- Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ, ΚΥΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Επτά, Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010
- Θα ξαναπώ μιαν ιστορία που με είχε κάποτε μαγέψει με το αφοπλιστικό της υπονοούμενο και που την βλέπω τώρα, αναδρομικά, να διαγράφεται φωτισμένη απ' την ομίχλη ενός παρατεταμένου χειμώνα, του οποίου κορυφαίο γεγονός ήταν ο θάνατος του Γιάννη Μόραλη, στα 93 του.
Ως προς τα υπόλοιπα, εάν το σκίτσο αυτό δεν αποσπάσει την έγκρισή σας, θεωρήστε το τουλάχιστον ως το λογοτεχνικό ανάλογο του μπαλώματος στο οποίο αναφέρθηκε ο ζωγράφος το επίμαχο πρωινό, ήτοι του ίχνους απ' το βελόνι ενός ράφτη της παλιάς σχολής στην πίσω όψη μιας Ιστορίας που τη γράφουν οι ηττημένοι.
Ο Μόραλης, ιδιαίτερα ο πρώιμος Μόραλης, ήταν για μένα ο καλλιτέχνης εκείνου του πυκνού και διφορούμενου φωτισμού που έρχεται απ' τα παιδικά μου χρόνια, αυτής της σκοτεινής γλαυκότητας, αν μπορώ να την ορίσω έτσι, που είχε βαθμιαία συνυφανθεί με όσα έκρινα αντιπροσωπευτικά της μεταφυσικής μου. Το χρωματολόγιό της περιελάμβανε όλους τους ελαφρείς και εύθραυστους ίσκιους, όλα τα ρίγη της κρυφής έξαψης μέσω της οποίας άτομα σαν εμένα συνειδητοποιούσαν τη χρονικότητα του πένθους, φως και νύχτα μαζί, σκούρο φως που τροφοδοτούσε τις δωρικές καμπύλες ενός είδους ουράνιας γεωμετρίας κατάλληλης για την πλαισίωση κάποιου τέμπλου, με κάτι απ' το χρυσαφί και το μοβ της γης των βιβλικών αφηγήσεων. Καιρός του σπείρειν και του θερίζειν ταυτόχρονα, η ζωγραφική του Μόραλη με καθοδηγούσε σε μια περιοχή του ορατού όπου το σκοτάδι, αν μου επιτρέπετε μια τολμηρή μεταφορά, δεν ήταν πλέον αδιαπέραστο αλλά στήριζε υποδορίως τη νοσταλγία της μορφής, όχι τη σκίαση του περιγράμματος, κι έτσι μετείχε σε κάτι που άγγιζε τα μυστικά της αγάπης. Ωστόσο ο άνθρωπος ήταν μάλλον άνοστος. Η ψυχική διαφάνεια που αντανακλούσαν οι πίνακές του δεν είχε διόλου σημαδέψει την κοινωνικότητά του και, πάντως, δεν αποτελούσε το αγαπημένο του θέμα συζήτησης.
Εχοντας την εμπειρία μερικών δεκάλεπτων συναντήσεων μαζί του, πριν από χρόνια, στο βιβλιοπωλείο Ικαρος, στην οδό Βουλής, συγκρατώ την ανάμνηση ενός ηλικιωμένου αστού που οι αντιλήψεις του για την ευτυχία περιορίζονταν στη σχολαστική απόλαυση ενός γλυκίσματος και στην επανάληψη ενός ανεκδότου σχετικού μ' ένα ζευγάρι χαμένα μανικετόκουμπα. Εδειχνε μιαν ήρεμη προσκόλληση στη ρουτίνα της ζωής του, παράδοξα εξαρτημένη απ' το τετριμμένο, και το στιλ των ανεκδότων που του άρεσε να μηρυκάζει ήταν απ' τα λιγότερο ενδιαφέροντα. Τον είχα ακούσει ξανά και ξανά να υπερηφανεύεται, ακριβώς στον ίδιο μοιρολατρικό τόνο, για την ευλαβική τήρηση της συνήθειας να γεύεται ένα μόνον ουίσκι κάθε βράδυ, αφήνοντας απαρεγκλίτως δύο χιλιοστά ποτού στο ποτήρι διότι υποτίθεται πως αν έφτανε στον πάτο κινδύνευε απ' τον πειρασμό να κεράσει τον εαυτό του και δεύτερο ποτό και τρίτο και ποιος ξέρει πόσα ακόμη. Με δυο λόγια, η ιδιοφυΐα της ζωγραφικής μας ήταν το πρότυπο του συμπαθούς κυρίου που τον έβλεπες να έρχεται προς το μέρος σου και φρόντιζες να προετοιμαστείς για βαρετές τυπικότητες, αν όχι να στρίψεις στο σοκάκι προτού σε δει, αναβάλλοντας το βάσανο ολότελα ανεπίκαιρων προσποιήσεων.
Εντούτοις, μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι απέναντι σε τέτοια πρόσωπα ειδικά, ποτέ κανείς δεν διακινδύνεψε την αξιοπρέπειά του, διότι είχαν το χάρισμα να σου δανείζουν, μ' έναν αδιόρατο τρόπο, λίγη απ' τη δική τους. Η αξιοπρέπεια σχημάτιζε μέσα τους ένα ίζημα, υπήρχε μια χημεία εξουδετερωμένων αντιφάσεων που ο μαρασμός τους ευωδίαζε όπως το κρασί μετά τη ζύμωση ή το παχύ εκείνο κατακάθι σ' ένα βάζο με μέλι. Κατάλαβα επίσης ότι παρόμοιοι χαρακτήρες πορεύονταν με γνώμονα την ανάγκη μιας ήσυχης ζωής, σκανδαλωδώς μονότονης και απελπιστικά νοικοκυρεμένης, σε αντιστάθμισμα της τρικυμίας που τους αναστάτωνε εσωτερικά, στο επίκεντρο της αμυντικής και ευπροσήγορης στάσης τους απέναντι στο βουητό του κόσμου. Η μονοτονία των συνηθειών τους ήταν ένα προγεφύρωμα για τη σταδιακή, χωρίς τυμπανοκρουσίες, κατάκτηση πραγμάτων και αντιλήψεων που, κατά κανόνα, σε καλούν να τους επιβληθείς με τη βίαιη αδιακρισία μιας πνευματικής έντασης που τα καταστρέφει - εδώ, αντίθετα, ο Μόραλης έπρεπε να εξασφαλίσει έναν τύπο ζωής που θα του επέτρεπε να κατακτήσει τα αντικείμενα της τέχνης του χωρίς να τα καταστρέψει, μόνον με τη στοργή ενός γέρου, ενός ανθρώπου που ήταν γέρος από τα νιάτα του. Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν ήταν τόσο βαρετός όσο γλυκύς, όπως το εννοούμε, φέρ' ειπείν, για τον ελληνικό καφέ, που παλιότερα τον λέγαμε τούρκικο και, πιο παλιά, αραβικό, τον καφέ που είχαν πιει ο Ερωτόκριτος κι η Αρετούσα τότε που έβαλαν ενέχυρο τις βέρες τους.
Ετσι, ο Μόραλης απέκτησε συν τω χρόνω το προφίλ εκείνου που κατείχε το μυστικό τού να ζεις αφήνοντας κάτι ελάχιστο απ' το ποτό σου στο ποτήρι, λες και ο μεγαλύτερος απ' τους φόβους που ενέπνεε το αντικείμενο της εμπειρίας ήταν ο κίνδυνος να το καταναλώσεις πριν το κατανοήσεις, πριν προλάβετε, οι δυο σας, να δεθείτε με δεσμούς αφοσίωσης. Αν το κατέβαζες μονορούφι, μπορούσε να σε σκοτώσει, ιδού ποια ήταν η πίστη αυτών των ανθρώπων, περιλαμβανομένων, εξυπακούεται, του Γκάτσου και του Ελύτη. Αγαπάμε, εξάλλου, όταν κάτι απ' τον άλλο μάς λείπει με μιαν ιδιαίτερη έννοια, ούτως ώστε η ανταύγεια του άλλου να υφαίνεται γύρω απ' το έλλειμμα. Αν θέλετε την άποψή μου, δεν πρέπει να πεταγόμαστε και να φωνάζουμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, όπως έκανε στην παρέλαση εκείνο το αγοράκι, του Αντερσεν· πρέπει μάλλον να μελετάμε τη γύμνια σιωπηλά σαν ένα έλλειμμα που υποστηρίζει τα τρωτά σημεία της ταυτότητας του άλλου - δεν έχει νόημα να διαλαλείς ότι το ποτό σε δηλητηριάζει· είναι προτιμότερο να το απολαμβάνεις με το μέτρο ενός Λόγου που διαρκώς υπόκειται στη ματαίωση. Αναλόγως, ο Ελύτης συνήθιζε να καπνίζει σε καθορισμένες ώρες, όπως τρώνε οι μοναχοί, βγάζοντας απ' το πέτο μια καρφίτσα και τρυπώντας το τσιγάρο για να είναι πιο ελαφρύ. Σκεφτόσουν ότι ένας τέτοιος συγγραφέας θα μεταχειριζόταν τα σημεία στίξης με θρησκευτικό δέος.
Ο Μόραλης ήξερε από ένστικτο ότι αυτή η μετριοπάθεια, οσονδήποτε αντιπαθητική εκ πρώτης όψεως, ήταν εγγύηση για τις υπερβολές της μύχιας ζωής, όπου οτιδήποτε εξωφρενικό, ή απλώς χαριτωμένο, κάθε έμπνευση, κάθε έρωτας, κάθε μυστήριο, πρέπει να παρουσιάζεται με τη φυσικότητα μιας αγιογραφίας. Συσχετίζω την ώριμη ματιά που είχε αντιτάξει στη γύμνια του κόσμου και των βασιλέων του, με την ιστορία που μας διηγήθηκε, ένα πρωί, από κείνες που διατηρούνται αιωνίως ζωντανές λόγω της ισχυρής συμβολικής τους αντήχησης και που, έκτοτε, τη σκέφτομαι συχνά με κάποια ευγνωμοσύνη γιατί μου πρόσφερε το ιδεώδες παράδειγμα του πώς λειτουργεί η αμφισημία της ελληνικής κατάστασης. Αρχισε λέγοντας ότι του είχε ζητηθεί, μια φορά κι έναν καιρό, να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του βασιλιά Παύλου, πράγμα που έγινε. Βεβαίως, επειδή θα ήταν παράλογο να στηθεί ο μονάρχης ποζάροντας μέχρις ότου ολοκληρώσει ο ζωγράφος την επεξεργασία των λεπτομερειών της στολής, συμφώνησαν να τελειώσει με το πρόσωπο, η δε στολή θα μεταφερόταν στο ατελιέ για την αντιγραφή των διακριτικών και των παρασήμων.
Λίγο αργότερα, στο εργαστήριό του, ο νεαρός καλλιτέχνης θα παραλάμβανε το δέμα με την επίσημη στολή του βασιλιά - του Βασιλέως· ο Μόραλης έλεγε ο Βασιλεύς του Βασιλέως, σαν συνταξιούχος διπλωμάτης.
«Είστε ο κ. Μόραλης;»
«Μάλιστα».
«Εχω ένα δέμα για σας από τα Ανάκτορα».
«Περάστε μέσα».
Πιθανολογώ ότι ο κομιστής θα δέχτηκε την πρόταση για έναν καφέ αλλά η μυρωδιά του λινέλαιου και τα βλέμματα των πορτρέτων τον αποθάρρυναν. Εφυγε όπως ήρθε, μη προλαβαίνοντας να σκεφτεί πως, αν αυτό είχε συμβεί στην Ολλανδία, ο παραλήπτης θα όφειλε να υπογράψει κάποιο έγγραφο, ενώ στα μέρη μας, όπου όλα ήταν δανεικά, η ένταση που προκαλούσαν τα πράγματα αποτελούσε από μόνη της πιστοποιητικό. Δεν μπορούσες άλλωστε να αποφύγεις τις εκπλήξεις ανεξάρτητες απ' το πρωτόκολλο. Οντως, καθώς ξεδίπλωνε ο Μόραλης τη στολή του Ναυάρχου που, όπως είθισται, ήταν διπλωμένη το μέσα έξω, και ενώ την τοποθετούσε στην κρεμάστρα, εντόπισε πάνω της, για την ακρίβεια στη φόδρα, στην περιοχή της μασχάλης, αυτό το εκπληκτικό πράγμα: ένα μπάλωμα.
Ξαφνικά, ο ζωγράφος έπαψε να μου φαίνεται πληκτικός. Le bon Dieu est dans le detail· με δεδομένο το μπάλωμα, οι θεοί της σημασίας συνεδρίαζαν υπό τη σκέπη της λεπτομέρειας, αυτής που ούτε κρύβει ούτε φανερώνει αλλά σημαίνει. Ηταν μια όμορφη ιστορία αν σκόπευε κανείς να διδάξει στα παιδιά του τι είναι όχι αυτό που δεν γνωρίζουν αλλά αυτό που ξέρουν καλύτερα από μας και που ξεπετάγεται όταν έρχονται σε επαφή δύο αντίθετες πραγματικότητες, τόσο ξένες μεταξύ τους, εν προκειμένω, όσο το να είσαι βασιλιάς και να φοράς κουρέλια. Σημείο ενός διαλεκτικού μεσουρανήματος στ' αλήθεια ιλιγγιώδους και κατ' εξοχήν ελληνικού, το βασιλικό μπάλωμα συνόψιζε την εθνική και πολιτική περιπέτεια του κρατιδίου από την εποχή του Μακρυγιάννη και εντεύθεν. Ειδικά επειδή επρόκειτο για σημαίνον τέτοιας ολκής, η επιρροή του επάνω μου πολλαπλασιάστηκε και ο Μόραλης κατάπιε ένα δεύτερο μπισκοτάκι χαμογελώντας. Δεν είχε κάτι να προσθέσει. Θεώρησε ότι η ιστορία είχε την επιβεβλημένη και ανεκτή ρηχότητα ενός ανεκδότου. Χαμογελούσε όχι τόσο για το λεγόμενο ηθικό δίδαγμα αλλά διότι η κοινοτοπία των περιστάσεων τον ανακούφιζε. Εμοιαζε απρόθυμος να σταθεί στο γεγονός ότι το μπάλωμα στα ρούχα του βασιλιά ήταν κάτι εξαιρετικό, κάτι που ανήκε στην τάξη της εξαίρεσης, και προτίμησε να φανεί συμφιλιωμένος με το ανάποδο, σαν να πίστευε ότι το σύνηθες, π.χ. το μπάλωμα, είχε καθησυχαστικά επιβληθεί παντού, ακόμη και στην γκαρνταρόμπα των ανακτόρων. Κάτι εντελώς διαφορετικό απ' το Γουώτεργκαίητ, αφού εδώ, στο Τατόι, μέχρι κι οι υπηρέτες θα τολμούσαν να πάρουν τον υπ' αριθμόν ένα του πολιτεύματος στο ψιλό, σιγοτραγουδώντας στην κουζίνα ή γυαλίζοντας τα κηροπήγια:
Πότε άδικος και φαύλος,
πότ' επιεικής και πράος,
ο αφέντης μας ο Παύλος
που προήδρευε στο χάος
της Ελλάδος, είχε ράψει
στη μασχάλη, για το μάτι
το κακό, που 'κανε θραύση,
το j'sais pas quoi, το κάτι
που προστάτευε το κύρος
του θεσμού αλλ' αντιστρόφως:
δείχνοντας πως θα 'ταν στείρος
ο θεσμός κι ότι ο κόπος
του μονάρχη μας χαμένος
θα 'ταν αν δεν κυβερνούσε
εξαρχής παραιτημένος
απ' αυτό που εκπροσωπούσε.
Η αναπόφευκτη σκέψη ότι, εντέλει, ανήκαμε σ' ένα παράξενο είδος ατόμων ικανών και αποφασισμένων να μπαλώσουν ώς και τη στολή του βασιλιά, υπονοεί ότι ο ανθρωπολογικός τύπος της ανατολικής Μεσογείου αποδεικνυόταν, ένεκα ιδιοσυγκρασίας, όχι επαναστάτης, όπως ήθελαν οι φήμες, αλλά άστατος κι επιπόλαιος, επιρρεπής στους αυτοσχεδιασμούς και έτοιμος να παραβιάσει τους κανόνες από κλίση στις πρόσκαιρες λύσεις και διευκολύνσεις. Δεν θα έφτιαχνε καινούρια στολή για τον βασιλιά του αν δεν εξαντλούνταν, προηγουμένως, όλα τα περιθώρια επιδιόρθωσης. Εκ των υστέρων, ήταν προφανές ότι οι δραστηριότητες των καλύτερων ανάμεσά μας, αρχής γενομένης με τον Σολωμό, είχαν το ίδιο μοναδικό αντικείμενο: τα μπαλώματα. Οσο για τον Μόραλη, ξανατσίμπησε ένα μπισκότο, το τρίτο, αδιαφορώντας για τα αυστηρά συμπεράσματα και με μιαν άνεση που γαργάλησε μέσα μου την επιθυμία να τον ρωτήσω αν ο αντιαλκοολικός κανόνας του ελάχιστου υπολείμματος ίσχυε και για τα βουτήματα. Πιθανόν. Ισως ποτέ να μην έτρωγε τέταρτο.
Ωστόσο, το βασιλικό ανέκδοτο παρείχε ενδείξεις, διόλου αποκαρδιωτικές, ότι οι εξουσίες υπάγονταν κι εκείνες, με τη σειρά τους, στον ελληνικό μύθο του μέσου όρου. Κάτι ιδιαίτερα ανθρώπινο ερχόταν να χαλαρώσει την ηθική απομόνωση των ισχυρών και να εμπλέξει την υπεροχή τους σ' ένα σενάριο όπου το αναπάντεχο και οι κρυφοί συμβιβασμοί δρούσαν ευεργετικά διά της αποσταθεροποίησης. Αντίο αλαζονεία! Η αίγλη του βασιλιά αναφερόταν στην παραπληρωματική διάσταση της συμβολής του ράφτη. Προϊστάμενος ενός κράτους όπου οι πολίτες κοιμούνταν τα μεσημέρια, ήσουν μόνον εφόσον ανεχόσουν τη δαχτυλήθρα και τις επινοήσεις της τελευταίας στιγμής. Με λίγη φαντασία, το αταξινόμητο αυτό αντικείμενο, το βασιλικό μπάλωμα, γινόταν το ιδιάζον έμβλημα της παραπαίουσας ελληνικότητας. Απωθητικό και συνάμα παρήγορο, κατακάθι του ερασιτεχνισμού αλλά και απόσταγμα της πεποίθησης ότι ο άνθρωπος συνιστά το αριστοτελικό μέτρο των πάντων, σημάδευε την άλυτη ένταση γύρω απ' την οποία συνεκροτείτο το περίφημο ζήτημα της πολύκλαυστης ταυτότητάς μας, στης οποίας τα λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά μνημόσυνα ξέρετε πόσο μου αρέσει να παίρνω μέρος σαν το παιδάκι της χορωδίας. Φυσικά, απ' αυτό τον επαμφοτερισμό, για να μην πούμε οξύμωρο, δεν είχε απομείνει παρά η γελοιογραφία, δεν μπαλώναμε πια τα ρούχα του βασιλιά αφότου τα καινούρια, άυλα ρούχα επιβλήθηκαν οριστικά σαν τρόπος ζωής, αλλά μπορούσες να ελπίζεις ότι εξακολουθούσε να ισχύει εν μέρει το ανάποδο: κάθε μπάλωμα, κάθε σχισμή απ' όπου φαινόταν το γύφτικο περιεχόμενο των πολιτικών και πολιτιστικών μας αξιώσεων και χειρονομιών, υψωνόταν τώρα σε θέση βασιλική. Οχι πια βασιλικό μπάλωμα αλλά μπάλωμα που βασιλεύει, κι αυτός ήταν ένας ορισμός για την πνευματική φτώχεια του βαλκανικού τηλεοπτικού λάιφσταϊλ της Μυκόνου και της Αράχοβας.
Εννοείται πως, χάρη στα μπαλώματα, κανένα παιδί σε καμία παρέλαση, εδώ σ' εμάς, δόξα τω Θεώ, δεν πετάχτηκε να καταγγείλει τη γύμνια του βασιλιά, όπως στη Δανία - θα 'ταν πλεονασμός. Το μπάλωμα στη στολή του καημένου του Γκλίξμπουργκ ήταν ό,τι και η μειωμένη δόση ουίσκι του ζωγράφου μας, αυτό το «μισό δαχτυλάκι» που έμενε σαν μερίδιο κάποιου υποθετικού τριτεγγυητή που απαγόρευε τις καταχρήσεις στην επιδίωξη της τελειότητας, λίγο λαδάκι στο καντήλι του κοινοτικού μας παρελθόντος, ή σαν το κόλπο της κατοχύρωσης εκείνων που κόβουν την πίτα δίνοντας «το πρώτου του Χριστού, το δεύτερο του σπιτιού» κ.ο.κ., αποσιωπώντας ότι το σπίτι αποκτήθηκε άρπα κόλλα χάρη στον οίστρο των δανείων. Ο λαός είχε το δικό του παράσημο κρεμασμένο στη στολή του βασιλιά, αλλά από μέσα.
Κάθε που συναντάω το όνομα του Μόραλη, θυμάμαι εκείνο το μπάλωμα που ήταν και ειδικότητα του πατέρα μου. Κι όχι μόνον αλλά η χρωματική γκάμα ενός ορισμένου πρώιμου Μόραλη, εκείνου που υπέγραψε το πορτρέτο της φίλης μου, Κατερίνας Καρύδη, συναντούσε πλαγίως τις εικόνες που ζωγράφιζε ο Γρηγόριος Αρανίτσης, στα νιάτα του, για ορισμένες εκκλησίες έναντι αμοιβής, όπως στον Αγιο Ελευθέριο, στην Κέρκυρα, στο τέρμα της οδού Νικηφόρου Θεοτόκη, το στιλπνό καφέ της γης, τη σκουριά, το απαλό γκρενά ενός νυχτερινού στερεώματος με φεγγάρι τριών τετάρτων, το χρυσαφί των αγρών του καλοκαιριού, τις αποχρώσεις του ώριμου σύκου και το βαθύ πέπλο του μπλε ρουαγιάλ. Με τη διαφορά ότι οι εικόνες που έφτιαχνε ο πατέρας μου ήταν αντιγραμμένες από παλιές λιθογραφίες ή από τα έργα του Αγγελου Γιαλλινά, έργα λουσμένα στις απόκοσμες μαρμαρυγές του απογεύματος της Μεγάλης Παρασκευής, έργα σαν την Παλιά εξώπορτα με πασχαλιές ή το Τοπίο με ψαράδες.
Κατάγομαι από γενιά αντιγραφέων. Ζήτω η διακειμενικότητα!
Μπαλώστε ό,τι λείπει!