Ο μετρ του μαύρου χιούμορ αποκαλύπτεται στο κοινό με μια έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης
- Της Μαργαριτας Πουρναρα - Ανταπόκριση από τη Νεα Υορκη [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/12/2009]
«Καλύτερα να φωνάξετε έναν γιατρό να μου πάρει τον σφυγμό. Νομίζω ότι είμαι νεκρός... Συνήθως σου αποδίδουν τιμές μετά θάνατον». Ο Τιμ Μπάρτον, ο μετρ του μαύρου χιούμορ, δεν σταμάτησε να αυτοσαρκάζεται ούτε στιγμή στα επίσημα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο σκηνοθέτης του «Σκαθαροζούμη», του «Ψαλιδοχέρη», του «Ακέφαλου Καβαλάρη», του «Σουίνι Τοντ», του «Μπάτμαν», αποκαλύπτεται στο κοινό με τρόπο ανατρεπτικό, 24 χρόνια μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Η έκθεση δεν είναι τίποτε άλλο από το «making of» της καριέρας του και της ζωής του.
Επέτρεψε στους επιμελητές του ΜΟΜΑ να μπουν στο άβατο του σπιτιού του. Ανοιξαν τις ντουλάπες, τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες του. Ξέθαψαν εφηβικά μπλοκ σχεδίου, σκονισμένες μακέτες από πρότζεκτ που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, πλάνα από super 8, storyboards, σχολικές εκθέσεις, ποιήματα πάνω σε χαρτοπετσέτες, σκίτσα, φωτογραφίες, αντικείμενα και κοστούμια από ταινίες, φιλμάκια animation, αποκόμματα από παλιές εφημερίδες. Ομως, το σκοτεινό και παιγνιώδες σύμπαν του Μπάρτον που εξέθρεψε τόσους διάσημους αντιήρωες, σκιαγραφεί πάνω απ’ όλα τη δική του πολυσχιδή προσωπικότητα. Είναι σκηνοθέτης αλλά συνάμα εικαστικός, φωτογράφος, ποιητής, ποπ, σουρεαλιστής. Πρωτίστως είναι συλλέκτης του ίδιου του εαυτού και των προσωπικών του αναμνηστικών.
Αυτή ήταν και η μομφή των New York Times για την έκθεση στο ΜΟΜΑ: Οτι πρόκειται για μια μονότονη διαδρομή στους διαδρόμους του μυαλού ενός δυσλειτουργικού παιδιού που βρήκε σωτηρία και καταφύγιο στη φαντασία του. Τούτο βέβαια δεν φαίνεται να ενοχλεί καθόλου τους χιλιάδες θεατές που έχουν περάσει το κατώφλι του μουσείου και αφιερώνουν ολόκληρες ώρες μέσα στις αίθουσες με τα σκίτσα του Μπάρτον, τις μάσκες του Μπάτμαν και τη φιγούρα του Ψαλιδοχέρη σε φυσικό μέγεθος. Ο κατάλογος πουλιέται σαν ζεστό ψωμί ενώ ένας πολυσέλιδος τόμος με τα σχέδια του σκηνοθέτη, εξαντλήθηκε σε χρόνο ρεκόρ τις πρώτες ημέρες της διάθεσής του. Ο κύριος Στρειδάκης, η μικρή νεκρή Κοκκινοσκουφίτσα, το αγόρι – λεκές, οι χαρακτήρες του Mars Attacks, ακόμα και δύο ανατριχιαστικά κομμένα κεφάλια, έχουν χιλιάδες θαυμαστές.
Τέρατα, αυτοί οι απόκληροι
Ισως θα ήταν λάθος να αποδώσει κανείς την τεράστια επιτυχία της έκθεσης στη λάμψη της κινηματογραφικής καριέρας του Τιμ Μπάρτον. Τα περισσότερα σχέδια και ζωγραφικά έργα έχουν κάτι αυτοβιογραφικό, βαθιά ανθρώπινο, παρότι απεικονίζουν όντα τερατώδη, γκροτέσκα, ενίοτε αποκρουστικά, καρικατούρες με περίεργο συναισθηματικό κόσμο. Είναι ένας φόρος τιμής στα παιδικά του πρότυπα: «Οι πιο πολλές ταινίες με τέρατα δεν είναι ταινίες τρόμου. Είναι ταινίες για απόκληρους. Ποτέ μου δεν θεώρησα τον Κινγκ Κονγκ ή τον Φρανκενστάιν κακούς. Αντιθέτως, για μένα αυτοί ήταν οι καλοί της υπόθεσης και οι άνθρωποι οι μαλάκες της ιστορίας. Και όταν το τέρας μέσα στη φτηνιάρικη, κακοφτιαγμένη στολή ενός εξίσου κακού ηθοποιού πέθαινε στο b-movie, εγώ έβαζα τα κλάματα» έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Η περιήγηση στην έκθεση μοιάζει με βόλτα στον πλανήτη της δυσμορφίας: ανθρωπάκια με κεφάλια από φέτες του τοστ, στοιχειωμένα σπίτια, εξωγήινοι, μωρά που μοιάζουν με σκουλήκια. Η bartonesque ατμόσφαιρα σε ρουφάει και χωρίς να το πολυκαταλάβεις, έχεις μπει κι εσύ στο παραμύθι, είσαι μέρος της ταινίας. Με μια πρώτη ματιά, πάντως, αναγνωρίζεις τα σημεία αναφοράς: ο Εντγκαρ Αλαν Πόε, ο Ιερώνυμος Μπος, ο Βίνσεντ Πράις, ο Χουντίνι άφησαν την σφραγίδα τους στην χειμαρρώδη φαντασία του Μπάρτον. Ο ίδιος ομολογεί ότι η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης ήταν το πληκτικό προάστιο του Μπέρμπανκ στην Καλιφόρνια, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
«Το Μπέρμπανκ», υπογραμμίζει στον κατάλογο, «δεν είχε μουσεία. Ετσι σκότωνα την ώρα μου με θρίλερ στον κινηματογράφο, έβλεπα τηλεόραση, ζωγράφιζα και πήγαινα να παίξω στο τοπικό νεκροταφείο. Οταν αργότερα άρχισα να πηγαίνω στα μουσεία, βρήκα ότι έχουν πολλές ομοιότητες με τα νεκροταφεία. Δεν εννοώ κάτι μακάβριο, αλλά την ήσυχη, εσωστρεφή ατμόσφαιρα όπου καραδοκεί η ένταση, το μυστήριο και η ανακάλυψη». Αν, πάντως, αναρωτιέται κανείς πώς ένα μικρό παιδί απολάμβανε τις βόλτες στο κοιμητήριο, ίσως αγνοεί ότι ο Μπάρτον μεγάλωσε σε μια πολύ δύσκολη οικογένεια. Οι γονείς του τον ανάγκαζαν σχεδόν να απομονώνεται στο δωμάτιό του.
Ετσι, έφτιαξε όλους αυτούς τους φανταστικούς φίλους που τον συντροφεύουν μια ζωή. «Οι ταινίες μου είναι μια ακριβή θεραπεία για μένα», τονίζει υπερήφανος που κατάφερε να βρει διέξοδο στον πόνο, τη μοναξιά, την απόρριψη, την αίσθηση του παρία μέσα από τη δημιουργικότητά του. «Μέχρι να αρχίσω να σκηνοθετώ, μετά βίας μιλούσα. Ο “Ψαλιδοχέρης” ήταν αυτό ακριβώς: η απόπειρά μου να περιγράψω πράγματα που δεν μπορούσα να εκφράσω με λόγια», είχε αναφέρει παλαιότερα.
Ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση
Ο Τιμ Μπάρτον (1958) είχε καταφέρει να τραβήξει την προσοχή των καθηγητών του με το ταλέντο του από πολύ νωρίς. Σπούδασε στο CalArts, μια σχολή Καλών Τεχνών που είχε ιδρυθεί από τον Γουόλτ Ντίσνεϊ στην Καλιφόρνια. Εκεί έκανε σκίτσα με ανθρωποειδή, έντομα, δεινόσαυρους, ως προετοιμασία στη μελλοντική του καριέρα στο animation. Μετά τις σπουδές του, πήγε 4 χρόνια μαθητευόμενος στο στούντιο του Ντίσνεϊ αλλά τα πρότζεκτ που του ανατέθηκαν δεν πήραν ποτέ σάρκα και οστά.
Το περιβάλλον εργασίας δεν του άρεσε καθόλου. Εντούτοις η συγκεκριμένη περίοδος της ζωής του απεδείχθη γόνιμη: άρχισε να εξωτερικεύει όλα εκείνα τα στοιχεία που αργότερα απεδείχθησαν σήμα κατατεθέν της δουλειάς του: τις μάσκες, τα αθώα παιχνίδια που γίνονται απειλητικά, τις καρικατούρες διασταύρωση ανθρώπου – ζώου και μηχανής. Η έκθεση συμπεριλαμβάνει πολλά αντικείμενα και σχέδια που παρέμειναν από τότε κλεισμένα στα συρτάρια του, αποκαλύπτοντας τον καλλιτέχνη πίσω από τον σκηνοθέτη και την εποχή όπου το μοναχικό αγόρι των αμερικανικών προαστίων, πάλευε να κοινωνικοποιηθεί και να βρει τον εαυτό του.
Ακόμα όμως και στις μεγάλες κινηματογραφικές του επιτυχίες, η ραχοκοκαλιά της σκηνοθετικής προσέγγισης έβγαινε μέσα από τα σκίτσα του. Ο στενός του συνεργάτης, ηθοποιός Τζόνι Ντεπ, έλεγε ότι κατάλαβε τα πάντα για τον Ψαλιδοχέρη όταν πρωτοείδε το σκίτσο του Μπάρτον.
Σχεδόν σε όλες του τις ταινίες, αλλά και στα περισσότερα εκθέματα στο ΜΟΜΑ, αντικατοπτρίζεται ο βασικός διχασμός του Μπάρτον. Οι αντιήρωές του μετεωρίζονται πάντα ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση, τον κόσμο της πραγματικότητας και της φαντασίας, στην ανθρώπινη και την ζωώδη φύση. Το πικρό χιούμορ βασιλεύει και ο βραβευμένος –με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία– σκηνοθέτης τολμά να δείξει στο ευρύ κοινό ότι όλες οι ταινίες του είναι κομμάτι της νεύρωσής του και όχι άψυχο δημιούργημα κάποιου χολιγουντιανού στούντιο. Τώρα ετοιμάζει την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων». Στην ταινία, η Αλίκη είναι πια 19 ετών και επιστρέφει στο μαγικό μέρος που γνώρισε μικρή. Οπως υπογραμμίζει ο ίδιος, δεν ένιωσε ποτέ μεγάλη οικειότητα με τα παραμύθια και πάντα τον ενδιέφερε η ψυχολογική τους υφή και η ανάγκη του να τους δώσει ένα σύγχρονο πρόσωπο. Στην κατάφωτη χριστουγεννιάτικη Νέα Υόρκη που έχει ήδη γεμίσει από τουρίστες, η έκθεση του Μπάρτον πάντως μοιάζει με την φωλιά των καλικαντζάρων...
700 έργα σε 27 χρόνια
Η αναδρομική του Τιμ Μπάρτον θα διαρκέσει ώς τις 26 Απριλίου. Παρουσιάζονται στο κοινό περισσότερα από 700 έργα του, πολλά εκ των οποίων για πρώτη φορά, από εφηβικά σχέδια μέχρι αντικείμενα που προέρχονται από πρόσφατες ταινίες του. Το αφιέρωμα ιχνηλατεί την 27χρονη καριέρα του σκηνοθέτη και δείχνει πώς ο Μπάρτον εμπνεύσθηκε από την ποπ κουλτούρα και κατάφερε να δημιουργήσει ένα προσωπικό κινηματογραφικό ιδίωμα που ενέπνευσε πολλούς νεότερους συναδέλφους του. Στο αφιέρωμα συμπεριλαμβάνονται και προβολές. Με ενδιαφέρον αναμένονται έργα τέχνης και ταινίες που δημιούργησε ο Μπάρτον ενόσω ήταν ακόμη φοιτητής. Κατά τη διάρκεια της τετράμηνης έκθεσης, θα προβληθούν όλες οι ταινίες που έχει γυρίσει μέχρι σήμερα.
No comments:
Post a Comment