Η μονότονη πρωτοπορία των «εθνικών» Γάλλων σταρ Μπολτανσκί και Σουλάζ
Πιερ Σουλάζ, Κριστιάν Μπολτανσκί. Oι δύο Γάλλοι καλλιτέχνες θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο από τους σημαντικότερους εν ζωή δημιουργούς της, αλλά και οι διασημότεροι και πιο αναγνωρισμένοι εκπρόσωποί της στο εξωτερικό. Kαθιερωμένοι. Τι σημαίνει αυτό; Καταρχήν απόλυτη ελευθερία κινήσεων, την ανέλπιστη για κάθε καλλιτέχνη δυνατότητα να πραγματοποιεί και τα πιο ουτοπικά και φαντασμαγορικά του σχέδια, και δη με την οικονομική υποστήριξη τόσο του κράτους όσο και της ελεύθερης αγοράς. Aνευ όρων αποδοχή από την πλευρά της κριτικής και της επίσημης Ιστορίας της Τέχνης, κι ακόμα, τη λατρεία του κοινού, που σπεύδει με κλειστά σχεδόν τα μάτια και θρησκευτική προσήλωση να σταθεί στην ουρά για να θαυμάσει το έργο τους.
Πιο συγκεκριμένα, σημαίνει εν προκειμένω, για τον πρώτο, τον έκτο όροφο του Εθνικού Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (Μπομπούρ, έως 8/3/2010) και τα πιο λαμπρά ίσως εγκαίνια της χρονιάς, παρουσία Υπουργών και της αφρόκρεμας της γαλλικής διανόησης, και για τον δεύτερο, το Γαλλικό περίπτερο της επόμενης Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας (2011) και μια διπλή ατομική έκθεση στην πρωτεύουσα: στην περίφημη Nef του Γκραν Παλέ, για σχεδόν ενάμιση μήνα (13.1 - 21.2.2010), και στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Val de Marne (Mac/Val) στην περιφέρεια του Παρισιού (έως 28/3/2010).
Τι είναι άραγε εκείνο που κάνει έναν σημερινό καλλιτέχνη τόσο προνομιούχο, τόσο αναγνωρισμένο, ποιος αποφασίζει και χρίζει «κλασικούς» δημιουργούς στην εποχή μιας σύγχρονης τέχνης φαινομενικά υπεράνω γούστου και αντικειμενικών κριτηρίων;
Μπαίνοντας στον εσκεμμένα παγωμένο (χωρίς θέρμανση) θόλο του Γκραν Παλέ, με την ατσάλινη ραχοκοκαλιά modern style και την μεγαλύτερη τζαμαρία της Ευρώπης (200 m μήκος και 45 m ύψος), ένας μεταλλικός τοίχος από συρτάρια (κενοτάφια;), παρεμποδίζει την είσοδό μας στην καθεαυτή εγκατάσταση: στο αχανές πάτωμα των 13.000 τ.μ., μεταχειρισμένα παλτά κείτονται τοποθετημένα σε σχήμα σταυρού σε τετραγωνισμένους χώρους («όπως στα νεκροταφεία») που σηματοδοτούν μεταλλικοί πάσσαλοι.
Μακρόστενες λάμπες νέον κρέμονται πάνω απ’ τα παλτά, πιασμένες στα σύρματα που ενώνουν τους πασσάλους, πάνω στους οποίους είναι τοποθετημένα μεγάφωνα που εκπέμπουν τους ήχους μιας καρδιάς. Ενας έντονος μονότονος θόρυβος, σαν να δουλεύουν μηχανές, γρανάζια που γυρίζουν μας εμποδίζει να διακρίνουμε τους ήχους. Στο κέντρο της παραλληλόγραμμης αίθουσας όπου καλούμαστε να περιφερθούμε, και προς το βάθος, ορθώνεται ένας τεράστιος σωρός από ρούχα, ύψους δέκα μέτρων: Ενας τεράστιος γερανός γέρνει κάθε λίγο πάνω από τη σωρό σε σχήμα βουνού, αρπάζει με έναν κόκκινο έλικα–λεπίδι κάμποσα ρούχα, τα σηκώνει ψηλά και τ’ αφήνει να πέσουν...
Γεννημένος το 1944 στο Παρίσι, γιος ενός εβραίου γιατρού και μιας μικροαστής συγγραφέως από τη Ρεν, ο Μπολτανσκί δηλώνει ότι τα πιο σημαντικά πράγματα που συνέβησαν στη ζωή του ήταν «ο πόλεμος και το γεγονός ότι είναι Εβραίος». Το έργο του χαρακτηρίζει μια εμμονή με τον θάνατο, με τη μνήμη και την απώλεια, της ζωής και της ταυτότητας, με το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης. Δεν είμαστε παρά έρμαια του «δάκτυλου του Θεού» (ο γερανός) σχολιάζει στους δημοσιογράφους ο εμπνευστής της δαντικής εγκατάστασης στο Γκραν Παλέ, και της αυθαιρεσίας της «τύχης». Ο Μπολτανσκί, γαλουχημένος στην καθολική κατήχηση μέχρι την εφηβεία του (αλλά δηλωμένος «άθεος»), κατάφερε με την μακάβρια αισθητική του λειψάνου, τις συνεχείς προφανείς αναφορές του έργου του στο Ολοκαύτωμα, και μια επιτηδευμένα αφελή και «ταπεινόφρονη» στάση («Βλέπετε, δεν έχω πολλές ιδέες, όλα όσα έχω να πω βρίσκονται σε εκείνο το πρώτο βιβλίο μου, Ερευνα και παρουσίαση όσων έχουν απομείνει από την παιδική μου ηλικία, 1969, έκτοτε επαναλαμβάνομαι»), να κερδίσει το ευρύ κοινό. Πράγματι, ποιον αφήνουν αδιάφορο συσσωρευμένα άδεια παλτά και ανακυκλωνόμενα ρούχα ή ατελείωτες λίστες από ονόματα αγνοουμένων, αναρίθμητες φωτογραφίες ανωνύμων, ανατυπωμένες σε βιβλία ή κρεμασμένες στον τοίχο και φωτισμένες με κεριά; Αλλά και ποιον δεν κάνει σήμερα να αισθάνεται από αμηχανία έως θυμό, αυτή η εύκολη και βαρετή συναισθηματική χειραγώγηση στα όρια της ομηρίας;
Pierre Soulages - 16.12.1959
Σουλάζ: πάνω απ’ όλα το φως
Ο δεύτερος τιμώμενος καλλιτέχνης του παρισινού χειμώνα, επιλέγει έναν τελείως άλλο τρόπο για να φέρει το κοινό αντιμέτωπο με τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης. Για τον Πιερ Σουλάζ, ένα έργο τέχνης πρέπει «να αφήνει ελεύθερο τον θεατή να σκέφτεται ό,τι θέλει, να δημιουργεί νόημα με τον δικό του τρόπο», κι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω της μη αναπαραστατικής ζωγραφικής.
Γεννημένος το 1919 στο Rodez (Νότια Γαλλία), ο Σουλάζ βιώνει τον πόλεμο, επιστρατευμένος δύο φορές την περίοδο 1941-1944. Τα πρώτα του έργα φέρουν κάτι απ’ αυτή την εμπειρία, παχιές μαύρες πινελιές σαν σανίδες, μοιάζουν να δομούν και συγχρόνως να ακυρώνουν την επιφάνεια του πίνακα: πίσσα σε γυαλί, λάδι από καρυδιά, μελάνι ή ακουαρέλα σε χαρτί, «σημεία χωρίς σημασία». Το μόνο που έχει σημασία είναι το χρώμα, η φόρμα, τα υλικά, και πάνω απ’ όλα το φως. Ο ζωγράφος, που πέρασε ένα μεγάλο της ζωής του ταξιδεύοντας και εκθέτοντας σε Ευρώπη και Αμερική (όπου έρχεται σε επαφή με άλλους εκπροσώπους της αφαίρεσης και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού: Ρόθκο, Ντε Κούνινγκ, Μάδεργουελ κ.ά.) δηλώνει ότι η πρώτη του αισθητική εμπειρία, η οποία και καθόρισε ολόκληρο το έργο του, συνέβη μέσα σε μια εκκλησία. Εκείνο που τον απασχολεί στην τέχνη είναι το φως, ο τρόπος με τον οποίο αντανακλάται στις επιφάνειες και δημιουργεί όγκους. Από το 1979 και μέχρι σήμερα, ο Σουλάζ δεν θα «ζωγραφίσει» πια παρά μαύρους πίνακες διαφορετικών διαστάσεων και κυρίως επιφανειών, βαπτίζοντας το υπερβατικό αυτό γλυπτό μαύρο που επιτρέπει το παιχνίδι του φωτός «outrenoir» (πέρα από το μαύρο).
Οι περιπτώσεις Σουλάζ και Μπολτανσκί έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή δίνουν έμμεσα μια διαφωτιστική απάντηση στο αιώνιο όσο και βαθιά πολιτικό ερώτημα των κριτηρίων της καθιέρωσης ενός καλλιτέχνη από την Πολιτεία. Τόσο ο εξηνταπεντάχρονος σκηνοθέτης της απώλειας, όσο και ο ογδοντάχρονος φορμαλιστής, στέκονται πέρα από τον ίδιο τον μοντερνισμό στον οποίο ανήκουν, θεωρώντας ότι η τέχνη («απενοχοποιημένη» θα έλεγαν κάποιοι, μια λέξη της μόδας σήμερα), δηλαδή υπεράνω ιστορικοκοινωνικών συνθηκών, πρέπει να απευθύνεται και να συνομιλεί με «όλους», να θέτει με τα εκάστοτε μέσα της τα «μεγάλα» ζητήματα. Μακριά από ιδεολογίες και αισθητικά κινήματα, το «επάγγελμα» κάθε «μεγάλου» (βλ. «εθνικού») καλλιτέχνη είναι απ’ ό, τι φαίνεται να «θέτει υπαρξιακά ερωτήματα» (Μπολτανσκί), καθώς «ηθική και αισθητική επιλογή» (Σουλάζ) οφείλουν να υπακούουν αποκλειστικά και μόνο στην «εσωτερική αναγκαιότητα»...
- Πιερ Σουλάζ, Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Κέντρου Πομπιντού, έως 8/03/2010
- Κριστιάν Μπολτανσκί, Γκραν Παλέ, έως 21.2.2010 και Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Val de Marne (Mac/Val) έως 28/3/2010.
- Της Βανεσσας Θεοδωροπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/02/2010
No comments:
Post a Comment