The Guardian
Ανθρωπος του κόσμου και αναχωρητής, Ευρωπαίος και αυτοσχέδιος πρωτόγονος, ο Πολ Γκογκέν είναι δύσκολη περίπτωση. Πολλοί από τους συγχρόνους του δεν τον άντεχαν καθόλου (εννέα εβδομάδες συγκατοίκησης μαζί του έκαναν τον Βαν Γκογκ να φύγει τρέχοντας από το σπίτι) και παραμένει ένας προβληματικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, αυτά τα προβλήματα είναι που κάνουν τον Γκογκέν μεγάλο – και το αφιέρωμα της Τέιτ Μόντερν τα αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο. Η έκθεση «Gaughin: Maker of Myth» διασώζει τον καλλιτέχνη από τη φήμη του ακόλαστου τέρατος των σκανδαλοθηρικών βιογραφιών και μας δίνει έναν Γκογκέν για την εποχή μας.
Ο μύθος του Γκογκέν, βέβαια, είναι ένα από τα αίτια της μεγάλης δημοτικότητάς του. Οι Ταϊτινές καλλονές, η σκοτεινή σάρκα, η ζούγκλα, η λαχτάρα για τον χαμένο παράδεισο και την αθωότητα, ο ανιμισμός και η επιστροφή στη φύση, όλα αυτά είναι που έφεραν πόστερ έργων του σε εκατομμύρια κρεβατοκάμαρες. Για να μην αναφέρουμε τη σύφιλη, την εγκατάλειψη της οικογένειάς του, την ενοχλητική μεγαλαυχία, τις ερωτικές σχέσεις του μεσήλικου ζωγράφου με έφηβες Πολυνήσιες.
Η αίσθηση του Γκογκέν για τον εαυτό του ως καλλιτέχνη ήταν περίπλοκη και αντιφατική. Η τέχνη του είναι ένα συνονθύλευμα φαινομενικά ασύμβατων στυλ, μισοχωνεμένων και επινοημένων μύθων, συμβόλων, ιστοριών και αλληγοριών. Προσωποποιεί την ιδέα ότι ο καλλιτέχνης είναι μια επινόηση όσο και η ίδια η τέχνη. Ξεκινώντας με τα πορτρέτα, η έκθεση δείχνει ότι η αυτο-επινόηση ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωγραφικής και της γλυπτικής του. Τον βλέπουμε να μας αντικρίζει απειλητικός, δύσπιστος, καλοσυνάτος, σκεφτικός, ετοιμοθάνατος. Απεικονίζει τον εαυτό του σαν ήρωα των «Αθλίων» του Βικτόρ Ουγκό, σαν Χριστό στον σταυρό, σαν κομμένη κεφαλή του Ιωάννη Βαπτιστή.
Στις αυτοπροσωπογραφίες του, ο Γκογκέν πηδάει από τον νατουραλισμό στην καρικατούρα. Την τελευταία χρονιά, καθώς κινδύνευε να φυλακιστεί για φοροδιαφυγή και λίγο πριν πεθάνει από καρδιακή προσβολή (είχε περάσει αρκετές) εμφανίζεται σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, με γυαλάκια, στερημένος από στυλ και πόζα.
Το έργο του Γκογκέν είναι γεμάτο δυνατότητες. Σαν τον Καντίνσκι, αράδιασε και μερικούς πραγματικά ανυπόφορους πίνακες, αλλά έδωσε επίσης έμπνευση στον Πικάσο, για τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν», και τα μεγαλοπόδαρα, αδρά γυμνά της δεκαετίας του ’20. Βρίσκεται εκεί, σαν τον Ζέλιγκ, πίσω από τον εξπρεσιονισμό και τον νεο-εξπρεσιονισμό, τις εφόδους της ευφάνταστης ρομαντικής παραστατικότητας και τη ζωηρόχρωμη αφαίρεση. Επιστρέφει και πάλι στο έργο του Πίτερ Ντόιγκ και του Κρις Οφίλι (αμφότεροι ζουν τώρα στο Τρινιντάντ, έχοντας εγκαταλείψει το Λονδίνο όπως ο Γκογκέν το Παρίσι). Τον Γκογκέν τον έχουν εκθειάσει και καθυβρίσει οι ιστορικοί της τέχνης, ο φεμινισμός και οι επικριτές της αποικιοκρατίας. Είναι ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Η κριτική υπήρξε ένα απαραίτητο διορθωτικό για τον αστήρικτο μύθο του καλλιτέχνη ως πρωτεϊκής ιδιοφυΐας, πέρα και πάνω από τα ήθη της εποχής και της κοινωνίας.
Το παράδοξο και το παράταιρο της τέχνης του Γκογκέν, ακόμα και οι περιστασιακές αδεξιότητες, αποτελούν επίσης μέρος της δύναμής της. Μας δίνουν το απόκοσμο φως των τοπίων της Βρετάνης, τη στατική σιωπή και τις παγωμένες χειρονομίες, την αποξένωση και τη μελαγχολία, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης λαχτάρας στο έργο του. Οπως στη γυμνή κοπέλα που κείτεται σ’ ένα λιβάδι κρατώντας μια αλεπού στον ώμο της καθώς μια γαμήλια πομπή πλησιάζει.
Στα πορτρέτα του Γκογκέν δεν αναζητάμε την ψυχολογική προσωπογράφηση, παρ’ όλ’ αυτά όμως υπάρχει. Ο Γκογκέν είναι σπουδαίος στην απόδοση της εσωτερικότητας, όταν ζωγραφίζει γυναίκες να στοχάζονται. Ο πίνακας του 1892 «Te Faatuaruma» («Σκεφτική γυναίκα») δείχνει ακριβώς αυτό. Η κοπέλα κάθεται με σταυρωμένα τα πόδια στο πάτωμα, με το άδειο δωμάτιο να χάσκει γύρω της και τον σκύλο να χασμουριέται στο βάθος· εικόνα ατέλειωτης προσμονής και θλίψης.
Ο Γκογκέν ποτέ δεν μας δίνει ολόκληρη την ιστορία, ίσως γιατί δεν υπάρχει. Αρπάζεται από μια κουλτούρα που είχε ήδη καταστραφεί από τους ιεραπόστολους και τις αρρώστιες πολύ πριν εκείνος φτάσει στην Ταϊτή. Μεταφέρει τη φυγή στην Αίγυπτο του Ιωσήφ και της Μαρίας σ’ ένα νησάκι της Πολυνησίας, τον Γολγοθά και τη Σταύρωση στην κελτική Βρετάνη. Είναι περισσότερο δυνατότητες ιστοριών παρά εικονογραφήσεις, αλληγορίες ή ιστορικοί πίνακες. Το περιεχόμενό τους είναι εξίσου μυστηριώδες όσο και οι συμβολισμοί των χρωμάτων τους. Είναι ένας πρώιμος μαγικός ρεαλισμός.
Τα φτηνά αεροπορικά ταξίδια και η παγκοσμιοποίηση σημαίνουν ότι οι καλλιτέχνες μπορούν τώρα να μένουν σχεδόν παντού. Χρειάζεσαι απλώς ατζέντηδες στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, το Ιντερνετ και φθηνούς ναύλους στις θαλάσσιες μεταφορές.
- Αντιφάσεις
Ο Γκογκέν σχεδίαζε μια θριαμβευτική επιστροφή στην Ευρώπη από το πρώτο ταξίδι του στην Ταϊτή, αλλά βγήκε από το καράβι μόνο με τέσσερα φράγκα στην τσέπη. Εφτιαξε ένα όμορφο παραμύθι για τη ζωή του, η οποία ήταν, από πολλές απόψεις, φριχτή.
Ο Γκογκέν έδωσε θέμα σε πολλές βιογραφίες, δύο όπερες και διάφορες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εκδοχές της ζωής του, ανάμεσά τους η ταινία του 1956 «Lust for Life» («Ζωγραφίζεις πολύ γρήγορα!» λέει ο Αντονι Κουίν ως Γκογκέν στον Βικέντιο βαν Γκογκ του Κερκ Ντάγκλας. «Κι εσύ κοιτάς πολύ γρήγορα!» του απαντάει ο Βικέντιος) και το υπέροχο φιλμ του Τόνι Χάνκοκ «The Rebel». Πάντα υποβόσκει η ιδέα ότι ο Γκογκέν δεν ήταν απλώς μια αυτοεπινοημένη φιγούρα, αλλά ένας άνθρωπος που δεν ένιωθε καλά μέσα στο πετσί του, που έτρεχε πίσω από το όραμα ενός ανόθευτου κόσμου, αλλά ταυτόχρονα δραπέτευε από την καριέρα και τις προσωπικές δυσκολίες του.
Ολα αυτά φορτώνουν τον Γκογκέν με ακόμα πιο βαριές βιογραφικές αποσκευές και αντιφάσεις απ’ όσες φόρτωσε ο ίδιος στον εαυτό του. Πηγαίνοντας πρώτα στη Μαρτινίκα (μέσω Παναμά, όπου δούλεψε για λίγο στην κατασκευή της διώρυγας) κι έπειτα στην Ταϊτή, θέλησε να δραπετεύσει από το ναρκοπέδιο των καλλιτεχνικών κύκλων του Παρισιού, από τις οικογενειακές του έγνοιες και το πρόβλημα να είναι ο εαυτός του. Εχοντας κατά καιρούς θητεύσει ως σπουδαστής ιερατικής σχολής, ναυτικός, περιοδεύων πωλητής, χρηματιστής, συλλέκτης και ερασιτέχνης ζωγράφος, κεραμουργός, εργάτης, δημοσιογράφος και εκδότης, ο Γκογκέν είχε επίσης μια ιδιαίτερα έντονη εμμονή με την υστεροφημία του. Η εκπληκτική αυτή έκθεση μας παρουσιάζει έναν Γκογκέν που δεν μπόρεσε να δραπετεύσει ούτε από τον εαυτό του και τους δικούς του μύθους – ούτε από εκείνους που θα αναδύονταν μετά τον θάνατό του. [Η Καθημερινή, Kυριακή, 9 Iανoυαρίου 2011]
No comments:
Post a Comment