«Μουσεία, νεκροταφεία!» φώναζε ο Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι στο «Φουτουριστικό μανιφέστο», το 1909. «Δημόσιοι κοιτώνες όπου κοιμάσαι για πάντα δίπλα σε όντα που μισείς ή που δεν γνωρίζεις.Αμοιβαία αγριότητα των ζωγράφων και των γλυπτών που δολοφονούν ο ένας τον άλλον στο ίδιο μουσείο με χτυπήματα γραμμών και χρωμάτων.Μία επίσκεψη τον χρόνο,όπως κανείς πάει να δει τους τάφους των νεκρών, αυτό θα μπορούσαμε να το δεχτούμε!Μπορούμε ακόμη και να φανταστούμε να αφήνει κανείς λουλούδια, μια φορά τον χρόνο,στα πόδια της Gioconda!Αλλά να παίρνουμε μαζί μας στο μουσείο κάθε μέρα τη στενοχώρια μας,την εύθραυστη αντοχή μας και την αγωνία μας,αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε!Θέλετε να δηλητηριάσετε τους εαυτούς σας; Θέλετε να σαπίσετε;».
Παρά τον ενθουσιασμό των φουτουριστών, τα μουσεία άντεξαν. Δεν έπαψαν όμως ποτέ να ανησυχούν τα ίδια για το μέλλον τους. Και ίσως σήμερα αυτό να είναι αλήθεια περισσότερο από ποτέ.
Τα μουσεία όλου του κόσμου έχουν καταβάλει, τουλάχιστον από τότε που έχει νόημα να μιλάμε για «μουσεία», μεγάλες προσπάθειες για να προσελκύσουν το ευρύ κοινό, με αποκορύφωμα ίσως την επεκτατική φρενίτιδα που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990: το Ιδρυμα Γκούγκενχαϊμ, κάποτε αποκλειστικό καμάρι της Νέας Υόρκης, ίδρυσε παραρτήματα στη Βενετία, στο Βερολίνο και στο Μπιλμπάο, καθώς και δύο στο Καζίνο Venetian του Λας Βέγκας. Το Μουσείο Ερμιτάζ έχει παράρτημα στο Σόμερσετ Χάουζ του Λονδίνου. Στην Ιαπωνία, μάλιστα, σημειώθηκε άνθηση ενός μάλλον μοναδικού είδους μουσείου, του μουσείου που στεγάζεται σε πολυκατάστημα, όπου οι καταναλωτές μπορούν να ξαποστάσουν από την κούραση των αγορών ανάμεσα σε φλαμανδικά αριστουργήματα.
Πολλοί προέβλεψαν μέσα στα χρόνια- και πολλοί προβλέπουν αυτή τη στιγμή- ότι η επεκτατική μανία θα μεταβληθεί σε αγωνία για επιβίωση. Και ασφαλώς αυτό ισχύει για κάποιες περιπτώσεις, δεν ισχύει όμως τόσο για άλλες. Στις ΗΠΑ, ειδικά, όπου η χρηματοδότηση των μουσείων είναι κυρίως υπόθεση του ιδιωτικού τομέα και δεν υπάρχει παράδοση κρατικών επιχορηγήσεων, το μέλλον των μουσείων δεν μοιάζει να είναι παρά η κρίση. Σύμφωνα με στοιχεία του «Figaro», το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα ιδρύθηκαν περίπου 1.200 νέα μουσεία, αλλά στοιχεία της «Αrt Νewspaper» υποστηρίζουν ότι τους τελευταίους μήνες τα περισσότερα έχουν χάσει τουλάχιστον το 70% των δωρεών τους. Ο Μπέντζαμιν Μπρετ, διευθυντής του Μουσείου Τεχνών του Σεντ Λούις, επιβεβαιώνει: «Ο καθένας εδώ αντιμετωπίζει μια οικονομική κρίσητης οποίας η διάρκεια και η ισχύς είναι ακόμη απρόβλεπτες».
Στην Αθήνα,ένα παράδειγμα επιτυχημένης μουσειακής επέκτασης αποτελεί το Νέο Κτίριο του Μουσείου Μπενάκη,το οποίο λειτουργεί ως κέντρο περιοδικών εκθέσεων κάθε λογής και ως «πολιτιστικός πολυχώρος», δίνοντας έμφαση στις ανέσεις των χώρων εστίασης,του βιβλιοπωλείου κ.ο.κ.
Στην Ευρώπη οι υπεύθυνοι των μουσείων ανησυχούν επίσης. Την προηγούμενη εβδομάδα στο Λούβρο, ένα συνέδριο με θέμα το μέλλον των μουσείων εξέτασε τους τρόπους με τους οποίους τα μουσείακαι ιδιαιτέρως τα μεγαλύτερα, που διαθέτουν απαιτητικές ιστορικές συλλογές- μπορούν να ανανεώσουν την εικόνα τους και να αυξήσουν το κοινό τους. Ενας από τους τρόπους είναι το «άνοιγμα» που πολλά ιστορικά μουσεία επιχειρούν προς τη σύγχρονη τέχνη, μια τάση στην οποία αναφερθήκαμε εκτενέστερα την περασμένη Κυριακή (βλ. «Η σύγχρονη τέχνη σε ιστορικά μουσεία», Β2, 1.2.2009). Το Λούβρο πρωτοστάτησε στην τάση αυτή, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την έκθεση «Ο Αγγελος της μεταμόρφωσης», όπου ο βέλγος καλλιτέχνης Γιαν Φαμπρ εξέθεσε τις δημιουργίες του στις αίθουσες που κοσμούνται από έργα του Βαν Αϊκ, του Μπος και του Ρούμπενς. Σε ανάλογες κινήσεις έχουν προβεί το Βρετανικό Μουσείο, η Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας. Παραδείγματα τέτοιου είδους συναντούμε και στην Ελλάδα, και μάλιστα τρεχόντως, καθώς στο Μουσείο Μπενάκη, παράλληλα με την ιστορική συλλογή, εκτίθενται έργα του πρωτοπόρου των δεκαετιών 1960-1970 Βλάση Κανιάρη, ενώ το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το προσεχές καλοκαίρι θα φιλοξενήσει όχι μόνο έκθεση του Τόμας Στρουθ αλλά, από τα μέσα Μαΐου, και την έκθεση όπου θα παρουσιαστούν έργα των έξι υποψήφιων καλλιτεχνών για το 6ο Βραβείο ΔΕΣΤΕ. Για του λόγου το αληθές, η πρόεδρος του ΔΣ του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης κυρία Σάντρα Μαρινοπούλου μιλάει ψύχραιμα και με ακρίβεια τόσο για τις δυσκολίες όσο και για τις ευκαιρίες ή τις νέες φιλοδοξίες των μουσείων. «Είναι σίγουρο», επισημαίνει, «ότι αυτή την εποχή τα μουσεία περνάνε δύσκολα λόγω της οικονομικής κρίσης. Οι χορηγοί έχουν μειωμένη δυνατότητα αυτή τη στιγμή να υποστηρίζουν εκθέσεις. Παγκοσμίως διαβάζουμε ότι τα μεγάλα μουσεία προβαίνουν σε απολύσεις για να μειώσουν τα κόστη τους και ακυρώνουν προγραμματισμένες εκθέσεις». Αλλά, όπως και η πλειονότητα των συναδέλφων της ανά τον κόσμο, η Σάντρα Μαρινοπούλου δεν μένει σε αυτή τη διαπίστωση και δεν πτοείται. «Από την άλλη», σπεύδει να προσθέσει, «ζούμε σε μια περίοδο όπου ένα μουσείο έχει πάψει να είναι στατικός χώρος εκθεμάτων αλλά για να επιβιώσει πρέπει να διατηρείται ζωντανό,αεικίνητο και ανοικτό σε ολοένα διαφορετικές ομάδες κοινού. Να απευθύνεται δυναμικά στους νέους. Να επικοινωνεί με το διεθνές κοινό. Να διοργανώνει, εκτός από εκθέσεις, και διαλέξεις, μουσικές εκδηλώσεις, προβολές ή προγράμματα για παιδιά. Να ενημερώνει και να αγγίζει, άμεσα και συνεχώς, όλο και περισσότερο κόσμο, με διαφορετικούς τρόπους,ανάλογα με το προφίλ του επισκέπτη. Ενα εκσυγχρονισμένο website και ένα eshop πρέπει να λειτουργούν ανά πάσα στιγμή. Εσοδα και κίνηση σε ένα μουσείο δίνουν επίσης χώροι σύγχρονοι και ελκυστικοί, που λειτουργούν ως καταστήματα, εστιατόρια, καφέ κτλ. Και στο κέντρο αυτού “ανοίγματος” ενός μουσείου προς τα έξωστέκονται τα μέλη, οι “φίλοι” του μουσείου, η καρδιά του. Ενα μουσείο είναι σήμερα πάνω από όλα χώρος συνάντησης. Αν υπάρχει σωστή οργάνωση μιας τέτοιας ομάδας που να συμμετέχει στη διάδοση, αλλά και στη δημιουργία όσων αναφέρω, έτσι ώστε η ομάδα αυτή εκτός από το να “παίρνει” πολιτισμό, “δίνει” την προσπάθειά της για την εξάπλωσή του και τη συνέχισή του,τότε μπορεί, για κάποιο διάστημα που δεν υπάρχουν χορηγίες, ένα μουσείο όχι μόνο να “επιζήσει”, αλλά και να συνεχίσει δυναμικά» .
Στη μεγάλη φωτογραφία μια άποψη του εσωτερικού και στην ένθετη,του εξωτερικού του νέου Κέντρου Ρompidou, του παραρτήματος δηλαδή του πασίγνωστου παρισινού μουσείου μοντέρνας τέχνης, στο Μετς. Το νέο κτίριο των αρχιτεκτόνων Σιγκερού Μπαν και Ζαν ντε Γκαστίν αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2009
Μια τέτοια στάση- κοινή, όπως παρατηρούμε, σε πολλά στελέχη μουσείων- θα περίμενε κανείς, αν μη τι άλλο λόγω της φιλομάθειας, της προσαρμοστικότητας και της ευελιξίας που τη χαρακτηρίζουν, να συμβαδίζει ολοκληρωτικά με μια αναστολή στην ίδρυση νέων μουσείων ή στην επέκταση των υπαρχόντων. Αυτό, όμως, δεν ισχύει απολύτως. Με μια ματιά πιο βόρεια, βλέπει κανείς ότι ούτε σε άλλες χώρες αναμένεται ακριβώς αναστολή τέτοιου είδους σχεδίων: μετά το πρόσφατο, κολοσσιαίο Μουσείο του Quai Βranly- το εθνογραφικό κληροδότημα του Ζακ Σιράκ- η Γαλλία ετοιμάζεται για τρία νέα μουσεία και δύο επεκτάσεις. Πρόκειται για το Μus e des Confluences στη Λυών, με αρχιτέκτονα τον Μάρκους Πρόσνιγκ, το Μus e des Civilizations de l΄Εurope et de la Μ diterran e στη Μασσαλία, με αρχιτέκτονα τον Ρούντι Ριτσιότι, και το Μus e Soulages στο Ροντέ, με αρχιτέκτονες την Κάρμεν Πιζέμ και τον Ζιλ Τρεγκουέ. Παράλληλα, το Κέντρο Ρompidou και το Μουσείο του Λούβρου σχεδιάζουν να ανοίξουν παραρτήματα στο Μετς και στο Λενς, αντίστοιχα.
Μια τέτοια αναστολή δεν ισχύει απολύτως ούτε καν στα μέρη μας. Αναφέροντας πιο πάνω το κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, όπου στεγάζεται η ιστορική συλλογή, δεν επισημάνθηκε η επέκτασή του- το περίφημο Νέο Κτίριο της Οδού Πειραιώς: με αρχιτέκτονες τους Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέα Κούρκουλα, η ανάπλαση διατήρησε το αρχικό σχέδιο του κτίσματος, το οποίο προϋπήρχε, με την προσθήκη ενός ορόφου. Οι γενικές αρχές σχεδιασμού βασίστηκαν στην ιδέα ενός «εσωστρεφούς» κτιρίου, με την έννοια ότι το κτίριο διαθέτει ανοίγματα όχι προς τα έξω αλλά προς το κεντρικό αίθριο, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι συγκρατεί και περικλείει τη δράση των επισκεπτών. Τόσο από την απόφαση της επέκτασης αυτής καθαυτής όσο και από τον σχεδιασμό του νέου κτιρίου - έμφαση στις ανέσεις των χώρων εστίασης, του βιβλιοπωλείου κ.ο.κ. - βλέπει κανείς να αναδύεται το επιφυλακτικό μέλλον των μουσειακών χώρων: όχι πλέον σταθεροί, αδιαμφισβήτητοι, ουδέτεροι χώροι προστασίας των θησαυρών και, δευτερευόντως, θαυμασμού τους, αλλά πιο αόριστα κελύφη που στεγάζουν τόσο πνευματικές όσο και πιο «γήινες» ασχολίες, που δύνανται να παρακολουθούν και να αντιδρούν στις σπασμωδικές επιθυμίες του σύγχρονου, αυστηρού, καταναλωτικού θεατή. Ουδείς μπορεί να προβλέψει αν οι πρακτικές αυτές θα ευδοκιμήσουν ή αν οι σχεδιαζόμενες επεκτάσεις θα πραγματοποιηθούν εν μέσω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Βέβαιον είναι ωστόσο ότι στην Ευρώπη τουλάχιστον η απαισιοδοξία δεν κυριαρχεί απολύτως, ενώ τα τεκμήρια ευελιξίας των μουσειακών χώρων μάς προδιαθέτουν ότι ακόμη και οι πιο σοβαρές ανασχέσεις μπορούν να μετατραπούν σε πλεονεκτήματα ή, έστω, σε ανεξερεύνητες προτάσεις που αξίζει να ακολουθήσουμε για ένα διάστημα.
- του αυγουστινου ζενακου | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009
No comments:
Post a Comment