- Αρχιτεκτονικά έργα από τη Νορβηγία και την Κρήτη συμπλέουν στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς
«Μα πώς έφτασαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ώς εδώ;». Το Κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς αυτές τις γιορτές χάρη στη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη. Πολύς κόσμος ακόμα και σε ανύποπτες ώρες όπως είναι τα πρωινά εργάσιμων ημερών κατακλύζει έναν από τους πιο όμορφους χώρους που χάρισε στην Αθήνα η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα. Και στο Μπενάκη της Πειραιώς φτάνεις πια πολύ πιο εύκολα χάρη στον σταθμό του μετρό στον Κεραμεικό, δεν θα περπατήσετε περισσότερο από 10-15 λεπτά διασχίζοντας το αγνώριστο Γκάζι.
Σύμφωνοι, ο Γιάννης Τσαρούχης είναι το μεγάλο θέλγητρο των ημερών αλλά θα ήταν κρίμα να φύγετε από το μουσείο χωρίς να δείτε τις δύο εκθέσεις αρχιτεκτονικής του δεύτερου ορόφου που δεν θα είναι ακόμα για πολύ μαζί μας, η αυλαία τους πέφτει την ίδια ημέρα, στις 10 Ιανουαρίου. Υπάρχει αυτή η μικρή παρανόηση σε σχέση με τις εκθέσεις αρχιτεκτονικής, ότι απευθύνονται σε ένα περιορισμένο, εξειδικευμένο, καλά ενημερωμένο κοινό που, υποτίθεται, μπορεί να τις «διαβάσει». Ευτυχώς δεν είναι έτσι τα πράγματα. Πάρτε για παράδειγμα την έκθεση σύγχρονης νορβηγικής αρχιτεκτονικής. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη εισαγωγή για έναν τόπο που δεν γνωρίζεις καλά από μια έκθεση αρχιτεκτονικής. Ο κινηματογράφος, η μουσική, μια θεατρική παράσταση, οι εικαστικές τέχνες, ακόμα και η φωτογραφία παρέχουν αποσπασματικές μόνο πληροφορίες. Οι εκθέσεις αρχιτεκτονικής έχουν πάψει εδώ και καιρό να είναι οι αλαζονικές, μονοσήμαντες επιδείξεις πνευματικών και τεχνικών θριάμβων που ήταν κάποτε. Συνήθως αποτελούν κομμάτι ενός μεγαλύτερου κάδρου στο οποίο χωράνε πολλά περισσότερα. Ακόμα και στην περίπτωση της έκθεσης που έφερε στην Αθήνα το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και η οποία διατρέχει την παραγωγή από το 2000 μέχρι το 2005. Είναι μια σημαντική περίοδος εξωστρέφειας για τη νορβηγική αρχιτεκτονική, ως επιστέγασμα της κατοχύρωσης μιας σειράς οικονομικών και κοινωνικών επιτευγμάτων στο εσωτερικό της χώρας.
Και είναι ευτυχής σύμπτωση που το τέλος αυτής της έκθεσης μας φέρνει στην αρχή μιας άλλης, εξίσου διδακτικής. Των αδελφών Αριστομένη και Γιώργου Βαρουδάκη, δύο αρχιτεκτόνων που μετά τις σπουδές τους σε Ηνωμένες Πολιτείες και Δανία, αντίστοιχα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πόλη τους, στα Χανιά για να ζήσουν και να δουλέψουν. Νορβηγία και Χανιά, δίπλα-δίπλα, Βορράς και Νότος, Βόρεια Θάλασσα και Μεσόγειος, υγρασία και φως, σκανδιναβικές στέγες δίπλα στα γοητευτικά υβρίδια από ξύλο των Βαρουδάκηδων.
Τα σπίτια των δύο Κρητικών με τις εντυπωσιακές λιθοδομές, τους έντονους άξονες, τα αίθρια και τις αυλές, λουσμένα στη γλύκα του μεσογειακού απογεύματος, μας ταξιδεύουν στην καλύτερη Ελλάδα. Οσο κι αν την ίδια στιγμή ακούω το μελαγχολικά διατυπωμένο ερώτημα του ίδιου του Αριστομένη Βαρουδάκη, καθισμένος μπροστά από την οθόνη με τα νορβηγικά κτίρια: «Θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει μια αντίστοιχη έκθεση κι αυτό να ενδιαφέρει τον κόσμο, να σημαίνει κάτι για τους άλλους;». Επειδή είναι γιορτές ας αφήσουμε τις απαντήσεις για μετά την Πρωτοχρονιά.
- Του Δημητρη Pηγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/12/2009
No comments:
Post a Comment