«Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης»
Της Παρασκευής Κατημερτζή, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
Διήνυσε «με σοφία και με ήρεμη τόλμη» ενενήντα τρία χρόνια. Ακμαίος ώς το τέλος, ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης, «ο τελευταίος ευπατρίδης της αληθινής ζωγραφικής», πέθανε χθες το μεσημέρι. Στην τσέπη του σακακιού του είχε ακόμη τους στίχους του Σεφέρη: «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης»...
O Γιάννης Μόραλης, ο τελευταίος ίσως των μεγάλων ζωγράφων, που πέθανε χτες στα 93 του, ήταν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της περίφημης γενιάς του ΄30, ένα κίνημα που αγκάλιασε όλες τις τέχνες και επιφορτίστηκε με τον στόχο να εκφράσει τα ελληνικά βιώματα με μια γλώσσα σύγχρονη. Πέθανε χθες το απόγευμα στις 15.00
στο σπίτι του και μέχρι το τέλος ήταν χαμογελαστός και χαιρετούσε όσους βρίσκονταν κοντά του, μαρτυρούν άνθρωποι του περιβάλλοντός του. Δεν έχει περάσει ούτε μήνας δε, από την στιγμή που κατάλαβε πως κόνταιναν τα βήματά του. Και σε μια από τις τελευταίες του βόλτες στο Κολωνάκι πέρασε από την γκαλερί Ζουμπουλάκη με την οποία συνεργαζόταν εδώ και χρόνια. Χαιρέτησε τους συνεργάτες του και τους εκμυστηρεύτηκε το προαίσθημά του: ότι δεν θα ξανακατέβαινε τα σκαλιά της γκαλερί.
Η κηδεία του Γιάννη Μόραλη θα γίνει σήμερα στις 11.30 από το παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο καλλιτέχνης επιθυμούσε, σύμφωνα με τον αδελφό του Γιώργο, η κηδεία του να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο και χωρίς επικηδείους.
«Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς που μιλούν για την ελληνικότητα που υπάρχει στα έργα του Μόραλη» έλεγε. «Λες και ζωγράφιζα κατόπιν αποφάσεως. Αυτά είναι βιώματα. Αφού είμαι Έλληνας, γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, μου αρέσει η ελληνική φύση, αυτομάτως ζωγραφίζω έτσι. Όχι κατόπιν αποφάσεως. Όλα αυτά συναιρούνται μέσα μου. Ζωγράφιζα όπως ζωγράφιζα, διότι αυτό ήταν το φυσικό». Γεννήθηκε ζωγράφος ο Γιάννης Μόραλης. Από παιδί ανακατευόταν με τα μολύβια και τα χρώματα. Μόλις στα 16 του πήρε τις πρώτες εγκωμιαστικές κριτικές. Στα 20, με όπλο το χιούμορ και τη διπλωματία, έκαμψε τις αντιρρήσεις της Ακαδημίας Αθηνών και κατάφερε να μοιραστεί με τον φίλο του Νίκο Νικολάου υποτροφία, κατόπιν διαγωνισμού.
Στη Ρώμη του 1937 αγάπησε τον Μικελάντζελο και άκουσε τους λόγους που εκφωνούσε ο Μουσολίνι. Στο Παρίσι ευτύχησε να δει την Γκουέρνικα του Πικάσο στο Ισπανικό Περίπτερο. Τα έργα του μεστά, ρεαλιστικά, αισθησιακά, ήρεμα, αποκάλυπταν τη στέρεα παιδεία του, τη μαθητεία του στην αρχαία ελληνική γλυπτική, τη βυζαντινή ζωγραφική, την τέχνη της Αναγέννησης, το πέρασμά του από το Παρίσι και τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης.
Προπάντων όμως απηχούσαν την αγάπη του για τον άνθρωπο, τη γαλήνια ομορφιά και τις απαλές καμπύλες του γυναικείου σώματος, την ισορροπία, την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ουσία, την πνευματικότητα.
Ο Μόραλης επέλεξε τον άνθρωπο αντί για τον υπεράνθρωπο σε μια κρίσιμη εποχή: της ανόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα όταν οι δημοκρατικοί και οι ολοκληρωτικοί συσπείρωναν τις πνευματικές και καλλιτεχνικές τους δυνάμεις και στρέφονταν συνειδητά προς τα πρότυπα του παρελθόντος, τις πηγές, τις ρίζες, για να αντλήσουν δυνάμεις και ερείσματα για την αναμέτρηση. Ήθελε πάντοτε, και το διατύπωνε με κάθε τρόπο, να είναι ελεύθερος. Γι΄ αυτό και απέφευγε τους αφορισμούς περί τέχνης και τις συνεντεύξεις. «Είναι λάθος να επεξηγώ ή να περιγράφω τα έργα μου, διότι νιώθω ότι τα μικραίνω. Θέλω τα έργα μου να είναι όπως κι εγώ, ελεύθερα. Αλλά θέλω επίσης να νιώθει κι ο θεατής ελεύθερος να τα δει όπως επιθυμεί», εξηγούσε στην ιστορικό της Τέχνης Φανή Μαρία Τσιγκάκου, με αφορμή μια έκδοση το 2004, με την οποία το Μουσείο Μπενάκη γιόρτασε τη δωρεά 150 έργων του προς αυτό.
Ελεύθερος, αλλά και πειθαρχημένος: «Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η αυτοπειθαρχία σε απελευθερώνει. Σου επιτρέπει να δομήσεις ο ίδιος τη ζωή σου, να την οργανώσεις, να τη διευθύνεις».
Ο δικός του δρόμος χαράχτηκε μέσα από έργα διαχρονικά και τον διάλογο με λιτά χρώματα, όπου κυριαρχεί το μέτρο, η γραμμή, η αφαίρεση του περιττού. Σταδιακά προχώρησε προς την αφαίρεση, την αποδόμηση της μορφής, αλλά για την ανανεώσει. Ποτέ για να τη διαλύσει. Ο ορίζοντάς του διευρύνθηκε μέσα από τον διάλογο με την ποιητική δραματική και μουσική έκφραση της εποχής του. Σταθμό για τη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης αποτέλεσαν τα εξώφυλλα και οι εικονογραφήσεις ποιητικών συλλογών του Σεφέρη και του Ελύτη, τα εξώφυλλα των δίσκων των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, τα σκηνικά και κοστούμια που σχεδίασε για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, αρχίζοντας από τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του Χατζιδάκι, το 1951, ενώ στο θέατρο «μπήκε» με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το 1954.
Φιλοτέχνησε κεραμικά σε συνεργασία με την Ελένη Βερναρδάκη και έργα για δημόσιους χώρους, όπως η εγχάρακτη όψη πάνω σε γιαννιώτικο μάρμαρο του Χίλτον, οι παραστάσεις σε ξενοδοχεία και περίπτερα του ΕΟΤ- στην Πάρνηθα, την «Ωκεανίδα» στη Βουλιαγμένη, τον ΟΛΠ και πιο πρόσφατα τον σταθμό του Μετρό στο Πανεπιστήμιο.
«Το περιττό αδυνατίζει το έργο» O Γιάννης Μόραλης, ο τελευταίος ίσως των μεγάλων ζωγράφων, που πέθανε χτες στα 93 του, ήταν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της περίφημης γενιάς του ΄30, ένα κίνημα που αγκάλιασε όλες τις τέχνες και επιφορτίστηκε με τον στόχο να εκφράσει τα ελληνικά βιώματα με μια γλώσσα σύγχρονη. Πέθανε χθες το απόγευμα στις 15.00
στο σπίτι του και μέχρι το τέλος ήταν χαμογελαστός και χαιρετούσε όσους βρίσκονταν κοντά του, μαρτυρούν άνθρωποι του περιβάλλοντός του. Δεν έχει περάσει ούτε μήνας δε, από την στιγμή που κατάλαβε πως κόνταιναν τα βήματά του. Και σε μια από τις τελευταίες του βόλτες στο Κολωνάκι πέρασε από την γκαλερί Ζουμπουλάκη με την οποία συνεργαζόταν εδώ και χρόνια. Χαιρέτησε τους συνεργάτες του και τους εκμυστηρεύτηκε το προαίσθημά του: ότι δεν θα ξανακατέβαινε τα σκαλιά της γκαλερί.
Η κηδεία του Γιάννη Μόραλη θα γίνει σήμερα στις 11.30 από το παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο καλλιτέχνης επιθυμούσε, σύμφωνα με τον αδελφό του Γιώργο, η κηδεία του να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο και χωρίς επικηδείους.
«Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς που μιλούν για την ελληνικότητα που υπάρχει στα έργα του Μόραλη» έλεγε. «Λες και ζωγράφιζα κατόπιν αποφάσεως. Αυτά είναι βιώματα. Αφού είμαι Έλληνας, γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, μου αρέσει η ελληνική φύση, αυτομάτως ζωγραφίζω έτσι. Όχι κατόπιν αποφάσεως. Όλα αυτά συναιρούνται μέσα μου. Ζωγράφιζα όπως ζωγράφιζα, διότι αυτό ήταν το φυσικό». Γεννήθηκε ζωγράφος ο Γιάννης Μόραλης. Από παιδί ανακατευόταν με τα μολύβια και τα χρώματα. Μόλις στα 16 του πήρε τις πρώτες εγκωμιαστικές κριτικές. Στα 20, με όπλο το χιούμορ και τη διπλωματία, έκαμψε τις αντιρρήσεις της Ακαδημίας Αθηνών και κατάφερε να μοιραστεί με τον φίλο του Νίκο Νικολάου υποτροφία, κατόπιν διαγωνισμού.
Στη Ρώμη του 1937 αγάπησε τον Μικελάντζελο και άκουσε τους λόγους που εκφωνούσε ο Μουσολίνι. Στο Παρίσι ευτύχησε να δει την Γκουέρνικα του Πικάσο στο Ισπανικό Περίπτερο. Τα έργα του μεστά, ρεαλιστικά, αισθησιακά, ήρεμα, αποκάλυπταν τη στέρεα παιδεία του, τη μαθητεία του στην αρχαία ελληνική γλυπτική, τη βυζαντινή ζωγραφική, την τέχνη της Αναγέννησης, το πέρασμά του από το Παρίσι και τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης.
Προπάντων όμως απηχούσαν την αγάπη του για τον άνθρωπο, τη γαλήνια ομορφιά και τις απαλές καμπύλες του γυναικείου σώματος, την ισορροπία, την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ουσία, την πνευματικότητα.
Ο Μόραλης επέλεξε τον άνθρωπο αντί για τον υπεράνθρωπο σε μια κρίσιμη εποχή: της ανόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα όταν οι δημοκρατικοί και οι ολοκληρωτικοί συσπείρωναν τις πνευματικές και καλλιτεχνικές τους δυνάμεις και στρέφονταν συνειδητά προς τα πρότυπα του παρελθόντος, τις πηγές, τις ρίζες, για να αντλήσουν δυνάμεις και ερείσματα για την αναμέτρηση. Ήθελε πάντοτε, και το διατύπωνε με κάθε τρόπο, να είναι ελεύθερος. Γι΄ αυτό και απέφευγε τους αφορισμούς περί τέχνης και τις συνεντεύξεις. «Είναι λάθος να επεξηγώ ή να περιγράφω τα έργα μου, διότι νιώθω ότι τα μικραίνω. Θέλω τα έργα μου να είναι όπως κι εγώ, ελεύθερα. Αλλά θέλω επίσης να νιώθει κι ο θεατής ελεύθερος να τα δει όπως επιθυμεί», εξηγούσε στην ιστορικό της Τέχνης Φανή Μαρία Τσιγκάκου, με αφορμή μια έκδοση το 2004, με την οποία το Μουσείο Μπενάκη γιόρτασε τη δωρεά 150 έργων του προς αυτό.
Ελεύθερος, αλλά και πειθαρχημένος: «Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η αυτοπειθαρχία σε απελευθερώνει. Σου επιτρέπει να δομήσεις ο ίδιος τη ζωή σου, να την οργανώσεις, να τη διευθύνεις».
Ο δικός του δρόμος χαράχτηκε μέσα από έργα διαχρονικά και τον διάλογο με λιτά χρώματα, όπου κυριαρχεί το μέτρο, η γραμμή, η αφαίρεση του περιττού. Σταδιακά προχώρησε προς την αφαίρεση, την αποδόμηση της μορφής, αλλά για την ανανεώσει. Ποτέ για να τη διαλύσει. Ο ορίζοντάς του διευρύνθηκε μέσα από τον διάλογο με την ποιητική δραματική και μουσική έκφραση της εποχής του. Σταθμό για τη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης αποτέλεσαν τα εξώφυλλα και οι εικονογραφήσεις ποιητικών συλλογών του Σεφέρη και του Ελύτη, τα εξώφυλλα των δίσκων των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, τα σκηνικά και κοστούμια που σχεδίασε για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, αρχίζοντας από τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του Χατζιδάκι, το 1951, ενώ στο θέατρο «μπήκε» με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το 1954.
Φιλοτέχνησε κεραμικά σε συνεργασία με την Ελένη Βερναρδάκη και έργα για δημόσιους χώρους, όπως η εγχάρακτη όψη πάνω σε γιαννιώτικο μάρμαρο του Χίλτον, οι παραστάσεις σε ξενοδοχεία και περίπτερα του ΕΟΤ- στην Πάρνηθα, την «Ωκεανίδα» στη Βουλιαγμένη, τον ΟΛΠ και πιο πρόσφατα τον σταθμό του Μετρό στο Πανεπιστήμιο.
Οι διακρίσεις του: Ταξιάρχης του Φοίνικος το 1965. Χρυσό μετάλλιο στη διεθνή έκθεση χειροτεχνίας στο Μόναχο, το 1973. Αριστείο Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, το 1983. Ταξιάρχης της Τιμής, το 1999.
Ζωή και τέχνη ταυτίζονται στην περίπτωση του Γιάννη Μόραλη σ΄ ένα σπάνιο υπόδειγμα ευγένειας, γενναιοδωρίας, ήθους και χαρά της ζωής. Υπήρξε πιστός στους φίλους του. Ποτέ δεν είπε κακή λέξη για κανέναν. Δεν ήταν ανταγωνιστικός με τους συναδέλφους του.
Υπήρξε ο νεώτερος καθηγητής που εκλέχθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στα 31 του (παρέμεινε 33 χρόνια). Οι μαθητές του τον λάτρευαν και όταν αποχώρησε από τη σχολή, τους αποχαιρέτησε μ΄ ένα ποίημα του Σεφέρη που το κρατούσε στο τσεπάκι του σακακιού του μέχρι το τέλος. «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης»... Δεν έπαψε, ακούραστος ώς το τέλος, να βλέπει όλες τις εκθέσεις τους. Περνούσε από εκεί λίγο πριν ή μετά τα εγκαίνια.
Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Μόραλης, αν και καταξιωμένος, άργησε να πραγματοποιήσει την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, η οποία έγινε σε ηλικία 42 χρόνων, στην Αίθουσα Τέχνης «Αρμός» και τέσσερα χρόνια μετά στο Χίλτον, όπου παρουσίασε για πρώτη φορά τα κορυφαία «Επιτύμβια», που τον καθιέρωσαν ως κλασικό και μοντέρνο-μεγάλες γυναικείες μορφές σε αρχιτεκτονικό φόντο που θυμίζουν τα ανάγλυφα της αρχαίας τέχνης και κυρίαρχο ρόλο παίζει το χρώμα, η φόρμα, η κίνηση, η αφαίρεση.
Έπειτα από εννέα χρόνια, το 1972, επανέρχεται με ατομική έκθεση, τα «Επιθαλάμια», στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη», που επί σχεδόν μισό αιώνα αποτέλεσε το μόνιμο καλλιτεχνικό σπίτι του. Αυτός ο κοινωνικός, εύθυμος, γαλαντόμος άρχοντας, όταν δούλευε στο σπίτιεργαστήριό του στην Αίγινα, κάνοντας αμέτρητα σχέδια, που τα έσχιζε μέχρι να φτάσει στον μέγιστο επιθυμητό βαθμό ακρίβειας, ισορροπίας, αφαίρεσης, δούλευε μόνος ακούγοντας Μπαχ και Γρηγοριανό Μέλος.
«Όταν ζωγραφίζω, όπως και όταν γράφω δύο σελίδες, κόβω, κόβω, πετώ τις φλυαρίες. Το περιττό αδυνατίζει το έργο. Η ένταση και η δύναμη είναι στην καθαρότητα», δήλωνε στα «ΝΕΑ», ενενηντάχρονος πλέον, όταν αισθάνθηκε την ανάγκη να δείξει τα τελευταία ζωγραφικά έργα του, αφαιρετικές μορφές δοσμένες με ευθείες καμπύλες και τεθλασμένες γωνίες, αλλά και να καταγγείλει ως υπεύθυνος καλλιτέχνης τα πλαστά έργα που κυκλοφορούν με την υπογραφή του. Η τελευταία πρόκληση για τον Γιάννη Μόραλη ήταν η γλυπτική. Μνημειακότητα και μετωπικότητα χαρακτηρίζουν άλλωστε το σύνολο του έργου του. Αφού πειραματίστηκε με τη μονοχρωμία, με μικρογλυπτά, αφού ανέπτυξε τον διάλογο με την αρχιτεκτονική σε ανάγλυφα και εσώγλυφα σε διάφορα υλικά, το 2004, ο ογδονταοκτάχρονος «έφηβος» τόλμησε τη μεταφορά των έργων του από την επίπεδη επιφάνεια του πίνακα σε αυθύπαρκτα γλυπτά, συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων, κάτω από τους ενδεικτικούς τίτλους «Αίγινα», «Συνάντηση», «Ερωτικό», πάνω σε φύλλα χονδρού σιδήρου, που κόπηκε με ακρίβεια χιλιοστού από λέιζερ.
«Ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται μαζί με τις αμαρτίες του, μαζί με τις πληγές τις δικές του και του χώρου του. Όχι να αποστειρώνεται»
«Καλλιτέχνης είναι αυτός που δουλεύει με την καρδιά»
«Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας. Όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει...».
«Καλλιτέχνης είναι αυτός που δουλεύει με την καρδιά, με το μυαλό και με το χέρι. Τεχνίτης είναι αυτός που δουλεύει με το μυαλό και το χέρι. Εργάτης είναι αυτός που δουλεύει με το χέρι».
«Η διδασκαλία είναι μια αμφίρροπη σχέση.
Ένας Λατίνος φιλόσοφος έλεγε πως ο δάσκαλος μοιάζει με το ακόνι, δηλαδή το ακόνι κάνει το μαχαίρι να κόφτει δίχως κατ΄ ανάγκη το ίδιο να είναι κοφτερό. Έτσι ένιωθα στη σχολή».
OΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Μ΄ ένα ολιγοψήφιο αλβάβητο στα χέρια του, όπου τα στοιχεία που επανέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο, επέτυχε ο Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο κατά τρόπο μοναδικό μέσα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Όταν ο Μόραλης μου έδειξε τις ζωγραφιές του, κατάλαβα ότι μπορεί να μην υπάρχει διόλου αμάξι παρά μόνο δύο ελεύθερα άλογα, καλπάζοντας ανεξάρτητα σ΄ ένα πράσινο λιβάδι. Κατάλαβα πως προκαλούσε έναν διάλογο...
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Ο Μόραλης κατάφερε να συνθέσει ένα μαγικό εξάπτυχο, που περιείχε μέσα του χρωματική και γεωμετρική "ανάλυση" του πρωτοφανέρωτου εκείνο τον καιρό "ρεμπέτικου", επισημαίνοντας, προβάλλοντας το παραδοσιακό διαχρονικό στοιχείο του κι όχι την ηδονιστική ατμόσφαιρα που εξέπεμπαν και στην οποία άλλωστε ο ίδιος ήτανε ξένος κι αμήχανος.
1916: Γεννιέται στην Άρτα, γιος του φιλόλογου Κωνσταντίνου Μόραλη και της Αγγελικής Α. Μιχάλη.
Έξι ετών εγκαθίσταται στην Πρέβεζα.
1927: Με κοντά παντελόνια παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στο Κυριακάτικο Σχολείο της Σχολής Καλών Τεχνών. 1931: Πετυχαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Την επόμενη χρονιά η πρώτη ενθουσιώδης κριτική τον υποδέχεται ως έναν καλλιτέχνη του μέλλοντος στα εργαστήρια του Κ. Παρθένη, Ουμβέρτου Αργυρού, Γιάννη Κεφαλληνού.
1937: Βλέπει την Γκουέρνικα του Πικασό στο Παρίσι μαζί με τον αχώριστο φίλο του Νίκο Νικολάου, με τον οποίο μοιράζεται υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών. 1940: Επιστρέφει, στρατεύεται και εκθέτει χαρακτικά με την ομάδα Ελεύθεροι Καλλιτέχνες. Φαντάρος κερδίζει χάλκινο μετάλλιο στην Πανελλήνια Έκθεση.
1947: Νεώτατος, μόλις 31 ετών, εκλέγεται τακτικός καθηγητής του προπαρασκευαστικού τμήματος της ΑΣΚΤ. Από τη σχολή θα αποχωρήσει έπειτα από 36 χρόνια συνεχούς διδασκαλίας.
1949: Γίνεται ιδρυτικό μέλος της ομάδας Αρμός με τους Ν.Χ. Γκίκα, Γ. Τσαρούχη, Ν. Νικολάου, Ν. Εγγονόπουλο κ.ά.
1951: Φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια στο μπαλέτο «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» για το ελληνικό χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Πρώτος κωδικοποιεί την έννοια του λαϊκού ανδρός και της λαϊκής γυναικός.
1958: Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο.
1954: Σκηνικά και κοστούμια για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
1959: Πρώτη ατομική έκθεση. 1960: Ζωγραφικές συνθέσεις, μωσαϊκά, κεραμικά, ανάγλυφα εντάσσονται σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, σε ξενοδοχεία του ΕΟΤ στη Φλώρινα, το Μον Παρνές, την «Ωκεανίδα» της Βουλιαγμένης, τα μωσαϊκά στον Διόνυσο, στου Φιλοπάππου.
1988: Η πρώτη από τις πέντε αναδρομικές εκθέσεις οργανώνεται από την Εθνική Πινακοθήκη και ο Μόραλης της δωρίζει αρκετά έργα. Ακολουθούν η Ακαδημία Αθηνών (1996), η Ερμούπολη Σύρου (2005), το Μουσείο Μπενάκη (2004), το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Άνδρου (2008) και το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (2009), όπου παρουσιάζονται για πρώτη φορά τα σχέδιά του.
No comments:
Post a Comment