Η φετινή 21η διοργάνωση στη Θεσσαλονίκη περιελάμβανε λίγο πρωτογενές υλικό και ακόμη λιγότερες φρέσκες ιδέες
- Του Σπυρου Γιανναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 16 Mαϊου 2010
Τα καλλιτεχνικά σινάφια στην Ελλάδα είναι μικρά. Aλλά οι γκρίνιες, οι αντιπαραθέσεις και οι ρήξεις συχνά είναι μεγάλες. Τριγυρίζοντας τις φωτογραφικές εκθέσεις αναγνωρίζεις και σιγά σιγά γνωρίζεις το σινάφι των Ελλήνων φωτογράφων. Κυρίως όμως συνηθίζεις την γκρίνια. Η επωδός είναι γνωστή: Δεν παράγεται τίποτα, παντού μετριότητα και απογοήτευση κ. λπ.
Ξεκινώντας το Σαββατοκύριακο της Πρωτομαγιάς το ταξίδι για τη συμπρωτεύουσα και την 21η Photobiennale που διοργανώνει το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, ήμουν ψυχικά προετοιμασμένος για κάτι ανάλογο. Συνάμα όμως έτρεφα ελπίδες για την απρόσμενη έκπληξη.
Η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης είναι -τηρουμένων των διεθνών και εγχώριων αναλογιών- το βαρύ πυροβολικό μας. Οπως και ο αθηναϊκός Μήνας Φωτογραφίας δεν είναι απλώς μια μεγάλη έκθεση. Ούτε μια χούφτα εκθέσεων φωτογραφίας. Συνεπώς, οι πιθανότητες να διασταυρωθείς με πολύ καλά, αν όχι σπουδαία, έργα είναι μεγάλες.
Με θέμα τον «Τόπο»
Η πρώτη αίσθηση που αποκόμισα από το σινάφι -πριν ακόμα καταλάβω ποιος από τους παρόντες συμμετέχει στην έκθεση- ήταν αποκαρδιωτική. Οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από την επιδεικτική αδιαφορία έως τη συντριπτική απόρριψη.
Γρήγορα όμως -μετά από μετ’ εμποδίων περιπλανήσεις σε κομβικά σημεία της πόλης (Γενί Τζαμί, Γεντί Κουλέ, Γαλλικό Ινστιτούτο, Μύλος, κ. λπ.) - κατάλαβα πως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική και κυρίως πιο σύνθετη.
Οι περισσότερες εκθέσεις δεν παρουσίαζαν πρωτογενές έργο, αλλά είχαν μεταφερθεί αυτούσιες από κάποιο άλλο μουσείο ή γκαλερί. Ωστόσο, αυτό δεν έχει κατά βάθος μεγάλη σημασία εφόσον η Μπιενάλε κατορθώνει να παρουσιάσει ένα δείγμα από τις καλύτερες φωτογραφικές δουλειές διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων φωτογράφων, να καταγράψει τη σύγχρονη τάση στη φωτογραφία και να προσφέρει τις προϋποθέσεις για τη «συνομιλία» των δημιουργών και των έργων τους.
Στην Μπιενάλε συμμετείχαν καλλιτέχνες από κάθε πεδίο της φωτογραφίας και εικαστικοί που χρησιμοποιούν τη φωτογραφία για τη δημιουργία καλλιτεχνικών έργων. Οπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια, πολλοί φωτογράφοι παρουσίασαν υπό ενιαίο τίτλο πολύ ετερόκλητες φωτογραφίες, τόσο όσον αφορά στο μέγεθος (πανοραμική, μικρό ή μεσαίο φορμά), αλλά και όσον αφορά στον καλλιτεχνικό τύπο της φωτογραφίας (στιγμιότυπο, τοπίο, πορτρέτο, αλλά και φωτογραφίες με έμφαση στη σύνθεση, στη γεωμετρία ή με κεντρικό άξονα τη ματιέρα ή το χρώμα κ. λπ.).
Η εντύπωση που αποκομίζει συχνά κανείς είναι πως η γενική θεματική της Μπιενάλε ο «Τόπος» είναι ένα μη θέμα που μπορεί δυνητικά να περιλάβει τα πάντα. Αίσθηση ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση της έκθεσης «Πτυχές του χώρου» του διακεκριμένου φωτογράφου Νίκου Μάρκου. Η έκθεση αυτή, η οποία περιελάμβανε πολύ καλές ομολογουμένως φωτογραφίες, έμοιαζε να μη διαθέτει ραχοκοκαλιά, ενώ οι ελάχιστες αποστάσεις μεταξύ των κάδρων δεν επέτρεπαν στις φωτογραφίες «να αναπνεύσουν», δημιουργώντας μιαν αίσθηση «φλυαρίας» στο μάτι τού μη εξοικειωμένου θεατή. Σε πολλές ακόμη περιπτώσεις ένας μικρός περιορισμός του αριθμού των εκτιθέμενων έργων θα επέτρεπε την καλύτερη παρουσίαση ενός πιο ενιαίου και λιγότερο ασαφούς συνόλου.
Καλλιτεχνικός διάλογος
Πολύ επιτυχημένη ωστόσο ήταν η απόπειρα δημιουργίας ενός διαλόγου των εικόνων του Μάρκου με εκείνες της Γερμανίδας Ινγκε Ράμποου που παρουσιαζόταν στον ίδιο χώρο. Τα ορυχεία της Ράμποου, αν και εντυπωσιακά, γεννούσαν ωστόσο ένα έντονο αίσθημα «d�‡ vu».
Κατά κοινή ομολογία ο «επαρκής αναγνώστης» της φωτογραφικής τέχνης είχε συχνά την αίσθηση πως τα όρια μεταξύ της «επιρροής» και της «αντιγραφής» παραμένουν σε πολλές περιπτώσεις δυσδιάκριτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι υποβλητικές φωτογραφίες της Ζενβιέβ Χόφμαν που έμοιαζαν να προέρχονται από τον φακό του Γιόζεφ Κουντέλκα.
Φίλος φωτογράφος μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε την αίσθηση ότι όλες οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί από τον ίδιο φωτογράφο, που πειραματιζόταν ανάλογα με τις ιδέες και τις διαθέσεις του. Είναι αλήθεια ότι παρεμφερή ολόσωμα πορτρέτα συναντούσε κανείς σε ουκ ολίγες εκθέσεις. Από την άλλη, ο φωτογράφος κυνηγάει εν πολλοίς τις εικόνες που έχει δει και φέρει μέσα του, όπως ο συγγραφέας τα βιβλία που έχει διαβάσει.
Εν κατακλείδι στις περισσότερες εκθέσεις θα συναντούσες οπωσδήποτε δυο, τρεις ή πέντε εξαιρετικές φωτογραφίες. Ως σώματα έργων -από όσα πρόλαβα να δω δεδομένης και της αργίας της 1ης Μαΐου- θα ξεχώριζα οπωσδήποτε το «Land Ends» του Παύλου Φυσάκη, όπου οι λεζάντες δεν υπομνημάτιζαν απλώς, αλλά συνομιλούσαν με τις εικόνες ιδρύοντας μιαν αφήγηση, την «Πατρίδα» του Τούρκου Serkan Taykan, τη «Μια Χαραυγή στη δύση της» του Αλέξανδρου Βρεττάκου και το «Le serpent, le dragon et les ailes» της Hofman.
Το γεγονός ότι η Μπιενάλε δεν επιφύλασσε εξαιρετικές εκπλήξεις, η απουσία σπουδαίων έργων, η αίσθηση της προσκόλλησης σε μια αδιέξοδη επανάληψη ή η αντιγραφή θεμάτων και λήψεων δεν συνιστά μειονέκτημα της Μπιενάλε ή της ελληνικής παραγωγής. Αντικατοπτρίζει μια γενικότερη καθηλωτική τάση που πλήττει την ευρωπαϊκή -τουλάχιστον- φωτογραφία. «Εμείς στη Γαλλία», μου εξήγησε ο Γάλλος επιμελητής φωτογραφίας Σιλβέν Μπεσόν, «επιμένουμε πραγματοποιώντας κάθε χρόνο εφάμιλλες εκθέσεις που κινούνται στα ίδια επίπεδα, πιστεύοντας πως προσφέροντας στους φωτογράφους -ιδιαίτερα τους νεότερους- την ευκαιρία να βλέπουν τι κάνουν οι άλλοι και τι γίνεται αλλού (ακόμα κι αν γίνεται το ίδιο ακριβώς πράγμα) αυξάνουμε τις πιθανότητες να ξεπεταχτεί κάποια στιγμή το καινούργιο και το έκτακτο». Αυτό το έκτακτο, το θαύμα περιμένει και η Φωτογραφική Μπιενάλε...
Ελάχιστα κονδύλια
Η φετινή έκθεση γίνεται πραγματικά εκ των ενόντων και με την ψυχή στα δόντια. Στην ελληνική αυτή πραγματικότητα του «βλέποντας και κάνοντας» πρέπει κανείς να προσθέσει και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η διοργανώτρια αρχή, το Φωτογραφικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, μετά την καταβαράθρωση του φετινού ετήσιου προϋπολογισμού του.
Η κρατική επιχορήγηση μειώθηκε από τα 390.000 ευρώ του 2008 στα 235.000 για το 2009 και αναμένεται να φτάσει τα 135.000 για το τρέχον έτος. Εξ ου και οι λιγοστοί υπάλληλοι του Μουσείου έχουν εννέα μήνες απλήρωτοι και το Μουσείο κατέστη ουσιαστικά ανίκανο να χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου κάποια από τις προτεινόμενες εκθέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι φωτογράφοι χρηματοδότησαν τόσο τα τυπώματα όσο και τις κορνίζες των προς έκθεση έργων τους.
Η έκθεση με βασική θεματική τον «Τόπο» ξεκίνησε τον περασμένο Απρίλιο και θα ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Περιλαμβάνει 57 εκθέσεις στις οποίες συμμετέχουν 188 δημιουργοί από 25 χώρες (86 Ελληνες και 102 ξένοι). Πρόκειται για ένα μεγάλο εγχείρημα που λαμβάνει χώρα σε 35 διαφορετικούς εκθεσιακούς χώρους, στην πλειοψηφία τους εντός, αλλά και εκτός της πόλης της Θεσσαλονίκης.
No comments:
Post a Comment