Ο Γιάννης Στεφανίδης (1919-2010) κάνει μία σειρά σχεδίων σε διάστημα ενός χρόνου, 1948-49, κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Λήμνο. Εκτέθηκαν μία φορά, στην γκαλερί "Ώρα" το 1987. Το θέμα τους είναι οι καθημερινές στιγμές μέσα στο στρατόπεδο, πορτρέτα συνεξόριστων, απόψεις του τοπίου και του χωριού. Τα σχέδια αυτά έγιναν «με κάτι νερομπογιές, μερικές κόλλες χαρτί και μια σινική».
Το σχέδιο, οι γραμμές που αποκαλύπτουν ένα σχήμα πάνω στο χαρτί, αποτελεί την πιο ταπεινή μορφή τέχνης. Τραβώντας ένα σύνολο γραμμών, ο καλλιτέχνης παράγει ελάχιστες σημασίες που ενίοτε δημιουργούν ένα οντολογικό και ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Αυτό που δημιουργείται είναι, ταυτόχρονα, η πληρέστερη μορφή εξουσίας και, την ίδια στιγμή, η πληρέστερη μορφή της μη κατοχής. Δεν διαφοροποιούνται από αυτόν τον ορισμό τα ταπεινά σχέδια του Γιάννη Στεφανίδη. Σχέδια που γίνονται γρήγορα, στα οποία πάνω διακρίνονται οι προηγούμενες γραμμές, αδιόρθωτα. Προϊόντα της περίστασης. Άλλες φορές το ίδιο φύλλο χαρτί να φιλοξενεί -για οικονομία- δύο και τρία σχέδια ή κινήσεις και στάσεις του ίδιου προσώπου. Αυτές οι ελάχιστες σημασίες, τα πρόχειρα σχέδια, κρύβουν έναν τεράστιο πλούτο. Δεν αποτελούν απλώς ντοκουμέντα μιας εποχής. Οι λίγες γραμμές που τραβάει απεικονίζουν ευρύτερες στάσεις, είναι μέρος μίας γενικότερης εικόνας που ξαναβρίσκουμε στα ιστορικά κείμενα της εποχής, τη λογοτεχνία και την ποίηση. Αν έχουν κάποια σημασία τα σχέδια αυτά, είναι γιατί δεν συλλαμβάνουν απλά τη στιγμή και το ιδιαίτερο, αλλά ανοίγονται, χωρίς να το γνωρίζουν, προς το γενικό. Για παράδειγμα, οι γέροντες που ζωγραφίζει.
Ο Στεφανίδης έλεγε ότι αποτελούσαν τα πιο εύκολα μοντέλα. Τους παρατηρεί συνεχώς. Στον αυλόγυρο, να στέκονται, να κάθονται στο κρεβάτι ή στο τραπέζι. Αφαιρεί από πάνω τους κάθε περιττό στοιχείο. Γίνονται δωρικές μορφές με χοντρά χέρια και λευκά μεγάλα μουστάκια. Απεικονίζονται μέσα σε μία κατάσταση προσμονής. «Μιλάνε λίγο δε μιλάνε καθόλου» έγραφε για τους ίδιους ο Ρίτσος. Σε αυτούς ο καλλιτέχνης βλέπει την αξιοπρέπεια, τη βαθιά εμμονή ή μία ένταση λίγο πριν την έκρηξη. «Η σιωπή πριν από το αστροπελέκι» έγραφε, πάλι, γι' αυτούς ο ποιητής. Το σχέδιο, τότε, γίνεται ένα γενικό σχήμα, μία εικόνα καθολική.
Το ίδιο βλέπουμε και στα τοπία. Πουθενά δεν κάνει ηθογραφία. Δεν τον ενδιαφέρει μία ηθογραφική τοπιογραφία. Εξαρχής μας επισημαίνει για το τοπίο της Λήμνου: «γύρω μας ένα τοπίο λιτό, αυστηρό, μπορώ να πω, χωρίς φτηνές γραφικότητες». Ζωγραφίζει μία μουντή Λήμνο τον χειμώνα. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται εκτείνονται στη γκάμα του καφέ και του μαύρου. Το μόνο που διαφεύγει από αυτό το σκοτεινό τοπίο είναι οι πολύχρωμες μπουγάδες, τα απλωμένα ρούχα που τα βρίσκουμε σε πολλά σχέδιά του. Ένα σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά και αφορμή να μπει το ελάχιστο χρώμα. Στοιχείο σχεδόν σουρεαλιστικό. Τη φύση δεν μπορεί να τη ζωγραφίσει περιγραφικά.
Δεν τον ενδιαφέρει η «ομορφιά» του τοπίου, δεν δημιουργεί κάτι το αρμονικό. Δεν παρατηρεί αρμονικούς όγκους. Μέσα στα δέντρα οι κουβέρτες που αερίζονται, οι κρατούμενοι να πλένουν ή να κάνουν εργασίες· δίπλα στους μαντρότοιχους και τα δέντρα οι μπουγάδες· τα «γραφικά σπιτάκια» να χωρίζονται από το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου. Το τοπίο αυτό δεν κατοικείται. Κάποια φιγούρα αστυνομικού να φυλάει ένα κτήριο, παιδιά να χαζεύουν μέσα στα συρματοπλέγματα. Έρημο χωριό, τοπίο του φόβου.
Τα σχέδια του Στεφανίδη καλύπτουν μόλις ένα χρόνο. Όσο κράτησε η εξορία του στη Λήμνο. «Ήρθε η ώρα της αναχώρησης, ξαφνικά κι αυτή, όπως γινόντουσαν όλα εκείνη την εποχή. 'Αύριο φεύγετε' μας είπαν... όταν φτάσαμε στον Μούδρο, μάθαμε ότι τελικά θα μας πάνε στη Μακρόνησο. Και μας πήγαν. Εκεί δεν τράβηξα ούτε μια γραμμή και δεν μπορώ να πω τίποτα γι' αυτήν. Η Μακρόνησος ούτε περιγράφεται, ούτε ζωγραφίζεται.»
- Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος, Η ΑΥΓΗ: 19/01/2011
No comments:
Post a Comment