Σκοπός της έκθεσης Γη-Ιχνη που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης είναι η αναζήτηση της σχέσης του σύγχρονου δημιουργού με το φυσικό τοπίο
«Γη-Ιχνη» είναι ο τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, σε συνέχεια του «Νερού-Ρεύματα» που εκτέθηκε πέρυσι, ως μέρος του εκθεσιακού κύκλου «Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και ο άνθρωπος». Το θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί φέρνει στο προσκήνιο τη ματιέρα, την ύλη, το πρωταρχικό στοιχείο με το οποίο συνδέεται ο δημιουργός προτού αρχίσει να μιλάει για τον κόσμο. Η έκθεση, όπως η πλειονότητα των δράσεών μας, αποτελεί μια συμπαραγωγή. Σε αυτή την περίπτωση συνεργάτης μας είναι η ελβετική τράπεζα Ρictet, διοργανωτής του Ρrix Ρictet, επίτιμος πρόεδρος του οποίου είναι ο Κόφι Αναν. Η «Γη-Ιχνη», με συνεπιμελητή τον Gabriel Βauret, χωρίζεται σε δύο τμήματα: από τη μια στα επιλεγμένα έργα των δώδεκα φωτογράφων (Darren Αlmond, Christopher Αnderson, Sammy Βaloji, Εdward Βurtynsky, Αndreas Gursky, Νaoya Ηatakeyama, Νadav Κander, Εd Κashi, Αbbas Κowsari, Υao Lu, Εdgar Μartins, Chris Steele-Ρerkins) που προκρίθηκαν στην τελευταία φάση του διαγωνισμού του ομώνυμου βραβείου, και από την άλλη σε έργα ελλήνων και ξένων δημιουργών (εκτός του βραβείου) τα οποία έχουν επιλεγεί για αυτή την έκθεση.
Οι εικόνες του βραβείου Ρictet ανήκουν κατά κύριο λόγο στη φωτογραφία-ντοκουμέντο, χωρίς αυτό να αποκλείει τις εννοιολογικές προσεγγίσεις: η ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, οι συνέπειες αυτής της εκμετάλλευσης που εκπηγάζει από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και η προσαρμογή μας σε αυτό, είναι μερικές από τις θεματικές που προβάλλονται. Από την άλλη παρουσιάζονται έργα 13 ελλήνων και ξένων δημιουργών, που δίνουν μια σκηνοθετημένη και αφαιρετική οπτική στο θέμα, χωρίς και από εδώ να εκλείπουν οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις.
Ο ρόλος μας, ως κρατικό μουσείο φωτογραφίας είναι το να μπορούμε να αγγίζουμε κάθε κοινό, και σε διαφορετικά επίπεδα, όπως επίσης να ακολουθούμε με συνέπεια τις επιλογές των εκθέσεων, πράγμα το οποίο επιχειρούμε με τη συγκρότηση εκθεσιακών κύκλων (όπως «Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και ο άνθρωπος», «Οι Ελληνες της Διασποράς», στην οποία ανήκε η προηγούμενη έκθεση του Φίλιπ Τσιάρα κτλ.). Οι επιλογές γενικών θεμάτων όπως είναι αυτό της «Γης-Ιχνη» έχουν ως στόχο τη διαμόρφωση ενός ευρέως θεματικού φάσματος ώστε τα έργα να είναι ποικίλα και να εξοικειώνουν το κοινό με το αλφαβητάρι της οπτικής γλώσσας. Για κάθε κοινό όμως, είτε όσοι ενδιαφέρονται για τη φωτογραφία είτε όσοι επισκέπτονται για πρώτη φορά μια έκθεση, το ερώτημα που προκύπτει από αυτή τη θεματική είναι ηχηρό: Για ποια γη μιλάμε; Για τη γη που φανταζόμαστε ότι μας περιβάλλει των χιονισμένων βουνοκορφών και των γαλάζιων θαλασσών, για αυτή που στην πραγματικότητα υπάρχει- μήτρα λυμάτων, μόλυνσης και σκηνικό πολιτικών και ιστορικών γεγονότων - ή για αυτή που κατασκευάζουμε στο φαντασιακό μας γνωρίζοντας πως τα πράγματα έχουν αλλάξει;
Ορισμένοι από τους δημιουργούς διαχειρίζονται το θέμα μέσα από την οπτική του φυσικού πλούτου, της πρωτόλειας ομορφιάς, δίνοντας και υλικό που μπορεί να αναγνωστεί και με διαφορετικές προεκτάσεις: ο Δημήτρης Κοιλαλούς εστιάζοντας σε βράχια και στη γη που βγαίνει στο προσκήνιο, στο δάσος και στο δέντρο και στη σχέση ανάμεσά τους, ο Darren Αlmond δείχνοντας χιονισμένα δάση από την Κίνα σε πολύ μεγάλο φορμά, ο Τhibaut Cuisset παρουσιάζοντας το ίδιο τοπίο στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Αντίστοιχα, ο Νίκος Δανιηλίδης δείχνει την Ελλάδα από ψηλά, επιτυγχάνοντας πέρα από την απόδοση μιας άλλης οπτικής και τη δημιουργία «πλαστικών» εικόνων σχεδόν φορμαλιστικών που παραπέμπουν στη ζωγραφική, ενώ ο Αntonio Βiasiucci μας οδηγεί στα έγκατα της γης με τις κατάμαυρες εικόνες του μάγματος και τις αφαιρετικές συνθέσεις του. Αλλοι φωτογράφοι μέσα από τα έργα τους χρησιμοποιούν τη γη ως υλικό για να αποδείξουν ένα επιχείρημά τους, όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης και του ενιαίου τοπίου. Ο Cedric Delsaux αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει πλέον διαφοροποίηση στον τρόπο που εκμεταλλευόμαστε τη γη και τα προϊόντα της, καθώς το τοπίο είναι εξίσου κακοποιημένο παντού στον κόσμο. Αυτό, βέβαια, διακρίνεται και στις εικόνες του Εκτορα Δημησιάνου για τις φωτιές της Αττικής και της Πελοποννήσου, ενώ η Liza Νguyen με χώμα από πόλεις του Βιετνάμ από όπου έχει περάσει ο πόλεμος, αποτυπώνει με απλό και καίρια συμβολικό τρόπο τη σημασία της γης- ως πατρίδα, ως ρίζες, ως ανάμνηση (το χώμα που κρατάνε οι πρόσφυγες από τη γη τους). Και τέλος, υπάρχει μια μερίδα φωτογράφων της έκθεσης που έχει αναγνωρίσει τον τρόπο ανθρώπινης παρέμβασης και σκηνοθετεί την ομορφιά: ο Ρetur Τhomsen και τα τοπία του, σκληρά, αχανή, με την ανθρώπινη παρέμβαση προφανή, αλλά ενσωματωμένη πλέον πλήρως στο τοπίο, το οποίο την έχει οικειοποιηθεί. Η Εφη Τσακρακλίδου με τα αγριολούλουδα που ενάντια σε όλες τις δυσκολίες καταφέρνουν και ανθίζουν μέσα από την πέτρα καταδεικνύοντας τη δύναμη της φύσης. Εδώ η ανθρώπινη παρουσία ως παρατηρητή ή ως στοιχείου της ίδιας της φύσης είναι ελάχιστη- στα περισσότερα έργα ο άνθρωπος είναι ο δράστης ή και ο θύτης. Στα δίπτυχα έργα του Χάρη Κακαρούχα ο άνθρωπος και η φύση λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, χωρίς κανείς να μπορεί να αναγνωρίσει με βεβαιότητα πού κρύβεται η μεταφορά και η αλληγορία του δημιουργού. Η Εlina Βrotherus με στραμμένη την πλάτη στον θεατή παρατηρεί το τοπίο. Πρόκειται για εικόνες με πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική, καθώς δημιουργείται μία αλυσίδα θεάσεων: όλοι στραμμένοι στο τοπίο και ταυτόχρονα όλοι και μέρος του.
Με την έκθεση αυτή αναζητούμε τη σχέση του σύγχρονου δημιουργού με το φυσικό τοπίο, με τη γη- αυτή την οργανική σχέση, την πλήρως διαμεσολαβημένη πλέον από τον αστικό τρόπο ζωής μας. Οι φωτογράφοι μας δίνουν τη δυνατότητα να τη δούμε από ψηλά, από μέσα, ως έναν ενιαίο τόπο, ως διαιρεμένα κομμάτια ιστορικότητας, με βλέμμα σφαιρικό ή μέσα από μια λεπτομέρεια, μια μεταφορά ή μια σύντομη αφήγηση. Η έκθεση δεν είναι ειδησεογραφική, ούτε επιδιώκει να προσεγγίσει το θέμα επιστημονικά. Αυτό που ίσως έχει ουσία στην προκειμένη περίπτωση είναι να αναβιώσει κανείς μέσα από το φωτογραφικό γεγονός τη σχέση του με το περιβάλλον, όποιο και αν είναι αυτό. Και μέσα από αυτή τη συνάντηση μεταξύ του θεατή και του φωτογραφικού αντικειμένου το ίχνος να αποτελέσει ερέθισμα για πολλαπλές αναγνώσεις, ακόμη και του ίδιου μας του «σπιτιού», της Γης.
Η έκθεση παρουσιάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α Δ , Λιμάνι) ως τις 28.2.2010. Ωρες λειτουργίας: Δευτέρα κλειστά, Τρίτη Παρασκευή 11.00-19.00, Σάββατο- Κυριακή 11.00-21.00. Τηλ. 2310 566.716.
Οι εικόνες του βραβείου Ρictet ανήκουν κατά κύριο λόγο στη φωτογραφία-ντοκουμέντο, χωρίς αυτό να αποκλείει τις εννοιολογικές προσεγγίσεις: η ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον, οι συνέπειες αυτής της εκμετάλλευσης που εκπηγάζει από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και η προσαρμογή μας σε αυτό, είναι μερικές από τις θεματικές που προβάλλονται. Από την άλλη παρουσιάζονται έργα 13 ελλήνων και ξένων δημιουργών, που δίνουν μια σκηνοθετημένη και αφαιρετική οπτική στο θέμα, χωρίς και από εδώ να εκλείπουν οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις.
Ο ρόλος μας, ως κρατικό μουσείο φωτογραφίας είναι το να μπορούμε να αγγίζουμε κάθε κοινό, και σε διαφορετικά επίπεδα, όπως επίσης να ακολουθούμε με συνέπεια τις επιλογές των εκθέσεων, πράγμα το οποίο επιχειρούμε με τη συγκρότηση εκθεσιακών κύκλων (όπως «Τα τέσσερα στοιχεία της φύσης και ο άνθρωπος», «Οι Ελληνες της Διασποράς», στην οποία ανήκε η προηγούμενη έκθεση του Φίλιπ Τσιάρα κτλ.). Οι επιλογές γενικών θεμάτων όπως είναι αυτό της «Γης-Ιχνη» έχουν ως στόχο τη διαμόρφωση ενός ευρέως θεματικού φάσματος ώστε τα έργα να είναι ποικίλα και να εξοικειώνουν το κοινό με το αλφαβητάρι της οπτικής γλώσσας. Για κάθε κοινό όμως, είτε όσοι ενδιαφέρονται για τη φωτογραφία είτε όσοι επισκέπτονται για πρώτη φορά μια έκθεση, το ερώτημα που προκύπτει από αυτή τη θεματική είναι ηχηρό: Για ποια γη μιλάμε; Για τη γη που φανταζόμαστε ότι μας περιβάλλει των χιονισμένων βουνοκορφών και των γαλάζιων θαλασσών, για αυτή που στην πραγματικότητα υπάρχει- μήτρα λυμάτων, μόλυνσης και σκηνικό πολιτικών και ιστορικών γεγονότων - ή για αυτή που κατασκευάζουμε στο φαντασιακό μας γνωρίζοντας πως τα πράγματα έχουν αλλάξει;
Ορισμένοι από τους δημιουργούς διαχειρίζονται το θέμα μέσα από την οπτική του φυσικού πλούτου, της πρωτόλειας ομορφιάς, δίνοντας και υλικό που μπορεί να αναγνωστεί και με διαφορετικές προεκτάσεις: ο Δημήτρης Κοιλαλούς εστιάζοντας σε βράχια και στη γη που βγαίνει στο προσκήνιο, στο δάσος και στο δέντρο και στη σχέση ανάμεσά τους, ο Darren Αlmond δείχνοντας χιονισμένα δάση από την Κίνα σε πολύ μεγάλο φορμά, ο Τhibaut Cuisset παρουσιάζοντας το ίδιο τοπίο στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Αντίστοιχα, ο Νίκος Δανιηλίδης δείχνει την Ελλάδα από ψηλά, επιτυγχάνοντας πέρα από την απόδοση μιας άλλης οπτικής και τη δημιουργία «πλαστικών» εικόνων σχεδόν φορμαλιστικών που παραπέμπουν στη ζωγραφική, ενώ ο Αntonio Βiasiucci μας οδηγεί στα έγκατα της γης με τις κατάμαυρες εικόνες του μάγματος και τις αφαιρετικές συνθέσεις του. Αλλοι φωτογράφοι μέσα από τα έργα τους χρησιμοποιούν τη γη ως υλικό για να αποδείξουν ένα επιχείρημά τους, όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης και του ενιαίου τοπίου. Ο Cedric Delsaux αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει πλέον διαφοροποίηση στον τρόπο που εκμεταλλευόμαστε τη γη και τα προϊόντα της, καθώς το τοπίο είναι εξίσου κακοποιημένο παντού στον κόσμο. Αυτό, βέβαια, διακρίνεται και στις εικόνες του Εκτορα Δημησιάνου για τις φωτιές της Αττικής και της Πελοποννήσου, ενώ η Liza Νguyen με χώμα από πόλεις του Βιετνάμ από όπου έχει περάσει ο πόλεμος, αποτυπώνει με απλό και καίρια συμβολικό τρόπο τη σημασία της γης- ως πατρίδα, ως ρίζες, ως ανάμνηση (το χώμα που κρατάνε οι πρόσφυγες από τη γη τους). Και τέλος, υπάρχει μια μερίδα φωτογράφων της έκθεσης που έχει αναγνωρίσει τον τρόπο ανθρώπινης παρέμβασης και σκηνοθετεί την ομορφιά: ο Ρetur Τhomsen και τα τοπία του, σκληρά, αχανή, με την ανθρώπινη παρέμβαση προφανή, αλλά ενσωματωμένη πλέον πλήρως στο τοπίο, το οποίο την έχει οικειοποιηθεί. Η Εφη Τσακρακλίδου με τα αγριολούλουδα που ενάντια σε όλες τις δυσκολίες καταφέρνουν και ανθίζουν μέσα από την πέτρα καταδεικνύοντας τη δύναμη της φύσης. Εδώ η ανθρώπινη παρουσία ως παρατηρητή ή ως στοιχείου της ίδιας της φύσης είναι ελάχιστη- στα περισσότερα έργα ο άνθρωπος είναι ο δράστης ή και ο θύτης. Στα δίπτυχα έργα του Χάρη Κακαρούχα ο άνθρωπος και η φύση λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, χωρίς κανείς να μπορεί να αναγνωρίσει με βεβαιότητα πού κρύβεται η μεταφορά και η αλληγορία του δημιουργού. Η Εlina Βrotherus με στραμμένη την πλάτη στον θεατή παρατηρεί το τοπίο. Πρόκειται για εικόνες με πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική, καθώς δημιουργείται μία αλυσίδα θεάσεων: όλοι στραμμένοι στο τοπίο και ταυτόχρονα όλοι και μέρος του.
Με την έκθεση αυτή αναζητούμε τη σχέση του σύγχρονου δημιουργού με το φυσικό τοπίο, με τη γη- αυτή την οργανική σχέση, την πλήρως διαμεσολαβημένη πλέον από τον αστικό τρόπο ζωής μας. Οι φωτογράφοι μας δίνουν τη δυνατότητα να τη δούμε από ψηλά, από μέσα, ως έναν ενιαίο τόπο, ως διαιρεμένα κομμάτια ιστορικότητας, με βλέμμα σφαιρικό ή μέσα από μια λεπτομέρεια, μια μεταφορά ή μια σύντομη αφήγηση. Η έκθεση δεν είναι ειδησεογραφική, ούτε επιδιώκει να προσεγγίσει το θέμα επιστημονικά. Αυτό που ίσως έχει ουσία στην προκειμένη περίπτωση είναι να αναβιώσει κανείς μέσα από το φωτογραφικό γεγονός τη σχέση του με το περιβάλλον, όποιο και αν είναι αυτό. Και μέσα από αυτή τη συνάντηση μεταξύ του θεατή και του φωτογραφικού αντικειμένου το ίχνος να αποτελέσει ερέθισμα για πολλαπλές αναγνώσεις, ακόμη και του ίδιου μας του «σπιτιού», της Γης.
Η έκθεση παρουσιάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α Δ , Λιμάνι) ως τις 28.2.2010. Ωρες λειτουργίας: Δευτέρα κλειστά, Τρίτη Παρασκευή 11.00-19.00, Σάββατο- Κυριακή 11.00-21.00. Τηλ. 2310 566.716.
- Ο κ. Ευ. Ιωακειμίδης είναι διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
No comments:
Post a Comment