Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ
Μπορείτε να φανταστείτε ένα καφενείο με ευδιάθετους θαμώνες, ακριβώς κάτω από τις κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός; Δεκάδες Κρητικούς να υποδέχονται μπροστά στην εκκλησία του Αρκαδίου τον πρίγκιπα Γεώργιο ως τον πρώτο Ελληνα κυβερνήτη της Μεγαλονήσου; Χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρωμένους στην οδό Πατησίων να ζητούν την απομάκρυνση των Αγγλων από την πολιτική ζωή της Ελλάδας;
Μην επιστρατεύσετε τη φαντασία σας. Τα παραπάνω φωτογραφικά στιγμιότυπα, μαζί με αρκετά ακόμα από την ελληνική επικράτεια έχουν συγκεντρωθεί στο λεύκωμα «Βλέμματα από την Ελλάδα. Από το Αλφα έως το Ωμέγα και από το 19ο στον 20ό αιώνα» των εκδόσεων «Μεταίχμιο».
Πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο φωτογραφικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των δύο προηγούμενων αιώνων. Αποτελείται από 200 σπάνιες φωτογραφίες ξένων περιηγητών, αρχαιολόγων, γνωστών αλλά και ανώνυμων φωτογράφων, προερχόμενες από το πολύτιμο αρχείο του ιστορικού τέχνης και διδάκτορα Αισθητικής και Τεχνολογίας της Εικόνας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, Χάρη Γιακουμή. Τα κείμενα της έκδοσης υπογράφει ο συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου.
Οι φωτογραφίες δεν παρουσιάζονται με αυστηρή χρονολογική σειρά. Κατατάσσονται «αλφαβητικά», με βάση το πρώτο γράμμα του τόπου ή της περιοχής που απεικονίζουν. Βολικά η Αθήνα βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του λευκώματος. Ετσι την εντυπωσιακή φωτογραφία του 1865, με τους Αγγλους περιηγητές φωτογραφημένους κάτω από το βλέμμα των Καρυατίδων διαδέχεται η εικόνα ενός αυθεντικού «μάγκα και νταή» με κλασικό ριγωτό παντελόνι, ζωνάρι στη μέση και δίχρωμο μυτερό παπούτσι, φωτογραφημένου στους Αέρηδες, μια ανάσα από τις διαβόητες φυλακές του Μεντρεσέ. Οι φυλακές τού 18ου αιώνα κατεδαφίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. «Ισως είχε επισκεφθεί κάποιον γνωστό του φυλακισμένο», σημειώνει ο Μάνος Ελευθερίου για τη φωτογραφία τού νταή «και ίσως ψιθύριζε μόνος του το τραγικό δίστιχο του προπολεμικού ρεμπέτικου για τον πλάτανο που βρισκόταν στον περίβολο: "ο πλάτανος του Μεντρεσέ έχει διπλό τον κλώνο, ο ένας λέει ισόβια κι ο άλλος λαιμητόμο"».
Τελικά, η θραυσματική αποτύπωση του ελληνικού τοπίου στο λεύκωμα, όπου τα σπαράγματα του αρχαίου κλέους συνδιαλέγονται με νταήδες, ρομαντικούς περιηγητές, βοσκούς του θεσσαλικού κάμπου, μακεδονομάχους, στιγμιότυπα από την αστική και αγροτική ζωή, μοιάζουν με τις ψηφίδες που θα συνθέσουν αργότερα την αντιφατική, νεοελληνική μας ταυτότητα.
«Αυτός είναι ο ελληνικός κόσμος που αναδύεται απ' όλο τον 19ο αιώνα ώς τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο σε αυτές τις αποτυπώσεις της ελληνικής επαρχίας λείπουν εικόνες της "καρδιάς", ενός χωριού, με το κλασικό καφενεδάκι που ήταν και μπακάλικο και πουλούσε από κεριά, λιβάνι και όσπρια μέχρι κάρβουνο και πετρέλαιο», γράφει ο Μάνος Ελευθερίου στον πρόλογο της έκδοσης. Και παρατηρεί: «Βλέποντας κάποιος αυτές τις φωτογραφίες, έχει την εντύπωση ότι ολόκληρος ο πληθυσμός ήταν πρόσφυγες, ότι κατέφθασαν σε τούτα τα μέρη κυνηγημένοι.
Ανθρωποι της ανάγκης και μιας ελπίδας η οποία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Οσο για την παράλληλη πορεία μιας άλλης Ελλάδας, ντυμένης στα παράσημα και τα μεταξωτά, την απάτη και τις ίντριγκες, είτε στην Αθήνα είτε στις πρωτεύτουσες των νομών, αυτό είναι μια άλλη ατέλειωτη ιστορία».
Πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο φωτογραφικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των δύο προηγούμενων αιώνων. Αποτελείται από 200 σπάνιες φωτογραφίες ξένων περιηγητών, αρχαιολόγων, γνωστών αλλά και ανώνυμων φωτογράφων, προερχόμενες από το πολύτιμο αρχείο του ιστορικού τέχνης και διδάκτορα Αισθητικής και Τεχνολογίας της Εικόνας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, Χάρη Γιακουμή. Τα κείμενα της έκδοσης υπογράφει ο συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου.
Οι φωτογραφίες δεν παρουσιάζονται με αυστηρή χρονολογική σειρά. Κατατάσσονται «αλφαβητικά», με βάση το πρώτο γράμμα του τόπου ή της περιοχής που απεικονίζουν. Βολικά η Αθήνα βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του λευκώματος. Ετσι την εντυπωσιακή φωτογραφία του 1865, με τους Αγγλους περιηγητές φωτογραφημένους κάτω από το βλέμμα των Καρυατίδων διαδέχεται η εικόνα ενός αυθεντικού «μάγκα και νταή» με κλασικό ριγωτό παντελόνι, ζωνάρι στη μέση και δίχρωμο μυτερό παπούτσι, φωτογραφημένου στους Αέρηδες, μια ανάσα από τις διαβόητες φυλακές του Μεντρεσέ. Οι φυλακές τού 18ου αιώνα κατεδαφίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. «Ισως είχε επισκεφθεί κάποιον γνωστό του φυλακισμένο», σημειώνει ο Μάνος Ελευθερίου για τη φωτογραφία τού νταή «και ίσως ψιθύριζε μόνος του το τραγικό δίστιχο του προπολεμικού ρεμπέτικου για τον πλάτανο που βρισκόταν στον περίβολο: "ο πλάτανος του Μεντρεσέ έχει διπλό τον κλώνο, ο ένας λέει ισόβια κι ο άλλος λαιμητόμο"».
Τελικά, η θραυσματική αποτύπωση του ελληνικού τοπίου στο λεύκωμα, όπου τα σπαράγματα του αρχαίου κλέους συνδιαλέγονται με νταήδες, ρομαντικούς περιηγητές, βοσκούς του θεσσαλικού κάμπου, μακεδονομάχους, στιγμιότυπα από την αστική και αγροτική ζωή, μοιάζουν με τις ψηφίδες που θα συνθέσουν αργότερα την αντιφατική, νεοελληνική μας ταυτότητα.
«Αυτός είναι ο ελληνικός κόσμος που αναδύεται απ' όλο τον 19ο αιώνα ώς τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο σε αυτές τις αποτυπώσεις της ελληνικής επαρχίας λείπουν εικόνες της "καρδιάς", ενός χωριού, με το κλασικό καφενεδάκι που ήταν και μπακάλικο και πουλούσε από κεριά, λιβάνι και όσπρια μέχρι κάρβουνο και πετρέλαιο», γράφει ο Μάνος Ελευθερίου στον πρόλογο της έκδοσης. Και παρατηρεί: «Βλέποντας κάποιος αυτές τις φωτογραφίες, έχει την εντύπωση ότι ολόκληρος ο πληθυσμός ήταν πρόσφυγες, ότι κατέφθασαν σε τούτα τα μέρη κυνηγημένοι.
Ανθρωποι της ανάγκης και μιας ελπίδας η οποία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Οσο για την παράλληλη πορεία μιας άλλης Ελλάδας, ντυμένης στα παράσημα και τα μεταξωτά, την απάτη και τις ίντριγκες, είτε στην Αθήνα είτε στις πρωτεύτουσες των νομών, αυτό είναι μια άλλη ατέλειωτη ιστορία».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/12/2008
No comments:
Post a Comment