times

Marc Chagall in New York City, 1967.

Ever wondered why so many figures in Marc Chagall’s paintings fly? At age 79, Chagall described how his mother buoyed him, back when he was Moshka Shagal, “her breasts so warmly nourishing and exalting me, and I feel I could swing from the moon.”

Jackie Wullschlager’s Chagall is a colossal mama’s boy. When sustenance from one source dried up, he quickly got it from another — first his mother; then his teacher, Yuri Pen; his friend Viktor Mekler; his girlfriend Thea Brachmann; the poets Apollinaire and Cendrars; his wife, Bella; his dealer Vollard; his daughter, Ida; his lover Virginia; his second wife, Vava. Every­one embraced him, nursed him, held him aloft. But — though the biographer doesn’t put it this way in “Chagall” — one mother rebuffed him, despite his lifelong attempt to please her: Mother Russia.

Wullschlager, the chief art critic for The Financial Times and a biographer of Hans Christian Andersen, doesn’t seem to like Chagall much. That’s O.K. In her engaging, almost painting-by-painting biography, she backs up her dislike (drawing on archival letters and memoirs). Chagall appears as a social climber and a prince of self-pity. He thrived in a bloody century that killed many friends. (Wullschlager’s many concise lists detailing other artists’ fates show how lucky he was.) But he saw himself as Christ on the cross.

And what of his art? Wullschlager says Chagall played on “every radical trend, every jarring dislocation” of the early 20th century, but he comes off as virtually untouched, particularly after 1914. Tellingly, he “possessed no works by any other painter” and, regardless of influence, carried his same bundle of narrative subjects — cows, chickens, rabbis, clocks, fish, flowers, steeples — wherever he went.

Chagall did acknowledge his debt to Vitebsk, his hometown in the Russian Jewish Pale. There the skyline was dotted with spires, everyone owned cows and chickens, and his father, an orthodox Jew, hauled herring for a living. Yes, all the images Chagall would turn into his private lending library came from Vitebsk. But first he had to “get out from that family,” as his daughter said, and out of the shtetl.

In high school he saw his nemesis, a boy who called him a schlemiel, copying a picture. Watching “that fathead” draw, Chagall remembered, “roused a hyena in me.” He enrolled at a traditional drawing school where the painter Lazar Lissitzky (later El Lissitzky) also studied. In 1907, tired of Pen’s realism, he went to St. Peters­burg, where he learned about experimental theater and Gauguin. But he soon returned to Vitebsk and made his first mature work, “The Dead Man,” a study of a corpse, painted from life. It was arranged like a “framed tableau,” Wullschlager says. He was already seeing Vitebsk as a stage set.

Still missing was Chagall’s famous color — or was it? He once said he detested Russian color. “Their color is like their shoes.” Color, he claimed, came into his life when he went to Paris in 1911. Wullschlager says it came with Thea Brachmann, a tomboy intellectual with “an extrovert’s body,” who modeled for him in 1909. Chagall responded with red, and added flowers and dominant women to his stock of images.

But Thea “outlived her usefulness,” Wullschlager writes, after she introduced Chagall to Bella Rosenfeld, an aspiring actress who studied with Stanislavsky. Chagall painted a monumental portrait of her, “My Fiancée in Black Gloves.”

One of the book’s two highlights is the art revolution Chagall lived through in Paris. In 1911, Cubism was new, and an impoverished Chagall (who’d buy “a herring from the market, eating the head one day and keeping the tail for the next”) gorged on second-tier Cubist paintings by Albert Gleizes, Henri Le Fauconnier and Jean Metzinger. Soon he saw Vitebsk through his idiosyncratic, quasi-Cubist lens: “the town seems to snap apart, like the strings of a violin, and all the inhabitants . . . begin to walk above the earth.”

Chagall’s fractured fairy tales caught the attention of the poet Blaise Cendrars, who loved Chagall’s “logic of the illogical” and introduced him to his friends Robert and Sonia Delaunay, Fernand Léger and Guillaume Apollinaire. Chagall’s lively description of his meeting with Apollinaire suggests, by the way, that he missed his calling as a writer: “Wine rang in his glass, meat clattered between his teeth. And all the while he was greeting people right and left . . . Oh! Oh! Oh! Ah! Ah! Ah!”

In 1914, Chagall returned to Vitebsk, where, Wullschlager writes, under Bella’s eye his “dislocated perspectives were straightened out.” Beggars off the street modeled for him, becoming red and green rabbis. His mother died. He married Bella, who became his critic, agent, translator and social ambassador. Their daughter, Ida, was born, and he refused to see her for days because she wasn’t a boy. World War I began. In Petrograd (formerly St. Petersburg), Chagall sat it out, whining about the desk job that probably saved him. His deepest wounds, it turns out, were dealt by Russian artists. That story is the book’s other high point.

Chagall was euphoric in 1918, after the Russian Revolution. His painting “Promenade,” where “Bella spins in the air on Chagall’s arm like a flag,” suggests the feeling. Jews were finally Russian citizens, and avant-garde art was triumphant. The trouble began in 1920, when Chagall, now the head of the People’s Art College in Vitebsk, hired his pal Lissitzky, who, Wullschlager says, had just “come under the spell of Malevich,” the Suprematist painter, and was creating aggressive geometric works like “Beat the Whites With a Red Wedge.” Lissitzky hired Malevich, and together they turned the students against Chagall. Defeated, Chagall painted his school blotted out by semicircles and triangles. The next year, Vitebsk’s synagogues were closed and its Torah scrolls destroyed. The Bolsheviks’ persecution of the Jews had begun.

Chagall’s life in exile — which started in 1922, after he designed the murals for Moscow’s Jewish Theater — is, like his art, full of movement but strangely static. Chagall lived in France, then in New York. He painted more and more crucifixions. And Bella became not just his main subject but all of Russia for him.

Oh, how he missed Russia! In 1937, he wrote a nostalgic letter to his old teacher, Pen, living quietly under the radar of the Soviet regime. It “almost certainly” got Pen killed by the secret police, Wullschlager says. Chagall’s blindness to Soviet horrors verges on the pathological. In 1945, shortly after Bella died, he grieved again over his loss of Russia and composed a letter to Stalin, hoping for an invitation to Moscow.

He briefly cheered up when he settled in with his housekeeper, Virginia Haggard McNeil. They had a son, David, and in the 1950s moved into a villa in Provence, between Picasso and Matisse. Once, when Picasso taunted him about abandoning Russia, Chagall parried that “as a member of the Communist Party,” Picasso “should go first,” adding, “I hear you are greatly beloved in Russia, but not your painting.” Picasso answered: “With you I suppose it’s a question of business. There’s no money to be made there.”

Great stuff. But the biography’s end doesn’t have many such moments. After the exit of Virginia in 1952 and the entrance of her Russian-Jewish replacement, Vava, who became Chagall’s wife and bulldog, it’s a blur of commissions, exhibitions, murals and stained-glass windows until he died in 1985. Indeed, Chagall’s description of his beloved Russia — “a paper balloon suspended by a parachute” — could fit his own inflated stardom unto death.

Monday, November 17, 2008

Για τα κλεμμένα του Μάτσου Πίτσου από το Γέιλ



Associated Press

Εναντίον του αμερικανικού πανεπιστημίου του Γέιλ θα κινηθεί η κυβέρνηση του Περού, καθώς δεν υλοποιήθηκε η συμφωνία για την επιστροφή στο Περού, 5.000 αρχαίων αντικειμένων από το Μάτσου Πίτσου, από τα τουλάχιστον 45.000 αντικείμενα που παρανόμως έχει το μουσείο του πανεπιστημίου!
Η ιστορία ξεκίνησε το 1911, όταν ο Αμερικανός αρχαιολόγος Χίραμ Μπίνγκαμ (σ.σ.. θεωρείται το «πρωτότυπο» του χολιγουντιανού «Ιντιάνα Τζόουνς») βρέθηκε στην αρχαία πρωτεύουσα των Ινκας. Θρυλείται ότι το δρόμο για την αρχαία πόλη τού υπέδειξε ένα αγόρι έναντι... 30 σεντ. Στην πραγματικότητα, η πόλη κατοικούνταν ακόμη, όταν την ...«ανακάλυψε» ο Μπίνγκαμ.

Κατά το ρωσικό πρακτορείο «Lenta.ru», ακολούθησαν κάμποσες αμερικανικές αρχαιολογικές «αποστολές» και ό,τι έβρισκαν μεταφερόταν στο μουσείο του Γέιλ. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με τους περουβιάνικους νόμους της εποχής, ό,τι έβρισκε ο καθένας ...του ανήκε, καθώς το Μάτσου Πίτσου δεν είχε χαρακτηριστεί ως μνημείο (σ.σ.. στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ καταχωρήθηκε το 1983). Η μόνη «δέσμευση» που συμφωνήθηκε μεταξύ του Μπίνγκαμ και του Περού, ήταν να επιστραφούν στο Περού, μετά την έρευνα που θα γίνονταν σε αυτά, μόνο όσα αντικείμενα ήταν ιδιαίτερης σημασίας, ή «διπλά».

Ωστόσο, όταν το 1914 ο Μπίνγκαμ επέστρεψε, ο νόμος στο Περού είχε αλλάξει και πλέον, όποιος έβρισκε αρχαία αντικείμενα, μπορούσε να τα πάρει μόνο για μικρό χρονικό διάστημα. Πολλά από αυτά (κεραμικά, χρυσά κοσμήματα κ.ά.) όντως επέστρεψαν μετά τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Ομως, η πλούσια «συλλογή» της πρώτης αποστολής παρέμεινε στο Γέιλ.

Το 2000, η κυβέρνηση του Περού απαίτησε να επιστραφεί αυτή η συλλογή, σκοπεύοντας να εκθέσει το σύνολο των ευρημάτων σε μουσείο που θα κατασκεύαζε στην πόλη Κούσκο, κοντά στο Μάτσου Πίτσου. Το μουσείο προβλέπεται να εγκαινιαστεί το 2011, 100 χρόνια μετά την «ανακάλυψη» του Μάτσου Πίτσου. Το Γέιλ προτίθεται να επιστρέψει μόνον 5.000 αντικείμενα και να διοργανώνει περιοδικές εκθέσεις στο νέο μουσείο με τα υπόλοιπα. Το Περού, όμως, δε συμφώνησε, καθώς το Γέιλ κατακρατεί περίπου 45.000 αρχαία έργα τέχνης των Ινκας, κι έτσι αποφάσισε να κινηθεί δικαστικά. Αλλωστε, οι Αμερικανοί είχαν ήδη στο παρελθόν προσπαθήσει να «τυλίξουν» τους Περουβιανούς, όπως στην περίπτωση της συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ - Περού (1981), περί επιστροφής αντικειμένων του Περού που θα εντοπίζονταν στις ΗΠΑ. Επειδή, όμως, αυτό έγινε πολύ αργότερα από τις πρώτες αρχαιολογικές αποστολές, η συλλογή Μπίνγκαμ δεν εμπίπτει στην παράνομη μεταφορά αρχαιοτήτων...


Saturday, November 15, 2008

Η γενιά του γκράφιτι αποθέωσε τον Γκόγια

Της Μαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 16 Nοεμβρίου 2008

Αν παρατηρούσε προσεκτικά κανείς τους νεαρούς επισκέπτες που περνούσαν το κατώφλι της Εθνικής Πινακοθήκης τους τελευταίους μήνες, θα νόμιζε ότι πολλοί από αυτούς πήγαιναν σε έκθεση γκράφιτι. Σκισμένα τζιν, ελβιέλες, πολύχρωμα μπλουζάκια γέμιζαν τις αίθουσες με τα χαρακτικά έργα του Φρανσίσκο Γκόγια. Συνολικά 100.000 Ελληνες και ξένοι επισκέφθηκαν το αφιέρωμα, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ημέρες, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες.

Τα δημοφιλή χαρακτικά του σπουδαίου Ισπανού ζωγράφου (από τις σειρές «Τα «Καπρίτσια», «Τα δεινά του πολέμου», «Ταυρομαχίες» και «Τρέλλα») ανήκουν στους κρυμμένους θησαυρούς της Εθνικής Πινακοθήκης. Το μουσείο διαθέτει αντίστοιχες σειρές σπάνιων χαρακτικών του Ρέμπραντ και του Ντίρερ, που έχουν εκτεθεί ελάχιστα στο ευρύ κοινό – όλα αποκτήματα του αείμνηστου Μαρίνου Καλλιγά, διευθυντή του ιδρύματος έως το 1971, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η έκθεση Γκόγια. Η Μαριλένα Κασιμάτη, επιμελήτρια της έκθεσης, μιλά στην «Κ» για τη συμβολή του Καλλιγά αλλά και για τη μελλοντική αξιοποίηση των αποκτημάτων που άφησε πίσω του.

Διαχρονικά έργα

  • Γιατί η έκθεση του Γκόγια γνώρισε τέτοια αποδοχή από το κοινό;

— Ο Γκόγια αγαπήθηκε από τους Αθηναίους διότι τα έργα του είναι διαχρονικά και καίρια. Με μια λέξη, είναι συναρπαστικά. Μικρές ιστορίες, με έξοχη αφήγηση. Το αφιέρωμα εγκαινιάστηκε στις 25 Ιουνίου και είχε πολλούς Ελληνες και ξένους επισκέπτες. Ο κατάλογος που κόστιζε 40 ευρώ εξαντλήθηκε όπως και οι κάρτες και οι αφισέτες που τυπώθηκαν με την ευκαιρία της έκθεσης. Λένε ότι η χαρακτική είναι κοπιαστική για το κοινό. Απαιτεί από τον θεατή περισσότερη συγκέντρωση, αλλά τον ανταμείβει. Το έχει πει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης: «Ο αέρας που είναι πάνω από το χαρακτικό έργο είναι πιο πυκνός».

  • Πότε πρωτοπαρουσιάστηκαν τα έργα αυτά στην Αθήνα;

— Τα 211 χαρακτικά από τις 4 σειρές είχαν εκτεθεί για πρώτη φορά την περίοδο της Δικτατορίας. Ευτυχώς οι λογοκριτές δεν είχαν αντιληφθεί πόσο δυνατά και ανατρεπτικά είναι. Ο Γκόγια μέσα από αυτές τις σειρές μιλά για τη βία, την κατάχρηση εξουσίας, την άρνηση της υποταγής στον ισχυρό. Ο Μαρίνος Καλλιγάς κατάφερε να κάνει αυτήν την έκθεση σιωπηρά και πονηρά. Τότε κυκλοφόρησε ένας μικρός κατάλογος, σχεδόν τσέπης, διότι η Πινακοθήκη δεν είχε πόρους. Στην εισαγωγή είχε μεταφρασμένα κείμενα ενός από τους μεγαλύτερους ξένους μελετητές του Γκόγια. Από τότε μπήκαν στα συρτάρια και κάποια ξαναβγήκαν το 1984 στην έκθεση «Πεντακόσια χρόνια δυτικοευρωπαϊκής χαρακτικής». Ηταν σε άριστη κατάσταση, αλλά χρειάζονταν καινούρια χαρτόνια, ειδικά τζάμια για τις υπεριώδεις ακτίνες και νέες κορνίζες.

  • Τι είδους άνθρωποι επισκέφθηκαν την έκθεση;

— Φιλομαθείς και καλοβαλμένοι. Το ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι ότι ήρθαν πολλοί νέοι. Το αποδίδω στη μεγάλη διαφήμιση που έγινε από τα free press. Mου έκανε εντύπωση ότι τα νέα παιδιά, που έχουν μάθει να τα βλέπουν όλα βιαστικά, αφιέρωναν πολύ χρόνο μπροστά στα έργα. Τους παρατηρούσα να δίνουν μεγάλη σημασία στους τίτλους. Οπως όλοι γνωρίζουμε, ο Γκόγια δεν ήταν απλώς ένας ιδιοφυής επινοητής εικόνων, αλλά και κάποιος που έχει χαρισματική πένα. Οσο και αν ακούγεται περίεργο, ένας πιτσιρικάς που τον ενδιαφέρουν τα γκράφιτι, τα σκίτσα και τα συνθήματα, θα συγκινήθηκε με τον Γκόγια.

Διαμάντια

  • Γνωρίζετε σε βάθος τη συλλογή σχεδίων και χαρακτικών της Πινακοθήκης. Εχουμε και άλλα τέτοια «διαμάντια»;

— Διαθέτουμε 4.612 ελληνικά και ξένα σχέδια και 3.432 ελληνικά και ξένα χαρακτικά. Μεγάλο μέρος τους περιήλθε στο μουσείο από δωρεές και αγορές την περίοδο του Μαρίνου Καλλιγά. Ειδικά στα χαρακτικά έχουμε πολύ σημαντικές σειρές του Ρέμπραντ, του Ντίρερ, του Ντομιέ κ.ά. Οπως και του Γκόγια, αγοράστηκαν όλα χάρη στον Καλλιγά, που φρόντισε τη δεκαετία του ’60 να εμπλουτίσει την Πινακοθήκη με αυτά τα πολύ σημαντικά αποκτήματα, τα οποία αγόρασε στο εξωτερικό. Του οφείλουμε πολλά διότι ήταν ο πρώτος που αντελήφθη ότι ένα μεγάλο μουσείο, αφιερωμένο στη ζωγραφική, πρέπει να έχει και σπουδαία έργα χαρακτικής. Οι συλλογές μας καλύπτουν όλους τους σημαντικούς αιώνες της δυτικοευρωπαϊκής χαρακτικής. Σήμερα θα ήταν αδύνατον οικονομικά να αγοράσουμε έστω και μία από τις σειρές που πήρε ο διορατικός Καλλιγάς από την Ευρώπη, ο οποίος είχε έγνοια και για τα σχέδια. Η θητεία του ήταν πραγματικά σημαντική. Το Μουσείο Μπενάκη εξέδωσε το βιβλίο με τα τεχνοκριτικά του κείμενα, αλλά η Πινακοθήκη τού χρωστά πολλά περισσότερα, όπως το κτίριό της αλλά και τη συνένωση του κληροδοτήματος Σούτσου με τη συλλογή του Μουσείου. Τον κατηγόρησαν επειδή ήταν επικεφαλής την περίοδο της επταετίας. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, μιας και ήταν γενικός διευθυντής και έφυγε μόλις έληξε η θητεία του.

Εκδόσεις

  • Πώς θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα σχέδια και τα χαρακτικά της Πινακοθήκης;

— Μια καλή ιδέα θα ήταν να κάνουμε μικρές εκθέσεις στο μεσοπάτωμα, παράλληλα με τα μεγάλα μας αφιερώματα. Ετσι το κοινό θα αποκτούσε μια τριβή μαζί τους. Είναι σημαντικό για έναν Ελληνα επισκέπτη να διαβάζει ότι ο Ρέμπραντ και ο Ντίρερ είναι χαράκτες, όπως ήταν ο τίτλος του Γκόγια. Επίσης θα μπορούσαμε να κάνουμε –όπως και τα μουσεία του εξωτερικού– θαυμάσιες εκδόσεις, όπως τα λευκώματα, που αποτελούν πηγή εσόδων. Εχουμε λ.χ. 450 σχέδια του Παρθένη που έγιναν δωρεά από την κόρη του καλλιτέχνη επί Παπαστάμου και 729 σχέδια του Λύτρα, καταπληκτικά σχέδια του Πάνου Αραβαντινού που ήταν σκηνογράφος στην όπερα του Βερολίνου, σχέδια του Γαλάνη, του Χαλεπά, του Σκλάβου... Το ίδιο ισχύει και για τα χαρακτικά όπου πάλι διαθέτουμε έργα του Τάσσου, της Κατράκη, του Γαλάνη, του Κεφαλληνού κ.ά. Ολα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιοποιηθούν σε εκθεσιακό και εκδοτικό επίπεδο.