Αποχαιρετισμός σε έναν σπουδαίο Ελληνα του 20ού αιώνα. Στον Γιάννη Μόραλη, τον ζωγράφο που μας έμαθε να βλέπουμε. Η ζωή, το έργο, η διδασκαλία του «προσκυνητή» της ζωγραφικής.
Ο ζωγράφος που μας έμαθε να βλέπουμε
Σεμνός και με την αγωνία του νέου καλλιτέχνη, ο Γιάννης Μόραλης έμεινε πιστός ώς το τέλος στην αγαπημένη του ζωγραφική - Της Μαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/12/2009
«Η ζωγραφική είναι άχραντο μυστήριο, όπως ο έρωτας. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι σε έκανε να παραδοθείς έτσι σε έναν άνθρωπο, όπως ποτέ δεν ξέρεις τι σου καθοδηγεί το χέρι στον καμβά. Ποια μυστική δύναμη...».
Ο Γιάννης Μόραλης μιλούσε για τον χρωστήρα με αυτή την άσβεστη σπίθα για ζωή, μεταφυσική σοφία και απέραντη συγκίνηση όταν δεν μπορούσε πια να ζωγραφίσει. Τα τελευταία χρόνια, ο γιατρός του τού είχε απαγορεύσει να καταπιάνεται με τα πινέλα και τα χρώματα. Εκείνος είχε κρεμάσει μεταξοτυπίες στους τοίχους του εργαστηρίου, για να μη μοιάζουν αδειανοί. Παρ' όλα αυτά, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αίγινα, δεν υπήρχε ένα πρωινό που να μην περάσει από το ατελιέ του, με την προσήλωση και την ταπεινότητα του προσκυνητή για τον νοερό τόπο που τόσο αγάπησε: τη ζωγραφική.
Διατήρησε αυτή την ανυπόκριτη σεμνότητα, μια ολόκληρη ζωή. Ακόμα και στα 90 του χρόνια, μετά τα εγκαίνια της τελευταίας μεγάλης έκθεσης με λάδια τον Νοέμβριο του 2006 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφού είχε ξεναγήσει τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, ρωτούσε χαμηλόφωνα τη Δάφνη, κόρη της Πέγκυς Ζουμπουλάκη: «Τελικά ήταν καλά τα έργα;». Υπήρχε ακόμα μέσα του η αγωνία, η λαχτάρα, η φρεσκάδα της ματιάς ενός νέου καλλιτέχνη, όχι ενός καταξιωμένου μαΐστορα. Δεν είχε απαντήσεις, είχε ερωτήματα.
Θυμάμαι την πρώτη μας γνωριμία. Στο ασανσέρ του Μουσείου Μπενάκη στο Κολωνάκι μαζί με τον Γιάννη Παππά. Δύο κομψοί ηλικιωμένοι κύριοι που αντάλλαζαν πειράγματα με τη σκανταλιάρικη διάθεση εφήβων και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ξανασυναντηθήκαμε δεκάδες φορές: σαββατιάτικα πρωινά στην γκαλερί, μεσημεριανά στου Φιλίππου, στο ατελιέ της Αίγινας. Ηταν πάντα καλοντυμένος, ευδιάθετος, ενήμερος για ό,τι συνέβαινε στη χώρα και το εξωτερικό. Ακόμα και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ζητούσε να του αγοράσουν την «Καθημερινή». Δεν είχε το κουράγιο να την κρατήσει αλλά την είχε δίπλα του στο κρεβάτι, για συντροφιά, όπως έναν αγαπημένο φίλο. Ζητούσε από τον οδηγό του, Πασχάλη Νασιούδη (τον «κύριο Γενικό» όπως τον έλεγε χαριτωμένα), να του διαβάσει, πρώτα απ' όλα, την αρθρογραφία του Αντώνη Καρκαγιάννη.
Μιλούσε για τον θάνατο, γλυκά και καταδεκτικά. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια είχε χάσει όλους τους συνοδοιπόρους του. Περισσότερο απ' όλους, του έλειπε ο Γιάννης Τσαρούχης και το θεσπέσιο χιούμορ του. Το καλοκαίρι του 2008, ο Γιάννης Μόραλης μας έλεγε στο σπίτι του στην Αίγινα ότι σε λίγο θα γίνει και αυτός ένας άγγελος, όπως οι άγγελοι που ζωγράφισε στα έργα του. Τον πρώτο, τον είχε σχεδιάσει σε ηλικία 4 ετών. Είχε πάρει μπογιές και πινέλα από μια θεία του που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος. Οταν έχασε μερικά σωληνάρια, έφτιαξε ένα ανθρωπάκι με φωτοστέφανο για να του τα φέρει πίσω. Το θαύμα έγινε... Και από τότε, οι μορφές των αγγέλων τον συντρόφευαν σε ζωή και τέχνη.
Μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του ήταν τον Ιούνιο του 2008 στην Ανδρο. Λίγο πριν από τα εγκαίνια της αναδρομικής του από το Μουσείο Γουλανδρή, μπήκε σε ελικόπτερο που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Κυκλαδονήσι. Στη διαδρομή, χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Ηρθε, είδε τους πίνακές του και αποχώρησε πριν φτάσει ο κόσμος και οι επίσημοι.
«Οταν μπορούσα να τα βγάλω πέρα οικονομικά, δεν τα πουλούσα τα έργα μου. Κάποια έχουν φύγει. Είναι σαν να τα έχω προδώσει. Εχω προδώσει το βλέμμα τους...» έλεγε τότε στους δημοσιογράφους.
Αντίο, Δάσκαλε. Μας λείπεις ήδη...
«Η ζωγραφική δεν είναι έτοιμη, δηλαδή δεν υπάρχει στη φύση για να την πάρεις και να την αντιγράψεις. Πρέπει να δημιουργήσεις μια σύνθεση. Παίρνεις τα στοιχεία από τη φύση, τα οργανώνεις και τα ισορροπείς».
«Η γενιά του '30 είχε ζήσει τι θα πει πόλεμος. Ετσι υπήρχε η δίψα για ζωή και καινούργια πράγματα. Μετά τις καταστροφές και τις δυστυχίες, υπάρχει κοσμογονία. Τότε, ήταν απολύτως φυσικό να έχεις αναζητήσεις και να προσπαθείς να κατακτήσεις το νέο παρέα με τους συνομηλίκους σου. Θα σας δώσω το παράδειγμα του ελληνικού χοροδράματος που όλοι είχαμε συνεργαστεί. Είχαμε κάνει σκηνικά και ο Τσαρούχης και ο Χατζηκυριάκος και η αφεντιά μου. Ημασταν ένα. Μια οικογένεια. Υπήρχε ντομπροσύνη».
Είπαν για τον Γιάννη Μόραλη
Σωτήρης Σόρογκας, ζωγράφος, ομότιμος καθηγητής Ε.Μ. Πολυτεχνείου: «Μ' έναν αέρα αριστοκράτη που επεδίωκε, νομίζω, να τον κρύψει με την οικειότητα των ανεκδότων, φορούσε την μπλε φόρμα του πριν από τις διορθώσεις, έβαζε το φίλτρο στο τσιγάρο του ή κρατούσε το μπλοκάκι του για τις υποδείξεις, που ποτέ δεν γίνονταν πάνω στις σπουδές μας. Οι σχολιασμοί του για την πορεία της εργασίας μας ήταν απολύτως πειστικοί και μ' έναν ιδιαίτερα ευγενή τρόπο, που έκρυβε ταυτόχρονα τις προτιμήσεις του για ορισμένους από εμάς ώστε να μη γεννιέται στους υπόλοιπους η αίσθηση των διακρίσεων. Σε βοηθούσε να «διαβάζεις» μόνος σου το λάθος στην επιχειρούμενη μεταφορά απ' τη νεκρή φύση ή το μοντέλο, που συνήθως ήταν τα θέματα της σπουδής μας».
Αντώνης Κυριακούλης, ζωγράφος: «Ο θάνατος του Γιάννη Μόραλη μου προκάλεσε μεγάλη στεναχώρια, κι ας έφυγε σε μεγάλη ηλικία. Ο χαμός του είναι πολύ οδυνηρός για όλους μας. Ηταν ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη, πάντα με τον καλό λόγο. Ερχόταν στις εκθέσεις μας, μας στήριζε όλους. Αγαπούσε τους μαθητές του πολύ, όχι όμως μόνον αυτούς. Εγώ δεν ήμουν μαθητής του, αλλά μας αγαπούσε όλους τους νεότερους καλλιτέχνες. Τελευταία φορά τον είδα πριν από δύο εβδομάδες. Μου φάνηκε πολύ κουρασμένος, μάλιστα είπε πως θέλει πια να φύγει. Αισθανόταν μοναξιά. Ολοι του οι φίλοι, οι άνθρωποι της γενιάς του, είχαν πεθάνει κι ίσως γι' αυτό έλεγε ότι είχε έλθει πια η ώρα του. Μαζί του τελείωσε μια ολόκληρη γενιά. Ηταν ο τελευταίος μιας μεγάλης γενιάς».
Ο Γιάννης Μόραλης είναι ο κύριος εκπρόσωπος της γενιάς του '30. Γεννήθηκε στην Αρτα το 1916. Το ενδιαφέρον του Γιάννη Μόραλη για τη ζωγραφική καλλιεργήθηκε στις κυριακάτικες παραδόσεις της Σχολής Καλών Τεχνών, σε ηλικία 11 ετών.
Είναι το 1927 όταν η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, άρχισε την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις της ΑΣΚΤ. Στο προπαρασκευαστικό τμήμα με καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη γνωρίζει τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Χρήστο Καπράλο, τον Νίκο Νικολάου. Το 1936 κερδίζει υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές ψηφοθετικής στη Ρώμη, την οποία, όμως, θα εγκαταλείψει μέσα σε λίγους μήνες.
Επόμενος σταθμός, η Ecole des Beaux-Arts στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, όταν και επιστρέφει στην Ελλάδα για να στρατευθεί. Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσσέν, ένας γάμος που δεν θα μακροημερεύσει. Το 1947 καταλαμβάνει την προπαρασκευαστική έδρα της ΑΣΚΤ και παντρεύεται τη γλύπτρια Α. Λυμπεράκη με την οποία αποκτούν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο. Δέκα χρόνια αργότερα, θα εκλεγεί τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής. Η συνεχής παρουσία του στην ΑΣΚΤ για τα επόμενα 36 χρόνια συνιστά ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της εικαστικής δράσης και προσφοράς του, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος θα διαχειριστεί και θα ισορροπήσει ανάμεσα στον διδακτικό του ρόλο και την προσωπική ζωγραφική του παραγωγή. Από το 1960 και μετά, κυριαρχεί στα έργα του το γεωμετρικό σχήμα για την απόδοση της μορφής η οποία με τη βαθμιαία αφαίρεση της υλικής της υπόστασης, του πρόσκαιρου, του επίγειου, υψώνεται σε ιδεόγραμμα, σε σύμβολο.
Από το 1959 μέχρι το 1962 εργάστηκε για τη σχεδίαση και πραγματοποίηση της γιγαντιαίας σύνθεσης που κοσμεί τον εξωτερικό τοίχο του ξενοδοχείου Χίλτον. Το 1979, του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
Το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999, του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Η τελευταία μεγάλη έκθεση με έργα του Γιάννη Μόραλη πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2008 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο.
Πηγές: Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, εκδόσεις Μέλισσα, Γιάννη Μπόλη «Γιάννης Μόραλης», Εκδοτική «Κ. ΑΔΑΜ»
Ζούσε στον καιρό
[...] O Mόραλης είναι από τους Eλληνες που μας έμαθαν να βλέπουμε. Mας έμαθε να βλέπουμε τον κόσμο οργανωμένο σε μορφές, με σχήμα, με σεβασμό προς την παράδοση και γενναιοδωρία προς τη νεωτερικότητα· χωρίς προκαταλήψεις. Mας δίδαξε, με έργο κι όχι με λόγια, να βάζουμε την ομορφιά στη ζωή μας και να τη θεωρούμε αυτονόητη, φυσική. Eίναι πολύ σπουδαίο αυτό, και το ακόμη σπουδαιότερο: δεν το έκανε με λόγια ούτε καν με ορισμένα έργα, αλλά με συνεχή δράση, με το αδιάκοπο σιγάναμμα του ζωντανού του παραδείγματος, με τη στάση του.
Tι θέλω να πω; O Mόραλης δεν είναι μόνο ζωγράφος –καλός, σπουδαίος, μοναδικός, δάσκαλος, με περιόδους κ.λπ. Eίναι προπάντων ο καλλιτέχνης που βγήκε από τον χρυσελεφάντινο πύργο του ρομαντικού δημιουργού, του μοντερνιστή πατροκτόνου, και επέστρεψε στην προμοντέρνα μήτρα, στον μεσαιωνικό τεχνίτη, στον αρχαίο καλλιτέχνη. Eπέστρεψε δηλαδή στην κοινότητα λειτουργικός, ενταγμένος, χρήσιμος, και μέσω αυτής της οργανικής του ένταξης στη ζωή –στην καθημερινή ζωή, εννοώ– αναδύθηκε μνημειακός. Kέρδισε τον χρόνο δουλεύοντας στη ράχη του χρόνου, στην κόψη του καιρού του. Kι έγινε αντιπροσωπευτικός της εποχής του, που είναι ήδη εκδοχή του κλασικού.
Πώς το πέτυχε; Eίπαμε ότι ήταν πάντα μέσα στη ζωή, κολυμπούσε με τα νερά, όχι κόντρα στα νερά, και εκμεταλλευόταν το ρεύμα για να πάει πιο μακριά. Zούσε στον καιρό και ήταν ο καιρός. Kι αυτό εκφράστηκε κυριότατα στα «παραζωγραφικά» του, στις εφαρμογές, στα πλαϊνά της Yψηλής Zωγραφικής: στα βιβλία που τους φιλοτέχνησε εξώφυλλα, προμετωπίδες και κοσμήματα, στα εξώφυλλα δίσκων, στα σκηνικά, στις αφίσες, στις διακοσμήσεις κτιρίων. Eφάρμοσε τη ζωγραφική του όραση, τη γνώση, την ευαισθησία, στην καθημερινότητα. Kαι αυτό κυρίως τον κάνει μνημειακό για τον ελληνικό 20ό αιώνα: έβγαλε τη ζωγραφική από το εργαστήριο και την έβαλε στη ζωή. [...]