Sunday, June 14, 2009

ΤΟΜΑΣ ΣΤΡΟΥΤ: «Ούτε καθαγιασμός ούτε εκλαΐκευση»

  • Λίγο πριν από τα εγκαίνια της έκθεσής του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ο διάσημος γερμανός φωτογράφος μιλάει για τη σχέση τέχνης και θρησκείας αλλά και για την ψυχή των κτιρίων που αποτυπώνει από το 1974

Ο Τόμας Στρουτ μπροστά από φωτογραφίες κτιρίων που συνάντησε σε διάφορα σημεία του κόσμου

«Σας είναι απολύτως απαραίτητο αυτό;» με ρώτησε πολύ ευγενικά ο Τόμας Στρουτ με το που πάτησα το rec και ακούμπησα το κασετοφωνάκι μου μπροστά του.«Εχω παρατηρήσει ότι οι δημοσιογράφοι που το χρησιμοποιούν στην πραγματικότητα δεν ακούν αυτά που τους λες.Νομίζουν ότι θα κάνει όλη τη δουλειά το μηχάνημα και χάνεται η αληθινή επαφή» μου εξήγησε, και έτσι συνεχίσαμε την κουβέντα μας χωρίς... τεχνολογικό μεσάζοντα. Η πρώτη ατομική έκθεση του κορυφαίου γερμανού φωτογράφου επί ελληνικού εδάφους εγκαινιάζεται την Τρίτη 16 Ιουνίου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Μέσα από 29 αντιπροσωπευτικές εικόνες του καλύπτεται μια εντυπωσιακή πορεία που ξεκίνησε το 1974 και συνεχίζει ακάθεκτη. Ο Τόμας Στρουτ άρχισε τον δικό του κύκλο συστηματικής αποτύπωσης δρόμων και αρχιτεκτονημάτων σε πολλά μέρη του κόσμου, από την Ευρώπη ως τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, υπό τον τίτλο «Τόποι ασυνείδητοι». Πρόκειται για μικρές, ασπρόμαυρες εικόνες έρημων δρόμων που συνδυάζουν την τεκμηριωμένη ακρίβεια με το προσωπικό του όραμα για την αύρα των δημόσιων χώρων. Εκείνο που στον βιαστικό περαστικό φαίνεται σαν ένα μουντό, εγκαταλελειμμένο κτίριο ή ένα κακόγουστο οικοδομικό τετράγωνο, μεταμορφώνεται από το νευρώδες βλέμμα του Στρουτ σε ένα κλειστό σύμπαν, ικανό να ψιθυρίσει χιλιάδες ιστορίες για πρόσωπα και πράγματα.

Εχοντας σπουδάσει και ζωγραφική, οδηγήθηκε το 1989 στην πιο γνωστή σειρά του με τίτλο «Φωτογραφίες μουσείων». Αναζητώντας τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα έργα τέχνης μέσα από θεσμούς όπως το μουσείο, συνάντησε αριστουργήματα απ΄ όλον τον κόσμο και αποτύπωσε την ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντί τους. Από το 2010 ως το 2012 θα παρουσιαστεί μια μεγάλη αναδρομική έκθεση για το έργο του, με αφετηρία τη Ζυρίχη και ενδιάμεσους σταθμούς τη γενέτειρά του Ντύσελντορφ, το Λονδίνο κ.ά. Ξεφυλλίζοντας τον κατάλογο της έκθεσης, ο φωτογράφος άρχισε να μιλάει για τα τοπία, τα κτίρια και τα μουσεία που φωτογράφισε σαν να πρόκειται για μέλη της οικογένειάς του...

- Εκτός από μουσεία, έχετε φωτογραφίσει και τα εσωτερικά εκκλησιών. Βρήκατε ομοιότητες ανάμεσα στα δύο;

«Οι κώδικες είναι οι ίδιοι. Εισερχόμενος και στα μεν και στα δε, ο άνθρωπος χάνει κάτι από τον εαυτό του: αναγκάζεται να μιλάει χαμηλόφωνα, να μην ακουμπά τίποτε λες και θα το μολύνει και πολύ συχνά να θαυμάζει κάτι που δεν κατανοεί. Η τέχνη είναι πολλές φορές εξίσου ακατανόητη με τη θρησκεία. Τα μουσεία όμως δεν είναι εκκλησίες. Πολλά έργα έχουν στιγματιστεί από τη φήμη τους. Για μένα, και τα δύο άκρα είναι επικίνδυνα. Δεν πρέπει ούτε να καθαγιάζουμε την τέχνη, ούτε όμως και να την εκλαϊκεύουμε σε τέτοιο σημείο που να γίνεται από καρτ ποστάλ ως πετσέτα μπάνιου. Ενα έργο είναι σημαντικό επειδή μιλάει μέσα μας και όχι επειδή για παράδειγμα ο Ντύρερ είναι πασίγνωστος».

- Ποια είναι...δυσκολότερα μοντέλα; Οι άνθρωποι μέσα στους πίνακες ή οι άνθρωποι που κοιτάζουν τους πίνακες;

«Οι άνθρωποι που κοιτάζουν τους πίνακες! Οι περισσότεροι μπαίνουν σε ένα μουσείο φοβισμένοι. Ενώ θα έπρεπε να μπαίνουμε σε έναν χώρο τέχνης με χαρά και να σταματάμε σε όποιο έργο μάς αφορά, νιώθουμε την υποχρέωση να τα δούμε όλα, αρχίζοντας από αριστερά προς τα δεξιά, με τη σειρά που τα έχει κρεμάσει ο επιμελητής. Το αποτέλεσμα είναι να νιώθουμε εξαιρετικά εξουθενωμένοι και χωρίς καμία διάθεση, όταν τελικά βρεθούμε μπροστά από έναν πίνακα που μας αφορά προσωπικά. Για παράδειγμα, δεν είναι κακό για κάποιον να έχει το θάρρος της γνώμης του και να πει “δεν μου αρέσει η Μόνα Λίζα!”. Το αστείο με το συγκεκριμένο έργο είναι ότι είναι πάντα εύκολο να το εντοπίσεις στο Λούβρο, επειδή... δεν φαίνεται. Το καλύπτουν όλοι οι Γιαπωνέζοι που μαζεύονται γύρω του».

- Ποιο είναι το έργο που σας συγκίνησε περισσότερο απ΄ όλα όταν το είδατε από κοντά;

«Το “Las Μeninas” (Οι κυρίες των τιμών) του Βελάσκεθ. Αυτό το έργο έχει τα πάντα μέσα. Περίτεχνα πορτρέτα, ατμόσφαιρα μυστηρίου, αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη, όσες αναλύσεις και αν έχουν γραφτεί δεν θα είναι ποτέ αρκετές. Το πρωτοαντίκρισα το 1990, όταν πήγα για πρώτη φορά στο Μουσείο του Πράδο, και συγκλονίστηκα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν “γιατί δεν μου είχε μιλήσει κανένας γι΄ αυτόν τον πίνακα ως τώρα;”».

- Και όταν βγαίνετε από τα μουσεία και περπατάτε σε μια πόλη,πώς αναζητείτε τις εικόνες σας;

«Μου αρέσει να κάνω μεγάλες βόλτες, να “χάνομαι” μέσα σε μια πόλη. Νιώθω σαν σκηνοθέτης που αναζητεί τα κατάλληλα σημεία για να γυρίσει την ταινία του. Και όταν νιώσω ότι έχω δει αρκετά, πρέπει να βρω τις γωνιές εκείνες που συνοψίζουν όλα όσα είδα. Εχουν κατά καιρούς πει για μένα ότι τα κτίρια που φωτογραφίζω δεν έχουν συναίσθημα. Για μένα το κάθε οικοδόμημα, από το πιο άσχημο ως το πιο όμορφο, αντικατοπτρίζει την κοσμοθεωρία ενός λαού. Τίποτε δεν έπεσε από τον ουρανό, κάποιος το οραματίστηκε και κάποιοι το έχτισαν. Αυτό μπορεί να αποτυπωθεί από τον φακό, ακόμη και αν δεν υπάρχουν άνθρωποι στη φωτογραφία».

- Η Ιαπωνία αποτελεί σημαντικό σταθμό στο έργο σας...

Συντηρητές, όπως τους βρήκε και τους φωτογράφισε ο Τόμας Στρουτ, στη Βασιλική του San Lorenzo Μaggiore στη Νάπολι (το 1988 )
«Μου αρέσει πολύ το Τόκιο. Για μένα η ταινία “Χαμένοι στη μετάφραση” της Σοφίας Κόπολα δεν κατάφερε να αποτυπώσει την ουσία της. Τα φώτα νέον είναι παντού και εκείνο που με εντυπωσίασε είναι ότι στην κορυφή των κτιρίων υπάρχουν διαφημιστικές πινακίδες που είναι ψηλές σαν κτίρια από μόνες τους. Σου δίνει την αίσθηση του εφήμερου, λες και όλα φτιάχτηκαν χθες. Μου αρέσει να φωτογραφίζω πράγματα που μ΄ εντυπωσιάζουν και που με κάνουν να χαμογελώ».

- Η Αθήνα πώς σας φαίνεται;

«Είχα να έρθω αρκετά χρόνια. Περπατώντας το βράδυ στο κέντρο, παρατήρησα ότι έχουν προστεθεί πολλά “μοντέρνα” κτίρια, που έχουν φτιαχτεί χωρίς έμπνευση και αγάπη. Τα μικρά καλαίσθητα σπίτια γκρεμίζονται και αντικαθίστανται από στυλιστικά λάθη, που φωνάζουν από μακριά εγωκεντρικότητα και χαμηλό κόστος. Η Αθήνα εξακολουθεί να είναι όμορφη, όμως η υπέροχη Ακρόπολη δεν μπορεί να αποτελεί για πάντα άλλοθι για όλα αυτά τα αρχιτεκτονικά παραστρατήματα».

- Πότε επιλέγετε το χρώμα και πότε το ασπρόμαυρο;

«Ξεκίνησα την καριέρα μου φωτογραφίζοντας με ασπρόμαυρο επειδή δεν είχα λεφτά για έγχρωμο φιλμ. Η ειρωνεία είναι ότι τώρα αυτό έχει αντιστραφεί και το ασπρόμαυρο είναι πιο ακριβό».

- Εκτός από τοπία, κτίρια και μουσεία, έχετε ασχοληθεί και με πορτρέτα. Τι κάνει ένα πρόσωπο φωτογενές;

«Είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φωτογράφο και σε φωτογραφιζόμενο. Μπορεί να μη γνωρίζονται, αλλά να υπάρχει μια ιδιαίτερη χημεία μεταξύ τους. Δεν έχει να κάνει ούτε με την ομορφιά ούτε με την οικειότητα. Εχει να κάνει με την επαφή. Αυτή που σας έλεγα ότι χάνεται κάθε φορά που οι άνθρωποι πατάνε το rec και σταματούν να ακούν τον συνομιλητή τους».

Η έκθεση «Thomas Struth» πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Γερμανίας και το Ινστιτούτο Γκαίτε και εντάσσεται στο πρόγραμμα των παράλληλων εκδηλώσεων της 2ης Μπιενάλε της Αθήνας «Ηeaven». Νεοφύτου Δούκα 4, τηλ.210 7228.321. Ωρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-17.00. Πέμπτη: 10.00-20.00. Κυριακή: 11.00-17.00. Τρίτη κλειστά.
  • της ΑΣΤΕΡΟΠΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

No comments: