Ενδιαφέρουσα έκθεση στο Μουσείο Maillol στο Παρίσι με 150 έργα που μιλούν για τη ματαιότητα της ζωής
- Της Βανεσσας Θεοδωροπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/03/2010
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»... Προς τι τα υλικά αγαθά, τα πλούτη και οι ηδονές, προς τι ο μόχθος και οι προσπάθειες, όταν στην όχθη καρτερά ο Χάροντας; Ο βαθύς αναστεναγμός που συνοδεύει συνήθως το άκουσμα του περίφημου αποφθέγματος του Εκκλησιαστή στην Παλαιά Διαθήκη, χωράει ανθρώπινη αγωνία αιώνων, ίσως όμως κι άλλη τόση επιθυμία για ζωή. Το «Μην ξεχνάς ότι θα πεθάνεις» (memento mori!) που λένε ότι ψιθύριζε ο σκλάβος στο αυτί του Ρωμαίου στρατηγού, ενώ εκείνος γιόρταζε τον θρίαμβο των ανδρών του στη μάχη, ακούγεται σαν προειδοποίηση, αλλά ποιος θα αρνηθεί ότι η συνειδητοποίηση του εφήμερου της ύπαρξης μπορεί και να εντείνει την επιθυμία για μια σύντομη αλλά έντονη ζωή; Ο διπλός τίτλος μιας από τις διασημότερες vanitas του 17ου αιώνα, Ματαιοδοξία ή Αλληγορία της ανθρώπινης ζωής (πρώτο μισό του 17ου αι.), του Philippe de Champaigne (τοποθετημένα σε παράταξη πάνω σε ένα τραπέζι, μια τουλίπα, ένα κρανίο και μια πυξίδα) επιβεβαιώνει αυτό το ζωτικό παράδοξο της ύπαρξης, θυμίζοντάς μας ότι χωρίς επιθυμία για «δόξα», όσο μάταιη κι αν είναι αυτή, δεν υπάρχει και ζωή.
Αναπόφευκτο τέλος
Η μακρά ιστορία της σχέσης των καλλιτεχνών με το επερχόμενο και αναπόφευκτο τοις πάσι τέλος, είναι σπαρμένη από γυαλιστερά κρανία και λευκούς σκελετούς, τουλίπες, κηροπήγια και λύχνους, ρολόγια και κλεψύδρες. Μια ενδιαφέρουσα έκθεση που εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο Μουσείο Maillol στο Παρίσι (έως 28.06), με τίτλο «Ετσι είν' η ζωή! Vanitas από τον Καραβάτζιο στον Ντάμιεν Χιρστ», επιχειρεί να την εικονογραφήσει, προτείνοντας στο κοινό 150 έργα (πίνακες, γλυπτά, φωτογραφίες, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα), με αποκλειστικό θέμα τις vanitas, αυτό το ιδιαίτερο είδος «νεκρών φύσεων» που διαπραγματεύεται την αλληγορική αναπαράσταση της ματαιότητας της ζωής. Από τους τεχνίτες των μωσαϊκών της Πομπηίας στους ζωγράφους των «Μακάβριων χορών» του Μεσαίωνα, κι από τον Καραβάτζιο στους υπερρεαλιστές, τους pop και τους σύγχρονους επιθετικούς νεο-pop καλλιτέχνες, κάθε γενιά δημιουργών έχει καταπιαστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το ζήτημα της ματαιοδοξίας. Εκθέσεις τέτοιου τύπου είναι συχνά μαθήματα ιστορίας της Τέχνης αλλά και της Ιστορίας. Μια μελαγχολική μπαρόκ αλληγορία του 17ου αιώνα, με θέμα τη ματαιότητα του πλούτου και της εξουσίας, του προμηθεϊκού πνεύματος που γεννάει εφευρέσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις, δεν παραπέμπει στις ίδιες σκέψεις και συναισθήματα με τη μπρούτζινη «Νεκροκεφαλή» που πλάθει ο Πικάσο το 1943, την γυάλινη νεκρική μάσκα του Ινδού Subodh Gupta, με το φωτοστέφανο από τσίγκινα κατσαρολικά (C. B. 1, 2009) ή το προκλητικό κρανίο 8.601 διαμαντιών και 100 εκατ. δολαρίων του επίσης συγχρόνου μας Αγγλου Ντάμιεν Χιρστ, πλατινένια ρέπλικα του κρανίου ενός ανθρώπου που απεβίωσε τον 18ο αιώνα (For the Love of God, 2007). Οσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, ο φόβος του θανάτου, παραδοσιακά συνδεδεμένος με την ιδέα του χρόνου που περνάει, και που στο πέρασμά του φθείρει τα πάντα, δίνει τη θέση του στον φόβο της καταστροφής: της ανθρωπότητας, του πλανήτη, του πολιτισμού, μιας καταστροφής όμως για την οποία είμαστε εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι και όχι πια η μοίρα ή ο Θεός.
Καλτ αξεσουάρ
Ισως για να τονίσουν αυτήν την νέα, αποϊεροποιημένη εικόνα του θανάτου σε μια εποχή που όχι μόνο δεν τρομάζει πια μπροστά στη θέα μιας νεκροκεφαλής, αλλά διασκεδάζει μετατρέποντάς τον σε καλτ, μοδάτο αξεσουάρ, η έκθεση του μουσείου Μαγιόλ διηγείται την ιστορία των vanitas ανάδρομα. Στις πρώτες αίθουσες μας υποδέχεται μια σειρά από σταρ της σύγχρονης τέχνης: τα ζωγραφισμένα, φορτωμένα με χρώμα, κρανία των Μπάζελιτς, Κονιέ και Γιαν Πέι Μινγκ, η «ακτινογραφία» ασπρόμαυρων κρανίων τοποθετημένων σε ράφια του Παρμιτζιάνι, ή τα ποπ Skulls του Αντι Γουόρχολ, κρέμονται πάνω από την «εύθυμη» χαμογελαστή και γυαλιστερή νεκροκεφαλή της Νίκι ντε Σεν Φαλ. Δίπλα στον πίνακα του Κέιθ Χέρινγκ, με τα γνωστά λευκά ανθρωπάκια να μπαινοβγαίνουν σε μια ακόμα νεκροκεφαλή, ένας σκοτεινός Basquiat, παραπέρα ένα μικρό θεατράκι σκιών του Μπολτάνσκι κι ένα κρανίο από υφασμάτινα γάντια και παιδικά μολύβια της συντρόφου του Ανέτ Μεσαζέ, τα κρανία-σκακιέρες του Γκαμπριέλ Ορόσκο, μια εγκατάσταση/προβολή του Τόνι Ούρσλερ... Μέσα σ' αυτόν τον καταιγισμό από άψυχα κεφάλια, ξεχωρίζουμε το εντυπωσιακό κρανίο από φτερά κολεοπτέρων με βαλσαμωμένο παπαγαλάκι στο στόμα, του Γιαν Φαμπρ (Ο νεοσσός του Θεού, 2000), την Ημικρανία των αδερφών Chapma (ένα μπρούτζινο ζωγραφισμένο κεφάλι Φρανκεστάιν «σε σήψη») το λουλουδάτο κρανίο της πάντα μεταμφιεσμένης Σίντι Σέρμαν ή τη φωτογραφία της διάσημης περφόρμερ Μαρίνας Αμπράμοβιτς, ενώ περπατάει ξυπόλυτη σε μαύρο φόντο, κουβαλώντας στην πλάτη της έναν ανθρώπινο σκελετό...
Σύμφωνα με κάποια ευρήματα ανασκαφών στην Ιεριχώ, η λατρεία των κρανίων έχει μια προϊστορία που φτάνει μέχρι την Νεολιθική Εποχή, ενώ οι Ελληνες της Ελληνιστικής Εποχής λέγεται ότι ήταν οι πρώτοι στον Δυτικό πολιτισμό που τόλμησαν να αναπαραστήσουν τον ανθρώπινο σκελετό για να εκφράσουν το δράμα του περάσματος του χρόνου. Η επινόηση όμως του μοτίβου memento mori (το πορτρέτο του νεκρού συνοδεύει στο βάθος της εικόνας ένα ξεδοντιασμένο κρανίο) όπως και των «Μακάβριων χορών» ανήκει στην τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα (14ος και 15ος αι.), στιγματισμένη από τις επιδημίες πανούκλας, τον Εκατονταετή Πόλεμο και τη νέα χριστιανική θεολογία του «Δράματος της Αγωνίας». Μια περίοδος που ολοκληρώνεται συμβολικά με την περίφημη τοιχογραφία του Μαζάτσιο, στην Santa Maria Novella της Φλωρεντίας. Ενας ξαπλωμένος στο φέρετρο του σκελετός, απευθύνεται στην ανθρωπότητα για να την προειδοποιήσει: «Αυτό που είσαστε ήμουνα, κι αυτό που είμαι θα γίνετε κι εσείς».
Η Αναγέννηση θα καταπνίξει με το ορθολογιστικό πνεύμα της για κάμποσες δεκαετίες τους μακάβριους βρυχηθμούς, μια σιωπή που θα διακόψει μέσα από τα σκοτεινά σοκάκια της Ρώμης ο Καραβάτζιο. Ο Αγιος Φραγκίσκος σε περισυλλογή (1603) που εκτίθεται στο μουσείο Maillol, ιδιοκτησία κάποιου Αγγλου συλλέκτη, σύμφωνα με τη λεζάντα, όπως και οι τρεις άλλοι πίνακες που τον συνοδεύουν στην αίθουσα, ένας Fransisco Zurbaran, ένας Georges de la Tour κι ένας Pietro Paolini, της ίδιας περιόδου, εγκαινιάζουν έναν αιώνα μυστικισμού και θρησκευτικής λατρείας των vanitas, που κοσμούν εκκλησίες και παλάτια σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Οι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν την αναζήτηση της Σωτηρίας, τη βαθιά μελαγχολία που συνοδεύει συχνά την πνευματική αφύπνιση, Ολλανδοί και Βέλγοι καθιερώνουν το μοτίβο της «Νεκρής φύσης», «άψυχες» συνθέσεις αντικειμένων, συνήθως λουλουδιών ή φρούτων, στις οποίες προστίθεται ενίοτε ένα memento mori. Τη διαδρομή συμπληρώνουν μια συλλογή από αντικείμενα του 17ου αιώνα (αμαλματίδια από ελεφαντόδοτο, πολύτιμες πέτρες, βιβλία, ρολόγια κ. ά.) αρκετές φωτογραφίες (Mapplethorp, Newton, Penn, McDermott & McGough), μια εντυπωσιακή συλλογή από κοσμήματα της δεκαετίας του ’30, καθώς και η περίφημη συλλογή του Βενετσιάνου Codognato (δεκ. ’40 - ’50), αγαπημένου κοσμηματοποιού των Diaghilev, Manet, Cocteau, Visconti, Wharhol και Elton John. Τέλος, μια λίγο φτωχική πτέρυγα αφιερωμένη στους «Μοντέρνους» (ένας Σεζάν, ένας Μπυφέ, ένας Πικάσο, ένας Μπρακ), ολοκληρώνει με μια κυβιστική νότα μια ενδιαφέρουσα αλλά και εν τέλει ολίγον αποπνιχτική παρουσίαση ενός τόσο ελκυστικού θέματος, που θα άξιζε παρεμπιπτόντως ένα πιο δημιουργικό και έξυπνο στήσιμο, περισσότερη και πιο σοβαρή ερευνητική δουλειά.
No comments:
Post a Comment