Πάνω από 6.000 ενδύματα από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη Της Νατασας Mπλατσιου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/03/2010
Ετοιμοι, ντυμένοι, ίσως λίγο στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, περιμένουν στον πρώτο όροφο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς με κάποια ανυπομονησία. Μια κυρία με ένα καρό παλτό της Βίβιαν Γουέστγουντ κρατάει από το χέρι έναν επαναστατημένο νεαρό με T-shirt του Τσε Γκεβάρα, μια ποδηλάτισσα με ζιπ κιλότ έχει σταθεί δίπλα σε ένα Λαγουδάκι της Κολάσεως (Hell Bunny), ενώ απέναντί τους στέκεται μια ψηλόλιγνη καλλονή με ένα σέξι μίνι της Μαίρης Κουάντ και γλυκοκοιτάζει έναν Χιώτη αγρότη.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι περιμένουν; Είναι μερικοί μόνον από τους «πρωταγωνιστές» της έκθεσης «Ενδύεσθαι. Για ένα Μουσείο του Πολιτισμού του Ενδύματος» που από την Τρίτη 23 Μαρτίου, αφηγούνται με τον πιο ζωντανό τρόπο την εξέλιξη και τις διαφορετικές λειτουργίες του ενδύματος, από τη σωματογραφία και το πρώτο κομμάτι ύφασμα που τυλίχτηκε γύρω στο σώμα μέχρι την κοπτική ραπτική, την εξέλιξη της υψηλής ραπτικής τον 20ό και τον 21ο αιώνα και το πανκ.
Σε ένα άτυπο χρονολόγιο, μουσειακά ενδύματα μεγάλων σχεδιαστών παρουσιάζουν τους σταθμούς στην εξέλιξη της ένδυσης. Το φόρεμα Λούσο με τη χαρακτηριστική φαρδιά φούστα, τα μίνι φορέματα της Μαίρης Κουάντ, τα φορέματα στυλ Empire του 1815, το Μπαστλ Ντρες (Bustle Dress) του 1880, ένα φόρεμα χορού του 1897 από τον οίκο Worth, αλλά και πολλών άλλων: Ντιόρ, Σανέλ, Ασλεϊ, Γκοτιέ, Γκι Λαρός, Πάκο Ραμπάν, Μιγιάκι… Αλλά και ελληνικά κομμάτια, όπως η συλλογή του «βασιλιά της μουσελίνας» τη δεκαετία του ’50, του Ελληνα Ζαν Ντεσέ, τα καλαίσθητα κομμάτια του Ελληνοκύπριου Γιάννη Ευαγγελίδη –που συνδύαζε το ελληνικό στοιχείο με τη μόδα– από το ’40, αλλά και η συλλογή του Γιάννη Τσεκλένη.
Στον επίλογο, η έκθεση διερευνά το πού καταλήγουν τα ρούχα που φοράμε σήμερα. «Υπάρχει τέτοια υπερπαραγωγή στις μέρες μας», παρατηρεί η «ψυχή» της έκθεσης, Ιωάννα Παπαντωνίου, «που έχει ξεχαστεί αυτή η παλιά ιδέα της μεταποίησης που είχαμε κάποτε. Εμείς, στα χρόνια μου, γυρίζαμε τα ρούχα μέσα-έξω και τα αντρικά κοστούμια μετατρέπονταν σε γυναικεία ταγέρ. Η μητέρα μου προσέθετε μάλλινες λωρίδες στα φορέματά μου όταν ψήλωνα και δεν μπορούσε να μου αγοράσει καινούργια ρούχα. Για να δούμε, θα τα θυμηθούμε όλα αυτά τώρα με την κρίση, που ζορίζουν τα πράγματα;»
Η Ιωάννα Παπαντωνίου είναι ο «αόρατος» αφηγητής αυτού του πρωτότυπου ταξιδιού. Ενδυματολόγος και πρόεδρος του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, κάνει μια μοναχική προσπάθεια πολλών ετών (και χωρίς την απαιτούμενη κρατική βοήθεια) - μέσα από το πρωτοποριακό Λαογραφικό Μουσείο Ναυπλίου, αλλά και δημιουργώντας μια μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα συλλογή μόδας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι μια γυναίκα, η ηλικία της οποίας δεν την εμποδίζει να έχει μια οξύνοια σκέψης που καταπλήσσει. «Τι εκφράζουν τα ρούχα που φοράμε σήμερα; Μα αυτό δεν άλλαξε ποτέ», λέει. «Τα ρούχα ήταν και είναι στολισμός. Είναι, πάνω απ’ όλα, τονισμός της σεξουαλικότητας. Αυτός είναι ο ρόλος του ανθρώπου, άλλωστε: η αναπαραγωγή. Η κινητήριος δύναμη για τους νέους ανθρώπους και γι’ αυτούς βέβαια που νομίζουν ότι είναι νέοι είναι το σεξ. Εάν δεν βάλει η γυναίκα ή ο άντρας ένα ρούχο στο οποίο να αισθάνεται όμορφα, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Τώρα, πώς έχουν καταφέρει οι άνθρωποι να αισθάνονται όμορφα με ρούχα που δεν τους πάνε, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα...».
Το ένδυμα δεν είναι, όμως, μόνο θέμα καλαισθησίας, αλλά προσεγγίζεται με πολλούς άλλους τρόπους: οικονομικά, εμπορικά, ακόμη και ψυχολογικά. Βέβαια, παρά την τεράστια γκάμα από ρούχα που υπάρχει σήμερα, η επιλογή συνεχίζει να γίνεται, όπως και παλαιότερα, σύμφωνα με τα πρότυπα μόδας. «Η μόδα βασίζεται στις εικόνες», τονίζει η κυρία Παπαντωνίου. «Και εικόνα-πρότυπο για τους ανθρώπους ανά τους αιώνες ήταν ο προύχοντας του χωριού, η βασίλισσα Ελισάβετ, μετά η Μέριλιν Μονρόε – σήμερα, οι παρουσιαστές στα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα, με αυτά τα απαράδεκτα ρούχα που φορούν… Και εξακολουθούμε να βλέπουμε τα τραγελαφικά που συνέβαιναν πάντα: μια εύσωμη γυναίκα, για παράδειγμα, που νομίζει πως θα φαίνεται ίδια με μια συλφίδα φορώντας ακριβώς το ίδιο φόρεμα».
Ποιο είναι, λοιπόν, το μέλλον της ένδυσης; «Δεν μπορεί να προβλεφθεί», λέει η κυρία Παπαντωνίου, που έχει εφεύρει τον όρο «μη φορέσιμο» για να περιγράψει τις φόρμες της σύγχρονης μόδας, ενώ σχολιάζει και το γεγονός ότι οι σχεδιαστές δεν μπορούν πλέον να κάνουν υψηλή ραπτική, αφού δεν έχουν πελατεία. Ετσι, η προσφυγή στο ακριβό pr� a porter και στη μαζική παραγωγή γίνεται μονόδρομος. Στην αρχή, πάντως, των εξελίξεων τοποθετεί τους Ιάπωνες. «Εάν αφαιρέσεις κάποια μεγάλα ονόματα, όπως τον Γκαλιάνο ή τον Μακουίν, τη μεγαλύτερη επανάσταση την έχουν κάνει οι Γιαπωνέζοι. Με βαθιά γνώση της ιαπωνικής φορεσιάς, κατάφεραν να εξελιχθούν και να δημιουργήσουν μια μόδα που συναγωνίζεται επάξια την ευρωπαϊκή».
Οσο για την Ελλάδα, οι προσπάθειες για τη δημιουργία ελληνικής μόδας ιστορικά δεν ευοδώθηκαν. «Οσες φορές προσπάθησαν μερικοί σχεδιαστές, με το ρομαντικό κίνημα και την επιστροφή στις ρίζες, ήταν τόσο επιφανειακό – κόβω ένα κομμάτι από την τοπική φορεσιά και το κολλάω, το κάνω μανσέτες ή φοράω την πουκαμίσα για φόρεμα. Δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα. Δεν ανοίγονταν έτσι νέοι δρόμοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν πολύ σημαντικές προσπάθειες, όπως ο Γιάννης Τσεκλένης, που με τα υφάσματά του έβγαλε κάτι διαφορετικό ή, σήμερα, η νεαρή Μαίρη Κατράντζου».
«Ενδύεσθαι. Για ένα Μουσείο Πολιτισμού του Ενδύματος», 23 Μαρτίου - 23 Μαΐου, Μουσείο Μπενάκη (κτίριο οδού Πειραιώς).
Αριστουργήματα σχεδιαστών
- Η συλλογή μόδας του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Μουσείου αριθμεί σήμερα 6.195 κομμάτια, ενδύματα και αξεσουάρ - τα περισσότερα προέρχονται από δωρεές.
- Το πρώτο κομμάτι: αποκτήθηκε το 1981 με ανταλλαγή από το Λύκειο των Ελληνίδων. Ηταν ένα φόρεμα τύπου τσάρλεστον του οίκου Λανβέν (1926), το οποίο φορούσε η Μπέτυ Αρβανίτη το 1972 στην παράσταση «Δίκη» του Κάφκα.
- Τα πιο ακριβά: δύο φορέματα του Πολ Πουαρέ (1920) και το φόρεμα «Δελφός» εμπνευσμένο από αρχαιοελληνικό χιτώνα (Μαριάνο Φορτούνι, 1910). Αγοράστηκαν αντί 8.000 και 5.000 ευρώ αντίστοιχα.
- Το πιο σπάνιο: το φόρεμα με το οποίο εμφανίστηκε η Μαρία Κάλλας στη δεύτερη πράξη της «Μήδειας» του Κερουμπίνι, στο Ντάλας, το 1958. Σχεδιάστηκε και υφάνθηκε από τον Γιάννη Τσαρούχη.
- Το πιο διάσημο: ένα παλτό που φόρεσε η Γκρέις Κέλι τη δεκαετία του ’60. (Οίκος Ντιόρ)
- Το πιο ευφάνταστο: ένα κοντό βαμβακερό φόρεμα σε γραμμή άλφα που φέρει το όνομα «Αποδράστε με στυλ» και απεικονίζει μια... απόδραση με ελικόπτερο από τη φυλακή! Ο νοών νοείτω. (Heel, 2009)
- Τα πιο... αναλώσιμα: τα χάρτινα φορέματα που ξεκίνησαν ως διαφημιστικά για τις χαρτοπετσέτες και τα χαρτιά υγείας Paper Scott και κατέκτησαν την αγορά της μόδας στην Αμερική και στον Καναδά το ’66-68.