Επιστροφή, μετά από εικοσαήμερη αποχή, με σφιγμένα δόντια· τα περισσότερα ξένα. Που σημαίνει ότι το ομηρικό έρκος οδόντων , εκ γενετής ευάλωτο, έγινε στο μεταξύ σαθρό- περί αυτού όμως άλλη φορά. Αντ΄ αυτού δύο λόγια σήμερα για το 2010, με το οποίο ανοίγει, όπως ισχυρίζονται τουλάχιστον οι ανυπόμονοι χρονομέτρες, η δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Στο μεταξύ κυλάει ακάθεκτος ο βιολογικός μας χρόνος, εναλλάσσοντας τα δύο συστατικά του προσωπεία: το φορητό και το αφόρητο. Στο φορητό αρμόζει η ζωή, στο αφόρητο ο θάνατος. Που για να μη τον ξεχάσουμε, αφάνισε στην εκπνοή του προηγούμενου χρόνου δύο συμβολικές μορφές, σε δύο μάλιστα διαδοχικές μέρες: προηγήθηκε ο μελαγχολικός χαμός του Γιάννη Μόραλη· ακολούθησε η δραματική απώλεια του Χρήστου Λαμπράκη.
Με το δεύτερο πένθος συγχρονίστηκε ολιγόσειρο σχόλιό μου, που δημοσιεύτηκε στο πένθιμο «Βήμα» (22 Δεκεμβρίου), αρχίζοντας με την επόμενη φράση: «Οι πιο πολλές απώλειες, ακόμη και δικών μας, βρίσκουν αργά ή γρήγορα, κάποια κρυφή αντίσταση στο μυαλό και σταματούν στο σήμα της φιλόζωης άμυνας. Υπάρχουν όμως και ανεξήγητες εξαιρέσεις, όπου ο θάνατος αφήνει ίχνη ανεξίτηλης ενοχής στα χέρια μας, το ασήκωτο αίσθημα πως φταίμε οι ζωντανοί για όσους πεθαίνουν.» Για το προηγούμενο πένθος του Γιάννη Μόραλη θυμήθηκα αναδρομικά και αντιγράφω αποσπασματικά ένα εκτενέστερο κείμενο, δημοσιευμένο στις 15.3.92 («Βήμα της Κυριακής»), υπό τον τίτλο Η δωρεά της όρασης:
«Καλλιτεχνικό γεγονός μείζονος σημασίας, που κινδυνεύει να εκπέσει σε κοσμικού τύπου είδηση: ο Γιάννης Μόραλης και η τελευταία έκθεση έργων του, που εγκαινιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Οχι δεν ήμουν εκεί το βράδυ εκείνο των εγκαινίων, με τους δύο και πλέον χιλιάδες επισκέπτες, όσοι συνέρρευσαν να τιμήσουν τον πράγματι σπουδαίο δάσκαλο της ζωγραφικής για τις ώριμες εικαστικές ομολογίες του, που ο ίδιος, αψηφώντας τον κίνδυνο της εύκολης παρεξήγησης, τις βάφτισε ερωτικές. Βρέθηκα στην αίθουσα το άλλο πρωί, προτού ανάψουν ακόμη οι μεγάλοι προβολείς, που συχνά δίνουν την εντύπωση πως ανακρίνουν με το φως τους τους πίνακες. Και ξαφνικά είδα τα έργα του Μόραλη να κοιτάζουν με τη δική τους καθαρή όραση επιβάλλοντας την περήφανή τους μοναξιά [...].
»Θαυμάζω τον Μόραλη εδώ και κάμποσα χρόνια εξ αποστάσεως: τον έβλεπα τυχαία στο περίπτερο της Ξενοκράτους και Πλουτάρχου, ανταλλάσσοντας μαζί του λίγα λόγια, δίχως κανένα βάρος. Ο θαυμασμός μου δεν είχε να κάνει μόνο με τη δίκαιη φήμη του μεγάλου ζωγράφου, αλλά και με τη φυσική του εικόνα.[...]: φιγούρα προστατευμένη στο σταθερό, σχεδόν αναλλοίωτο, περίγραμμά της, δίχως καμιά επιτήδευση· ευγενική μορφή, κάπως αφημένη στην υποχρεωτική κίνηση της ημέρας, αλλά με τον δικό της τρόπο απελευθερωμένη [...]
»Τόσο η φυσική εικόνα του ανθρώπου, όσο και προπαντός οι εικόνες της τέχνης του, παραπέμπουν κατευθείαν στον θαυμαστόν κόσμο της ακέραιης όρασης, που βγήκε όμως μέσα από τον κόσμο της αφής. Φοβάμαι μόνον ότι μέσα στην πρόχειρη ερωτολογία που μας δέρνει τον τελευταίο καιρό, η ερωτική ομολογία του Μόραλη, μπορεί να περάσει ξώφαλτσα· να νομιστεί νοσταλγία για τον κόσμο της νεανικής αφής. Και όμως, πλάι στις ερωτικές ομολογίες, υπάρχουν στην έκθεση κάποια έργα με αποκλίνοντες τίτλους ( διάλογος, αναμονή,ύπνος,χαραυγή ), που υπονοούν ότι, προκειμένου να αποτυπώσει ο τεχνίτης τα ερωτικά του είδωλα, χρειάστηκε μακρόχρονη και ώριμη υπομονή.
»Θα γυρίσω πάλι στις δικές μου έμμονες ιδέες. Ο Οδυσσέας κοιμάται πρώτα με την Κίρκη, κινδυνεύοντας να περπατά εφεξής στα τέσσερα. Υστερα, για οκτώ και κάτι χρόνια, κουρνιάζει στον κόρφο της Καλυψώς, θήραμα μιας λήθης, που υπόσχεται αιωνιότητα. Αργά, ξανακερδίζοντας τη μνήμη του, αντικρίζει στο νησί των Φαιάκων το παρθενικό σώμα της Ναυσικάς, λευκό και πάμφωτο· μπροστά σ΄ αυτό το έρνος φοινικιάς γονατίζει και ικετεύει τον νόστο του. Τώρα μόνο που ο καθρέφτης καθάρισε από τις πληγές της αφής, ο Οδυσσέας διακρίνει επιτέλους την εικόνα της Ιθάκης.
»Κάπως έτσι μπορεί να δει κάποιος τα ερωτικά είδωλα του Μόραλη· να ανεβαίνουν τη σκάλα της όρασης, ύστερα από τη δόκιμη περιπέτεια της αφής. Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η γεωμετρία των σωμάτων και των χρωμάτων στα έργα του, που συνεχώς αφαιρούν και αφαιρούνται, για να βρουν το τελικό τους σχήμα και τον τελεσίδικό τους τόνο.» Αυτά πριν από δεκαεπτά χρόνια. Καλή χρονιά.
Με το δεύτερο πένθος συγχρονίστηκε ολιγόσειρο σχόλιό μου, που δημοσιεύτηκε στο πένθιμο «Βήμα» (22 Δεκεμβρίου), αρχίζοντας με την επόμενη φράση: «Οι πιο πολλές απώλειες, ακόμη και δικών μας, βρίσκουν αργά ή γρήγορα, κάποια κρυφή αντίσταση στο μυαλό και σταματούν στο σήμα της φιλόζωης άμυνας. Υπάρχουν όμως και ανεξήγητες εξαιρέσεις, όπου ο θάνατος αφήνει ίχνη ανεξίτηλης ενοχής στα χέρια μας, το ασήκωτο αίσθημα πως φταίμε οι ζωντανοί για όσους πεθαίνουν.» Για το προηγούμενο πένθος του Γιάννη Μόραλη θυμήθηκα αναδρομικά και αντιγράφω αποσπασματικά ένα εκτενέστερο κείμενο, δημοσιευμένο στις 15.3.92 («Βήμα της Κυριακής»), υπό τον τίτλο Η δωρεά της όρασης:
«Καλλιτεχνικό γεγονός μείζονος σημασίας, που κινδυνεύει να εκπέσει σε κοσμικού τύπου είδηση: ο Γιάννης Μόραλης και η τελευταία έκθεση έργων του, που εγκαινιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Οχι δεν ήμουν εκεί το βράδυ εκείνο των εγκαινίων, με τους δύο και πλέον χιλιάδες επισκέπτες, όσοι συνέρρευσαν να τιμήσουν τον πράγματι σπουδαίο δάσκαλο της ζωγραφικής για τις ώριμες εικαστικές ομολογίες του, που ο ίδιος, αψηφώντας τον κίνδυνο της εύκολης παρεξήγησης, τις βάφτισε ερωτικές. Βρέθηκα στην αίθουσα το άλλο πρωί, προτού ανάψουν ακόμη οι μεγάλοι προβολείς, που συχνά δίνουν την εντύπωση πως ανακρίνουν με το φως τους τους πίνακες. Και ξαφνικά είδα τα έργα του Μόραλη να κοιτάζουν με τη δική τους καθαρή όραση επιβάλλοντας την περήφανή τους μοναξιά [...].
»Θαυμάζω τον Μόραλη εδώ και κάμποσα χρόνια εξ αποστάσεως: τον έβλεπα τυχαία στο περίπτερο της Ξενοκράτους και Πλουτάρχου, ανταλλάσσοντας μαζί του λίγα λόγια, δίχως κανένα βάρος. Ο θαυμασμός μου δεν είχε να κάνει μόνο με τη δίκαιη φήμη του μεγάλου ζωγράφου, αλλά και με τη φυσική του εικόνα.[...]: φιγούρα προστατευμένη στο σταθερό, σχεδόν αναλλοίωτο, περίγραμμά της, δίχως καμιά επιτήδευση· ευγενική μορφή, κάπως αφημένη στην υποχρεωτική κίνηση της ημέρας, αλλά με τον δικό της τρόπο απελευθερωμένη [...]
»Τόσο η φυσική εικόνα του ανθρώπου, όσο και προπαντός οι εικόνες της τέχνης του, παραπέμπουν κατευθείαν στον θαυμαστόν κόσμο της ακέραιης όρασης, που βγήκε όμως μέσα από τον κόσμο της αφής. Φοβάμαι μόνον ότι μέσα στην πρόχειρη ερωτολογία που μας δέρνει τον τελευταίο καιρό, η ερωτική ομολογία του Μόραλη, μπορεί να περάσει ξώφαλτσα· να νομιστεί νοσταλγία για τον κόσμο της νεανικής αφής. Και όμως, πλάι στις ερωτικές ομολογίες, υπάρχουν στην έκθεση κάποια έργα με αποκλίνοντες τίτλους ( διάλογος, αναμονή,ύπνος,χαραυγή ), που υπονοούν ότι, προκειμένου να αποτυπώσει ο τεχνίτης τα ερωτικά του είδωλα, χρειάστηκε μακρόχρονη και ώριμη υπομονή.
»Θα γυρίσω πάλι στις δικές μου έμμονες ιδέες. Ο Οδυσσέας κοιμάται πρώτα με την Κίρκη, κινδυνεύοντας να περπατά εφεξής στα τέσσερα. Υστερα, για οκτώ και κάτι χρόνια, κουρνιάζει στον κόρφο της Καλυψώς, θήραμα μιας λήθης, που υπόσχεται αιωνιότητα. Αργά, ξανακερδίζοντας τη μνήμη του, αντικρίζει στο νησί των Φαιάκων το παρθενικό σώμα της Ναυσικάς, λευκό και πάμφωτο· μπροστά σ΄ αυτό το έρνος φοινικιάς γονατίζει και ικετεύει τον νόστο του. Τώρα μόνο που ο καθρέφτης καθάρισε από τις πληγές της αφής, ο Οδυσσέας διακρίνει επιτέλους την εικόνα της Ιθάκης.
»Κάπως έτσι μπορεί να δει κάποιος τα ερωτικά είδωλα του Μόραλη· να ανεβαίνουν τη σκάλα της όρασης, ύστερα από τη δόκιμη περιπέτεια της αφής. Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η γεωμετρία των σωμάτων και των χρωμάτων στα έργα του, που συνεχώς αφαιρούν και αφαιρούνται, για να βρουν το τελικό τους σχήμα και τον τελεσίδικό τους τόνο.» Αυτά πριν από δεκαεπτά χρόνια. Καλή χρονιά.
No comments:
Post a Comment