- Από τον Σταύρο Σταυρόπουλο, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010
Ο Marc Chagall στην Ελλάδα
ποιήματα, μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης
εκδ. Αρμός, σ. 223, ευρώ 60,59
Ο ιπτάμενος βιολιστής
Ο Μαρκ Σαγκάλ γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1887 στο χωριό Βιτέμπσκ της σημερινής Λευκορωσίας. Ηταν ο πρωτότοκος γιος μιας εβραϊκής οικογένειας, πιστής στις ιουδαϊκές παραδόσεις, με εννέα παιδιά. Από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική και το σχέδιο και το 1906 εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου κέρδισε υποτροφία για τη γνωστή σχολή Svanseva.
Το 1910, με τη βοήθεια του προστάτη του Max Winawer, μετακινείται στο Παρίσι όπου του δίνεται η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με το έργο πρωτοπόρων καλλιτεχνών της σχολής των ιμπρεσιονιστών, όπως ο Πολ Γκογκέν και ο Ανρί Ματίς. Την περίοδο εκείνη γνωρίζεται με τους γάλλους ποιητές Γκιγιόμ Απολινέρ και Μπλεζ Σαντράρ, που τον βοηθούν βρίσκοντάς του χώρους για να εκθέσει τα έργα του. Αποτέλεσμα αυτής της φιλίας είναι ο πίνακας που ζωγράφισε ο Σαγκάλ, με τίτλο «Φόρος τιμής στον Απολινέρ».
Αυτή η πρώτη παραμονή του στο Παρίσι θεωρείται η πιο δημιουργική περίοδος της σταδιοδρομίας του. Σε κάποιους από τους πίνακες της εποχής εκείνης συναντάμε στοιχεία από τον κυβισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επηρεάζεται άμεσα από τους θεμελιωτές του κινήματος, Πάμπλο Πικάσο και Ζορζ Μπρακ. Τα χρώματά του, μολονότι κάποιες φορές αραιά, αρχίζουν να αποκτούν την τελική τους πολυσύνθετη πυκνότητα και τον παλμό που τον καθιέρωσε. Τα παράξενα παραστατικά στοιχεία, τοποθετημένα συχνά ανάποδα, κατανέμονται στους πίνακες του αυθαίρετα, δημιουργώντας την αίσθηση κινηματογραφικού μοντάζ και υποβάλλουν έναν χώρο ονειρικό.
Στα έργα του, που τα χαρακτηρίζει το έντονο προσωπικό στοιχείο, καθώς και μια «απλοϊκή» ιδιομορφία, συναντώνται η ποίηση και η φαντασία σε μια προσπάθεια αποκάλυψης της εσωτερικής πραγματικότητας της ψυχής. Ο ίδιος είχε πει πως «όλοι ξέρουμε ότι ο καλός άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα και καλός καλλιτέχνης. Κανείς όμως δεν θα γίνει σπουδαίος καλλιτέχνης, αν δεν είναι σπουδαίος άνθρωπος, κι επομένως καλός».
Ο Σαγκάλ κινείται συστηματικά γύρω από τον άξονα της εβραϊκής παράδοσης και στους πίνακές του σπανίζουν οι προσωπογραφίες. Στο κατοπινό έργο του απομακρύνεται από αυτόν τον άξονα και ύστερα από ένα ταξίδι του στην Ελλάδα, στο νησί του Πόρου (συμπτωματικά, η ιδιαίτερη πατρίδα τού μεταφραστή και σύμφωνα με τη μυθολογία ο πατέρας του Ερωτα, που διαπνέει όλο το έργο του μεγάλου ζωγράφου), αλλάζει γραμμή. Αντλεί πλέον τη θεματική του από μυθολογικά πρόσωπα και γεγονότα της ελληνικής αρχαιότητας, όπως στους πίνακες «Πτώση του Ικαρου», «Ο μύθος του Ορφέα», ή τις 82 λιθογραφίες για την Ομήρου Οδύσσεια, γοητευμένος από το ελληνικό φως: «Εκεί όλα είναι φως, μιας απερίγραπτης διαφάνειας και απλότητας».
Μεταξύ του 1930 και του 1975 γράφει σαράντα ποιήματα στα ρώσικα και τα γίντις, τα οποία μαζί με 25 ξυλογραφίες του κυκλοφόρησαν στα γαλλικά το 1968. Δεν μεταφράστηκαν σε καμία ξένη γλώσσα. Η πρώτη παγκόσμια μετάφραση έγινε στα ελληνικά από τον συγγραφέα και ποιητή Γιάννη Σουλιώτη, για τις εκδόσεις Αρμός. Ο Σουλιώτης είχε την τύχη να τον γνωρίσει και προσωπικά το 1973, όταν ζούσε και εργαζόταν στη Γαλλία, στο σπίτι του, στο Saint Paul de Vence.
Ο Σαγκάλ πέθανε σε ηλικία 97 ετών στη νοτιοανατολική Γαλλία, στις 28 Μαρτίου 1985. Δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του, το 1997, δημιουργήθηκε στη γενέτειρά του το Μουσείο Σαγκάλ με αντίγραφα των έργων του.
Μολονότι οι κριτικοί παραπονέθηκαν αρκετές φορές για εύκολη «αισθηματολογία», άνιση ποιότητα και μια υπερβολική επανάληψη μοτίβων στην τεράστια συνολική παραγωγή του καλλιτέχνη, όλοι συμφωνούν ότι το έργο του Σαγκάλ, στην καλύτερη έκφανσή του, έφτασε σε ένα επίπεδο εικαστικής ομορφιάς που σπάνια συναντούμε στη μοντέρνα τέχνη.
Τα ποιήματα του Σαγκάλ μοιάζουν με προσευχές σ' έναν έρωτα που πέταξε. Οι μνήμες της αγαπημένης του συζύγου Μπέλα Ρόζενφελντ που πέθανε νωρίς στοιχειώνουν -στον βαθμό που συμβαίνει και με τους πίνακές του- τον λόγο και τον καθιστούν κραυγή. Οπως η ζωγραφική του είναι κατά κανόνα ποιητική, έτσι και τα ποιήματά του, εκκινούν από μια εικαστική βάση, σε σημείο που, πολλές φορές, να μοιάζουν με μελοποίηση των πινάκων του. Εκεί που στους πίνακές του πετούν ερωτευμένοι, βιολιστές, ψάρια, ζώα, πρόσωπα του τσίρκου και ό,τι αντικείμενο τού προξενεί εσωτερικό ενδιαφέρον, στα ποιήματά του οι λέξεις χορεύουν πάνω απ' το χαρτί. Τα μάτια του είναι γεμάτα πινέλα και μεσογειακά χρώματα Η λυχνία που τον παρακινεί και «ανάβει» το χέρι του είναι το πάθος:
«Τα χέρια μου διπλώνονται και σκύβουν / Για να ζωγραφίσουν τη σύντομη ζωή σου / Το στόμα μου και η καρδιά μου ανοίγουν / Ωστε η προσευχή μου να έρθει κοντά σου /
Από τους πίνακές μου / Το όνειρό μου κυλάει / Στα πόδια σου / Αλλά πού είσαι.
Οι θρησκευτικές αναφορές (Θεός, εκκλησία, συναγωγή, ψαλμοί, Κιβωτός, Μωυσής, Ισαάκ κ.λπ.), όπως και η αποτύπωση του ονείρου της φύσης, είναι ευκρινώς παρούσες και χαραγμένες στον κορμό της ποιητικής του, εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι ότι, ακόμη και στα αμιγώς ερωτικά του ξεσπάσματα, ένας φανερός ή κρυφός διάλογος με το Θείο ακούγεται χαμηλόφωνα, χορηγώντας του τη δύναμη της δημιουργίας:
«Μερικές φορές θα ήθελα να φωνάξω κάποιον / Να ζητήσω να ανθίσουν τα τριαντάφυλλα / Στον ερχομό σου
Θα ήθελα να φωνάξω κάποιον / Να ζητήσω η αυγή / Να σκεπαστεί και πάλι / Με το μπλε της νύχτας.
Το υλικό για τον Σαγκάλ, είτε πρόκειται για απεικόνιση είτε για χρώμα είτε για λέξεις, απλώς αναβλύζει: Είναι ένας πίδακας «οπτικών» λέξεων που ξεχύνονται καταπάνω σου με την ορμητική απλότητα ενός παιδιού. Μια εν θερμώ αυτοπαρατήρηση:
«Με βλέπω ακίνητο και καθ' οδόν / Χάνομαι / Μπροστά στη φωτιά που έρχεται από τον κόσμο / Η αγάπη μου είναι σαν σκορπισμένο νερό / Στις τέσσερις γωνίες
Πίσω μου έρχονται οι πίνακές μου.
Ο διάλογος με την αγαπημένη, η επίκληση της εξιδανικευμένης θηλυκής μορφής που παρηγορεί αλλά και βασανίζει, μετατρέπει την απουσία σε παρουσία δυσβάσταχτη, γεμίζει έναν κενό χώρο με «ομιλούσα» θλίψη. Ο ζωγράφος συναντά τον ποιητή που θα «ζωγραφίσει» την ερήμωση εντός του:
«Μη με ψάχνετε σήμερα ούτε αύριο / Εφυγα μακριά από μένα / Είμαι / Σε ένα λάκκο δακρύων.
Ο Γιάννης Σουλιώτης πραγματοποίησε, ίσως, τη μετάφραση της ζωής του. Βασισμένος στο απλό μέτρο της στιχουργικής του Σαγκάλ και με οδηγό την αγάπη του για τον μεγάλο ζωγράφο, κατάφερε να μεταδώσει, σε «θερμά» ελληνικά, αυτή την εκτυφλωτική αύρα της λευκότητας και της διαφάνειας που κρυσταλλώνεται και καθαγιάζει τους στίχους και τον ρυθμό των ποιημάτων. Θα του χρωστάμε τη γνωριμία μας με αυτή -την εξίσου μαγική- πλευρά της δημιουργικότητας του Σαγκάλ.
Η έκδοση, που είναι πολυτελής και σκληρόδετη, σε περιορισμένο, λόγω του κόστους της, δυστυχώς, αριθμό αντιτύπων, οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό και στην εγγονή και εκπρόσωπο των κληρονόμων του Σαγκάλ, Meret Meyer, καθώς και στην αμέριστη βοήθεια και συμπαράσταση της Colette Bonavia-Pariente, που εισήγαγε στον μεταφραστή το «μικρόβιο» του πειρασμού τού εγχειρήματος. *
No comments:
Post a Comment