Ο χώρος της δουλειάς, ο χώρος του σώματος και ο χώρος των ιδεών συνιστά για τον Παντελή Χανδρή την ομοιογενή πολυμορφία που τον ενώνει με τον ευρύτερο έμβιο κόσμο.
Είναι το ζήτημά του σε κάθε έκθεση, που εμφανίζεται διαφορετικά επεξεργασμένο και συνεπές στο αίτημα της ανανεωμένης επεξεργασίας.
Και αν η φωλιά (1993) ήταν το νησί του πτηνού, στις πρώτες παρουσιάσεις της δουλειάς του, η καλειδοσκοπική εικόνα στο μαυροπίνακα (1995) το νησί της μνήμης μέσα από διασπάσεις και ανασυνθέσεις, ο άνθρωπος και ο σκύλος (2003) το νησί μιας μοναχικής αφήγησης, η ενιαία γλυπτική κατασκευή ανθρώπου και χώρου (2005) το νησί του όντος, που φέρει τον προσωπικό του χώρο, στη σημερινή του έκθεση γίνεται ένα οχυρό που δείχνει δόντια για να προστατευτεί από εισβολείς.
Πρόκειται για ένα γλυπτό-νησί, προστατευμένο στην κοιλότητα μιας γιγάντιας ανθρώπινης γνάθου, με τον τίτλο «Τόπος του νου». Παραπέμπει σε ένα εγκαταλελειμμένο, γηρασμένο, ίσως, χώρο όπου το ερείπιο μιας στοματικής κοιλότητας λειτουργεί ως οχυρωματικό αφημένο κτίσμα σε έναν πόλεμο που ξεκίνησε και τελείωσε άδοξα, αφήνοντας τα πράγματα να λειτουργούν τυχαία.
Από την άλλη, το οχυρό αυτό εγκλείει το «πραγματικό» νησί, όπως εμφανίζεται με την αρχιτεκτονική του μακέτα. Το ζήτημα των αντιθέσεων, το ζήτημα των οργανικών στοιχείων του παρελθόντος που επανεμφανίζονται, ένας έλικας που αναπτύσσεται από το χαρτί του σχεδίου και τα εκπληκτικά σχέδια του Χανδρή να ολοκληρώνουν την εικόνα της έκθεσής του.
Ο καλλιτέχνης στήνει το σκληρό «αφήγημα» μιας μοίρας, που γράφεται, μιλιέται, εικονοποιείται ή μένει σιωπηλή. Εδώ, ωστόσο, θα ήθελα να κάνουμε μια παρένθεση για να μιλήσουμε λίγο για το σχέδιο, την εκπληκτική δεξιότητα που διαθέτει ο Παντελής Χανδρής και στην οποία αμύνεται για πολλά χρόνια. Και βέβαια ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να προχωρήσει σε όποια εγκατάσταση, επίτοιχη ή στο χώρο, δίχως να μπορεί να σχεδιάζει.
Το ίδιο, ωστόσο, το σχέδιο-ζωγραφική του Χανδρή ανήκει στα εκπληκτικά έργα του χρόνου μας. Προφανώς, ο φόβος για την εισβολή της κολακείας, της κατανόησης των πολλών αλλά και της έμφυτης αδυναμίας του καλλιτέχνη να υποστεί τις συνέπειες να αρέσει, τον παρότρυναν να αυτο-προστατεύεται, αρνούμενος το σχέδιο με την υπογραφή του στο δημόσιο χώρο.
Η ωριμότητα δίνει τη σιγουριά και απελευθερώνει από τη δουλεία της αυτοχειραγώγησης. Πρώτα στην έκθεση «Προθήκες Θαυμάτων» πριν από κάμποσο καιρό και τώρα στους τοίχους της γκαλερί, ο επισκέπτης μπορεί να παρατηρεί, για πρώτη φορά, το έξοχο σχέδιο του Χανδρή.
Είναι και αυτό το στοιχείο ένα ακόμη ζήτημα στον κόσμο του «νησιού» του καλλιτέχνη μαζί με την εγκατάστασή του και τα όσα διαπραγματεύεται στον κόσμο της κοιλότητας-μήτρας, όπου ο άνθρωπος, όποιος και αν είναι, εύχεται να επιστρέψει.
Και εδώ, βέβαια, υπάρχει έντονη η εξομολογητική, ρομαντική και μελαγχολική διάθεση του καλλιτέχνη να μιλά για τον ρόλο του, απομονονωμένος από τους υπόλοιπους ανθρώπους και ίσως μη αποδεκτός στην επίσημη κοινωνία των παραγωγικών τάξεων των εργαζομένων. Σε μια έσχατη προσπάθεια να υπερασπιστεί την ύπαρξή του απέναντι στον όποιο εχθρό, αμύνεται, οχυρώνεται, δουλεύει μόνος και επιχειρεί να τα καταφέρει δίχως να πολυσκέφτεται την καθεστηκυία άποψη.
Ο ίδιος ο εικαστικός γίνεται ποιητής στην προσπάθεια προσέγγισης του νησιού του, που, βέβαια, ουδεμία έχει σχέση με το αιφνίδια προσφιλές τηλεοπτικό νησί. Θα μπορούσε ωστόσο να έχει με την πραγματική ιστορία πριν γίνει διαφημιστικό δέλεαρ.
Γράφει, λοιπόν, ο Παντελής Χανδρής στο μονόλογό του με τίτλο «Ο άνθρωπος είναι ένα νησί».
«Το νησί μου είναι ένα χαμηλό νησί.Είμαι αφέντης της γης μου.Το νησί μουΤο καταφύγιό μου,Η παγίδα μου.Στο νησί δεν πάτησε ναυαγός......και εγώ είμαι Εγώ,Και μόνος αφέντης του τόπου όπουΤο βλέμμα να γυρίσω άλλο δεν συναντώ.»
Με έναν τρόπο, ο καλλιτέχνης γίνεται για ακόμη φορά εκείνος που αποκαλύπτει το μέγεθος της μοναξιάς, σε μια εποχή όπου τα πάντα είναι θορυβώδη και καταναλώσιμα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η μοιρασιά έχει τους όρους της στον κόσμο της αφήγησης του Χανδρή, μιας αφήγησης που ανέκαθεν είχε μεγάλο μερίδιο στη δουλειά του. Ο τρόπος της αφήγησης στο παρελθόν και το παρόν του καλλιτέχνη είναι φανερός, αλλά όχι και προφανής και, βέβαια, ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός.
Στις ιερές συμμαχίες, που θα γίνουν στο άμεσο μέλλον, θα μετέχουν οι καλλιτέχνες και οι σκεπτόμενοι, που θα έχουν το σθένος να αντιστέκονται στην πολυλογία, την πολυμορφία και την κατανάλωση, επιθυμώντας την προσέγγιση μιας συμπυκνωμένης μορφής χρόνου. *