Monday, January 31, 2011

Hλίας Δελλόγλου, ζωγραφική... «Oι γραμμές με οδηγούν όταν αρχίζω να ζωγραφίζω» – Eκθεση στην Galerie Astra

Aκρυλικό, λάδι και παστέλ σε καμβά, 120x180 εκ., 2009.
  • Tης Eλενης Mπιστικα, Η Καθημερινή, 30/01/2011
H επικαιρότητα μπορεί να ’ναι καθρέφτης με δύο όψεις. Nα δείχνει το σκληρό πρόσωπο της αλήθειας, την αξιοπρέπεια της απόγνωσης, τα πικρά χείλη μιας προσφυγιάς που επεβλήθη σε περήφανους ανθρώπους και τους έστειλε στο άγνωστο. Mόνο που δεν υπάρχει ελπίδα στη βάρκα των «Mεταναστών», όπως τους δίνει σε ένα πολύ δυνατό πορτρέτο, κάπου στο Aιγαίο, ο Hλίας Δελλόγλου. O Hλίας Mακρής αυτήν την ίδια την επικαιρότητα την αποτυπώνει στα εύγλωττα, συχνά καυστικά σχολιαστικά πολιτικά σκίτσα του, αυτά τα 23 χρόνια που είναι μόνιμος συνεργάτης-σκιτσογράφος της «Kαθημερινής». Eίναι το άλλο πρόσωπο του ζωγράφου Hλία Δελλόγλου – αυτό είναι και το πραγματικό του όνομα, το «Mακρής» έχει τη δική του ιστορία.

O Δελλόγλου, που σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στο Bερολίνο και στο Braunschweig της Γερμανίας, από το 1974 έως και το 1981, και απεφοίτησε με τη διάκριση του Meistersch­ler από το εργαστήριο του Peter Voigt, μας αποκαλύπτεται μέσα από τα ζωγραφικά του έργα. Σ’ αυτά μπορούμε να αγγίζουμε τη μοναξιά της δημιουργίας, την αγάπη για την αγάπη, για τους ανθρώπους που περνούν δίπλα του, με την ομπρέλα ανοιχτή κάτω από έναν κλειστό ουρανό στις σκηνές του δρόμου ή μέσα σε τέσσερις τοίχους, όπως το ζευγάρι που μοιράζεται την έκσταση του έρωτα ένα καυτό μεσημέρι, ή που ανεβαίνει την κόκκινη σκάλα σε έναν προορισμό άγνωστο σε μας...

Tον Hλία Mακρή, στο διπλανό δημοσιογραφικό γραφείο, τον καλησπερίζουμε κάθε μέρα. Φεύγει κι αυτός αργά, σκιτσάροντας την επικαιρότητα της αυριανής εφημερίδας, σκυμμένος πάνω στο λευκό χαρτί του που, γρήγορα, γεμίζει από το πενάκι του και μας δίνει το χαμόγελο της γνώσης και του αδιέξοδου, γενναιόδωρα. Tον Hλία Δελλόγλου, «που ζωγράφισε και πάλι», όπως μας είπε ο Hλίας δίνοντάς μας σεμνά τον Kατάλογο και την πρόσκληση για τη νέα του έκθεση στην Galeri Astra –την Tετάρτη 9 Φεβρουαρίου τα εγκαίνια– θα τον ψάξουμε και θα τον βρούμε στα έργα του που δεν έχουν τίτλο, που έχουν πρόσωπα σ’ έναν ρευστό χρόνο και μια καταδική τους στιγμή ή ζωή. Aυτή που βγαίνει από μόνη της, όταν αρχίζει να ζωγραφίζει. «Oι γραμμές με οδηγούν, εκείνες ξέρουν τι θα ζωγραφίσω», μας είπε, απλά, ο Hλίας.
  • «Eνας διάκονος της τέχνης»
«O Hλίας Δελλόγλου είναι από αυτούς που δικαιούνται και δικαιώνουν την ελπίδα της αληθινής ζωγραφικής στις μέρες μας», γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του εξαίρετου συλλεκτικού Kαταλόγου, ο ζωγράφος Kώστας Πανιάρας, φίλος καλός σε χρόνο που άλλοτε μας ενώνει κι άλλοτε μας απομακρύνει. «Περιτυλίγει τα θέματά του με ένα σχεδόν αδιόρατο νήμα μιας απροσδιόριστης αλλά πολύτιμης ύλης, σαν το μετάξι. Eτσι, το κάθε έργο του γίνεται κουκούλι και κρύβει μέσα του τον “ένδον” κόσμο του δημιουργού του». Για να τονίσει, καταλήγοντας ο Πανιάρας, πως «η διακονία της αληθινής τέχνης τελείται από εξαιρετικά “ολίγους” ταγμένους αναχωρητές, μακριά από το αδηφάγο ενδιαφέρον τών κατά τόπους φιλότεχνων»... 

H δημοσιογράφος Mαργαρίτα Πουρνάρα, γειτόνισσα κι αυτή στον τέταρτο όροφο της «K», γράφει πως «η ζωγραφική του Hλία Δελλόγλου είναι σαν φλέβα που πάλλεται κάτω από το δέρμα. Προκαλεί υποδόρια συγκίνηση». Kοιτάζοντας έξω από το παράθυρο το εξαίσιο ηλιοβασίλεμα πάνω απ’ τον Σαρωνικό γινόμαστε για λίγο αληθινοί, σαν τις μορφές των έργων του Hλία. 

Στην έκθεση –ώς τις 26 Φεβρουαρίου, στη σκιά της Aκρόπολης, Kαρυατίδων 8– σημασία έχει πως ο Hλίας έχει το δικό του άστρο, ως Δελλόγλου και ως Mακρής. Θα το ακολουθήσουμε...

Sunday, January 30, 2011

Τι ήταν εκείνο που έσπρωξε στο σκοτάδι τον Μαρκ Ρόθκο;


Untitled, Μural for Εnd Wall», έργο του 1959. Τα έντονα, ζεστά και φωτεινά χρώματα της «κλασικής» περιόδου του Ρόθκο  δίνουν τη θέση τους σε μια σειρά από σκούρα κόκκινα, φευγαλέα καφέ και ματ μαύρα 
  • Της Valerie Duponchelle, ΤΑ ΝΕΑ: Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Μετά το 1958 ο μεγάλος εξπρεσιονιστής της αφηρημένης τέχνης εγκατέλειψε την παλέτα με τα φωτεινά χρώματα για ένα τραγικό και ενδεχομένως προφητικό χρώμα.

Nέα Υόρκη, 1958. Το Κτίριο Σίγκραμ με τις στιλπνές, απόλυτα μινιμαλιστικές όψεις του αποτελεί επιβλητικό μνημείο της Νέας Υόρκης: το επιφανές κτίσμα του αριθμού 375 της Παρκ Αβενιου χαρακτηρίστηκε Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο το 2006. Οταν ο γερμανός αρχιτέκτονας Λούντβιχ Μις βαν ντερ Ρόε συνέλαβε το σχέδιο αυτού του ουρανοξύστη, σε συνεργασία με τον αμερικανό αρχιτέκτονα Φίλιπ Τζόνσον, θέλησε αυτό το γιγαντιαίο οικοδόμημα με τους 38 ορόφους, του οποίου η κορυφή αγγίζει τα 156,9 μέτρα, να εκφράζει τη λιτότητα και το προσωπικό του δόγμα «Less is more» («Το λιγότερο είναι περισσότερο»). Στη βάση του παραλληλεπιπέδου με το μπρούντζινο χρώμα που ακουμπά στη γρανιτένια πλατεία σχεδίασαν το εστιατόριο «Four Seasons», έναν υπερμεγέθη κύβο, αντάξιο ενός χολιγουντιανού κινηματογραφικού πλατό, των τεράστιων ανοιχτών πεδιάδων της Αμερικής ή του Ορους Ράσμορ με τα λαξευμένα αγάλματα αμερικανών προέδρων. Οταν ο Φίλιπ Τζόνσον και ο Φιλίς Λαμπέρτ, κληρονόμος του Σίγκραμ, αναζητούσαν ποιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να διακοσμήσει αυτό το εστιατόριο με μια μη συνηθισμένη προσέγγιση, επέλεξαν χωρίς δεύτερη σκέψη τον Ρόθκο.

Πασίγνωστος καλλιτέχνης, αλλά σκοτεινός, περίπλοκος και αδιάλλακτος, ο Ρόθκο δέχτηκε αυτή τη μνημειώδη πρόσκληση τον Ιούνιο του 1958 με έναν ενθουσιασμό ανάλογο του μεγέθους της παραγγελίας. Αναμφισβήτητα ψυχωτικός, σύμφωνα με την τεχνοκριτικό Ιλέιν ντε Κούνινγκ και τους πιο στενούς φίλους του, νοίκιασε ένα καινούργιο στούντιο, ένα παλιό γήπεδο μπάσκετ στον αριθμό 222 της οδού Μπάουερι, όπου αναπαράστησε τον χώρο του εστιατορίου στο οποίο επρόκειτο να τοποθετηθεί το έργο του. Πολύ σύντομα άρχισε να εργάζεται πάνω σε μια σειρά τοιχογραφιών του Σίγκραμ, ολοκληρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος τους το καλοκαίρι του 1959, πριν φύγει με την οικογένειά του για την Ευρώπη. Οι αμφιβολίες τον κατέτρωγαν ήδη. Παρότι η αρχική παραγγελία όριζε τη δημιουργία 11 έργων μεγάλου μεγέθους, εκείνος είχε δημιουργήσει ήδη 30. Τότε τα έντονα, ζεστά και φωτεινά χρώματα της «κλασικής» περιόδου του (τέλη της δεκαετίας του 1940 με 1957) έδωσαν τη θέση τους σε μια σειρά από σκούρα κόκκινα, φευγαλέα καφέ και ματ μαύρα. Μια μουντή και απειλητικά βαριά παλέτα που δεν ταίριαζε με τις γαστρονομικές απολαύσεις και την επιδειξιομανία της νεοϋορκέζικης ζωής. Το κόκκινο είχε κάνει την εμφάνισή του. Θύμιζε περισσότερο αίμα απ΄ ό,τι προέβλεπε ολόκληρο το μενού των μεγάλων σουαρέ.

Εναν χρόνο αργότερα ο Ρόθκο έσπαγε το συμβόλαιό του. «Αποδέχτηκα αυτήν την παραγγελία ως πρόκληση, με πονηρή πρόθεση. Ελπίζω να καταστρέψω την όρεξη κάθε πουτάνας γιου που θα έρθει να φάει στον χώρο αυτόν», φέρεται να είπε οργισμένος ο μεγάλος αφηρημένος εξπρεσιονιστής όταν πήγε να δειπνήσει με τη γυναίκα του στο «Four Seasons» στο κέντρο της πόλης, όπως αναφέρει ο βιογράφος του στο βιβλίο «Μαρκ Ρόθκο: Μία βιογραφία» (Μark Rothko: Α biography) το 1994, μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη. Οπως το κοινό στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1999, έτσι και ο καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας Τζέιμς Ε. Μπ. Μπρέστλιν έπαθε ένα «σοκ Ρόθκο» όταν ξαφνικά είδε όλους μαζί τους πίνακες στην αναδρομική έκθεση του Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη το 1979. Τα έργα αυτά μίλησαν στην καρδιά του, με αποτέλεσμα να δουλέψει επί επτά χρόνια το δύσκολο θέμα αυτού του αναθεματισμένου καλλιτέχνη που γαλουχήθηκε με Νίτσε και Γιουνγκ και αναφερόταν στους τεχνοκριτικούς ως «σκουλήκια σε πτώμα». Οραματιστής ή μελαγχολικός, ο καθηγητής Μπρέστλιν αγαπούσε τους πίνακες της ωριμότητας του ζωγράφου. Η «Υστερη Σειρά του Κτιρίου Σίγκραμ», με τα κόκκινα και μαύρα βελούδινης υφής, αποτελούν υπόδειγμα γλυπτικής, καθώς αψηφούν την επίπεδη επιφάνεια του πίνακα. Πλησιάζουμε. Παίρνουν υπόσταση και δραπετεύουν από τον πίνακα, σαν να αποκτούν ξαφνικά, με μαγικό τρόπο, μια τρίτη διάσταση. Καταφέρνουν μάλιστα να γίνουν και θεατρικό έργο, το «Red» (Κόκκινο), τον Απρίλιο στο Μπρόντγουεϊ.

Ο Ρόθκο, ο «μυθοπλάστης», είχε εργαστεί συνολικά δύο χρόνια πάνω στις τοιχογραφίες του Σίγκραμ. Ομως τις απομάκρυνε από αυτό το επιδειξιομανές περιβάλλον, εκμεταλλευόμενος έναν όρο του συμβολαίου του με «μικρά γράμματα», επέστρεψε την προκαταβολή και πήρε πίσω τους πίνακές του που παραήταν κόκκινοι, παραήταν πνευματικοί και προσωπικοί για να συνδιαλέγονται με πιάτα φαγητού, σνομπ πελάτες και ανθρώπους που τρώνε. «Η παρουσίαση ενός πίνακα στο κοινό είναι μια παρακινδυνευμένη περιπέτεια. Χιλιάδες αναίσθητα μάτια θα πρέπει να τον αντικρύσουν και χρειάζεται να υπομείνει τη σκληρότητα των ανίκανων που θα μπορούσαν να διασπείρουν παγκοσμίως την ασθένειά τους!», είχε εξομολογηθεί στον Σέλντεν Ρόντμαν στις «Συζητήσεις με καλλιτέχνες» το 1957. Η εγκατάλειψη αυτής της παραγγελίας κύρους πυροδότησε ακόμα περισσότερο τον μύθο του άγριου που δεν αστειευόταν με την τέχνη. «Ενας πίνακας δεν μιλά για μια εμπειρία, είναι μια εμπειρία», εξομολογήθηκε το 1959 στο περιοδικό «Life». Αραγε επεδίωξε εσκεμμένα να σκοτεινιάσει τη διάθεση των χρηματοδοτών του; Γιος ευρωπαίου μετανάστη, φαρμακοποιού κι ένθερμου μαρξιστή, άραγε θα προτιμούσε στ΄ αλήθεια να ζωγραφίζει για το εστιατόριο των εργαζομένων παρά για την αφρόκρεμα της πόλης; Ενα πράγμα είναι βέβαιο. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση.

Τι ακριβώς κρύβεται πίσω από αυτή την όπερα του σκοτεινού κόκκινου; Στη διάρκεια του ευρωπαϊκού περίπλου του, την άνοιξη του 1959, ο Αμερικανός Ρόθκο στάθηκε έκθαμβος μπροστά στις κόκκινες σαν αίμα και γεμάτες τέφρα τοιχογραφίες της Βίλας των Μυστηρίων στην Πομπηία. Μετά τη Βενετία της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ, ο Αμερικανός συνέχισε το μεγάλο ταξίδι του, αντάξιο των ηρώων του Χένρι Τζέιμς, επισκεπτόμενος τις ετρουσκικές τοιχογραφίες της Ταρκίνιας και στη συνέχεια τα αρχιτεκτονήματα του Μιχαήλ Αγγελου στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Εκεί, μέσα σ΄ αυτή την εσκεμμένα καταθλιπτική ατμόσφαιρα, ο Ρόθκο παρατήρησε ότι ο Μιχαήλ Αγγελος είχε «πετύχει να αφήσει ακριβώς την εντύπωση» που ο ίδιος προσπαθούσε να δημιουργήσει: «Να δημιουργείς στους θεατές την αίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο όπου όλες οι είσοδοι είναι κλειστές». Πρέπει να υπενθυμίσουμε επίσης ότι λάτρευε το «Κόκκινο Ατελιέ» του Ματίς, έναν από τους θησαυρούς του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης.

«Ζωγραφίζω πολύ μεγάλους πίνακες. Συνειδητοποίησα ότι ο ιστορικός ρόλος των μεγάλων πινάκων είναι να απεικονίζουν το μεγαλοπρεπές και το πομπώδες. Το κίνητρό μου όμως, όπως και κάθε καλλιτέχνη, πιστεύω, είναι να δημιουργήσω την αίσθηση του προσωπικού και του ανθρώπινου (...) Οταν ζωγραφίζεις μεγαλύτερα έργα, βρίσκεσαι ΜΕΣΑ στον πίνακα», εξηγεί στο «Δημιουργοί και κριτικοί του αφηρημένου εξπρεσιονισμού» (Αbstract expressionism creators and critics). Τον Οκτώβριο του 1965, ο Νόρμαν Ριντ, διευθυντής της Τέιτ Γκάλερι, τον επισκέπτεται και του προτείνει να αγοράσει πίνακες για να δημιουργήσει στο Λονδίνο μια «Αίθουσα Ρόθκο», έναν «ναό» σύμφωνα με τις επιθυμίες του, όπως αυτόν που θα γίνει τελικά στο Χιούστον, το «Παρεκκλήσι Ρόθκο» του Ιδρύματος Μίνιλ, με τις 14 μοβ στήλες. Από αγάπη για τον Τέρνερ, ο νεοϋορκέζος ζωγράφος σκέφτεται να παραχωρήσει στο αγγλικό μουσείο περισσότερα από 30 έργα, δημιουργίες που έχουν γίνει μετά την αναδρομική έκθεσή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης το 1961. Αλλάζει γνώμη στη συνέχεια κι επιλέγει 9 γιγαντιαία έργα από τη σειρά του Κτιρίου Σίγκραμ. Η Τέιτ Μόντερν θα τα συγκεντρώσει το 2008 μαζί με αυτά που θα λάβει από την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και το Καουαμούρα Μεμόριαλ οφ Αρτ της Ιαπωνίας. Η παραπλανητικά μονόχρωμη παλέτα, το τεράστιο μέγεθος των πινάκων και η τοποθέτησή τους σε μικρότερη απόσταση μεταξύ τους- αντί να ξεκινούν από το δάπεδο, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ρόθκο- δημιουργούν μια σχεδόν εξωπραγματικής ομορφιάς αίθουσα, ψηλή σαν καθεδρικό ναό. «Ο Ρόθκο έχει μια μαγεία, κάτι το ανείπωτο, το άπιαστο», αναλύει η Σουζάν Παζέ, καλλιτεχνική διευθύντρια του αναμενόμενου Ιδρύματος Λουί Βουιτόν, στη θερμή παρουσίαση που έκανε για τον καλλιτέχνη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι. «Στην τόσο φωτεινή, κλασική περίοδό του, δημιουργεί ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο, όπου τοποθετεί το ένα πάνω στο άλλο παραλληλόγραμμα διαφορετικών χρωμάτων που δείχνουν περισσότερο παράταιρα παρά αρμονικά. Χάρη στο παιχνίδι του βερνικιού και της διαφάνειας, ο πίνακας αιωρείται. Στη σειρά του Κτιρίου Σίγκραμ, οι τόνοι των καφέ και των κόκκινων είναι μουντοί, τόσο κοντινοί... Κάτι τέτοιο δεν ήταν λογικό να λειτουργήσει! Κι όμως, ο Ρόθκο κατορθώνει να τους κάνει να πάλλονται με πρωτοφανή τρόπο, καταφέρνει να εισαγάγει το στοιχείο μιας τελετουργίας. Ακόμα δεν έχει φθάσει στο σημείο της τραγικότητας, όπως οι μαύροι και γκρι, σαν Τζιακομέτι, τελευταίοι πίνακές του». «Υπάρχει μια αντίφαση σε αυτόν τον πίνακα- η πληρότητα των αισθήσεων και από την άλλη η απουσία, το αίσθημα έλλειψης που δημιουργεί», συνοψίζει από καλλιτεχνική σκοπιά ο Ντανιέλ Μπιρέν.

Ο Ρόθκο, που ετοίμαζε ο ίδιος τα χρώματά του, δεν μιλούσε πολύ για τον τρόπο που τα «μαγείρευε». Οι τεχνικοί του Τέιτ εξέτασαν με ακτίνες το φίνο υλικό ζωγραφικής για να διαλευκάνουν το μυστήριο. Η μοναδική ξεκάθαρη απάντηση υποστηρίζει ότι τα χρώματα είναι απίστευτα σύνθετα κι ότι είναι αδύνατη η αναπαραγωγή τους.

Στις 25 Φεβρουαρίου 1970 βρίσκουν το Ρόθκο νεκρό μέσα στο στούντιό του, με κομμένες φλέβες, να κείτεται μέσα σε μια λίμνη αίματος. Το κόκκινο έκανε ξανά την εμφάνισή του. «Η τέχνη περιέχει πάντα αναφορές στον θάνατο του ανθρώπου», έλεγε ο Ρόθκο που περνούσε ώρες ή και μέρες κάποιες φορές κοιτάζοντας τους πίνακές του.


Ενας πίνακας δεν μιλά για μια εμπειρία, είναι μια εμπειρία
info
Tο βραβευμένο με έξι Τony έργο του αμερικανού συγγραφέα Τζον Λόγκαν, «Κόκκινο», παρουσιάζεται στο Θέατρο Δημήτρης Χορν (Αμερικής 10, τηλ. 210-3612500) με τον Σταμάτη Φασουλή στον ρόλο του Μαρκ Ρόθκο

Η οικονομική κρίση στο «στόχαστρο» έξι γελοιογράφων

  • Έκθεση στον Πειραιά
Η έκθεση παρουσιάζεται στον Πειραιά έως τις 4 Φεβρουαρίου
Η έκθεση παρουσιάζεται στον Πειραιά έως τις 4 Φεβρουαρίου   

Σε μια εποχή που όλοι συζητούν για την οικονομική κρίση, έξι γελοιογράφοι στέκονται κριτικά απέναντι στην πραγματικότητα, παρουσιάζοντας μια έκθεση πολιτικής γελοιογραφίας, με τίτλο: «Η κρίση των έξι». Η έκθεση παρουσιάζεται έως τις 4 Φεβρουαρίου στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά. Στην έκθεση συμμετέχουν οι: Γεωργοπάλης Δημήτρης, Κουντούρης Μιχάλης, Μακρής Ηλίας, Μαραγκός Πάνος, Ξένου Έφη και Τζαμπούρα Μαρία. Τα εγκαίνια διοργανώνονται το Σάββατο 29 Ιανουαρίου και θα περιλαμβάνουν και πολύ μουσική, αφού σε ρόλο-έκπληξη εμφανίζεται ο γνωστός από τον χώρο των κόμικ Θανάσης Πέτρου. Η έκθεση διαρκεί έως τις 4 Φεβρουαρίου και είναι ανοιχτή καθημερινά, από τις 10:00 έως τη 13:00 και από τις 18:00 έως τις 21:00 το βράδυ. «Η κρίση των έξι» παρουσιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, Κτίριο Παλαιού Ταχυδρομείου, Φίλωνος 29 και Καραολή και Δημητρίου, τηλ. 210 4101401.

Σχεδόν 17 εκατ. δολάρια για έργο του καλλιτέχνη της Αναγέννησης Τισιανού

  • Δημοπρασία του οίκου Sotheby's
Το έργο του Τισιανού
Το έργο του Τισιανού   
Έργο του Τισιανού ηλικίας 450 ετών, που απεικονίζει την Παρθένο με το Θείο Βρέφος, πωλήθηκε έναντι 16,9 εκατομμυρίων δολαρίων στη Νέα Υόρκη. Η τιμή αυτή δημιουργεί νέο ρεκόρ για τον καλλιτέχνη της Αναγέννησης. Το έργο με τίτλο «Μια Ιερή Συζήτηση: Η Παρθένος με το Παιδί και τους Αγίους Λουκά και Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας» πωλήθηκε από τον οίκο Sotheby's σε αγοραστή από την Ευρώπη. Όπως αναφέρει το BBC, το προηγούμενο ρεκόρ του Τισιανού ήταν 11,9 εκατ. δολάρια για το έργο «Αφροδίτη και Άδωνις» που πωλήθηκε από τον οίκο Christie's στο Λονδίνο το Δεκέμβριο του 1991. Πάντως, η τιμή του έργο του οίκου Sotheby’s ήταν κατώτερη της αρχικής εκτίμησης των 20 εκατ. δολαρίων. Ειδικοί του οίκου ανέφεραν πως πρόκειται για το πιο σπουδαίο έργο που έχει παρουσιαστεί σε δημοπρασία τις τελευταίες δεκαετίες. Ο πίνακας, που χρονολογείται περίπου στο 1560, άλλαξε μόλις έξι φορές χέρια στη διάρκεια της ζωής του.

Saturday, January 29, 2011

«Επάνοδος» του Αλέξη Ακριθάκη


Η Πινακοθήκη Γρηγοριάδη στο Ν. Ηράκλειο (Μαρίνου Αντύπα 18) παρουσιάζει (έως 30/4) έκθεση έργων του Αλέξη Ακριθάκη (1939-1994), σε επιμέλεια του Παναγιώτη Σ. Παπαδόπουλου. Ο Ακριθάκης έζησε στο Παρίσι από το 1957 μέχρι το 1960. Σπούδασε στη σχολή Γκραν Σομιέρ, συνδέθηκε με σημαντικούς Γάλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες και επηρεάστηκε από την αισθητική του γραφισμού. Παρήγαγε έργα με τη μορφή ελικοειδών γραφισμών, συνεχίζοντας τον καλλιγραφικό λυρισμό της δεκαετίας του 1950, που ανταποκρίνονται με αμεσότητα στην αυθόρμητη σχεδιαστική κίνηση του χεριού και «οικειοποιήθηκε» σύμβολα, φιγούρες και φόρμες αυτής της παράδοσης. Κάποιες φόρμες του δανείζονται εραλδικά σύμβολα και σχήματα από τους πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής. 
 
Ο καλλιτέχνης θεωρούσε το εικαστικό έργο παραλλαγή του γραπτού κειμένου, το σχέδιο και τη γραφή «ένα και το αυτό», ή όπως έλεγε ο Ζαν Κοκτώ, από τη δεκαετία του 1930, «οι ποιητές δεν σχεδιάζουν. Αποσυναρμολογούν τη γραφή και στη συνέχεια την ανασυναρμολογούν διαφορετικά». Το έργο του Ακριθάκη διαθέτει κίνηση και «θεατρικότητα». 

Οι εικόνες του, με τσίρκο, ζογκλέρ, ποδήλατα και καρουσέλ, υπονοεί ότι η τέχνη δε διαφοροποιείται από την πραγματικότητα, από την οποία εμπνέεται. Με τις πυκνοσχεδιασμένες φόρμες του «τιμά» τον περιφρονημένο κόσμο του τσίρκου, του πλανόδιου καλλιτέχνη, των λαϊκών πανηγυριών με τις πολύχρωμες λάμπες και τα λούνα παρκ.
Ωρες λειτουργίας: Τρίτη έως Παρασκευή: 11 π.μ - 7 μ.μ., Σάββατο 11 π.μ. - 3 μ.μ.

ΜΕΤΟΙΚΗΣΙΣ / ΛΙΖΗ ΚΑΛΛΙΓΑ



  • Την Παρασκευή, 4 Φεβρουαρίου 2011 και ώρα 19.00, στο Σισμανόγλειο Μέγαρο εγκαινιάζεται η ατομική έκθεση φωτογραφίας της Λίζης Καλλιγά, με τίτλο «Μετοίκησις».
Οι επισκέπτες της έκθεσης θα έχουν την ευκαιρία να δουν 25 εντυπωσιακές φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων από το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης. Ο φακός εστιάζει στα αρχαϊκά αγάλματα των Κορών τυλιγμένα μέσα στα λευκά υφάσματα που τις προστάτευαν κατά τη μεταφορά τους στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, στο νέο τους σπίτι. Η φωτογράφηση άρχισε λίγο πριν την προετοιμασία για τη μεταφορά των εκθεμάτων, το 2007. Η εικαστικός σημειώνει: «Όταν άρχισε η προετοιμασία για την μεταφορά τους έζησα από κοντά μια πολύ σημαντική και μοναδική εμπειρία. Ο χώρος είχε μεταβληθεί σε μια μεγάλη αίθουσα νοσοκομείου-χειρουργείου. Συντηρητές και αρχαιολόγοι με άσπρα γάντια περιτριγύριζαν τα αρχαία αντικείμενα, με ησυχία και με τις οδηγίες ενός άψογα  καλομελετημένου σχεδίου, εκτελούσαν τις εργασίες που έπρεπε. Ετοιμαζόντουσαν για τον εγκιβωτισμό τους, το κάθε ένα ξεχωριστά, έτσι ώστε να μεταφερθούν απόλυτα ασφαλή, με τον γερανό, από το Ιερό βράχο στο Νέο Μουσείο που βρίσκεται από κάτω. Τυλιγμένα στα πανιά τους τα αγάλματα γινόντουσαν μυστηριώδη και με ένα παράξενο τρόπο τα έβλεπα σα να ήταν ζωντανά κάτω από το λευκό ύφασμα που τα σκέπαζε. Με το μυαλό μου έφτιαχνα παραμύθια και ιστορίες, με την μηχανή μου προσπαθούσα να κάνω εικόνα όλα αυτά που έβλεπα και αισθανόμουν».

Η διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης Συραγώ Τσιάρα διευκρινίζει:  «Η Λίζη Καλλιγά επιτυγχάνει μία λεπτή ισορροπία στην απόδοση της αίσθησης που προκαλούν τα αδιαπέραστα προστατευτικά υφάσματα και οι κυρίαρχοι όγκοι εντός τους. Υπάρχουν στιγμιότυπα στα οποία πρόσωπα, μέλη ή και ολόσωμες μορφές διαγράφονται ευδιάκριτα πίσω από τα καλύμματά τους καλώντας τον θεατή ν’ αφουγκραστεί τους φόβους και τις προσδοκίες τους για το επερχόμενο ταξίδι τους.»

Τυπωμένες αναμνήσεις, παγωμένες στο χρόνο, οι τελευταίες στιγμές τους στο παλιό «σπίτι» τους, οι στιγμές της «μετοικήσεως», του αποχωρισμού και της άφιξης συνθέτουν όχι τόσο μία προσπάθεια φωτογραφικής τεκμηρίωσης, αλλά μία ιμπρεσιονιστικής αντίληψης απόδοση μιας κρίσιμης στιγμής στο ‘βίο’ των συγκεκριμένων αγαλμάτων.

Η έκθεση Μετοίκησις πρωτοπαρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη (24 Απριλίου-6 Ιουνίου 2010) από το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, στο πλαίσιο του αφιερώματός του σε σύγχρονες γυναίκες εικαστικούς.  Η έκθεση εντάχθηκε, επίσης, στη Photobiennale που διοργάνωσε το Μουσείο Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη το 2010. Η έκθεση έρχεται στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, όπου θα εκτεθεί από 5 Φεβρουαρίου έως 2 Μαρτίου 2011, μετά από μία στάση στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα (15 Δεκεμβρίου 2010-23 Ιανουαρίου 2011). Την επιμέλεια συνυπογράφουν η Διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Συραγώ Τσιάρα, και η ιστορικός τέχνης, Χριστίνα Πετρηνού.
  • Λίζη Καλλιγά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1975 μέχρι το 1980 και ασχολήθηκε σχεδόν από την αρχή με τη φωτογραφία και τη χαρακτική. Δημιούργησε ωστόσο και κάποιες εγκαταστάσεις. Στο έργο της κύρια συστατικά είναι ο χρόνος (ως παρελθόν και ως αποτύπωση πάνω στους ανθρώπους και στους τόπους), το φως και το σώμα. Στο έργο της Μεταμορφώσεις. Το Σώμα μου-Το Σώμα σου (1985-1990) προβάλει με slides φωτογραφίες πάνω στο γυμνό γυναικείο σώμα του μοντέλου, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση πως το σώμα είναι ένα κέλυφος που περιέχει την ίδια την ιστορία του, παίζοντας ταυτόχρονα με της έννοιες άυλο (φως)-υλικό (σώμα). Με την εμπλοκή πολλών υλικών και διεργασιών (προβολές, φωτογραφία, σχέδιο) δημιουργεί εικόνες του γυναικείου σώματος, που προβληματίζουν τον θεατή και εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το πόσο πραγματικό ή φανταστικό είναι το σώμα.
Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα και τις Σπέτσες.
  • Επιλογή ατομικών εκθέσεων
2010
Μετοίκησις, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα / Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
Επιμέλεια: Συραγώ Τσιάρα, Χριστίνα Πετρηνού
2008
Ό,τι Έρχεται στο Φως, Πινακοθήκη Λ. Κανελλόπουλος, Ελευσίνα
Επιμέλεια: Χριστίνα Πετρηνού
Sea Pastels, Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας
Επιμέλεια: Χριστίνα Πετρηνού
1998
Ιερά Οδός, Αισχύλεια 98, Ελευσίνα / Σπίτι της Κύπρου, Aθήνα
1991
Συνάντηση με την Αφροδίτη της Μήλου, Δημοτικό Σχολείο Αδάμαντα, Μήλος / Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, Διεθνής Μήνας Φωτογραφίας.
Μεταμορφώσεις: το Σώμα μου – το Σώμα σου, Γκαλερί Bodo Niemann,
Bερολίνο, Γερμανία
1989
Μεταμορφώσεις: το Σώμα μου – το Σώμα σου, Cambridge Darkroom,
Καίμπριτζ, Αγγλία
Χώρος και Ματιά, Ιλεάνα Τούντα Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διεθνής
Μήνας Φωτογραφίας
1985
Φανελάκια – Μονοτυπίες, Γκαλερί Άνεμος, Κηφισιά
Επιλογή ομαδικών εκθέσεων
2009
Νέες Μορφές, 50 χρόνια μετά, Μουσείο Μπενάκη
2007
4η Μπιεννάλε της Τασκένδης, Ουζμπεκιστάν
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη, Ελληνική συμμετοχή
L’Εau et les Rêves, Gallerie Κamchatka, Παρίσι, Γαλλία
2006
Μεταμφιέσεις, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη
Επιμέλεια: Συραγώ Τσιάρα
Ρέον Ύδωρ, Τελλόγλειο Ίδρυμα, Θεσσαλονίκη
Η Συλλογή της Alpha Bank, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη
Η Θάλασσα, Όνειρο και Ουτοπία, 5η Μπιεννάλε Αρμενίας, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Ελληνική συμμετοχή
Το Σκιάχτρο, Ίδρυμα Αβέρωφ-Τοσίτσα, Μέτσοβο
Επιμέλεια: Όλγα Δανιηλοπούλου, Nico de Oliveira, Nicola Oxley
arthistory.com, Γκαλερί Καλφαγιάν, Αθήνα
Summa Artists, Barlaymont, Βρυξέλλες, Ελληνική συμμετοχή
Οργάνωση: Υπουργείο Εξωτερικών. Επιμέλεια: Μαίρη Μιχαηλίδη
23η Μπιεννάλε Αλεξάνδρειας, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα
Επιμέλεια: Χριστίνα Πετρηνού
Το Φως, Χειμερινό Φεστιβάλ του Σαράγεβο, Σαράγεβο Βοσνία- Ερζεγοβίνη, Ελληνική συμμετοχή
Επιμέλεια: Χριστίνα Πετρηνού
2005
Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος
23η Μπιεννάλε Αλεξάνδρειας, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος, Ελληνική συμμετοχή
Επίτροπος: Χριστίνα Πετρηνού
2003
Aρχαιολογίες, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού,
Φωτογραφική Συγκυρία, Θεσσαλονίκη / Δημοτική Πινακοθήκη, Αθήνα
Επιμέλεια: Γιάννης Σταθάτος
1998
Ελληνικοί Ορίζοντες, London Institute και περιοδεία στην Αγγλία
Επιμέλεια: Roger Wollen

Η έκθεση πραγματοποιείται στο Σισμανόγλειο Μέγαρο.

Thursday, January 27, 2011

Τα «Εν οίκω» της Νίκης Καναγκίνη εν δήμω... Θεσσαλονίκης

Τα «Εν οίκω» της Νίκης Καναγκίνη εν δήμω... Θεσσαλονίκης

  • Κατασκευές, συνθέσεις και εγκαταστάσεις της Νίκης Καναγκίνη φιλοξενούνται μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η ίδια η καλλιτέχνιδα είχε ξεκινήσει τον σχεδιασμό της έκθεσης, με τίτλο «Εν Οίκω», τον Μάρτιο του 2008, αλλά ο ξαφνικός θάνατός της δύο μήνες μετά, ματαίωσε το πρότζεκτ.
Η κόρη της, Λ. Καναγκίνη και οι επιμελήτριες Ε. Γεωργιάδου και Α. Λεοπούλου έστησαν την έκθεση όπως η εικαστικός την ήθελε και παρουσιάζουν έργα της που σχετίζονται με την έννοια του Οίκου, ενώ ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους, ώστε να γίνει εμφανής η διαδικασία της επεξεργασίας του ίδιου θέματος από τη δημιουργό και η ποικιλία των λύσεων που επέλεξε κάθε φορά στην αντιμετώπιση των προβληματισμών της.

Monday, January 24, 2011

Λίζη Καλλιγά: «Η δουλειά μου είναι ένα ρεπορτάζ συναισθημάτων»


Φωτογραφική δουλειά της Λίζης Καλλιγά

Η κομψή κυρία, που καθόταν πίνοντας ήρεμα τον καφέ της ένα γκρίζο μεσημέρι στο Μουσείο Μπενάκη παρατηρώντας έξω το δρόμο με τα πολλά αυτοκίνητα και τους ελάχιστους πεζούς, μάλλον ήταν άγνωστη για τους περισσότερους επισκέπτες του εκείνη την ώρα. Αν και όλοι είχαν δει τις φωτογραφίες της, τις Κόρες της Ακρόπολης τυλιγμένες στα λινά τους να κυριαρχούν σε μία από τις αίθουσες του μουσείου αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα με την κρυμμένη ομορφιά τους. Λίγοι εξάλλου θα μπορούσαν να τη φανταστούν να πεζοπορεί για 22 ολόκληρα χιλιόμετρα προκειμένου να ακολουθήσει τη διαδρομή που έκαναν και οι αρχαίοι για να φθάσουν μέσω της Ιεράς Οδού στην Ελευσίνα και να λάβουν μέρος στα περίφημα Ελευσίνια Μυστήρια. Η ακόμη, να στήνει ένα έργο της, το «Στίγμα» στο Ισραήλ, σε ένα ολόκληρο γήπεδο του μπάσκετ. Και να βραβεύεται όμως, στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας ανάμεσα σε πλήθος άλλων καλλιτεχνών. Η κυρία Λίζη Καλλιγά όμως, χαράκτρια, ζωγράφος, φωτογράφος είναι η ήρεμη δύναμη στο χώρο των εικαστικών.
«Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό για την ευκαιρία που μου δόθηκε να αποτυπώσω τα αγάλματα κατά την προετοιμασία τους να μεταφερθούν από το παλιό μουσείο της Ακρόπολης στο νέο», λέει η ίδια. «Ο χώρος εκεί μέσα είχε μία ατμόσφαιρα κλινικής, ήταν σαν χειρουργείο. Συντηρητές και αρχαιολόγοι με άσπρα γάντια περιτριγύριζαν τα αρχαία αντικείμενα. Τυλιγμένα στα πανιά τους τα αγάλματα γίνονταν μυστηριώδη και με έναν παράξενο τρόπο έμοιαζαν ζωντανά κάτω από το λευκό ύφασμα που τα σκέπαζε. Με το μυαλό μου έφτιαχνα παραμύθια και ιστορίες, με τη μηχανή μου προσπαθούσα να κάνω εικόνα όλα αυτά που έβλεπα και αισθανόμουν».
Στην αίθουσα του Μουσείου Μπενάκη αντίθετα, όπου κάτω από τον τίτλο «Μετοίκησις» εκτίθενται οι «δικές» της Κόρες ο χώρος λάμπει από φως. Οχι από το τεχνητό του μουσείου αλλά από αυτό που αναβλύζουν οι φωτογραφίες. Οπως λέει όμως η ίδια «Η τέχνη είναι ένα κλειδί, μία αφορμή για να κάνεις τον θεατή να δει πίσω από το έργο. Αυτές οι φωτογραφίες δεν είναι εικόνες αλλά το όχημα για να νιώσει κανείς αυτό που αισθάνομαι εγώ». 
Η φωτογράφηση του νέου Μουσείου Ακρόπολης δεν την ενδιαφέρει όμως, γιατί όπως λέει «Είναι ακόμη πολύ καινούργιο, εγώ έχω μείνει με την αίσθηση του παλαιού». Από την άλλη τα μουσεία μοιάζει να είναι ο φυσικός της χώρος, ειδικά όταν πρόκειται για το Εθνικό Αρχαιολογικό ή για της Ολυμπίας. «Τα αετώματα του ναού του Δία στην Ολυμπία ίσως είναι τα κορυφαία στην αρχαία τέχνη», λέει. Και κάποτε που πήγε στο Λούβρο, αλλά δεν είχε μαζί της τη φωτογραφική της μηχανή, το μετάνιωσε. Γιατί εκεί μπροστά στην Αφροδίτη της Μήλου, όπου σταματούν όλοι Αμερικανοί, Γερμανοί, Ιάπωνες ένιωσε τόσο δυνατά το αίσθημα _ δέος και συγκίνηση _ των ανθρώπων απέναντι στην ομορφιά, που για να διορθώσει την παράληψή της, ξαναγύρισε αργότερα στο Παρίσι για να το καταγράψει. Μία έκθεση ειδικά γι΄ αυτή τη συνάντηση _ δική της και των άλλων_ με την Αφροδίτη της Μήλου ήταν ο καρπός αυτού του έργου.
«Η δουλειά μου είναι ένα ρεπορτάζ συναισθημάτων», λέει η κυρία Καλλιγά. «Θέλω να επικοινωνώ μέσω της τέχνης χρησιμοποιώντας όμως το συναίσθημα, που προκύπτει ύστερα από βαθιά και επίπονη επεξεργασία, όχι περιγραφικά».
 
Χαράκτρια, ζωγράφος, φωτογράφος χρησιμοποιώντας κάθε μέσον έκφρασης, αφού όπως λέει «Στα χέρια του καλλιτέχνη τα πραγματικά εργαλεία, είναι μέσα του» η Λίζη Καλλιγά μεγάλωσε σε οικογένεια καλλιτεχνών και διανοουμένων, ο παππούς της ήταν ζωγράφος, η μητέρα της επίσης, ο θείος της διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. «Θυμάμαι τον Πικιώνη, τον Σπυρόπουλο κι άλλους πολλούς αλλά δεν υπήρχε κάτι να μου κάνει εντύπωση, γιατί όλοι αυτοί ήταν στον περίγυρο της οικογενείας μου», λέει. Δεν είναι περίεργο λοιπόν, που και η ίδια ήθελε να σπουδάσει ιστορία της τέχνης. «Στα 21 μου όμως βρέθηκα με το πρώτο μου παιδί και τα σχέδια έμειναν πίσω. Οταν λοιπόν αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών ήμουν ήδη 32 ετών και με τρία παιδιά. Δεν ήταν εύκολα εκείνα τα χρόνια».
Σήμερα έχοντας χαράξει το δικό της δρόμο στην τέχνη, ξέρει καλά πού να αναζητήσει ερεθίσματα. «Η αρχαιολογία και η ιστορία βρίσκονται πάντα μέσα στη δουλειά μου», λέε. «Τώρα βρίσκομαι «Στα ίχνη του Παυσανία» του Λακαριέρ, ένα βιβλίο που είναι πολύ κοντά στην αντίληψη που έχω και εγώ για τους δρόμους. Με ενδιαφέρει η συνέχεια και η Ελλάδα είναι ο κατεξοχήν τόπος της συνέχειας στην ιστορία,τη γεωγραφία, τη γλώσσα».

Sunday, January 23, 2011

Ελληνικό άρωμα σε διεθνή διαγωνισμό

Τέσσερις συμμετοχές Ελλήνων στις φωτογραφίες που διακρίθηκαν στο γαλλικό περιοδικό «Photo»
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή είναι που σκάνε μύτη τα αποτελέσματα από τον παγκόσμιο διαγωνισμό ερασιτεχνών φωτογράφων, του γαλλικού περιοδικού «Photo». 

 
Και κάθε χρόνο καμαρώνουμε τα δικά μας τα παιδιά που ξεχωρίζουν και βλέπουν τα ενσταντανέ τους να δημοσιεύονται στο ειδικό, επετειακό τεύχος. Φέτος πήγαμε καλούτσικα σε σχέση με άλλα έτη, καθώς μόνο τρεις έλληνες ερασιτέχνες εραστές του φακού προκρίθηκαν στις τελικές επιλογές. Συν άλλο ένα Ελληνόπουλο που δήλωσε συμμετοχή μέσω Γαλλίας, συν ένα ελληνικό τοπίο, απολύτως χαρακτηριστικό, που το απαθανάτισε Ελβετός.

Ολίγα στοιχεία για τον διαγωνισμό, πριν πάμε σε ονόματα και διευθύνσεις. Οπως σημειώνει και το σχετικό editorial του «Photo», οι συμμετοχές ξεπέρασαν τις 50.000 προερχόμενες από 70 χώρες της υφηλίου. Ηταν και η τριακοστή επέτειος του διαγωνισμού που βοήθησε την προβολή του παγκοσμίως, ήταν και η ευκολία να στέλνει κανείς τη συμμετοχή ηλεκτρονικά (παρότι ο σέρβερ του εντύπου είδε κάποια στιγμή τον Χριστό φαντάρο), ήρθε κι έδεσε το γλυκό. «Οι ερασιτέχνες μας είναι υπέροχοι», ανακοίνωσε το «Photo» και επιφυλάχθηκε για ακόμη καλύτερες μέρες και φωτογραφίες.

Στους δικούς μας ανθρώπους τώρα. Στην κατηγορία «Γυμνό» ο Πάρις Κοντογονάς εξ Αθηνών διακρίθηκε με ένα πολύ αισθησιακό (στα όρια του «kinky») ενσταντανέ, ενώ εδώ έκανε την εμφάνισή της και η (κατά τι πιο συγκρατημένη) συμμετοχή του Αναστάς Ραφτοπουλός από τη γαλλική Νίκαια. Οι επόμενες ελληνικές διακρίσεις ήρθαν στην κατηγορία «Τοπία» με τους Φώτη Μαυρουδάκη από την Καβάλα και Δημήτρη Καρβουντζή από την Αθήνα. Στη συγκεκριμένη κατηγορία βρήκαμε και μια φωτογραφία της Βιβιάν Κρετόλ από την Ελβετία, όπου απαθανατίζεται με πολύ όμορφο τρόπο η περίφημη παραλία Ναυάγιο της Ζακύνθου. [Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011]

Πίσω από μια κάμερα υπάρχει και η δημιουργία


Ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης μιλάει για το όραμά του στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης

  • Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011
Ο κοινός τόπος σύμφωνα με τον οποίο «ζούμε στην εποχή της εικόνας» δεν λέει όλη την αλήθεια. Η φωτογραφία, για παράδειγμα, ως τέχνη και ως μέσο, περνάει και αυτή τη δική της μεταβατική φάση, αλλάζει, μεταβάλλεται διαρκώς. Σε αυτό το πλαίσιο, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, που ιδρύθηκε το 1998, και από το 2000 λειτουργεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α΄, 1ος όροφος), μέσα από ένα πλήθος δράσεων, προσπαθεί να βρίσκεται διαρκώς στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων.

«Την ονομάζουν όγδοη, αργοπορημένη τέχνη, τη φωτογραφία», μας είπε ο διευθυντής του μουσείου, Βαγγέλης Ιωακειμίδης, ο οποίος βρέθηκε για λίγο στην Αθήνα. «Για κάποιους είναι λαϊκή τέχνη, η αλήθεια όμως είναι ότι η φωτογραφία είναι μια παρεξηγημένη υπόθεση, και όχι μονάχα ως τέχνη». Πράγματι· «φωτογραφία; Μπορώ κι εγώ να το κάνω», λένε κάποιοι και δεν είναι λίγοι. Ή, επίσης, η διάχυτη, αβασάνιστη αίσθηση ότι ο φωτογράφος αναπαράγει παθητικά αυτό που βλέπει μέσα από την κάμερα ως ένας απλός αντιγραφέας του πραγματικού. Οι περισσότεροι, όμως, λησμονούν ότι πίσω από μια κάμερα βρίσκεται ένα μάτι, ένας νους, ένας συγγραφέας τρόπον τινά, που τελικώς μεταμορφώνει το πραγματικό. Ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης, ο οποίος βρίσκεται στο «τιμόνι» του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης από το 2005, μας δείχνει την κάρτα του μουσείου: ένα μικρό χάρτινο «κάδρο» με τα απαραίτητα στοιχεία τυπωμένα πάνω. «Ακόμα και έτσι προσπαθούμε να υπενθυμίζουμε στον κόσμο τη φιλοσοφία του κάδρου, που είναι η φωτογραφία. Οτι είναι μια σύνθεση, κάτι δημιουργικό και απαιτητικό. Γενικά, η στρατηγική που ακολούθησα από τότε που ανέλαβα τη διεύθυνση ήταν να αναδείξουμε τις διαφορετικές χρήσεις της φωτογραφίας, τις διαφορετικές περιόδους της, να δουλέψουμε σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο ταυτόχρονα, να μην περιοριστούμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά να προωθήσουμε την ελληνική φωτογραφία σε άλλες πόλεις της Ελλάδας καθώς και στο εξωτερικό. Η φωτογραφία έχει και το πλεονέκτημα ότι είναι μια παγκόσμια γλώσσα, δεν χρειάζεται μετάφραση, και βέβαια, είναι γνωστό ότι η επίδρασή της στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση είναι άμεση και βαθιά».

Ο Β. Ιωακειμίδης δίνει μεγάλη έμφαση στην «ταυτότητα εκθεσιακού προγραμματισμού» του μουσείου, μέσα από τη δημιουργία εκθεσιακών κύκλων με συγκεκριμένη δομή προγράμματος και ποικίλες θεματικές, π.χ., «Ματιές στην πόλη», «Ελληνες κλασικοί φωτογράφοι», «Ελληνες της διασποράς», «Ελληνες και ξένοι δημιουργοί» κ.ά. «Μπορεί να είμαστε μονοθεματικό μουσείο», τονίζει ο Β. Ιωακειμίδης, «όμως θέλουμε διαρκώς να υπογραμμίζουμε τη σχέση της φωτογραφίας με τις άλλες τέχνες, με την ίδια τη ζωή πάνω απ’ όλα, έτσι ώστε να ανοιγόμαστε σε ένα ευρύ κοινό, πέρα από το ειδικό κοινό του χώρου».

Το έργο που επιτελέστηκε την τελευταία πενταετία (2006-2010) στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης αποτελεί, κατά τον κ. Ιωακειμίδη, πραγμάτωση ενός οράματος όσον αφορά τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η φωτογραφία ως φορέας γνώσης, ανακάλυψης, αλλά και συνάντησης του κοινού με το μέσο, με τους φωτογράφους, αλλά και με τον κόσμο, όπως αυτός απεικονίζεται μέσα από το βλέμμα των δημιουργών, όποια χρήση της φωτογραφίας και εάν υπηρετούν (φωτογραφία ντοκουμέντου, καλλιτεχνική, τεκμηριωτική, επιστημονική, φωτορεπορτάζ) είτε πρόκειται για παρουσίαση φωτογραφικών εκθεμάτων στο πλαίσιο μιας έκθεσης, μιας έκδοσης ή στο Διαδίκτυο.

«Στόχος του μουσείου», τονίζει ο κ. Ιωακειμίδης, «ήταν να μπορέσει να διαφυλάξει την πολιτιστική κληρονομιά και να προωθήσει τη σύγχρονη δημιουργία. Αυτός επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό την τελευταία πενταετία, καθώς οι συλλογές του μουσείου διπλασιάστηκαν και οι δράσεις αναπτύχθηκαν τόσο, ώστε οι φωτογράφοι να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν δίκτυα γνωριμιών, ιδιαίτερα με το εξωτερικό, και να παρουσιάζουν το έργο τους και σε άλλες χώρες. Το μουσείο είχε ανάγκη επίσης να γίνει πιο εξωστρεφές και να μπορέσει να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Τύπου και του κοινού. Και αυτοί οι στόχοι επιτεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, όπως αποδεικνύεται από τον όγκο της αποδελτίωσης και από την αύξηση της επισκεψιμότητας που σημειώθηκε σε εκθέσεις του μουσείου εντός του χώρου του, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού».

Το Μουσείο Φωτογραφίας περιλαμβάνει πέντε αρχεία με 100.000 φωτογραφικά αντικείμενα και πάνω από 2.500 έργα από 200 καλλιτέχνες. «Το 55% προέρχεται από Ελληνες δημιουργούς», υπογραμμίζει ο κ. Ιωακειμίδης, προσθέτοντας: «Είμαστε ο θεματοφύλακας του αρχείου Μπουασονά, έχουμε επίσης ένα αρχείο με πρωτότυπα έργα της Nelly’s. Τα παλαιά αρχεία ξεκινούν από 1880 και φτάνουν έως το 1970, ενώ τα αρχεία με σύγχρονα έργα ξεκινούν από 1970 και φτάνουν στο σήμερα».
  • Η PhotoBiennale
Μέσα στις πολλές δραστηριότητες του μουσείου περιλαμβάνεται και η PhotoBiennale, που αποτελεί μετεξέλιξη του παλαιότερου Φεστιβάλ Φωτογραφίας. «Το φεστιβάλ αυτό έχει ηλικία είκοσι ενός χρόνων και ήταν ετήσιο. Από το 2008 διοργανώνεται ανά διετία με μεγάλη επισκεψιμότητα. Ωστόσο, το να δαμάσεις την πόλη δεν είναι καθόλου εύκολο. Βεβαίως, η Θεσσαλονίκη έχει πλέον μια παράδοση στα φεστιβάλ. Το κοινό είναι μεν υποψιασμένο, όμως μπορεί να μεγαλώσει κι άλλο. Ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι και δεν αρκούμαστε με όσα καταφέρνουμε».
Τον ρωτούμε αν αισθάνεται πιο αισιόδοξος με τον νέο δήμαρχο. «Μακάρι να τα καταφέρει ο νέος δήμαρχος, διότι όποιος μπαίνει στη διοίκηση, τα πράγματα δυσκολεύουν. Τουλάχιστον ας πάει ένα βήμα μπροστά τη νοοτροπία, την αντίληψη. Δεν θα είναι καθόλου λίγο».
  • Καταξιωθήκαμε στον ευρωπαϊκό χάρτη
Κατά τον κ. Ιωακειμίδη, το μουσείο χρειαζόταν να εδραιωθεί στον ευρωπαϊκό χάρτη, ώστε να μπορεί, πρώτον, να διεκδικεί συνεργασίες με φορείς του εξωτερικού και να παρουσιάζει στο κοινό εκθέσεις διεθνούς σημασίας, και αντίστροφα να εξάγει εκθέσεις με ελληνικές φωτογραφίες στο εξωτερικό. Επίσης, να αυξήσει το κύρος του απέναντι σε χορηγούς, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, και, τέλος, να δώσει την ευκαιρία στους Ελληνες φωτογράφους και στη συνέχεια σε δημιουργούς από την ευρύτερη περιοχή να θεωρούν το μουσείο ως έναν πόλο έλξης και συνάντησης με ειδικούς από τη φωτογραφία από όλο τον κόσμο (όπως και συμβαίνει τις περιόδους των PhotoBiennale που διοργανώνουμε και στα portfolio reviews). Θα έλεγα ότι αυτό επιτεύχθηκε, όπως φαίνεται από τις συνεργασίες με πληθώρα ελληνικών και διεθνών φορέων, από τη χορηγία της ελβετικής τράπεζας Pictet και από την παρουσίαση έκθεσης ελληνικής φωτογραφίας στη Νίκαια της Γαλλίας το 2008, προτού παρουσιαστεί στην Art-Athina και στη συνέχεια στον χώρο του μουσείου». Τα τελευταία χρόνια, το μουσείο έχει διοργανώσει 326 εκθέσεις, που παρουσίασε στον χώρο του, όσο και σε άλλους εκθεσιακούς χώρους σε πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, τις οποίες επισκέφθηκαν περισσότερα από 500.000 άτομα.

Φωτογραφίζοντας μυστικά τοπία


Ο Νίκος Μάρκου στη νέα του έκθεση βλέπει την Ελλάδα με τον δικό του τρόπο
  • Της Mαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011
Aνακάλυψη δεν είναι να βρίσκει κανείς καινούργια τοπία, αλλά να βλέπει τα ίδια πράγματα από μια νέα οπτική γωνία, έλεγε ο Μαρσέλ Προυστ. Οι φωτογραφίες του Νίκου Μάρκου –από τους καλύτερους Ελληνες φωτογράφους της γενιάς του μαζί με τον Πάνο Κοκκινιά– διδάσκουν τον θεατή πώς να ανακαλύπτει εικόνες - κρυμμένους θησαυρούς σε μέρη ανύποπτα. Μέσα από τον φακό του, μια πλαγιά του Υμηττού, ένα νταμάρι, ο ακάλυπτος του πατρικού του σπιτιού στην Πετρούπολη, αποκτούν διαφορετική οντότητα.

Στη νέα του έκθεση, που εγκαινιάζεται την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου στην αίθουσα τέχνης Α.Δ. (Παλλάδος 3, Ψυρρή), με δεκαεπτά λήψεις του, οι θεατές θα δυσκολευτούν να καταλάβουν πού βρίσκονται οι τόποι, τους οποίους αιχμαλώτισε. Ισως αυτό να είναι το ζητούμενο. Η αίσθηση ότι το «κάδρο» έχει τη δική του αξία, χωρίς να μπορεί κανείς να το εντάξει στη γεωγραφία της πόλης ή της περιφέρειας. Το εξασκημένο μάτι του Μάρκου απομονώνει μια τυχαία σκηνή, το τμήμα ενός τοπίου, αποκόπτοντας το «περίγραμμα». Φτιάχνει έτσι μια καινούργια οπτική σύνθεση με τους δικούς του όρους.

Ο φωτογράφος καθιερώθηκε χάρις στα πορτρέτα που έκανε στους κατοίκους του Περάματος αλλά και στους εργάτες στο Γκάζι. Αργότερα το βλέμμα του άλλαξε: έκανε μια σειρά με πανοραμικά τοπία όπου υπήρχαν –είτε υπαινικτικά είτε πιο έντονα– ίχνη ανθρώπινων παρεμβάσεων. Στην τελευταία του ενότητα πάλι άλλαξε ρότα: «Αποφάσισα να εγκαταλείψω το παραλληλόγραμμο φορμά, διότι εντυπωσίαζε εύκολα τον θεατή και δεν ήθελα να παγιδευτώ», ομολογεί στην αρχή της κουβέντας που κάναμε στο εργαστήριό του.

Η συνάντηση με τις εικόνες που τον κέντριζαν, είχε το δικό της τελετουργικό: «Οποτε διέθετα ελεύθερο χρόνο έπαιρνα τη μοτοσικλέτα μου και ξεκινούσα ένα ταξίδι στο άγνωστο. Πήγαινα σε μονοπάτια, χωματόδρομους, εξερευνούσα και ξαφνικά έβλεπα κάτι που με ενδιέφερε. Φωτογράφιζα για να ταξιδεύω. Ταξίδευα για να φωτογραφίζω», λέει ο Μάρκου στην «Κ», που ακόμα δεν αποχωρίζεται τη συντροφιά των δύο τροχών. Εδώ και 30 χρόνια, ο Μάρκου έχει γυρίσει ένα μεγάλο τμήμα της Ελλάδας, κρατώντας ένα είδος οπτικού ημερολογίου.

Τον ρωτάμε τι έχει αλλάξει στο φυσικό τοπίο αυτές τις τρεις δεκαετίες: «Μαζί με το τοπίο αλλάζουμε πάντα και εμείς οι ίδιοι. Γίναμε υπερκαταναλωτικοί, λαίμαργοι για αγαθά, για πλουτισμό, για ανέλιξη. Θελήσαμε να μεταμορφωθούμε γρήγορα σε κάτι διαφορετικό, “καλύτερο”. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Οταν πρωτοπήγα στο Πέραμα το 1980, τα σπίτια είχαν ανοιχτές τις πόρτες. Ηταν φτιαγμένα με κάθε λογής οικοδομικά υλικά και οι παλαιοί βοηθούσαν τους καινούργιους στο χτίσιμο του παράνομου οικισμού. Υπήρχε ένα είδος κοινότητας, που τα μέλη της έτρωγαν και γλεντούσαν παρέα. Μια κατάσταση αυθεντική και ανόθευτη, που ασκούσε μεγάλη γοητεία. Το 1995, που ξαναπήγα, οι παράγκες είχαν γίνει σπίτια με κλειδωμένες πόρτες, δεν κυκλοφορούσε ψυχή στο δρόμο και οι γείτονες δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλο. Αυτό σε μικροκλίμακα χαρακτηρίζει όλη την Ελλάδα».
  • Μάρτυρας επεμβάσεων
«Αυτό δεν είναι ελληνικό φαινόμενο», μας εξηγεί ο Μάρκου. «Οι ευρωπαϊκές πόλεις έχουν πιο καθαρό και προσεγμένο ιστορικό κέντρο, αλλά στην περιφέρειά τους μπορεί να βρεις γκέτο ή παραγκουπόλεις. Σίγουρα οι ξένοι έχουν μεγαλύτερη έγνοια για το περιβάλλον. Φωτογραφίζοντας την Ελλάδα, γίνομαι μάρτυρας επεμβάσεων στο τοπίο αλλά δεν είναι πάντα από τους ανθρώπους. Η φύση δεν αφήνει τίποτα ίδιο, εξελίσσεται. Ακόμα και αν πάρω φωτογραφία έναν ελαιώνα και επιστρέψω να πάρω το ίδιο ακριβώς πλάνο σε ένα χρόνο, θα είναι διαφορετικό».

«Ο φωτογράφος αφηγείται ιστορίες με τον δικό του τρόπο και, πριν πατήσει το κουμπί, έχει την πλοκή στο μυαλό του. Απλώς το κάνει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με τον ζωγράφο ή τον λογοτέχνη», επισημαίνει ο Μάρκου. Την περασμένη άνοιξη, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα στη δουλειά του. Η έκθεση στην Α.Δ. «Τόπος – Πτυχές του Χώρου» θα διαρκέσει μέχρι και τις 5 Μαρτίου.

Saturday, January 22, 2011

ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΑΡΛΑΜΟΣ: «Ενθεα»... ανθρώπινη, χειροποίητη χαρακτική

Ανήκει στη χορεία των εκλεκτότερων «μαθητών», του μεγάλου δημιουργού και φωτισμένου δασκάλου- «οδηγητή» της Ελληνικής Τέχνης, Γιώργου Κεφαλληνού, για «έξοδό» της από τα σαλόνια της αστικής τάξης- η οποία εκτός των άλλων προνομίων της, αυτή και μόνον, απολάμβανε τα έργα Τέχνης- και τη συμπόρευσή της με τις ανάγκες, τα δικαιώματά, τους κοινωνικούς και απελευθερωτικούς αγώνες του λαού. Ο σπουδαίος ζωγράφος- χαράκτης Γιώργης Βαρλάμος είχε τη μεγάλη τύχη να είναι ένας από τους τρεις «μαθητές» του (οι άλλοι ήταν η Λουίζα Μοντασάντου και ο Νίκος Δαμιανάκης) που ο Κεφαλληνός επέλεξε για να δουλέψουν μαζί του, επί τρία χρόνια στο εργαστήρι του για ένα μνημειώδες και ανεπανάληπτο καλλιτεχνικό και εκδοτικό επίτευγμα. Τη ζωγραφική και χαρακτική αποτύπωση σε ένα λεύκωμα δέκα μοναδικών - διεθνώς - αριστουργηματικών αρχαίων αγγείων, που ανήκουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το σπανιότατο σήμερα, συλλεκτικό λεύκωμα «ΔΕΚΑ ΛΕΥΚΕΣ ΛΥΚΗΘΟΙ».Ως χρέος τιμής στον αλησμόνητο δάσκαλό του Γ. Κεφαλληνό, ο οποίος του δίδαξε την πιο προοδευτική, την πιο οικεία, την πιο προσβάσιμη από το λαό τέχνη, την τέχνη της χαρακτικής, ο Γιώργος Βαρλάμος αφιερώνει το νέο του πανέμορφο λεύκωμα «ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ (σημειώσεις από το εργαστήριο - τεχνική της χαρακτικής - αρχή της τυπογραφίας - έργα χαρακτικής)», σε έκδοση (όπως και το προηγούμενο λεύκωμα του Βαρλάμου «ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ») της «Σύγχρονης Εποχής».

Ο άλλοτε «μαθητής» του Κεφαλληνού, κορυφαίος εν ζωή «δάσκαλος» της χαρακτικής, της εικονογράφησης βιβλίων και της καλλιτεχνικής τυπογραφίας, Γιώργης Βαρλάμος, με τον πρόλογο και τα άλλα κείμενά του σε αυτό το βιβλίο - λεύκωμα μεταλαμπαδεύει όσα διδαγμένα από τον Κεφαλληνό καλλιέργησε σε μέγιστο βαθμό με τη μακρόχρονη εικαστική δημιουργία του. Ο Βαρλάμος με τα κείμενά του σ' αυτό το λεύκωμα «παραδίδει» μαθήματα, μοναδικής ιστορικής, θεωρητικής και πρακτικής γνώσης, νοηματικής πυκνότητας και καλλιτεχνικής σοφίας, για τα διάφορα είδη και τις τεχνικές της χαρακτικής και της τυπογραφίας.Της τυπογραφίας, βέβαια, «πριν τη φωτοσύνθεση. Ο αιώνας μπορεί σήμερα να καυχιέται για δύο μεγάλα κατορθώματα, θα 'λεγα, όπως έκανε το φτωχό - φτωχότερο, έτσι έκανε και το άσχημο - ασχημότερο. Εύγε!...», όπως τονίζει σε μια σημείωση του προλόγου του.
  • Χαρακτική - δρόμος προς τη μόρφωση
«Τσαλαπετεινός» (λιθογραφία)
Ο Βαρλάμος προλογικά επισημαίνει ότι «η χαρακτική άνοιξε το δρόμο προς τη μόρφωση του ανθρώπου με τη γέννηση της τυπογραφίας και κατά συνέπεια με την ευρεία κυκλοφορία του βιβλίου, απρόσιτου μέχρι τότε στο λαό, γιατί το βιβλίο ήταν χειρόγραφο και προσιτό μόνο στην ολιγαρχία...».

Η εικονογράφηση του βιβλίου πρωτοξεκίνησε με το χειρόγραφο βιβλίο. Πολύ αργότερα η εικονογράφηση με τη χαρακτική και άλλα μέσα (κλισέ, offset, γραφικές τέχνες) ήρθαν να συμβάλουν στην ευρεία κυκλοφορία βιβλίων και εντύπων. Αλλά «η τεχνική όσο τέλεια και να 'ναι - και πρέπει να 'ναι - έρχεται δεύτερη». Πρώτο πρέπει να είναι το έργο τέχνης, γιατί αυτό «είναι κατάθεση ψυχής!...», πιστεύει ο δάσκαλος Γ. Βαρλάμος.

Πρώτο «μάθημά» του η χαρακτική, που χωρίζεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, των οποίων η αξιακή σειρά είναι η εξής: Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο (σήμερα γίνεται και σε πλαστική ύλη). Χαλκογραφία και τα είδη της (βελονογραφία, οξυγραφία, λιπογραφία, τεχνική της ζάχαρης - ανακατεμένη με μαύρη σινική μελάνη, στιγμιογραφία, maniere noire, ακουατίντα). Λιθογραφία. Τέλος, η μεταξοτυπία, που ελάχιστα χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτεχνικό χώρο, ενώ «στο βιομηχανικό κατά διαστήματα γίνεται μόδα κι ύστερα εξαφανίζεται για χρόνια».

Ο Γ. Βαρλάμος ξεκαθαρίζει, βέβαια, ότι «δεν είναι η "κουζίνα"» της κάθε τεχνικής «που κάνει το έργο τέχνης», αλλά «η μαγική έλξη που ασκεί η θέα του αντιτύπου, η γοητεία που εκπέμπει, η ανεξήγητη γοητεία που αγγίζει το βάθος της ψυχής μας όσο τίποτε άλλο...».
  • Η προϊστορία της τυπογραφίας
Το δεύτερο «μάθημα» αφορά στην τυπογραφία. Πού και πώς ξεκίνησε; «Αρχισε με τους Κινέζους, τους Φοίνικες ή τον Γουτεμβέργιο; Στη Μαγέννη ή στο Χαρλέμ; Πόσοι λαοί δε φιλοδοξήσανε τα πρωτεία!», σημειώνει ο Βαρλάμος. Θυμάται ότι ο Λουδοβίκος ΧΙΙ έλεγε: «Η τυπογραφία ήτανε εφεύρεση περισσότερο θεία παρά ανθρώπινη» και τους «Νόμους» του Πλάτωνα, όπου ο αρχαίος φιλόσοφος διατυπώνει τη σκέψη πως τα βιβλία θα γράφονταν ευκολότερα αν υπήρχαν ξύλινα γράμματα.

«Παπαρούνες», (λιθογραφία)
Η πρώτη προσπάθεια εκτύπωσης κεφαλαίων γραμμάτων σε χειρόγραφα βιβλία αρχίζουν από τον Χ αιώνα. Το ΧΙΙΙ αιώνα η εκτύπωση κεφαλαίων γραμμάτων γενικεύεται, καθώς οι καλλιγράφοι σκάλιζαν με το χέρι κεφαλαία γράμματα, τύπωναν το μαύρο κεφαλαίο και ύστερα το χρωμάτιζαν με διάφορα χρώματα και χρυσά.

Αιώνες πριν, όμως, οι ξυλογράφοι δουλεύανε για τη βαφή υφασμάτων. Κι όταν πρωτόρθε στην Ευρώπη χαρτί από την Αραβία, οι ξυλογράφοι σκαλίζανε τις φόρμες για τα λινά, αλλά και τα πρώτα Incunables (βιβλία τυπωμένα με ξύλινες πλάκες, με σκαλισμένες τις εικόνες και το κείμενο της κάθε σελίδας, κάθε σελίδα και άλλο ξύλο). Από τη συντεχνία των σταμπαδόρων («Printer») τυπώθηκαν τα πρώτα βιβλία.
  • Οι πρώτες ύλες
Οι πρώτοι που τυπώσανε με μεταλλικά στοιχεία ήτανε δουλευτάδες του μετάλλου. Ο Γουτεμβέργιος σκάλιζε μεντάγιες. Ο Waldfogel και ο Mentelin ήταν χρυσοχόοι. Προϋπόθεση για να γίνει κάποιος τυπογράφος ήταν να μπορεί να σκαλίζει μήτρες και να χύνει τους χαρακτήρες. Υστερα ερχότανε το μελάνωμα και το τράβηγμα, σημειώνει ο Γ. Βαρλάμος, και ιστορεί τα υλικά και τις μεθόδους γραφής αρχαίων πολιτισμών.

Οι Ινδοί σοφοί έγραφαν σε φύλλα φοινικιάς. Οι Αιγύπτιοι σε λινά υφάσματα, ενώ τα δημόσια έγγραφα σε μολυβένια φύλλα. Οι Ασύριοι σε τούβλα, χαράζοντάς τα με «στύλο» πριν τα ψήσουν και σε όστρακα σπασμένων αγγείων. Σε παλαιότερες εποχές έγραφαν σε ξύλινες πλάκες. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ο πάπυρος (έως τον Χ αιώνα ήταν το φθηνότερο και συνηθέστερο υλικό γραφής). Τον πάπυρο ακολούθησε η περγαμηνή (δέρμα, η διφθέρα των αρχαίων), όπου μπορούσαν να γράφουν και στις δύο πλευρές της, να την ξύσουν και να ξαναγράψουν με αντίστροφη φορά (αυτή τη διαδικασία σημαίνει η λέξη παλίμψηστο). Με την περγαμηνή πήρε το βιβλίο τη γνωστή μορφή του.
  • Η εφεύρεση του χαρτιού
«Ερωτικό» (λιθογραφία)
Οι Κινέζοι χιλιάδες χρόνια πριν τους Ευρωπαίους κατασκεύαζαν χαρτί. Από τον ΙΧ αιώνα χαρτί χρησιμοποιούσαν στην Κίνα, στην Κορέα και την Ιαπωνία. Αργότερα, από Κινέζους αιχμαλώτους, έμαθαν οι Αραβες να κατασκευάζουν χαρτί. Ετσι την εποχή του Χαρούντ-Ελ-Ρασίντ, στη Βαγδάτη, το χαρτί αντικατέστησε την περγαμηνή. Τότε το χαρτί το έφτιαχναν από στουπί λιναριού, από κανάβι και αμυλόκολλα. Με τις κατακτήσεις των Μουσουλμάνων, η χρήση του χαρτιού εξαπλώθηκε - από το Αλγέρι και το Μαρόκο - στην Ισπανία, στην Ιταλία το 1278 και στη Γαλλία το 1312. Από το ΧΙΙΙ αιώνα στην Ευρώπη το χαρτί φτιαχνόταν από πολτοποιημένα άσπρα κουρελόπανα.Ο Βαρλάμος «διδάσκει» ότι η «προγονική» τεχνική κατασκευής χαρτιού «προίκισε τα παλιά βιβλία μ' ένα υλικό που ζηλεύουμε σήμερα μ' όλη τη βιομηχανική πρόοδο της εποχής. Τα παλιά ολλανδέζικα και βενετσιάνικα χαρτιά, πώς χαίρεσαι να τα ψηλαφίζεις, να τα χαϊδεύεις. Χαρτιά γεμάτα, γερά, γυαλιστερά όσο πρέπει. Υλικό υπέροχο, απόχρωση θερμή, γκραίνο απαλό. Πάνω κει τα μαύρα ήτανε βελούδο, τα κόκκινα κοράλι».

Στη συνέχεια, περιγράφει τα χαρακτηριστικά των χαρτιών στις συνήθεις εκδόσεις. Το «μπουφάν», το «σατινέ», το «γκλασέ», το «σπειρωτό» (ή όφσετ), το «κουσέ» (ή «ιλουστρασιόν»), το χαρτί χωρίς κόλλα, με μισή κόλλα, ή με ζελατίνα, τα χαρτιά καλυμμάτων και εξωφύλλων, τη διαδικασία χρωματισμού του χαρτιού, κι ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιότητας ή ελαττωματικότητάς των χαρτιών, τα «εξωτικά» χαρτιά (λ.χ. το κινέζικο και γιαπωνέζικο), τα μεγέθη και σχήματα του χαρτιού και την εκτύπωση με διπλωμένα μια ή και περισσότερες φορές τα φύλλα του χαρτιού.
Η «αρχιτεκτονική» του βιβλίου
 
Περιγράφει τη φυσιολογία των τυπογραφικών στοιχείων, διαφόρων τύπων γραμμάτων - γραμματοσειρών και της σελιδοποίησης, που είναι «η αρχιτεκτονική του βιβλίου», ώστε να είναι καλαίσθητο και ευανάγνωστο. Ο Βαρλάμος πιστεύει ότι «οποιοδήποτε και αν είναι το θέμα του και οσοδήποτε λίγο και αν έχει διακοσμηθεί, ένα βιβλίο μπορεί να 'ναι ένα πραγματικό έργο τέχνης, αν τα στοιχεία με τα οποία τυπώθηκε είναι ωραία και αν αυτοί που το τύπωσαν επιμεληθήκανε τη γενική του εμφάνιση. Ενα βιβλίο χωρίς κανένα στολίδι μπορεί να 'ναι πραγματικά ωραίο αν η αρχιτεκτονική του σύνθεση είναι καλή». Στην καλή «αρχιτεκτονική σύνθεση» παίζουν σημαντικό ρόλο και η στοιχειοθέτηση του γενικού τίτλου του βιβλίου, των τίτλων των κεφαλαίων, της αφιέρωσης, του μότο που πιθανόν χρησιμοποιεί και του προλόγου. Και γι' αυτά τα θέματα, όπως και για τη στοιχειοθέτηση των ποιημάτων, δίνει μεγάλο «μάθημα» ο Βαρλάμος.

«Μνημόσυνο στην Ε.Ζ.» (χαλκογραφία)
Μα το συναρπαστικότερο «μάθημα» που δίνει ο Βαρλάμος, «μάθημα» κι απόδειξη της μεγάλης τέχνης του, «μάθημα» - χαρά της όρασης, του νου και της ψυχής - είναι τα ίδια τα μαυρόασπρα και έγχρωμα δημιουργήματα της «ένθεα» ανθρώπινης τέχνης των χεριών του, που περιλαμβάνονται στο λεύκωμα, το οποίο κλείνει με σύντομο βιογραφικό του.
«Χειμώνας» (έγχρωμη ξυλογραφία)

«Το λιμάνι του Πειραιά» (χαλκογραφία)

«Το χωριό Πύργος» (ξυλογραφία)

Ξυλογραφία

Α. Ε., ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 23 Γενάρη 2011

Η Αθήνα στο Μονακό

Εξωθεσμική, δίχως κρατική συμμετοχή και συνδρομή, σε ιδιωτικό χώρο, η έκθεση ελληνικής τέχνης στο Μονακό, εξαιρετικά φροντισμένη τόσο στον εξωτερικό όσο και στον εσωτερικό χώρο, μια καλή στιγμή για τον τόπο και τους καλλιτέχνες μας. 

Η γκαλερί Sem-Art, στο ετήσιο αφιέρωμά της σε μία χώρα της Ευρώπης, έκανε φόκους το 2011 στην Ελλάδα με την έκθεση που εγκαινιάστηκε και θα τρέχει έως τις 10 Μαρτίου. 

Στην εξαιρετική φροντίδα, στέκομαι όχι μόνο στην παρουσίαση των έργων και στα προβλήματα που λύθηκαν ακόμη και αν υπήρξαν αλλά και στον μπουφέ των εγκαινίων με ελληνικά μεζεδάκια και ποτά, με τρόπο κομψό ωστόσο που δεν έκανε σε καμιά περίπτωση φολκλόρ. 

Είναι η πρώτη ομαδική παρουσία Ελλήνων καλλιτεχνών σε γκαλερί του εξωτερικού με τους όρους της ελεύθερης αγοράς. 

Η επιλογή της Ξένιας Καλπακτσόγλου, η οποία είχε την ευθύνη της έκθεσης, αφορά μία πλατιά γκάμα καλλιτεχνών, διαφορετικών γενεών με κοινό τους στοιχείο την υπεράσπιση της σύγχρονης τέχνης, άρα και τη δυνατότητα συνομιλίας του κοινού ενός άλλου τόπου με έργα που λίγο έως πολύ βρίσκονται εντός του διεθνούς λεξιλογίου της τέχνης. 

Ο Αλέξης Ακριθάκης με τις «τρεις ελληνικές βαλίτσες», ο Βλάσης Κανιάρης με μία σύνθεση μετανάστη και ο Νίκος Κεσσανλής με ένα έργο της mec art καθώς και μια μακέτα σύνθεση ομπρελών του Γιώργου Ζογγολόπουλου, το ιστορικό φορτίο στο οποίο αναπτύχτηκε η έκθεση. Από εκεί και ύστερα, η Ρένα Παπασπύρου με έργο της εποχής του Δεσμού, ο Νίκος Τρανός, ο Γιώργος Λάππας, η Ντόρα Οικονόμου, ο Γιώργος Γυπαράκης, ο Κωστής Βελώνης, ο Διονύσης Καβαλιεράτος, η Χριστίνα Σαραντοπούλου, όλοι με γλυπτά και κατασκευές στον χώρο. Η ζωγραφική, με έργα των Αχιλλέα Χρηστίδη, Απόστολου Γεωργίου, Μαρίας Παπαδημητρίου, Θανάση Τότσικα, Poka Yio και Γιάννη Βαρελά, μια καλή επιλογή από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα, ενώ το βίντεο του Νίκου Ναυρίδη, «Δύσκολη Αναπνοή», κλείνει ευφυώς την έκθεση. 

Το ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου, πέραν της σημασίας που μπορεί να έχει μια παρουσία έργων Ελλήνων στη δύσκολη ευρωπαϊκή αγορά η οποία είναι και το ζητούμενο, έγκειται στο στήσιμο της έκθεσης, η οποία, με τόσο πολλούς καλλιτέχνες, θα μπορούσε πολύ εύκολα κάτω από άλλες συνθήκες να γίνει ένα «ποτ-πουρί», μια παράθεση έργων και ονομάτων, και όμως έμεινε στους όρους μιας σοβαρής, σχεδόν μουσειακής μικρής έκθεσης. Και εδώ, το δύσκολο ρόλο είχε η Ξένια Καλπακτσόγλου που δημιούργησε ένα καλό διάλογο ανάμεσα στα έργα και στους δύο ορόφους της γκαλερί, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση της ανακάλυψης και της έκπληξης. Ξεπεράστηκε, δηλαδή, η κακοδαιμονία που ακολουθεί τις περισσότερες ομαδικές (να ξεχωρίζει ο θεατής το καλό, το μέτριο και το αδύναμο έργο) κερδίζοντας στο στήσιμο τη συνολική εικόνα της παρουσίας. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η απήχηση της έκθεσης, σε επικοινωνιακό τουλάχιστον επίπεδο, υπήρξε θετική, από όσο μπορεί να εισπράξει κανείς από την παρουσία του Τύπου και το κοινό των εγκαινίων, πράγμα που δηλώνει και τη σοβαρότητα της γκαλερί στο επίπεδο που επενδύει στην τέχνη. 

Στο μεταξύ, είδα μία έκθεση του περίφημου Yinka Shonibare (γνωστός στους αναγνώστες μας από έργα του στη Βενετία και το Κάσελ και όχι μόνο) στο νέο μουσείο μοντέρνας τέχνης του Μονακό, όπου ο διεθνής Νιγηριανός έκανε ένα φοβερό διάλογο με τις μακέτες της Οπερας του πριγκιπάτου. 

Μένει κανείς με το στόμα ανοιχτό με τη γοητεία και την ευρηματικότητα του σκηνογράφου Αλφόνσο Βισκόντι που έζησε και έδρασε στα μεγάλα θέατρα του κόσμου και στην Οπερα του Μονακό, βεβαίως, μεταξύ 1900 και 1939, με εκπληκτικά έργα και λεπτομερειακές μακέτες που έγιναν μεγάλοι χώροι σκηνής. Ολα αυτά τα έργα με πολύ χιούμορ και θαυμασμό τα δούλεψε ο σύγχρονός μας Shonibare ο οποίος, εκτός των εγκαταστάσεων, είχε και δύο βιντεοπροβολές με θέματα όπερας («Οντίλ και Οντέτ» και «Ο χορός των μεταμφιεσμένων») όπου μπαλαρίνες και ήρωες δραματικοί, ντυμένοι με τα γνωστά σχέδια του Νιγηριανού καλλιτέχνη, πραγματικά εντυπωσιάζουν με την ταχύτητα της δράσης και την ευρηματικότητα του σκηνοθέτη-εικαστικού. 

Βλέπετε, η κεντρική Ευρώπη, ακόμη και στα κρατίδιά της, μπορεί να δημιουργεί εκπλήξεις. Ενας καλλιτέχνης που θα ψάχναμε στο Διαδίκτυο αν έχει μια μεγάλη ατομική προσβάσιμη βρέθηκε μπροστά μας, ενώ αναζητούσαμε το μουσείο για να δούμε τη συλλογή του. 

Από την άλλη, η δυσάρεστη έκπληξη είναι εγκατεστημένη στην πλατεία του πριγκιπάτου, όπου ο δίσκος-γλυπτό του Ανίς Καπούρ στολισμένος με φωτάκια-γιρλάντες Χριστουγέννων σε κάνει να υποψιάζεσαι ότι οι δήμαρχοι ή γενικώς οι έχοντες την εξουσία των πόλεων είναι παντού οι ίδιοι. Ή διαθέτουν το κοινό γνώρισμα να μην αγαπούν την τέχνη και να τη χρησιμοποιούν μέχρι και ως ντεκόρ. Ευτυχώς που τελειώνουν οι χριστουγεννιάτικες παράτες στο Μονακό, εκτός και αν το γλυπτό χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις φωτογραφίες του βασιλικού γάμου που έπεται.*
  • Εδώ κι εκεί

ΜΕΝΕΙ τελικά ο ανδριάντας του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη θέση όπου εγκαταστάθηκε την περασμένη Δευτέρα; 

Ιδού η απορία. Σχεδόν κομματική. Κάτι είχαμε ακούσει, ότι οι ανδριάντες και τα γλυπτά στον δημόσιο χώρο θα γίνονται βάσει του περιβάλλοντος, της αρχιτεκτονικής μελέτης και του ύφους του καλλιτέχνη και ότι ο χώρος προαποφασίζεται της υλοποίησης του έργου. 

ΑΝ κάνει ή δεν κάνει διάλογο με τον Μεγάλο Αλέξανδρο που, δεν είναι και το καλύτερο γλυπτό της πόλης, αλλά ας μην το συζητάμε τώρα, αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπ' όψιν εκ των προτέρων. 

Ο ΚΑΒΓΑΣ δυστυχώς είναι για το πάπλωμα και όχι για την ουσία, τι σημαίνει ένα γλυπτό στον δημόσιο χώρο, όποιον και αν απεικονίζει. 

ΑΥΤΟ που ενίοτε (τι ενίοτε, πολλάκις) συμβαίνει είναι να «πεθαίνει» για δεύτερη φορά ο τιμώμενος εκλιπών και να πρέπει η Ιστορία και όχι η Τέχνη να τον κρατά αθάνατο. 

ΚΑΛΑ νέα για τους διεθνείς φωτογράφους αλλά και τους καλλιτέχνες της νέας γλυπτικής. Ετοιμάζει νέα projects το μουσείο Saatchi του Λονδίνου με ανοιχτές, όπως μαθαίνουμε, διαδικασίες. 

ΕΡΓΟ του αρχιτέκτονα Buckminster Fuller το νέο Μουσείο Νταλί στη Φλόριντα. 
 
ΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ως σουρεαλιστικό κέλυφος, ικανό να τιμήσει τη μνήμη του σουρεαλιστή καλλιτέχνη. 

ΜΕΤΑΞΥ κοσμικότητας και τέχνης, οι αναφορές που πήρε το μάτι μου στον Τύπο για την έκθεση στο Μονακό. Πρίγκιπες, εφοπλιστές και διεθνείς παράγοντες της οικονομίας και οι καλλιτέχνες, δύο ονόματα και... άλλοι, η επιμελήτρια ούτε για δείγμα.

Σπέρνει λέξεις στις πόλεις

  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011
Τι γίνεται με όλες αυτές τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις εμμονές, τις επιθυμίες που κατακλύζουν το μυαλό μας κάθε μέρα καθώς περπατάμε στο δρόμο; Χάνονται; Εξαφανίζονται; Η εικαστικός Βαρβάρα Παπαδοπούλου σε ένα μοναχικό της περίπατο στους δρόμους του Βερολίνου σκέφτηκε την απάντηση και αποφάσισε να μας τη δείξει κιόλας. 


Ετσι, μια μέρα του περασμένου Ιουνίου ξεκίνησε να θάβει λέξεις σε δημόσιους χώρους της πόλης. Η ποιητική της δράση είχε μια απρόσμενη ανταπόκριση. Περαστικοί, παιδάκια, ενήλικοι βοηθούσαν συστηματικά στη σπορά, στο καθημερινό πότισμα, στην καταγραφή της διαδικασίας.

«Με αφορμή τις λέξεις που άρχισαν να φυτρώνουν, δημιουργήθηκε ένας καμβάς σχέσεων στο δημόσιο χώρο. Για τους περαστικούς λειτουργούσε σαν έκπληξη η ανακάλυψη μιας χορταρένιας λέξης που φύτρωνε ξαφνικά σε μια δημόσια πρασιά, για τους κατοίκους της περιοχής ήταν μια ζωντανή διαδικασία συμμετοχής», τονίζει.
  • Οι άνθρωποι συγκινούνται
Κάποιες φορές, πολύ συγκινητική. Οπως εκείνη την ημέρα που πάνω από τη λέξη ΘΥΜΑΜΑΙ στάθηκε μια μεσήλικη Ανατολικογερμανίδα. «Θα προσπαθήσω να θυμηθώ», μονολόγησε. «Την είδα έτσι θλιμμένη και αισθάνθηκα ότι πρέπει να πω κάτι. "Ξέρετε, καμιά φορά είναι σοφό στη ζωή να ξεχνάει κανείς", είπα. Και γυρίζει και μου απαντάει, έτοιμη σχεδόν να βάλει τα κλάματα. "Ολη μου τη ζωή προσπαθώ να ξεχάσω". Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτή η απλή χειρονομία μου έχει νόημα. Οχι μόνο γιατί ακουμπά εμένα, αλλά γιατί μπορεί να ακουμπήσει την ευαισθησία ενός άλλου ανθρώπου».

Στις 18 Δεκεμβρίου ξεκίνησε να θάβει λέξεις στην Αθήνα. Αρχικά σε συνεργασία με την πρωτοβουλία κατοίκων «ΚΜ Πρότυπη γειτονιά» στον Κεραμεικό. Στο εγκαταλειμμένο οικόπεδο στη γωνία Μεγ. Αλεξάνδρου και Ευρυμέδοντος, έσπειρε τη λέξη ΑΠΛΟΧΕΡΑ. Λίγο πιο πέρα στην πλατεία Αυδή, ξεχορτάριασε το χώμα γύρω από ένα δέντρο και φύτεψε τη λέξη ΤΩΡΑ. Στη συνέχεια, στην οδό Κεραμεικού 96, σε ένα ακόμη από τα οικόπεδα που έχουν καθαρίσει οι κάτοικοι, έβαλε σε δύο διαφορετικά σημεία τις λέξεις ΔΕΣ και ΜΠΟΡΩ.

Και τότε δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Κάποιος ανακάλυψε στο Ιντερνετ το πρότζεκτ της «Buried words» (Θαμμένες λέξεις) και την κάλεσε στη δική του γειτονιά στο Ιλιον, όπου έσπειρε τις λέξεις ΑΝΑΣΑΙΝΩ και ΦΩΣ.

Στην Αθήνα, σε αντίθεση με το Βερολίνο τις λέξεις αναλαμβάνουν «ανάδοχοι». Πρέπει να τις φροντίζουν και να τις ποτίζουν. «Αυτό ήταν το καινούργιο στοιχείο της αθηναϊκής εμπειρίας. Με συγκίνησε η στιγμή της προσφοράς. Η διαδικασία της καθημερινής φροντίδας της λέξης είναι θεραπευτική. Οταν πηγαίνεις πάνω από τη λέξη ΑΠΛΟΧΕΡΑ κάθε μέρα και ποτίζεις, έρχεσαι καθημερινά σε επαφή με την έννοια της γενναιοδωρίας. Ολοι οι ανάδοχοί μου με ευχαριστούν για το δώρο που τους έχω κάνει», λέει περήφανη.

Την ενόχλησε όμως στην Αθήνα η έλλειψη περιέργειας και η αδιαφορία των περαστικών. «Δεν θεωρώ καθόλου φυσιολογικό να είμαι σε ένα παρτέρι στα Εξάρχεια, να σκαλίζω και να περνάνε οι άνθρωποι και να μη ρωτάνε τι κάνω. Ωσπου πάω στον Αγ. Παντελεήμονα. Ξαφνικά όλοι, Ελληνες και μετανάστες, παιδιά και ηλικιωμένοι, ενδιαφέρονται και συμμετέχουν». Στο παρτέρι μπροστά στην είσοδο του ναού, πάνω στην πλατεία, έσπειρε τη λέξη ΑΦΟΒΑ.

«Ακριβώς επειδή δεν είχε ευθέως χαρακτήρα πολιτικού ακτιβισμού η δράση μου, δεν δίσταζαν να με πλησιάζουν και εκεί που θα περίμενε κανείς βία είχε την πιο αυθόρμητη ανάμιξη. Μέχρι σήμερα γνωρίζω ότι παρά τις διάφορες "Κασσάνδρες", η λέξη δεν έχει βανδαλιστεί», τονίζει.

Για τη 43χρονη δημιουργό ακόμη και το χορτάρι που φύεται ανάμεσα στις μαρμάρινες πλάκες στην Πανεπιστημίου θυμίζει «άτακτο κείμενο, σαν άναρθρες κραυγές που δεν έχουν βρει ακόμη σχήμα. Ας πούμε ότι εγώ δίνω σχήμα και φωνή σε έναν τέτοιο λόγο».

Οι λέξεις χρειάζονται περίπου δύο εβδομάδες για να φυτρώσουν στο αθηναϊκό χώμα. Τα περιστέρια δεν αποδείχθηκαν φιλικά. Ετρωγαν τους σπόρους του γρασιδιού!
  • Ελπίζουν
Η Βαρβάρα Παπαδοπούλου ζει ήδη δύο χρόνια στο Βερολίνο, μια πόλη με την οποία είχε ως γερμανόφωνη πολύ καλές σχέσεις. «Το "Buried words" ξεκίνησε σαν κάτι δικό μου και μετασχηματίζεται σε μια διαδικασία όπου πια εγώ είμαι μόνο ο αρχικός καταλύτης και άλλοι άνθρωποι, σε μια ανοιχτή αλυσίδα, αναλαμβάνουν να ζήσουν και να φροντίσουν κάθε μέρα αυτό το αποσπασματικό, άνευ ορίων κείμενο της γης. Η συγκίνηση που ένιωσα σε πρώτη φάση εγώ παρακολουθώντας να φυτρώνει από το πουθενά μια λέξη μέσα από τη γη γίνεται πια συγκίνηση άλλων. Αυτή η διάσταση του εγχειρήματός μου είναι η πιο ενδιαφέρουσα και δυναμική: η διάσταση του σπέρνω και χαρίζω τις λέξεις της γης σε άλλους», καταλήγει.

Την επόμενη διετία σκέφτεται να ταξιδεύει στον κόσμο και να σπέρνει λέξεις σε διάφορες γλώσσες. «Δημιουργώντας ένα μεγάλο τάπητα, ένα είδος hypertext που θα φυτρώνει και θα αναδύεται μέσα από τη γη. Σκέφτομαι ν' ακολουθήσω το δρόμο της βροχής, δηλαδή να ξεκινήσω από την Ιρλανδία και να φτάσω μέχρι την Ινδία. Ο ουρανός να βρέχει και η γη να γεννάει λέξεις. Εξάλλου είμαι περίεργη να δω πώς θα αντιδράσουν άλλοι λαοί και πολιτισμοί». *