Παθιασμένος από την παιδική του ηλικία με τη ζωγραφική, ξεκίνησε από τα 15 του σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών, μέχρι που βάδισε στα μονοπάτια του μοντερνισμού και στο μεγάλο ρεύμα του αφηρημένου γεωμετρισμού
Μια ωδή στο ανθρώπινο σώμα, κυρίως το γυναικείο, έναν ύμνο στον έρωτα και τη ζωή, αλλά και μια πνευματική αντιμετώπιση της αδυσώπητης πάλης ζωής και θανάτου αποτελεί το έργο του Γιάννη Μόραλη, αναπτυγμένο ανάμεσα στην παραστατικότητα και την αφαιρετική γεωμετρική τάση. Ανίχνευσε το μυστήριο της ανθρώπινης φύσης, με νέα ματιά, απαλλαγμένη από τα βάρη του ελληνοκεντρισμού, που ταλάνιζε την εποχή του. Βάδισε στα μονοπάτια του μοντερνισμού και μέσα στο μεγάλο ρεύμα του αφηρημένου γεωμετρισμού.
Σιωπηλά κι αθόρυβα, χωρίς επικοινωνιακούς εντυπωσιασμούς, από νεαρή ηλικία έως τα γεράματα, με πολλή δουλειά, πειθαρχία και συνέπεια, ζωγράφιζε ένα δικό του σύμπαν, στο οποίο αποθέωσε τη γυναικεία μορφή, με αφαιρετική λιτότητα, χρωματική απαλότητα, ρυθμική καθαρότητα και στοχαστική πυκνότητα.
Η ζωγραφική ήταν για τον Μόραλη πάθος από την παιδική του ηλικία. Ο φιλόλογος - γυμνασιάρχης πατέρας του τον ενθάρρυνε στην κλίση του. Μετά την Αρτα, όπου γεννήθηκε (23 Απριλίου 1916) και μια σύντομη παραμονή στην Πρέβεζα, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα το 1927.
Ο πατέρας συνόδευε τον δευτερότοκο γιο του στις κυριακάτικες παραδόσεις της Σχολής Καλών Τεχνών, στο προπαρασκευαστικό τμήμα της οποίας γράφτηκε το 1931, στα 15 του. Εκεί γνώρισε τους μετέπειτα φίλους του, Τσαρούχη, Καπράλο, Νικολάου. Αργότερα, μαθήτευσε για ένα δίμηνο στο «αυστηρό» εργαστήριο του Παρθένη και συνέχισε στα εργαστήρια του Ουμβέρτου Αργυρού -«ήταν "Ελευθέρα Κέρκυρα", σ' άφηνε να κάνεις ό,τι θέλεις...»- και του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού. Ομως ήθελε να διευρύνει τους ορίζοντές του, να γνωρίσει τα μεγάλα μουσεία και την ευρωπαϊκή τέχνη. Με υποτροφία, την οποία μοιράστηκε γενναιόδωρα με τον Νίκο Νικολάου, τηρώντας μια συμφωνία μεταξύ τους, βρέθηκε το 1937 στη Ρώμη. Αυτό όμως που ζητούσε το βρήκε την ίδια χρονιά στο Παρίσι, στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών, στα μουσεία και στις εκθέσεις, όπου γοητεύτηκε από τους μεγάλους ζωγράφους, ιδιαίτερα τον Ντερέν, και τους φοβ. Η έκρηξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, τον φέρνει πίσω στην Ελλάδα για να στρατευτεί. «Είχαμε την εντύπωση ότι θα επιστρέφαμε το πολύ σε δύο - τρεις μήνες». Τότε κέρδισε το πρώτο του βραβείο, χάλκινο μετάλλιο, στην προπολεμική Πανελλήνια Εκθεση στο Ζάππειο. Το 1949 συμμετείχε στην καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός», με τους Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Τσαρούχη, Νικολάου, Εγγονόπουλο κ.ά.
Στα χρόνια της Κατοχής, παρότι ο βιοπορισμός τον αναγκάζει να ασχολείται με την προσωπογραφία, δημιουργεί έναν πλούτο συνθέσεων, με τεχνική αρτιότητα και μια χροιά κλασικισμού. Το γυναικείο σώμα, ντυμένο ή γυμνό, έχει μια εξελισσόμενη πορεία στο έργο του. Στις πρώιμες συνθέσεις του συναντούμε νεανικά ζευγάρια και κορίτσια στο ερωτικό τους μέστωμα, με μια διάφανη αθωότητα και έναν λανθάνοντα ερωτισμό. Οι μορφές, καθισμένες αντικριστά ή όρθιες, μεταπλάθονται στη δεκαετία του 50, με κοφτές πινελιές, σε φόρμες πλημμυρισμένες στο ίδιο τους το φως. Το ανθρώπινο σώμα απογυμνώνεται προοδευτικά από καθετί περιττό.
Προχωρώντας στη δεκαετία του 60, περίοδο ωριμότητας του ζωγράφου, η αφαιρετική καθαρότητα εντείνεται, τα χρώματα λιγοστεύουν, οι συνθέσεις αποκτούν κενά και όγκους, κάνοντας τις φιγούρες πιο στιβαρές και πνευματικές. Τα Επιτύμβια και τα Επιθαλάμια αυτής της περιόδου δείχνουν την απόλυτη στροφή του ζωγράφου προς τον αφηρημένο γεωμετρισμό που κορυφώθηκε στη δεκαετία του 70, εξελισσόμενος έως την τελευταία του ατομική έκθεση το 2006 (Ζουμπουλάκη), οπότε το γεωμετρικό αλφαβητάρι του ζωγράφου έφτασε στη μέγιστη λιτότητα. Τετράγωνα, τρίγωνα, κύκλοι και ημικύκλια δομούν τις συνθέσεις. Οι μορφές εξαϋλώθηκαν, ενώ ο ερωτισμός και η πνευματικότητα έφτασαν στην υπερβατική τους έκφραση.
Η χαρακτική και η γλυπτική του ήταν σε απόλυτη συνάφεια με την ζωγραφική του, σαν προέκτασή της.
Ο Γιάννης Μόραλης μιλούσε όταν είχε κάτι νέο να πει. Οι ατομικές του εκθέσεις ήταν όλες κι όλες δέκα, οι περισσότερες στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη». Αρκετές ήταν οι αναδρομικές του εκθέσεις, με σημαντικότερη το 1988 στην Εθνική Πινακοθήκη, στην οποία τότε δώρισε μεγάλο αριθμό έργων του. Αλλες αναδρομικές που ξεχωρίζουν ήταν στο Μουσείο Μπενάκη, στην Ακαδημία Αθηνών (1996), στην Ερμούπολη Σύρου (2005), στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ιδρύματος Γουλανδρή - Ανδρος (2008) και στο Μέγαρο Εϋνάρδου, με σχέδια (2009).
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε καθοριστική για τον Μόραλη και από τότε σημάδεψε την πολιτιστική ζωή της χώρας: Τακτικός καθηγητής στην ΑΣΚΤ από το 1947, στο Προπαρασκευαστικό Τμήμα, και από το 1957, στο Εργαστήριο Ζωγραφικής. Εκπροσώπησε την Ελλάδα, μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε Βενετίας το 1958. Το 1951 σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, αρχίζοντας μια γόνιμη καλλιτεχνική συνεργασία που συνεχίστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Το 1959 φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, ξεκινώντας επίσης μια φιλία και μια συνεργασία που συνεχίστηκε και με άλλα έργα του ιδίου ποιητή, του Σεφέρη κ.ά. Αρχισε τη συνεργασία του με αρχιτέκτονες, για τη διακόσμηση κτιρίων, με πρώτο το Χίλτον (εγχάραξη εξωτερικών τοίχων) και με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη. Το 1961 εκλέχτηκε τακτικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.
Πίσω από τη μεγάλη ζωγραφική βρίσκεται ο δάσκαλος, έως το 1983, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ανανέωσή της. Οι μαθητές του μιλούν για το κλίμα ελευθερίας στο Εργαστήριο Μόραλη. Εκείνος παρακολουθούσε πάντα την πορεία τους, δεν έλειπε από τις εκθέσεις τους.
Ο Μόραλης έφυγε από τη ζωή χορτασμένος. Από τιμές (Ταξιάρχης του Φοίνικα - 1965, Αριστείο Τεχνών Ακαδημίας Αθηνών-1979, Ταξιάρχης της Τιμής - 1998 κ.ά.), από φίλους, από τρεις γάμους (Μαρία Ρουσσέν, γλύπτρια Αγλαϊα Λυμπεράκη, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Κωνσταντίνο, και Γιάννα Βασσάλου). Πάνω από όλα χορτασμένος από την αναγνώριση εκείνη που τον κατατάσσει στους μεγάλους.
«Η δημιουργία του πίνακα (σ.σ.: "Γυμνό", 1939, συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης, είχε περιληφθεί στην τελευταία αναδρομική έκθεση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Γουλανδρή, στην Ανδρο, το 2008) κράτησε σχεδόν έναν χρόνο, όσο βρισκόμουν στο Παρίσι. Το μοντέλο ήταν πρώην χορεύτρια, νέα και όμορφη κοπέλα, η οποία έπαθε φυματίωση και αναγκάστηκε να αφήσει τον χορό. Ποζάριζε με τις ώρες, έτρωγε και το πίσω μέρος, που δεν φαίνεται στον πίνακα, είναι γεμάτο φιστίκια και φλούδες από πορτοκάλια. Το κολιέ είδα πώς γινόταν στα κλασικά θέματα και το έβαλα για τη σύνθεση. Εξάλλου, αυτή η κίνηση της χτένας απηχεί το πόδι του μοντέλου. Αυτά είναι για τη σύνθεση. Το δαχτυλίδι το φορώ ακόμα. Ηθελα να εγγράψω τη σύνθεση σε ρόμβο, για να την ισορροπήσω μέσα στο παραλληλόγραμμο του πίνακα, γιατί αλλιώς "έφευγε" το γυμνό και θα έμενε ένα τρίγωνο, στο δεξιό πάνω φόντο του πίνακα, κενό».
ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ
«Από το εργαστήριό μου κατηφορίζω για καφέ»
Ο Μόραλης δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες. Πώς ήταν μια συνηθισμένη μέρα του; «Τις καθημερινές ξεκινάω από το εργαστήριό μου στην οδό Δεινοκράτους και κατηφορίζω προς το "Μπραζίλιαν", όπου πίνω καφέ και μετά πηγαίνω στον "Ικαρο". Στην επιστροφή περνάω από την γκαλερί Ζουμπουλάκη της οδού Κριεζώτου, στη συνέχεια από το κατάστημα ADC της Βερναρδάκη στην οδό Βαλαωρίτου και μετά ανηφορίζω προς την πλατεία Κολωνακίου, στην άλλη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Είναι πια μεσημέρι, οπότε ανηφορίζω προς την ταβέρνα του Φιλίππου (...) Εκεί μου κρατάνε πάντα το ίδιο τραπέζι σε μια γωνιά, γιατί όταν τρώω θέλω να έχω την ησυχία μου. Μετά το φαγητό επιστρέφω στο ατελιέ, απ' όπου σπάνια βγαίνω.
Παλιότερα στο "Μπραζίλιαν" συναντούσα τον Ελύτη για καφέ και μετά πηγαίναμε για φαγητό στου "Ζωναρά". Πολλές φορές περνάγαμε και από του "Φλόκα", όπου είχε το στρατηγείο του ο Γκάτσος. Περνούσαν πολλοί από κεί και βέβαια ο φίλος μας Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος είχε μάλιστα δώσει και το τηλέφωνο του "Φλόκα" στη μητέρα του, για να μπορεί να τον βρίσκει. Σχετικά μ αυτό μου είχε πει ο Μάνος μια νόστιμη ιστορία: Μια μέρα τον ζήτησε στο τηλέφωνο η μητέρα του και εκείνος της μίλησε λίγο απότομα. Θύμωσε τότε εκείνη και του είπε: "Βρε συ, ξέρεις σε ποια μιλάς; Στη μάνα του Χατζιδάκι!"». (από την έκδοση «Γ. Μόραλης. Αγγελοι - Μουσική - Ποίηση», Μουσείο Μπενάκη, 2001).
ΕΧΕΙ ΠΕΙ
Η ζωγραφική δεν είναι έτοιμη, δεν υπάρχει στη φύση...
Του άρεσε να διηγείται μια φιλική, τρυφερή συμφωνία που είχε με τον φίλο του ζωγράφο Νίκο Νικολάου, ότι όποιος κερδίσει την υποτροφία του διαγωνισμού της Ακαδημίας το 1936, για τη Ρώμη, θα πάρει μαζί του και τον άλλο: «Η συμφωνία μας με τον Νικολάου δεν ήταν κρυφή. Την είχαμε κοινοποιήσει. Μάλιστα ο Κουγέας προσπάθησε να με μεταπείσει λέγοντάς μου ότι "οι ακαδημαϊκοί εκτιμούν βέβαια τη φιλία, αλλά δεν θα σας φτάσουν τα λεφτά". Εγώ του απάντησα ότι μόνο με αυτό τον όρο θα τη δεχόμουν». Εφυγαν μαζί για τη Ρώμη τον Ιούνιο του 1937.
«Δεν ήθελα να γίνω καθηγητής, για να μη γίνω δημόσιος υπάλληλος. Ηθελα να είμαι ελεύθερος. Επέμενε ο δάσκαλός μου ο Κεφαλληνός».
Δίδαξε από το 1947 έως το 1983. Ενέπνεε εμπνεόμενος και δίδασκε διδασκόμενος: «Η διδασκαλία είναι μια αμφίρροπη σχέση. Ενας Λατίνος φιλόσοφος έλεγε πως ο δάσκαλος μοιάζει με το ακόνι, δηλαδή το ακόνι κάνει το μαχαίρι να κόβει, δίχως κατ ανάγκη το ίδιο να είναι κοφτερό. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό και μάλιστα το συμπλήρωσα, προσθέτοντας ότι τα μαχαίρια που είναι και τα δύο κοφτερά, ακονίζονται το ένα με το άλλο! Ετσι ένιωθα στη σχολή».
«Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς που μιλούν για την "ελληνικότητα" που υπάρχει στα έργα του Μόραλη. Λες και ζωγράφιζα κατόπιν αποφάσεως. Αυτά είναι βιώματα (...) Με τον Νικολάου τσακωνόμασταν για το θέμα της ελληνικότητας. "Και βέβαια αγαπώ την ελληνική τέχνη", του έλεγα, "αλλά δεν μπορώ να γίνω γενικός αντιπρόσωπος της αρχαίας ελληνικής τέχνης". Αφού υπάρχει μέσα μου».
«Η ζωγραφική δεν είναι έτοιμη, δεν υπάρχει στη φύση για να την πάρεις και να την αντιγράψεις. Πρέπει να δημιουργήσεις μια σύνθεση. Παίρνεις τα στοιχεία από τη φύση, τα οργανώνεις και τα ισορροπείς. Αμα το καλοσκεφτείς, οι κλίμακες είναι ελάχιστες. Από το οξύ στο αμβλύ, από το μεγάλο στο μικρό, από το φωτεινό στο σκοτεινό, από το θερμό στο ψυχρό. Με αυτές τις ελάχιστες κλίμακες καλείσαι να εκφραστείς».
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ:
Οταν συνοφρυώνεται σκέφτομαι, όταν χαμογελάει δυναμώνω
Μάνος Χατζιδάκις: «Ο Μόραλης είναι ο τελευταίος ευπατρίδης της αληθινής ζωγραφικής (...) Οταν συνοφρυώνεται σκέφτομαι, όταν χαμογελάει δυναμώνω. Κι ας είναι όλη η Ελλάδα εναντίον μου. Το ίδιο θα πω και για δυο-τρεις ακόμη. Για τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Τσαρούχη και για μερικούς που, δυστυχώς, δεν ζούνε πια. Αυτοί συνθέσανε τον πολιτισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας, για να τον καταστρέψουν σαν κοράκια οι πολιτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι».
Οδυσσέας Ελύτης: «Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη (σ.σ.: "Επιθαλάμια") ν αναδύονται κάποτε με μιαν υγρασία θαλασσινή, σαν μεγεθυσμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους, ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα».
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: « Η μόνη επιρροή ήτις διαφαίνεται εις το έργον του δεν προέρχεται από τους νεωτερισμούς των συγχρόνων σχολών της ξένης, αλλ από την ελληνικήν κοσμοθεωρίαν, την προσήλωσιν εις τα ιδανικά του αισθητού και αισθητικού ωραίου. Η παρουσία του Ι. Μόραλη είναι ουσιώδης κατά την εποχήν μάλιστα όπου τα ελληνικά ιδανικά απεμπολώνται τοις πάσι».
Μανόλης Χατζηδάκης: «...Και είναι ελληνική η τέχνη αυτή, όχι μόνο γιατί δένεται με αδιόρατα αλλά βέβαια νήματα με την ελληνική παράδοση αλλά και γιατί εκφράζει σε υψηλή ποιότητα ένα ουσιαστικό αίτημα της σύγχρονης ελληνικής Τέχνης: να εκφράσει με σύμβολα τον βαθύτερο καημό του γένους, την ήρεμη καρτερία του θανάτου, τη λιτή προσφορά της φρυγμένης γης».
- Δήμητρα Ρουμπούλα, ΕΘΝΟΣ, 21/12/2009
No comments:
Post a Comment