- Αν το προνόμιο της τέχνης είναι η ελευθερία, έως και η κατάχρησή της, η χρονιά που πέρασε, σταθεροποιώντας ό,τι εμφανίστηκε στη χρονική διαδρομή της πρώτης δεκαετίας του 2000, μας υποψιάζει ότι αυτή η ελευθερία μπορεί και να 'χει αποχωρήσει.
Και ότι οι καλλιτέχνες μοιάζει να κατασταλάζουν σε ένα είδος καθεστώτος των κλισέ.
Παγκοσμιοποιημένη η τέχνη, τονίζει το γεγονός μιας ομοιογένειας όπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες δημιουργούν ή εξιχνιάζουν αρχεία, ανασκαλεύουν την ιστορία αλλά και αναπαράγουν νεοπόπ, κριτικές ή διακοσμητικές «ζωγραφιές». Οι γενικεύσεις, ευτυχώς, διατηρούν το προνόμιο των εξαιρέσεων, δικαιώνοντας κάποιες περισσότερο αυθεντικές διαθέσεις του είδους, σε μια υπόθεση όπου η αγορά δημιουργεί και το παιχνίδι και τους όρους του.
Ο κάποιος σκεπτικισμός που, μοιραία, μπήκε στη ζωή μας και χάριν της οικονομικής λιτότητας, δεν άφησε ανεπηρέαστη την τέχνη. Η στροφή προς τη ζωγραφική και δη προς το μικρό τελάρο με τις μοδάτες (ελληνικά trendy) αναπαραστάσεις δίνει και παίρνει, μαζί με μια θεματολογία 19ου αιώνα που φέρνει προς gothic, προς νεορομαντισμό και σχηματοποιημένα σύμβολα.
Είναι τα ενδιαφέροντα μιας αγοράς εντόπιας, που συγκλίνει με ευκολία στις διεθνείς τάσεις προς τη ζωγραφική, αφήνοντας ωστόσο έξω τη δίχως «θέμα» αφαίρεση, για την οποία γίνεται έρευνα στα προηγμένα κέντρα της τέχνης, παραγωγής και επεξεργασίας ιδεών και τέχνης.
Ασχολούμενοι μετά μανίας με ζητήματα αρχείου και επανεξέτασης της ιστορίας, βρεθήκαμε ολόκληρο το 2009 απέναντι σε εκθέσεις συνοδεύομενες από κείμενα επιμελητών, αναφορές (και αντιγραφές) σε σύγχρονους φιλόσοφους της τέχνης και διανοητές και έργα καλλιτεχνών που «άλλα» έλεγαν. Οχι, δεν πρόκειται για μια διάσταση απόψεων, απλά για γεγονότα όπου ο καθένας μιλά για τα δικά του και όλοι μαζί δημιουργούν σύγχυση στον ήδη δύστροπο θεατή της μεσαίας τάξης.
Ο Πάμπλο Πικάσο, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Arts το 1945, έλεγε ότι ένας απλός κακοφτιαγμένος κύκλος δηλώνει ταμπεραμέντο και αλλού ότι είναι καλύτερα να αντιγράφεις ένα έργο, παρά να προσπαθείς να εμπνευστείς από αυτό. Από τότε έως σήμερα μοιάζει να έχουν περάσει αιώνες.
Και αν ονειρευόμαστε στις δυσκολίες μας να βρεθούμε, ως διά μαγείας, κάπου κοντά στη μεγάλη τέχνη (στο Αμστερνταμ με τον Ρέμπραντ ή στις νεκροπόλεις της Αιγύπτου), η μνήμη μας παρακάμπτει ταχύτατα τις μεγάλες ακριβές, ομαδικές ή ατομικές εκθέσεις και μένει σε συμπεριφορές και γεγονότα, όπως την έκθεση του Νίκου Χαραλαμπίδη και των φίλων του στον Καππάτο ή τις διαθέσεις αυτοδιαχείρισης των καλλιτεχνών.
Θυμάμαι την Μπιενάλε Αθήνας ως μια πολύπλοκη διαδρομή δίχως στόχο, πλην του ρομαντικού αιτήματος να φιληθούν τα ζευγάρια στον Μπάτη, θυμάμαι την Μπιενάλε Θεσσαλονίκης ως μια οργάνωση που συνέχισε τον διάλογο στο πολιτικό ζήτημα και προσπάθησε να κάνει ένα άνοιγμα στην πόλη.
Εχω ήδη ξεχάσει τα περισσότερα έργα που συμμετείχαν και παραμένω στο ερώτημα: πόσες Μπιενάλε χωρά ο τόπος μας και οι δύο που ξεκίνησαν συγχρόνως μπορούν να λειτουργούν προσθετικά, παρά τη διαφορετικότητα της δομής της οργάνωσής τους;
Από την άλλη, η οργάνωση της Μπιενάλε Βενετίας από τον Daniel Birnbaum μάς ικανοποίησε ως μια λιτή διαδρομή σε έργα ουσιαστικά, δίχως πολλές σκηνοθετικές αποκλίσεις και εφέ. Οπως και η τελευταία «Ντοκουμέντα», έτσι η Βενετία στάθηκε σε έργα περισσότερο και λιγότερο σε ιδέες προς επεξεργασία.
No comments:
Post a Comment