- Από τη ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
Η ιστορία της τέχνης σε μια εικόνα διαστάσεων 0,75 επί 0,75 ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω την ακριβή διάσταση, κάπου εκεί παίζει, αλλά δεν έχει και τόση σημασία.
Η «Αφροδίτη» του Μποτιτσέλι, ένα από τα αριστουργήματα που οικειοποιήθηκε η εικαστικός
Σε ένα μικρού μεγέθους, ας το πούμε κάδρο, οι εικόνες πολλές, ελκυστικές και ιδιαίτερες στο σουρεαλισμό ή τη θεατρικότητά τους. Στο βάθος της εικόνας (και όχι στο φόντο της ζωγραφικής) για παράδειγμα, οι φιγούρες του Μαγκρίτ ίπτανται, πίσω από ένα σύμπλεγμα των Τσάπμαν, ενώ η σταρ μικρή χορεύτρια του Ντεγκά παρακολουθεί τον Ντισάν να παίζει σκάκι ως άλλος σκεπτόμενος του Ροντέν. Ο φιλότεχνος θεατής της κλασικής παιδείας θα ανατριχιάσει από την ύβρι, ο ενημερωμένος στα καμώματα της σύγχρονης τέχνης θα κατανοήσει επαρκώς την κρυμμένη έννοια του αρχείου σε σχέση με τις προσωπικές παραμέτρους του καλλιτέχνη, ενώ τα παιδιά, ευφυέστερα όλων μας, θα έχουν τη μοναδική ευκαιρία για ένα εκπαιδευτικό κυνήγι θησαυρού.
Τα έργα της Αρτέμιδος Ποταμιάνου έχουν ενδιαφέρον, ποιότητα και αιχμή για το θεατή τους, ενώ υπογραμμίζουν τη σαφή εξέλιξη της ίδιας στην προβληματική που μας γνώρισε, αμήχανα, το 2003 με τις τροποποιημένες φωτογραφίες των γνωστών μουσείων και των ελκυστικών τουριστικών διαδρομών. Το 2010, ωστόσο, η διάθεση να ξαναδεί κανείς τα πράγματα μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο που η Ποταμιάνου προτείνει τα τελευταία επτά χρόνια, είναι διαυγής και χάριν της ποιότητας και της πυκνότητας του διαλόγου των ευρημάτων της. Αν ο Ντελακρουά συναντιέται με τον Γκόγια στο νυχτερινό τοπίο που μεγαλοφυώς δημιούργησε κάποτε ο Βαν Γκογκ, σημαίνει για το σύγχρονο καλλιτέχνη διαχείριση της επιθυμίας να μελετήσει και να αναδημιουργήσει ένα αρχείο εικόνων μέσα από τη μέγιστη επιθυμία προσέγγισης του «θεϊκού», δηλαδή του αριστουργήματος.
Το αριστούργημα του μουσείου, η εικόνα του αριστουργήματος, η αναπαραγωγή του αριστουργήματος, η χρήση του αριστουργήματος ως αναπαραγωγή: ζωγραφική, μεταξοτυπία, φωτογραφία, αφίσα στην διακοσμητική διάθεση καθενός που απολαμβάνει στον οικείο χώρο εκείνο που βρίσκεται φυλαγμένο στο δημόσιο χώρο και κάνεις ουρά για να το δεις ή που δεν το βλέπεις ποτέ, αλλά θεωρείς ότι το γνωρίζεις γιατί η γιαγιά σου έχει μια αναπαραγωγή του στο σαλόνι της.
Από τη μία, ο λατρευτικός (έως και με πλαστά μέσα) όρος του ζητήματος, από την άλλη, η «εκδίκηση» της «γυφτιάς» -στη γυφτιά υπολογίστε διπλά εισαγωγικά. Τουτέστιν, και οι ερμηνείες δικές μου, μην πάρω στο λαιμό μου κανένα χριστιανό, ιδού η μπαλαρίνα του Ντεγκά, μια εικόνα που έμαθα να προσκυνώ και που, η παιδεία και η εποχή μου, δίχως καθωσπρεπισμό, μου δίνουν τα εφόδια ακόμη και να της βγάλω τη γλώσσα. Και βέβαια, λατρεύω την αυθεντία του δημιουργού της και βέβαια ανάβω κερί σε ό,τι παρήγαγε (και δεν θέλω να το φτάσω, άσε που και να θέλω δεν μπορώ), έχω δικαίωμα, ωστόσο, στο πλαίσιο της δικής μου θρησκείας, που είναι η ελευθερία που μου κατοχύρωσε η θεωρία της τέχνης μετά το μοντέρνο και η δυνατότητα της τεχνολογίας, να διαχειριστώ την πολιτιστική μου μνήμη κατά το δοκούν.
Τι κάνει, λοιπόν, ο σύγχρονος καλλιτέχνης ή, καλύτερα, η Αρτεμις Ποταμιάνου που ευφυώς διαχειρίζεται σήμερα το συγκεκριμένο πεδίο της γνώσης της; Φωτογραφίζει το μουσείο και τα έργα, περνά το υλικό στον υπολογιστή και το επεξεργάζεται απομονώνοντας τις εικόνες που επιλέγει και αναδημιουργεί ένα δικό της μουσειακό χώρο στο διαδικτυακό τόπο που, τυπωμένος, εμφανίζεται στον πραγματικό τόπο της οδού Βαλαωρίτου.
Στο εξαιρετικά κατατοπιστικό του κείμενο για τη δουλειά της Ποταμιάνου, ο Σωτήρης Μπαχτσετζής αναφέρεται στην επικριτική στάση του Θίοντορ Αντόρνο απέναντι στην άκριτη υπερπαροχή οπτικών πληροφοριών. «Στο κλίμα της ημιμόρφωσης επιζούν τα εμπορευματικά αντικειμενοποιημένα πραγματολογικά περιεχόμενα της μόρφωσης σε βάρος της περιεκτικότητάς τους σε αλήθεια και της ζωντανής σχέσης τους προς ζωντανά υποκείμενα» (Θεωρία της ημιμόρφωσης).
Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται και η στάση της Ποταμιάνου, απέναντι σε όλη αυτή τη σχέση με τα ζωντανά αντικείμενα και την παραγωγή της δεύτερης εικόνας τους, όπως μας την προσφέρει με ένα πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό μύθευμα, πάνω στην ιστορία. Ενα σουρεαλισμό του 21ου αιώνα, με τα εφόδια του σύγχρονου καλλιτέχνη στο ζήτημα της οικειοποίησης των εικόνων του μουσείου, στο χώρο της ιδιωτικής συλλογής που οργανώνει μια φαντασίωση πριν γίνει ευρηματική εικόνα του χρόνου μας. *
No comments:
Post a Comment