Η Μεγάλη Εβδομάδα συμπίπτει με την έκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο «Βυζάντιο και νεώτερη τέχνη», όπου αναδεικνύεται ο γόνιμος διάλογος των ζωγράφων της γενιάς του '30 με τη βυζαντινή αγιογραφία. Λεπτομέρεια από την «Αποκαθήλωση» του Κωνσταντίνου Παρθένη. |
Παρθένης, Κόντογλου, Παπαλουκάς, Τσαρούχης, Ρέγκος, Βασιλείου συνομιλούν μέσα από τα έργα τους με την παράδοση
- Του Σπυρου Γιανναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 28 Mαρτίου 2010
«Μας ενδιαφέρει το Βυζάντιο σήμερα και γιατί;». Το έργο του πρόσφατα χαμένου Δημήτρη Κωνστάντιου για την προβολή του βυζαντινού πολιτισμού μπορεί να συνοψιστεί σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα. Το θέτει ο ίδιος στον κατάλογο της έκθεσης «Βυζάντιο και νεότερη τέχνη. Η πρόσληψη της βυζαντινής τέχνης στην ελληνική ζωγραφική του πρώτου μισού του 20ού αιώνα», που εγκαινιάστηκε πριν από λίγες μέρες στο Βυζαντινό Μουσείο.
Ο Δ. Κωνστάντιος, ανανεωτής διευθυντής του μουσείου, οραματιζόταν τη μετατροπή της τελευταίας αίθουσας του Βυζαντινού, όπου καταλήγει η μόνιμη συλλογή, σε χώρο περιοδικών εκθέσεων υπό τον σταθερό γενικό τίτλο «Το Βυζάντιο και η νεότερη τέχνη». Η αίθουσα αυτή θα αποτελούσε μια διαρκώς ανανεούμενη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Τα αγιογραφικά έργα των μεγάλων μαέστρων της ελληνικής ζωγραφικής στον 20ό αιώνα που εκτίθενται στο μουσείο – Παρθένης, Κόντογλου, Παπαλουκάς, Τσαρούχης, Ρέγκος, Βασιλείου– υποστηρίζουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την πεποίθηση του Κωνστάντιου, αλλά και καταδεικνύουν τις προβολές της παράδοσης στο ζωντανό σώμα της νεότερης τέχνης.
Η έκθεση που επιμελήθηκε η Ιωάννα Αλεξανδρή αποπειράται να αναδείξει τον γόνιμο διάλογο που ανέπτυξαν οι νεότερες μορφές τέχνης με τη βυζαντινή. Αποτελεί δε φυσική συνέχεια της μόνιμης συλλογής που ολοκληρώνεται στον 19ο αιώνα και βρίσκεται –χάρη στο επιμελημένο στήσιμο της αρχαιολόγου Αυγής Τζάκου– σε διαρκή συνομιλία με αυτή. Ο χώρος είναι πολύ περιορισμένος για μια τόσο φιλόδοξη έκθεση, απειράριθμων, δυνητικά, εκθεμάτων. «Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσαμε», τόνισε η κ. Τζάκου «ήταν η διαδικασία επιλογής, ουσιαστικά η απόρριψη εκθεμάτων, προκειμένου να φτάσουμε στον τελικό αριθμό των πενήντα έργων».
Οι ενότητες της έκθεσης
Το στήσιμο της έκθεσης είναι όντως αριστοτεχνικό. Τα 50 εκθέματα είναι χωρισμένα σε πέντε μεγάλες ενότητες.
Παρθένης ο πατριάρχης. Η έκθεση ξεκινάει με τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1878-1967), «πατριάρχη της πρόσληψης της βυζαντινής τέχνης», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Αλεξανδρή. «Ο Παρθένης διείδε πρώτος τη σημασία της βυζαντινής τέχνης, ενσωματώνοντας τα μορφολογικά της στοιχεία και τους εικονογραφικούς της τύπους στο ζωγραφικό του έργο». Κατέχει την κεντρικότερη θέση στην έκθεση καθώς ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος της Σχολής Καλών Τεχνών εισήγαγε τη μετέπειτα γενιά του ’30 στην παραγνωρισμένη μέχρι τότε τέχνη του Βυζαντίου - και η γενιά του ’30 εν συνεχεία θεμελίωσε την ταυτότητά της συνομιλώντας με τη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη. Στην έκθεση παρουσιάζεται η φημισμένη ελαιογραφία «Η Αγία Καικιλία» (1930-38), ο «Επιτάφιος Θρήνος» και για πρώτη φορά το αντίγραφο της «Γέννησης του Χριστού» από το Καθολικό της μονής Δαφνίου που φιλοτεχνήθηκε στα 1905-07. Στην ίδια ενότητα και η σπουδή του Γιάννη Τσαρούχη, μαθητή του Παρθένη, «Πλατυτέρα» (1933-34), έργο το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «μάθημα Παρθένη».
Κόντογλου και Παπαλουκάς. Η δεύτερη ενότητα, αφιερωμένη στον άλλο μεγάλο δάσκαλο τον Φώτη Κόντογλου και στους μαθητές του, αποτυπώνει και πάλι τα σημάδια ενός ανεξάντλητου διαλόγου με τα εμβληματικά έργα της βυζαντινής αγιογραφίας. «Βασικός παράγοντας γνωριμίας με το Βυζάντιο για τη γενιά του ’30 ήταν τα ταξίδια στο Αγιον Ορος και οι αντιγραφές», υπογραμμίζει η ξεναγός μου. Εδώ συναντάμε τρία έργα του Γιάννη Τσαρούχη, μαθητή του Κόντογλου, με εμβληματικότερο το αντίγραφο «Προσευχή Ιωακείμ και Αννης» (1920) από το Καθολικό της μονής Δαφνίου, το οποίο ξαναδούλεψε το 1930. Βρίσκουμε επίσης και τον «Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο», αντίγραφο (πιθανότατα από φορητή εικόνα της μονής Γρηγορίου) του Κόντογλου από το ταξίδι του στο Ορος. Στα τρία από τα 18 αντίγραφα του Σπύρου Παπαλουκά, από μικρογραφίες ψαλτηρίων του Αγίου Ορους, είναι ξεκάθαρη η προσωπική ανάγνωση του βυζαντινού έργου μέσα από τις προσλαμβάνουσες της μοντέρνας τέχνης. Στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τη διαδοχική εξέλιξη της μαθητείας στη βυζαντινή τέχνη, όπως αυτή αποτυπώνεται στο πέρασμα από δάσκαλο σε μαθητή.
Το «αποτέλεσμα» της μαθητείας. Σε δύο αντικριστούς τοίχους αντιπαραβάλλονται οι θρησκευτικές παραγγελίες και τα κοσμικά έργα με σαφείς βυζαντινές επιρροές. Στον έναν τοίχο έχουν αναρτηθεί προσχέδια και μακέτες του Σπύρου Βασιλείου για την αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη της οδού Σκουφά (1936), μακέτες του Πολύκλειτου Ρέγκου για την εικονογράφηση του Αγίου Δημητρίου στα Σιάτιστα (1939) και σχέδια του Νίκου Εγγονόπουλου για τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα της Νέας Υόρκης. Τρία πελώρια ανθίβολα του Παπαλουκά πίσω από πλεξιγκλάς (το ένα κρέμεται από την οροφή) για την αγιογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Αμφισσας λειτουργούν και ως οδοδείκτες διαμορφώνοντας τον εκθεσιακό χώρο. Στον απέναντι τοίχο τρεις πίνακες του Αγήνορα Αστεριάδη, με θέμα τους καταστρεπτικούς σεισμούς που έπληξαν συθέμελα τη Θεσσαλία το 1954, συνθέτουν ένα θρησκευτικού τύπου τρίπτυχο.
Κοσμικά αριστουργήματα. Η υποενότητα περιλαμβάνει μερικά από τα συγκλονιστικότερα έργα της έκθεσης. «Ο ληστής Σίνις ο Πιτυοκάμπτης» του Φώτη Κόντογλου (1931) και «Ο Σινάν» του μαθητή του Νίκου Εγγονόπουλου (1934) αποτελούν βυζαντινές απεικονίσεις ενός αρχαιοελληνικού κι ενός σύγχρονου θέματος. «Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» (1954), εντυπωσιακή τσαρουχική προσέγγιση ενός βυζαντινού θέματος, όπου ο Πρόδρομος εικονίζεται ως τυπικός νέος του Τσαρούχη με φτερά. Οι δύο βυζαντινού τύπου αυτοπροσωπογραφίες Εγγονόπουλου και Κόντογλου, και ένα ζωγραφικό βήμα πιο πέρα, το «Αναμνηστικό πορτρέτο αγαπημένου προσώπου» του Σπύρου Βασιλείου (1950), όπου ο ζωγράφος αποτυπώνει ρεαλιστικά τη μητέρα του με τον τρόπο που η βυζαντινή αγιογραφία εικονογραφεί ολόσωμους τους αγίους, μοναδικό δείγμα συγκερασμού της βυζαντινής, της αρχαιοελληνικής, της λαϊκής και της κοσμικής ζωγραφικής.
Ασκηση ματιού
Η έκθεση «Βυζάντιο και νεότερη τέχνη» είναι ένα μάθημα ανάγνωσης, μια άσκηση του ματιού, το οποίο ακολουθώντας την αλυσίδα που συνδέει την παραδοσιακή βυζαντινή τέχνη με τη σύγχρονη ζωγραφική της γενιάς του ’30 και των επιγόνων της, μαθαίνει να αποκρυπτογραφεί την ιστορία της ζωγραφικής στα πιο σύγχρονα έργα.
Φεύγοντας ξαναφέρνω στον νου τον επιβλητικό «Επιτάφιο θρήνο» του Παρθένη. Αναγνωρίζω πλήθος καλλιτεχνικών επιρροών και συγγενικών δεσμών, σαν τα ξεχασμένα οικεία πρόσωπα σε παλιές φωτογραφίες: τον Πανσέληνο, τον Γκρέκο, τους Φωβ (Fauves) και τον Σεζάν.
- «Βυζάντιο και νεότερη τέχνη. Η πρόσληψη της βυζαντινής τέχνης στην ελληνική ζωγραφική του Α΄ μισού του 20ού αιώνα». Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Λεωφ. Βασ. Σοφίας 22. Διάρκεια έκθεσης: μέχρι 13 Ιουνίου.
No comments:
Post a Comment