Ο Χρόνης Μπότσογλου ανήκει στους κορυφαίους Ελληνες ζωγράφους της μεταπολεμικής τέχνης. Περισσότερες από πέντε δεκαετίες παρατηρεί τον κόσμο γύρω του και ιδιαιτέρως τους ανθρώπους και ζωγραφίζει αδιάκοπα.
Η ανθρώπινη μορφή, το γυμνό σώμα αποτελούν κυρίαρχα πεδία των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων. Η ζωγραφική του, βιωματική, υπαρξιακή, αναμετράται με τις ρωγμές της ανθρώπινης φύσης, τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, τον ρόλο της μνήμης και τη σχέση του έργου με το παρελθόν και την ιστορία της τέχνης.
Στις 28 Ιανουαρίου εγκαινιάζεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Ωδείο Αθηνών, Βασ. Γεωργίου 17-19Β και Ρηγίλλης) μεγάλη αναδρομική έκθεση με 170 έργα του, ζωγραφική, σχέδια, γλυπτική, κατασκευές, χαρακτικά, ψηφιακές εικόνες, εικονογραφήσεις. Οι επισκέπτες θα δουν τα σημαντικότερα έργα από τις βασικές ενότητες της πορείας του: «Η εικόνα του σώματος» (1979-1992), «Λιοτριβιά» (1978-1986), «Σελίδες Ημερολογίου» (1980-1990), την πολύπτυχη μνημειακή εγκατάσταση «Νέκυια» (1993-2000) και την τελευταία σημαντική ενότητα του καλλιτέχνη με τίτλο «Αναφορές» (2002-2009), δηλαδή μια σειρά φανταστικών πορτρέτων πέντε καλλιτεχνών, του Φ. Μ. Μπέικον, του Β. Βαν Γκογκ, του Α. Τζιακομέτι, του Γ. Μπουζιάνη και του Γ. Χαλεπά, που επέδρασαν καταλυτικά στη ζωγραφική του.
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ και στην Ecole des Beaux-arts του Παρισιού. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ, στην οποία διετέλεσε αντιπρύτανης και πρύτανης από το 2001 έως και το 2006.
- Είναι η μεγαλύτερη έκθεση έργων σας που έχει γίνει μέχρι σήμερα;
«Τα έργα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι πολύ περισσότερα. Θα χρειάζονταν άλλες πέντε εκθέσεις όπως αυτή για να τα δείξω. Με την ευκαιρία, πάντως, της έκθεσης βρήκα και κάποια που είχα πουλήσει το 1960, ορισμένα που οι κάτοχοί τους αρνήθηκαν να μου τα δώσουν... Θα δείτε κυρίως τις θεματικές ενότητες που με απασχόλησαν μέσα στα χρόνια. Δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω αφηρημένη, ανεικονική τέχνη. Δούλεψα αρκετά με το μοντέλο, τη φωτογραφία και ακόμα περισσότερο από μνήμης. Μ' ενδιέφερε να δω πώς θυμόμαστε τα πράγματα. Η "Νέκυια", για παράδειγμα, είναι ένα ενιαίο έργο που αφορά τη λειτουργία της μνήμης. Ζωγράφισα από μνήμης πρόσωπα που τα ήξερα και δεν ζούσαν».
- Δεν απομακρυνθήκατε ποτέ από την ανθρωποκεντρική θεματολογία.
«Ναι, πιο πολύ ανθρώπους ζωγράφισα. Εχω καταγράψει σχεδόν όλους τους φίλους μου, όχι μόνο σε χρώμα αλλά και σε σχέδια. Εχω κρατήσει περίπου 2.000 σχέδια προσώπων που έκανα σε μπλοκάκια στις ταβέρνες. Οποιος ήταν απέναντί μου τον ζωγράφιζα. Ηταν οι εποχές που είχα κόψει το τσιγάρο και ήθελα να απασχολώ τα χέρια μου. Τρόπον τινά είναι ένα ημερολόγιο εικαστικό. Δεν ζωγράφισα ποτέ φανταστικούς τόπους. Ο Κόντογλου, για παράδειγμα, περιγράφει μοναστήρια και τόπους, που δεν υπήρχαν, τους επινόησε και τους φαντάστηκε. Δεν υπάρχει, βέβαια, ζωγραφική με κάποιο ενδιαφέρον χωρίς εικαστική φαντασία. Δείτε τη ζωγραφική του Παπαλουκά. Εκανε μεν τόπους που υπήρχαν και τους έβλεπε, δεν τους αναπαριστούσε, όμως, πιστά. Κι εγώ όταν ζωγραφίζω ένα μοντέλο δεν θέλω να στέκεται ακίνητο απέναντί μου. Μ' ενδιαφέρει η αίσθηση και η παρουσία του προσώπου στο χώρο. Το ακίνητο μοντέλο μοιάζει σαν να φορά μια μάσκα και να κρύβεται. Αυτή η ζωντανή σχέση που δημιουργείται μεταξύ ζωγράφου και μοντέλου, αν δουλευτεί σωστά, περιγράφεται και στον καμβά».
- Είστε από τους ζωγράφους που δεν περιοριστήκατε στον κλειστό ελληνικό χώρο. Ταξιδέψατε, ζήσατε στο Παρίσι, παρακολουθήσατε από κοντά την εξέλιξη διαφόρων κινημάτων. Ηταν ωραία τα χρόνια του Παρισιού;
«Εφτασα στο Παρίσι το 1970 όταν τέλειωνε ο Μάης του '68. Ηταν εκεί κι όλοι οι Ελληνες που είχαν φύγει από τη χούντα. Το ελληνικό σπίτι στο Παρίσι ήταν ακόμα υπό κατάληψη. Από εκεί και μετά υπήρχαν οι παρέες, η επανάσταση που γινόταν στα καφενεία... Το μεγάλο κέρδος ήταν η επαφή μου με τα μουσεία και τις μεγάλες εκθέσεις. Τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον εκεί την είδα πρώτη φορά σε μια μεγάλη έκθεση στο Γκραν Παλέ: το μισό είχε έργα του Λεζέ και το άλλο μισό του Μπέικον. Οταν είσαι νέος, όλα είναι ωραία. Ακόμα και μέσα στη δικτατορία. Τώρα, έτσι κι αλλιώς, ηλικιακά δεν χωράς στην εποχή. Το κακό είναι ότι ακόμα θέλουμε να κάνουμε κουμάντο. Μιλάω για μας τους γέρους».
- Δεν σας γοήτευσε ποτέ η αφηρημένη τέχνη;
«Οχι. Δεν ξέρω γιατί. Και ο Λούσιαν Φρόιντ ζωγραφική κάνει. Ο Φράνσις Μπέικον, ο Σουτίν κι ο Τζιακομέτι, πριν κάνει γλυπτική, όλοι ζωγράφιζαν. Αναφέρομαι σε ανθρώπους που είχαν μεγάλη επίδραση σε μένα».
- Δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο της η ζωγραφική, όπως προέβλεπαν κάποιοι πριν από μερικά χρόνια.
«Δεν κατάλαβα ποτέ αυτή την άποψη. Κάποτε έλεγαν ότι το σινεμά θα εξαφανίσει το θέατρο. Δεν βγαίνει ένα είδος για να αναιρέσει κάποιο άλλο. Απλώς προσθέτει μια καινούργια εμπειρία. Και η τεχνολογία, τώρα, δεν μας αλλάζει συνολικά, προσθέτει απλώς μια καινούργια εμπειρία. Εκτός κι αν αρχίσουμε και κάνουμε άλλου είδους γονιδιακές παρεμβάσεις...»
- Τι σας οδήγησε στη ζωγραφική; Οι γονείς σας αγαπούσαν την τέχνη;
«Ο πατέρας μου αγαπούσε τα γράμματα, δεν έμαθε πολλά ο άνθρωπος, μέχρι την έκτη Γυμνασίου πήγε και η μητέρα μου μέχρι τη δευτέρα Δημοτικού. Είχαμε όμως βιβλιοθήκη στο σπίτι και φρόντισαν να σπουδάσουν όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα μου, ορφανό κοριτσάκι, έφτασε με τα πόδια στην Ελλάδα το 1922 από τη Βίζα της Ανατολικής Θράκης. Και ο πατέρας μου καταγόταν από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Οταν κατάλαβαν ότι μου άρεσε η ζωγραφική, άρχισαν να με πηγαίνουν στις λίγες εκθέσεις που γίνονταν στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. Είχα λάβει μέρος και σε μια έκθεση όταν ήμουν 12 χρόνων. Από το Δημοτικό είχα αποφασίσει ότι θα γίνω ζωγράφος, αυτή ήταν η δουλειά μου. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα επαγγέλματος και οι γονείς μου, παρ' όλο που δεν είχαμε χρήματα, το αποδέχτηκαν. Ο πατέρας μου δούλευε κάποια στιγμή στους σιδηροδρόμους, η μητέρα μου έμαθε κέντημα και ράψιμο. Θεωρώ τον πατέρα μου από τους σπάνιους ανθρώπους, σώφρονα και πολύ φιλοσοφημένο. Τα δώρα του ήταν πάντοτε βιβλία».
- Τι θαυμάζετε σ' έναν ομότεχνό σας;
«Μια ζωγραφιά είναι το τι λέει και πώς το λέει. Υπάρχουν ζωγράφοι που είναι εύκολο να τους διαβάσεις και να καταλάβεις τι κάνουν και άλλοι που δυσκολεύεσαι. Ο Ντα Βίντσι είναι πολύ κλειστός, ερμητικός ζωγράφος. Ο Βαν Γκογκ είναι ακόμα πιο κλειστός. Φαινομενικά στους πίνακές του είναι όλα ανοιχτά, αλλά τελικά δεν μπορείς να κατανοήσεις πώς βγαίνει η ένταση της ζωγραφικής του. Παρατηρώντας τα κίτρινα χρυσάνθεμά του αναρωτιέσαι από πού βγαίνει αυτό το φως. Ξέρεις ότι είναι το τάδε κίτρινο. Βάλε κι εσύ όμως το ίδιο κίτρινο στον καμβά και θα δεις ότι δεν βγαίνει με τίποτε. Αυτή είναι και η χημεία που λέμε. Πάνω στην παλέτα το χρώμα είναι μπογιά. Μέχρι να φτάσει στο μουσαμά και να γίνει χρώμα, σ' αυτή τη διαδρομή, γίνεται μια περίεργη μετάλλαξη. Ολη αυτή η απίστευτη μεταφυσική του Ρόθκο για παράδειγμα, πιο μεταφυσική κι από εκείνη του Μάλεβιτς, είναι κρυμμένη στη βαφή του καμβά. Αυτά τα ερωτήματα είναι και το περιεχόμενο της ζωγραφικής. Ολες οι τέχνες, άλλωστε, ερωτήματα βάζουν».
- Η Μυτιλήνη παραμένει ο αγαπημένος τόπος των διακοπών σας;
«Ηταν ο πρώτος τόπος που πήγα καλοκαιρινές διακοπές με τη γυναίκα μου όταν τέλειωσα το στρατό. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, άρχισα να ζωγραφίζω και μια σειρά τοπίων του νησιού. Ημουν άνθρωπος της πόλης, δεν είχα καμία σχέση με το χώρο της υπαίθρου και την απέκτησα εκεί. Με τρόμαζε πάρα πολύ η φύση και η ηρεμία της, έβλεπα ένα ζουζουνάκι, μια σαύρα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τώρα πια δεν με τρομάζει η φύση, θα έλεγα ότι την αγαπώ». *
No comments:
Post a Comment