Ο βραβευμένος δημιουργός Νίκος Μάρκου ταξιδεύει τα τελευταία 7 χρόνια ανά την Ελλάδα, αποκαλύπτοντας στα τοπία του τα ίχνη των ανθρώπων. Η ενότητα «Τόπος. Πτυχές του χώρου» με τις 41 εντυπωσιακές φωτογραφίες παρουσιάζεται στη Photobiennale της Θεσσαλονίκης
Οι φωτογραφίες του Νίκου Μάρκου αφηγούνται παράξενες και αινιγματικές, χιουμοριστικές και σαρκαστικές ιστορίες, ελληνικών τόπων και τοπίων. Και είναι η αφήγησή του, άμεση, εξαιρετικά λιτή, επιγραμματική. Αποδίδει όμως μοναδικά τον χαρακτήρα του τόπου μας και, πολύ περισσότερο, τη φύση της ανθρώπινης πρακτικής. Γιατί στα ταξίδια του ανά την Ελλάδα, ο δημιουργός αναζητά στη φύση ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας κι ενδιαφέρεται για την επέμβαση, θελημένη-αθέλητη, του ανθρώπου στο περιβάλλον του.
Ξεχάστε τα ειδυλλιακά τοπία με τις νεφοσκεπείς βουνοκορφές της φωτογραφικής μας παράδοσης. Ημιτελείς κατασκευές, γκρεμισμένα κτίσματα, εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, σωροί σκουπιδιών, κάπου κάπου και ανθρώπινες φιγούρες, εμφανίζονται απρόσμενα και συνθέτουν τοπία -φυσικά και αστικά- ενός πλασματικού κόσμου.
Ολόκληρη η ενότητα αυτής της εντυπωσιακής δουλειάς, που μετράει ήδη εφτά χρόνια και πολλά χιλιόμετρα, παρουσιάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη (Αποθήκη Α', Λιμάνι) στο πλαίσιο της φετινής Photobiennale, υπό την επιμέλεια του διευθυντή του μουσείου Βαγγέλη Ιωακειμίδη.
«Τόπος. Πτυχές του χώρου» τιτλοφορείται η έκθεση με τις 41 φωτογραφίες. «Τόπος είναι ο ζωτικός χώρος που ο καθένας μας ζει», εξηγεί ο Νίκος Μάρκου. «Αν και η λέξη έχει χάσει σήμερα εντελώς το νόημά της, για μένα τόπος είναι εκεί όπου αισθάνεσαι ότι ανήκεις και μια εσωτερική ανάγκη σε παρακινεί να προστατεύσεις. Για μένα τόπος είναι η Ελλάδα. Ανήκω εδώ και την ξέρω αρκετά καλά. Δεν μπορώ να λειτουργήσω φωτογραφικά σε άλλες χώρες».
Οι τίτλοι πάντως στις φωτογραφίες αποκρύπτουν συνειδητά την τοποθεσία. Είναι μόνο οι ημερομηνίες της φωτογράφησης. Ορισμένες μάλιστα φαίνεται σαν να ανήκουν σε άλλη χώρα. «Σαν λαός έχουμε χάσει την ικανότητα να παρατηρούμε τα πράγματα που είναι γύρω μας. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε στις πόλεις. Δημιούργησε τις πόλεις, που διογκώνονται και τρώνε τα πάντα γύρω τους. Επειδή λοιπόν δεν παρατηρούμε, πολλά πράγματα μας φαίνονται ξένα. Η όραση του ανθρώπου στις πόλεις έχει εξασθενήσει. Δεν βλέπει ορίζοντα. Ολα είναι απέναντί του, δίπλα του...».
Ούτε ανθρώπους φωτογραφίζει. «Η πρώτη μου δουλειά, όταν πρωτοξεκίνησα το 1980, ήταν οι κάτοικοι του Περάματος και η δεύτερη οι εργάτες στο Γκάζι - πριν γίνει Τεχνόπολις. Εχω φωτογραφίσει και παιδιά αλλά δεν τα έχω δείξει ποτέ. Μετά έφυγα από το θέμα "άνθρωπος". Ενα πρόσωπο δεν είναι τόσο σημαντικό για μένα. Πιο σημαντικό είναι τι κάνει ο άνθρωπος μέσα στην πόλη ή στο περιβάλλον του. Δεν μπορεί να είναι ξέχωρος ο τόπος από τους ανθρώπους που τον κατοικούν. Δεν θα βγω να φωτογραφήσω ένα τοπίο με δέντρα χωρίς κανένα ανθρώπινο ίχνος. Πολύ λίγες είναι οι εικόνες που έχω κάνει καθαρή φύση».
Από τις ασπρόμαυρες ανθρωποκεντρικές φωτογραφίες του Περάματος ή του Γκαζιού, η εξέλιξη της δουλειάς του Νίκου Μάρκου είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή. Σχεδόν μια δεκαετία από το 1985 έως το 1993 πειραματίστηκε, ώσπου έφτασε να διερευνά, μέσα από το τοπίο, τις εκφραστικές δυνατότητες του ίδιου του φωτογραφικού μέσου. Ανήκει στη γενιά των σύγχρονων φωτογράφων που, αποκομμένοι από την παράδοση και ακολουθώντας τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά ρεύματα, παρουσίασαν τη φωτογραφία όχι απλά ως ρεαλιστική αναπαράσταση, αλλά ως τέχνη, με νέα και εκφραστικά πλούσια γλώσσα. Χρησιμοποίησαν την ψηφιακή τεχνολογία για τις πλασματικές πραγματικότητές τους, μπήκαν σε μουσεία και γκαλερί στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
«Πρέπει πάντα να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις, τι θέλεις να πεις. Αν δεν έχεις κάτι μέσα στο κεφάλι σου, η τεχνολογία από μόνη της δεν κάνει τίποτα. Οσοι έχουν φωτογραφικές μηχανές δεν είναι φωτογράφοι. Οπως δεν είναι ζωγράφοι όσοι έχουν χρώματα. Είναι πάρα πολύ απλά για μένα τα πράγματα. Οι αιρετικές απόψεις περί της τέχνης και του μέσου δεν σε πάνε πουθενά» ξεκαθαρίζει. «Η πιο μεγάλη παρεξήγηση είναι ότι όλοι θεωρούμε τη φωτογραφία κομμάτι της πραγματικότητας. Αυτό δεν ίσχυε ποτέ. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει ένα συμβάν που βλέπει σε μια εικόνα, όπως θα το κατανοούσε αν βρισκόταν εκεί. Ποια είναι η πραγματικότητα; Από πού τη βλέπεις; Από το ύψος του ματιού ή όταν σκύβεις; Η φωτογραφία απομονώνει ένα συγκεκριμένο κάδρο και καταλήγει να είναι ένα χαρτί στον τοίχο».
Γεννημένος το 1959 στην Αθήνα, σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ξεκίνησε ερασιτεχνικά να ασχολείται με τη φωτογραφία σε ηλικία 17 ετών. «Πριν σχεδίαζα αρκετά. Μου άρεσε να κάθομαι στο δωμάτιό μου και να σχεδιάζω». Το 1979 συνδέθηκε με το Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών. «Πολύ γρήγορα ξεκίνησα να δουλεύω ως βοηθός σε ένα στούντιο. Εκεί έμαθα τεχνικά τη φωτογραφία και ταυτόχρονα άρχισα να βλέπω εκθέσεις. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του '80, υπήρξε έντονη κινητοποίηση στο χώρο της φωτογραφίας στην Αθήνα».
Δύο είναι οι σημαντικότερες επιρροές του. Ο 55χρονος διάσημος Γερμανός φωτογράφος τοπίου Αντρέας Γκούρσκι και ο 66χρονος Αμερικανός Τζόελ Στέρνφελντ. Διάρκεια έως 31 Αυγούστου.
No comments:
Post a Comment