[ARS... BREVIS, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΖΕΝΑΚΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 01/06/2008]
[ARS... BREVIS, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΖΕΝΑΚΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 01/06/2008]
Η Ιρανή εικαστική καλλιτέχνις Νέντα Ραζάβιπουρ |
Μία από τις εικόνες της φαντασίας του Μπαχμάν Τζαλαλί. |
Η Σοφί Καλ απευθύνθηκε στον Ντανιέλ Μπιρέν για το στίσιμο της έκθεσής της. Κι αυτός μεταμόρφωσε τον χώρο της οβάλ αίθουσας Λαμπρούστ της βιβλιοθήκης του Παρισιού |
Στο περίφημο «798», που τα τελευταία χρόνια έχει φιλοξενήσει κορυφαίους εικαστικούς, θα παρουσιαστεί η έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης |
Βράδυ στην έρημο του Νέου Μεξικού. Ενας περαστικός φωτογράφος βλέπει ένα περίεργο φεγγάρι και ένα ακόμη πιο περίεργο συνδυασμό σκότους και φωτός, να ανάβει τον ορίζοντα πίσω από ένα έρημο νεκροταφείο. Πηδάει από το αμάξι του και χωρίς καν να ελέγξει τη φωτογραφική του μηχανή, απαθανατίζει την εικόνα. Είναι το 1941 και ο φωτογράφος, ο Ανσελ Ανταμς, έχει μόλις συλλάβει μια από τις ωραιότερες εικόνες στην τέχνη του φακού.
Dog and Dolphin by Beryl Cook
Η ζωγράφος των θαμώνων των λονδρέζικων παμπ Μπέριλ Κουκ πέθανε σε ηλικία 81 ετών. Ηταν γνωστή για τα πολύχρωμα και κωμικά έργα της με ευτραφείς γυναίκες, αλλά και για εκείνα που ήταν εμπνευσμένα από τις παμπ της πόλης. Οι μεγαλόσωμοι αστοί της είχαν αγαπηθεί από το κοινό και πρωταγωνίστησαν σε μια σειρά του BBC. Πέρυσι, διοργανώθηκε μια μεγάλη έκθεση για την αυτοδίδακτη ζωγράφο στο Πόρταλ Γκάλερι της βρετανικής πρωτεύουσας.
Beryl Cook painting herself
Nico Hines
Beryl Cook, the populist and bawdy painter of a thousand iconic fat women, died at the age of 81 today. Jess Wilder, co-owner of London’s Portal Gallery, which shows Cook’s paintings, said: “She died peacefully this morning with her family around her.” Cook was known for the vibrant, fun-loving and over-sized characters that cavorted across her paintings but she was notoriously shy away from the canvas. She refused to attend her exhibitions and would not even appear at Buckingham Palace in 1995 to accept an OBE.
During a rare interview to celebrate her 80th birthday, Cook told The Times that when she died she would like her ashes scattered in Littlewoods, the defiantly everyday High Street clothing chain.
Dirty Dancing by Beryl Cook
Her paintings were always popular with the public, but never welcomed by the cultural elite who dismissed her work as seaside postcard slapstick. None of her works were ever added to the Tate gallery collections.
"I don't mind in the least," she said in 2006. "All I ever wanted was for people like me to enjoy my pictures. So I don't worry about the Tate one iota."
A Full House by Beryl Cook
Cook was born, in 1926, in Egham in Surrey, one of four sisters. She never knew the name of her father and was brought up by her mother and grandfather.
She left school at the age of 15 to take a shorthand typing course and then worked in a series of secretarial jobs. She married John Cook, who was in the Merchant Navy, in 1946. The couple briefly ran a pub before retiring to Cornwall in the 1960s.
Bryant Park by Beryl Cook
It was not until her middle age that Cook began to paint as a hobby. She painted on any surface she could find, scraps of wood, fire screens and most notably a breadboard, as can be seen from her famous early painting of Bowling Ladies.
Despite a complete lack of training her paintings became popular locally and she had her first exhibition in 1975. A year later she was exhibited in London and her work reached a wider audience.
Sailors by Beryl Cook
In 2004, her characters were adapted into a television series broadcast on the BBC. The Bosom Pals programmes were voiced by Alison Steadman, Rosemary Leach and Timothy Spall.
Three exceptional drawings by Goya, the 18th-century Spanish artist, have been rediscovered after 130 years, to the excitement of art historians and collectors. Such is their importance that they are expected to sell for more than £2 million at Christie's in London this summer. All trace of the drawings, which had been in one of the artist's sketchbooks, had been lost since they were offered for sale in Paris in 1877. They were among 105 drawings dated back to 1796 and had been collected from sketchbooks whose pages he filled with studies of people in various moods and situations. They do not relate to any known finished works.
A drawing of a true story of a man who was sewn into a dead horse
Another drawing shows an anguished figure stitched into a dead horse. The image bears an extensive inscription in Goya's hand, in which he outlined the story behind it. In Saragossa, in the middle of the 18th century, the peasants revolted against a local official called Lampinos, who had been persecuting students and women in the city. Seeking revenge, the people stitched him inside a dead horse where, according to the inscription, “for the whole night he remained alive”.
Δημιουργήθηκαν το 1796, χάθηκαν το 1877, βρέθηκαν στην Ελβετία και ο οίκος Christie΄s τα βγάζει στο σφυρί στις 8 Ιουλίου. Τρία σημαντικά σχέδια του ισπανού ζωγράφου εκτιμάται ότι θα δημοπρατηθούν αντί 2,5 εκατ. ευρώ. Τρία εξαιρετικά σχέδια του Γκόγια, του ισπανού καλλιτέχνη του 18ου αιώνα, αποκαλύφθηκαν έπειτα από περίπου 130 χρόνια ενθουσιάζοντας τους ιστορικούς τέχνης και τους συλλέκτες. Η σημασία τους μάλιστα είναι τόσο μεγάλη ώστε η τιμή τους αναμένεται να ξεπεράσει τα 2,5 εκατ. ευρώ σε δημοπρασία που θα διεξαγάγει ο οίκος Christie΄s το καλοκαίρι.
[TO BHMA, 28/5/2008]
Tαξίδεψε από την Ελλάδα στο Παρίσι όπου βρέθηκε στους ίδιους κύκλους με τον Πικάσο. Πήγε στο Χόλιγουντ και εργάστηκε στο στούντιο της Paramount φιλοτεχνώντας αφίσες. O ζωγράφος Γεράσιμος Στέρης αποκαλύπτεται μέσα από τη μεγάλη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη στο νέο κτίριο της οδού Πειραιώς. O Oδυσσέας Ελύτης τον είχε χαρακτηρίσει τον πιο μυστηριώδη ζωγράφο της γενιάς του ’30. Ο Γεράσιμος Σταματελάτος, όπως ήταν το όνομά του, ασχολήθηκε με την αρχαία ελληνική κληρονομιά, ζωγράφισε μορφές θεών, σκηνές ελληνικές, μπολιαζοντάς τις με γεωμετρικότητα. Τα τριακόσια περίπου έργα που παρουσιάζονται αντιπροσωπεύουν την καλλιτεχνική δημιουργία του κατά την περίοδο της παραμονής του στην Ελλάδα (1926-1936). Διάρκεια ώς τις 27 Ιουλίου.
Mε εμφανή την αίσθηση του επείγοντος, η νέα ατομική έκθεση του Αλέκου Φασιανού, η οποία εγκαινιάζεται στις 30 Μαΐου στην αίθουσα τέχνης Πότνια Φηρών, έχει τη δυναμική μιας καθαρής ματιάς στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα· τοπιογραφίες μεγάλων και μικρότερων διαστάσεων και επιζωγραφισμένες φωτογραφίες του ίδιου του δημιουργού, με μια διάθεση ανασύστασης ή ανάμνησης του «χαμένου». O Aλέκος Φασιανός ανήκει σε μια γενιά που συνήθως τιμάται κυρίως για ό,τι έκανε τότε – τη δεκαετία του ’60. Η συχνή αναφορά σ’ αυτόν ως ιστορικό καλλιτέχνη μπορεί να είναι τιμητική, δεν ταιριάζει όμως σ’ έναν ενεργό δημιουργό που διατηρεί ακέραιη την αίσθηση του επείγοντος.
Το έργο «Προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία στα Μέγαρα» του Θεόδωρου Ράλλη, που ο ίδιος ο καλλιτέχνης επέλεξε να τον εκπροσωπήσει στο Σαλόνι του Παρισιού το 1890, πέτυχε την υψηλότερη τιμή στη χθεσινοβραδινή ελληνική δημοπρασία του λονδρέζικου οίκου «Bonhams»: 692.000 λίρες. Κι έγινε έτσι το τέταρτο πιο ακριβό έργο Ελληνα καλλιτέχνη όλων των εποχών και το δεύτερο ακριβότερο για τον καλλιτέχνη. Ο συνολικός τζίρος έφτασε τα 6 εκατομμύρια ευρώ (2,6 εκατομμύρια ευρώ πάνω από την κατωτάτη τιμή εκτίμησης του συνόλου των έργων) ενώ από τα 205 έργα που δημοπρατήθηκαν κατέληξαν σε ελληνικές και ξένες συλλογές το 80% των έργων.
Στα αξιοσημείωτα της δημοπρασίας: επαναπατρίστηκε το εθνικής και ιστορικής σημασίας έργο πολιτιστικής κληρονομιάς του Θεόφιλου «Ο Καραϊσκάκης στον Πειραιά» το οποίο μέχρι πρόσφατα βρισκόταν σε γαλλική συλλογή. Το αφανές έργο του Γ. Ιακωβίδη «Το κορίτσι που διαβάζει» που αποτελεί μια σημαντική ανακάλυψη έφτασε τις 180.000 λίρες.
H «Αθήνα» του Π. Τέτση εκτοξεύτηκε στις £132.000 (από £40.000-60.000 προεκτίμηση). Εντυπωσιακές αυξήσεις των τιμών τους σημείωσαν ο Β. Φωτόπουλος - από £2.000-3.000 έφτασε τις £27.600 και η «Σύλληψη του Αθ. Διάκου» (Ελληνική σχολή 19ος αιώνας) το οποίο από £4.000-6.000 έφτασε £36.000. Σημειώθηκαν 12 συνολικά ρεκόρ καλλιτεχνών. Ανάμεσά τους το νέο ρεκόρ του Περικλή Πανταζή με τη μουσειακής ποιότητας «Κακή είσπραξη» το οποίο έφτασε £356.000 από £264.000 που ήταν το προηγούμενο ρεκόρ στη δημοπρασία του «Bonhams» τον περασμένο Δεκέμβριο. Αλλα ρεκόρ καλλιτεχνών που σημειώθηκαν ήταν: Α. Κοντόπουλος, που τριπλασίασε την εκτίμησή του φτάνοντας τις £105.600, το διπλό ρεκόρ του Θ. Τσίγκου με το lot 83 (£72.000) και £105.600 για το lot 96. Επίσης: Κ. Κουλεντιανού, Π. Σάμιου, Μ. Φιλοπούλου, Μ. Γεωργά, L.F.Cassas (ρεκόρ παγκοσμίως για διεθνή καλλιτέχνη), Γ. Σικελιώτη, Β. Σολιδάκη, Μ. Λεβέντη, Β. Φωτόπουλο. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του οίκου «το ενδιαφέρον των συλλεκτών και αγοραστών ήταν πολύ μεγάλο καθόλη τη διάρκεια της δημοπρασίας εστιάζοντας την προσοχή τους τόσο σε κλασικά έργα της ελληνικής τέχνης, όσο και στην αναδυόμενη και δυναμική αγορά της σύγχρονης σκηνής. Μεταξύ των συλλεκτών και επενδυτών συγκαταλέγονται και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι αγοραστές γεγονός που δημιουργεί αισιοδοξία για την περαιτέρω άνοδο της ελληνικής αγοράς».
Η Ντορέτα Πέππα εντόπισε τα αντικείμενα αυτά στα υπάρχοντα του πατέρα της, Μελέτιου Πέππα, αντάρτη του ΕΛ.ΑΣ. που πέθανε πριν από τρία χρόνια. Σύμφωνα με την κόρη του, τα σημειωματάρια και ο πίνακας περιήλθαν στα χέρια του κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν οι αντάρτες επιτέθηκαν σε γερμανικό τρένο που μετέφερε, μεταξύ άλλων, και έργα τέχνης, που οι στρατιώτες είχαν υφαρπάξει από Εβραίους. Σε προχθεσινό άρθρο της βρετανικής εφημερίδας, η ανταποκρίτρια της εφημερίδας στην Αθήνα, Ελενα Σμιθ, επανέρχεται στο θέμα που προέκυψε τον Ιανουάριο.
Αναφέρει ότι η Ντορέτα Πέππα, εκτός από τα σημειωματάρια έχει στην κατοχή της κι ένα γνήσιο πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου που φυλάσσει σε τραπεζική θυρίδα. Αν το έργο είναι αυθεντικό, τότε θα αποτελεί τον τελευταίο πίνακα που έκανε ο καλλιτέχνης λίγο πριν αυτοκτονήσει σε ηλικία 37 ετών. Πρόκειται για μια από τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης με μοντέλο τον γιατρό του, Δόκτορα Γκασέ. Το Μουσείο Βαν Γκογκ, πάντως, έχει αρνηθεί να σχολιάσει την υπόθεση, ενώ κάποιοι ειδικοί έχουν αμφισβητήσει τη γνησιότητα των σημειωματαρίων. [Η Καθημερινή, 21/5/2008]
Το φετινό καλοκαίρι το Μουσείο Γουλανδρή της Ανδρου θα φιλοξενήσει μια λαμπρή αναδρομική έκθεση του Γιάννη Μόραλη. Το αφιέρωμα που θα διαρκέσει από τις 28 Ιουνίου έως και τις 28 Σεπτεμβρίου αποτελεί μία σύνθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ζωγράφου που καλύπτει αρκετές δεκαετίες. Αλλωστε στα 92 του χρόνια, ο καλλιτέχνης παραμένει παραγωγικότατος, όπως διαπιστώσαμε και από την τελευταία ατομική του έκθεση το 2006 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Η έκθεση θα περιλαμβάνει ελαιογραφίες, σχέδια και γλυπτά, τα οποία έχουν επιλεγεί από τον ίδιο και προέρχονται από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Η δομή της θα είναι τέτοια, ώστε να προσφέρει στον επισκέπτη τη δυνατότητα της ανιχνευτικής αναδρομικής προσέγγισης, του εντυπωσιακού σε πυκνότητα έργου του. Οπως σημειώνει στον κατάλογο, ο διευθυντής του Μουσείου της Ανδρου και επιμελητής της έκθεσης, Κυριάκος Κουτσομάλλης: «Με αναφορές που ανάγονται στη μορφοπλαστική της αρχαίας ελληνικής τέχνης, τη βυζαντινή εικονογραφία, τον νεοκλασικισμό, τον ρομαντισμό, τον ρεαλισμό, ο Μόραλης μορφοποίησε το ζωγραφικό του αντικείμενο με τρόπο και όρους σύγχρονων κινημάτων, όπως αυτά του φωβισμού στα πρώτα χρόνια, του κυβισμού ή του κονστρουκτιβισμού στη συνέχεια, δημιουργώντας ένα δικό του εικονογραφικό σύμπαν»
Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Αρτα το 1916. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, το 1927. Συντροφιά με τον πατέρα του, άρχισε να παρακολουθεί το «κυριακάτικο μάθημα» στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στο προπαρασκευαστικό τμήμα της οποίας ενεγράφη το 1931, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Δάσκαλός του ήταν ο Δ. Γερανιώτης και συνσπουδαστές του οι μετέπειτα φίλοι του: ο Τσαρούχης, ο Καπράλος και ο Νικολάου. Αργότερα, για ένα πολύ σύντομο διάστημα μόλις δύο μηνών, θήτευσε κοντά στον Παρθένη και στη συνέχεια κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό και τον χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό. Η μακρόχρονη πορεία του τον έχει αναδείξει σ’ έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 που συμπύκνωσε στο έργο του την αγάπη για την ελληνικότητα. [Η Καθημερινή, 21/5/2008]
Το Μουσείο Μπενάκη κάθε Τρίτη είναι κλειστό. Χθες το μεσημέρι άνοιξε μόνο για να υποδεχθεί και να δημοσιοποιήσει ένα σπουδαίο γεγονός και μια μεγάλη στιγμή της ιστορίας του: ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη το φωτογραφικό του αρχείο. Δηλαδή την Ελλάδα του ’40 και του ’50, την Ελλάδα του μόχθου, «μια Ελλάδα που σήκωνε πολλή βελτίωση», τις φιγούρες των ανθρώπων που έκτιζαν, σκάλιζαν τα χωράφια, ανέβαιναν τα βουνά, δούλευαν, δημιουργούσαν. Ολα αυτά τα στιγμιότυπα της ιστορίας των ανώνυμων ανθρώπων βρίσκονται σε 15 χιλ. αρνητικά, χωρισμένα από τον ίδιο σε θεματικές ενότητες, που χρονολογούνται από το 1939 ώς το 2000.
Πολύς κόσμος και πολλή συγκίνηση υπήρχε χθες το μεσημέρι στην ισόγεια αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου Μπενάκη. Ο Κώστας Μπαλάφας δεν παραβρέθηκε. Φοβήθηκε τη συγκίνηση. Τον εκπροσώπησαν τα παιδιά του, το έργο της ζωής του και μια δήλωση που έκανε ειδικά για τη χθεσινή μέρα: «Θα παρακαλούσα τη σημερινή μας συγκέντρωση να την αφιερώσουμε στις γυναίκες-μάνες των ακριτικών ορεινών χωριών. Σ’ αυτές που παρ’ όλη τους τη φτώχεια και την ανέχεια είχαν τη δύναμη να ζήσουν και να δημιουργήσουν και να κρατήσουν στον τόπο τη ζωή. Σε μια γη κακοτράχαλη, ματωμένη και περήφανη, που θαρρείς πως απ’ τη φύση της γεννήθηκε γι’ αγώνες. Μ’ ένα λαό βιγλάτορα που θεωρεί τη λεφτεριά αγαθό πολυτιμότερο απ’ τη ζωή κι έμαθε να γράφει με αίμα και πυρωμένο σίδερο την ιστορία του. Αυτές οι γυναίκες μόνες, σε δύσκολους καιρούς καλλιεργούσαν με το τσαπί τη στέρφα γη, θαρρείς πως στύβαν με τα δυο τους χέρια το λιγοστό τους χώμα και το πότιζαν με ιδρώτα για να το κάμουν να καρπίσει.(...) Μάνες υπέροχες που μια ολάκερη ζωή να παλεύουν με την πέτρινη μοίρα τους. Ολος πέτρα και πόνο είναι αυτός ο τόπος. Πέτρες με ονόματα και με ιστορία. (...)».
Και μετά τον λόγο πήραν όσοι γνώρισαν το ίδιο και μεγάλωσαν με το έργο του: ο βουλευτής και πρώην υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος, ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος, ο Μαρίνος Γερουλάνος εκ μέρους της Δ.Ε. του Μουσείου, η διευθύντρια του Φωτογραφικού Αρχείου Φανή Κωνσταντίνου και ο επιμελητής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης Ηρακλής Παπαϊωάννου. «Το συνολικό όνειρο ήταν να ξανακτίσουμε την Ελλάδα. Αυτό που κατάφερε ο Μπαλάφας ήταν να κρατήσει ζωντανό το όνειρο. Το ήθος και η αξιοπρέπεια, σιωπηλά αλλά ζωντανά, φαίνονται σε κάθε φωτογραφία», είπε ο Μ. Γερουλάνος. Για «αυθεντική βιωματική ελληνικότητα» μίλησε ο Ηρ. Παπαϊωάννου, για έναν άνθρωπο που αρνιόταν να πουλήσει τις φωτογραφίες του και τις χάριζε. Αυτό άλλωστε είπε και στη Φανή Κωνσταντίνου, ανακοινώνοντας την απόφασή του να δωρίσει το αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη: «Περάστε απ’ το σπίτι να πάρετε τ’ αρνητικά».
Ο Κώστας Μπαλάφας είναι πράγματι «ποιητής του φακού», όπως τον χαρακτήρισε η Φανή Κωνσταντίνου. Μια μοναχική, αλλά συνεχής και συνεπής πορεία στη φωτογραφία. [Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 21/5/2008]
«Στο δρόμο για το μεροκάματο» (1965) |
Οι επισκέπτες παρατηρούν τον «Εφιππο του Αρτεμισίου» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Το καλό μουσείο έγραφε ο Stephen Weil (γνωστός αμερικανός μελετητής των μουσείων που πέθανε πρόσφατα) ελπίζει ότι θα έχει θετική επίδραση στη ζωή των ανθρώπων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου είναι μια σφαιρική αντίληψη της επικοινωνιακής διάστασης του σύγχρονου μουσείου καθώς και των τρόπων υλοποίησής της.
Η μουσειολογία, ως επιστημονικό πεδίο που αφορά σε μεγάλο βαθμό την επικοινωνία, μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία ενός καλού μουσείου, εφόσον βέβαια εντάσσεται εξ αρχής ως ειδικότητα σε μια ομάδα έργου. Η μουσειολογία δεν αφορά βεβαίως μόνο τον τομέα των εκθέσεων και δεν εξαντλείται στην τοποθέτηση αντικειμένων ή στον αισθητικό ευπρεπισμό ενός μουσείου.Ο ρόλος του μουσειολόγου είναι να αντιμετωπίζει το μουσείο συνολικά, υιοθετώντας όμως το βλέμμα του επισκέπτη. Η διαφορετική ματιά του οφείλεται στο γεγονός ότι πέρα από τις εφαρμοσμένες γνώσεις ή την εξειδίκευση σε συγκεκριμένες πλευρές της μουσειακής εργασίας η θεωρητική σκευή του περιέχει ευρύ φάσμα γνώσεων από τα πεδία της μελέτης του υλικού πολιτισμού, των ανθρωπιστικών και πολιτισμικών σπουδών, της οργανωσιακής θεωρίας, της επικοινωνίας, της μουσειοπαιδαγωγικής, της παιδαγωγικής του ελεύθερου χρόνου, του μάρκετινγκ, κτλ., που τον βοηθούν να διατηρεί αυτή την οπτική γωνία... [ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/5/2008]Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, η διεύρυνση της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, η διαμόρφωση πολυπολιτισμικών κοινωνιών άλλαξαν την οπτική των μουσείων ανοίγοντας νέους ορίζοντες. Εκτός από την προστασία, τεκμηρίωση και ανάδειξη των πολιτιστικών αγαθών, τα μουσεία καλούνται πλέον να αποκτήσουν εξωστρέφεια απαντώντας στις απαιτήσεις ενός διευρυμένου κοινού.
Μπορούν όμως τα μουσεία να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο; Ο προβληματισμός αυτός, μαζί με τις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις για εξεύρεση πόρων, τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, άνοιξαν μια ευρεία συζήτηση για την αξιολόγηση και «πιστοποίηση» των μουσειακών οργανισμών. Η συζήτηση αυτή οδήγησε το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (International Council of Museums - ICOM) στην επεξεργασία και διατύπωση του πρώτου Κώδικα Δεοντολογίας (Code of professional Ethics, 1986) που αποτέλεσε τη βάση για τον καθορισμό βασικών αρχών στη λειτουργία των μουσείων και για τη θέσπιση νομικών ρυθμίσεων σε πολλές χώρες.Τα συστήματα αξιολόγησης και πιστοποίησης που υιοθετήθηκαν δεν είναι ταυτόσημα. Ποικίλλουν ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρας, την εφαρμοζόμενη πολιτική προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, το νομικό καθεστώς των μουσείων, τους διαθέσιμους πόρους για την οικονομική τους ενίσχυση, τις πολιτικές περιφερειακής και τουριστικής ανάπτυξης.Η πιστοποίηση (accreditation) είναι μια διαδικασία με την οποία, βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων (standards), διαπιστώνεται αν ένας φορέας ανταποκρίνεται στον ορισμό του μουσείου, όπως αυτός έχει διατυπωθεί από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων. Σκοπός είναι η βελτίωση των παρεχομένων από τα μουσεία υπηρεσιών με απώτερο στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή τους ως θεσμών... [ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/5/2008]Αίθουσα γλυπτών της Αρχαϊκής Εποχής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας πολλοί χώροι αυτοαποκαλούμενοι «Μουσεία» δεν πληρούν ούτε τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούν η νομοθεσία και η επιστημονική δεοντολογία. Προβλήματα συγκρότησης, τεκμηρίωσης και ερμηνείας των συλλογών, συντήρησης και έκθεσης των αντικειμένων, έλλειψης σωστά οργανωμένων μουσειακών αποθηκών αποτελούν ορισμένα μόνον από τα σοβαρά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η κρατική μουσειακή πολιτική.
ΕΡΕΥΝΑ
Η είσοδος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Η εποχή τού «κάθε χωριό και γυμναστήριο, κάθε γειτονιά και ΚΑΠΗ, αλλά και... κάθε πόλη και μουσείο» ήρθε. Αλλά όχι ακριβώς όπως αναμενόταν. Στην πορεία η ποσότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με την ποιότητα και τη νίκησε κατά κράτος. Τα οράματα περιορίστηκαν. Και η πραγματικότητα αποδείχθηκε το ίδιο σκληρή όσο και στο παρελθόν. Τότε που υπήρχαν λιγότερα μουσεία στην Ελλάδα αλλά πάντα με προβλήματα. Στον αριθμό των 228 φθάνουν σήμερα τα δημόσια μουσεία και συλλογές (μερικά είναι σε φάση κατασκευής), ενώ τα αιτήματα για τη δημιουργία νέων διαρκώς και πληθαίνουν. Είναι επαρκή όμως αυτά τα μουσεία όσον αφορά τη λειτουργία τους; Πληρούν τις σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές; Τα επισκέπτεται ο κόσμος; Και εν τέλει χρειάζονται τόσα μουσεία;
Πρόκειται για τιμή πώλησης-ρεκόρ στα χρονικά της μεταπολεμικής τέχνης. Ο οίκος δημοπρασιών εκτιμούσε ότι το έργο αυτό θα πουληθεί στα περίπου 70 εκατομμύρια δολάρια. Το «Τρίπτυχο, 1976» πουλήθηκε στον οίκο Σόθμπις από Ευρωπαίο συλλέκτη που το είχε στην κατοχή του για πάνω από 30 χρόνια. Ο καλλιτέχνης είχε εμπνευστεί από την αρχαία ελληνική μυθολογία και στο έργο απεικονίζει τρία παραμορφωμένα πρόσωπα. Η προηγούμενη τιμή-ρεκόρ που απέσπασε πίνακας του Μπέικον, ο οποίος πέθανε το 1992, ήταν 52.68 εκατομμύρια δολάρια, τον περασμένο χρόνο.
«Εφυγε» πρόωρα από τη ζωή ο γλύπτης Νίκος Τζιώτης, ύστερα από μάχη με χρόνια ασθένεια. Ο καλλιτέχνης που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών για δύο χρόνια. Από το 1975 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, συνεχίζοντας την πορεία του στην τέχνη ως αυτοδίδακτος. Καταπιάστηκε με τα γλυπτά, τις κατασκευές και το βίντεο.
Στις πρώτες του εκθέσεις είχε παρουσιάσει χωμάτινους κύβους πλαισιωμένους από μικρές φωτιστικές εστίες. Στην δεκαετία του 1990 άρχισε να οργανώνει ενότητες γλυπτικών αριθμών στον χώρο και να χρησιμοποιεί το τσιμέντο και το μάρμαρο ως επιφάνεια για να πλάσει σχήματα και να χαράξει κείμενα. Αργότερα προχώρησε και στη χρήση άλλων υλικών ενώ έκανε και βίντεο. Μία από τις σημαντικότερές του εκθέσεις είχε γίνει το 1997 στο Σπίτι της Κύπρου. Είχε παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές εκθέσεις. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 3 μ.μ. στο Α΄ Νεκροταφείο.
O Robert Rauschenberg, ένας από τους πρωτοπόρους της pop art, σε μια φωτογραφία του 1996.
Ο Ρόμπερτ Ράουσεμπεργκ, ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, πέθανε χθες το βράδυ, ανακοίνωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Τζένιφερ Ρόι, εκπρόσωπος της Γκαλερί Pace Wildenstein της Νέας Υόρκης.
Ο ζωγράφος που ήταν 82 ετών είχε γεννηθεί στο Τέξας το 1925, και πέθανε στο Κάπτιβ Αϊλαντ στη Φλόριντα, όπου κατοικούσε, διευκρίνισε η κυρία Ρόι. Ζωγράφος, γλύπτης, χορογράφος, φωτογράφος και ακόμη και συνθέτης, ο Ρόμπερτ Ράουσεμπεργκ,έγινε διάσημος στη δεκαετία του 50 και είναι ένας από τους πλέον ακριβοπληρωμένους αμερικανούς καλλιτέχνες.
Τρία έργα του Ράουσεμπεργκ βγαίνουν προς πώληση σήμερα Τετάρτη το βράδυ στην ανοιξιάτική δημοπρασία του οίκου Sotheby's. Το ένα από αυτά με τίτλο «Overdrive», εκτιμάται από 10 έως 15 εκατομμύρια δολάρια στον κατάλογο, που είχε εκδοθεί πριν από τον θάνατο του καλλιτέχνη.
Robert Rauschenberg, 82; influential artist mixed painting, sculpture and cast-off items
Η έκθεση παρουσιάζει τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της αρχιτεκτονικής σκηνής στο Καντόνι του Ticino, καθώς και το έργο τους τα τελευταία 30 χρόνια, οι οποίες παρ’ όλες τις ξεκάθαρες διαφορές τους, είναι προφανές ότι ανήκουν στην ίδια ιδεολογική σχολή. Η γέννηση και η ανάδειξη αυτού του κινήματος ξεκινά το 1975, με την έκθεση που είχε τίτλο “Tendenzen” (Κατευθύνσεις), που οργανώθηκε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης από τους Thomas Boga και Mardin Steinmann. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι κύριοι αντιπρόσωποι αυτού του κινήματος έγιναν καθηγητές σε μερικές από τις πιο σημαντικές σχολές αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο (Αρχιτεκτονική Σχολή του Yale, Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου του Μιλάνου, Πανεπιστήμιο Harvard, Πανεπιστήμιο Syracuse, Σχολή σχεδιασμού του Phode Island και Ανωτάτη Τεχνική Σχολή του Kassel). Η έκθεση εστιάζεται στις προσωπικότητες επτά ονομαστών αρχιτεκτονικών γραφείων της σχολής του Ticino: Mario Botta, Mario Campi, Aurelio Galfetti, Bruno Reichlin & Fabio Reinhart, Flora Ruchat-Roncati, Luigi Snozzi και Livio Vacchini που με το έργο τους συνεισέφεραν στην αρχιτεκτονική όχι μόνο στην περιοχή του Ticino, αλλά σε όλη την Ελβετία και τον υπόλοιπο κόσμο. Η παρουσίαση του έργου των παραπάνω αρχιτεκτόνων εμπλουτίζεται με τη βοήθεια γνωστών σύγχρονων θεωρητικών της αρχιτεκτονικής: Kenneth Frampton, Jacques Gubler, Werner Oechslin και Roberto Masiero.Η έκθεση δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να γνωρίσει και να κατανοήσει το κίνημα, καθώς και να επιβεβαιώσει τη διακεκριμένη θέση που κατέκτησε στη διεθνή αρχιτεκτονική σκηνή. Η έκθεση συμπληρώνεται από CD-ROM που δίνει την ευκαιρία στους ενδιαφερόμενους να μάθουν περισσότερα, παρουσιάζοντας συγχρόνως τους αρχιτέκτονες που προηγήθηκαν του συγκεκριμένου κινήματος, καθώς και τα νέα ταλέντα αυτής της σχολής, καθώς και από προβολές αρχιτεκτονικών περιηγήσεων, οι οποίες επιτρέπουν στον επισκέπτη να κατανοήσει τον περίγυρο των αρχιτεκτονικών έργων, καθώς και να παρακολουθήσει 11 συνεντεύξεις από επτά αρχιτέκτονες και τέσσερις κριτικούς αρχιτεκτονικής. |
Το 1995 οι Αθηναίοι είχαν την ευκαιρία να δουν τα κορυφαία έργα της συλλογής Κωστάκη σε έκθεση που είχε γίνει στην Εθνική Πινακοθήκη. Δεκατρία χρόνια μετά, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης θα φιλοξενήσει από τις 14 Μαΐου το αφιέρωμα «Πέντε εποχές της Ρωσικής Πρωτοπορίας. Εργα από τη συλλογή Κωστάκη του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης», φρεσκάροντας στη μνήμη μας το χρώμα και το φως των ξεχωριστών αυτών δημιουργιών.
Η έκθεση περιλαμβάνει ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της συλλογής, από καλλιτέχνες όπως οι Malevich, Popova, Tatlin, Rochenko, Nikritin, Lissitzky κ.ά. Χωρίζεται σε πέντε ενότητες που παρουσιάζουν τις ρηξικέλευθες και τολμηρές αισθητικές περιπέτειες που συνέβησαν στη Ρωσία, μεταβάλλοντας με τη δυναμική και την τόλμη τους την ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα. Πρόκειται για πίνακες, σχέδια και τρισδιάστατα αντικείμενα, τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά όλων των ομάδων και κινημάτων της περιόδου της Ρωσικής Πρωτοπορίας, από το 1900 έως το 1930.
Τον επόμενο Νοέμβριο, η έκθεση αυτή θα ταξιδέψει στη Γαλλία. Θα παρουσιαστεί στο μουσείο Maillol του Παρισιού με τίτλο «Vers de Nouveaux Rivages – έργα από τη συλλογή Κωστάκη του ΚΜΣΤ».
ΜΑΔΡΙΤΗ – ΠΑΡΙΣΙ. Επιβλητική είναι αυτόν τον καιρό η παρουσία του Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco Goya, 1746-1828) και από τις δύο πλευρές των Πυρηναίων. Η μεγάλη έκθεση έργων του Ο Γκόγια σε καιρούς πολέμου στο Πράδο (ως τις 13 Ιουλίου) αποτελεί το κορυφαίο γεγονός των εκδηλώσεων με τις οποίες πανηγυρίζονται τα 200 χρόνια από την ισπανική εξέγερση κατά των στρατευμάτων κατοχής του Ναπολέοντα στις 2 Μαΐου 1808 και από την πολυαίμακτη καταστολή της από τους Γάλλους την επομένη. Τα ισάριθμα σπουδαία έργα του Γκόγια τα εμπνευσμένα από τις δύο αυτές ημέρες αποτελούν το επίκεντρο της έκθεσης, της μεγαλύτερης εδώ και πολλά χρόνια, όπου καταγγέλλεται η φρίκη του πολέμου και από τις δύο πλευρές σε πνεύμα μεγαλειώδους οικουμενικότητας.
Αλλου είδους ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο γαλλικές εκθέσεις, Ο Γκόγια χαράκτης στο Petit Palais του Παρισιού (ως τις 8 Ιουνίου) και Los Caprichos στο Μέγαρο Καλών Τεχνών της Λίλης (ως τις 28 Ιουλίου), επίσης πλούσιες και εξόχως αντιπροσωπευτικές των εντυπωσιακών επιδόσεων του καλλιτέχνη στη χαρακτική. Εδώ αποδεικνύεται, όπως διαβάζουμε, πόσο στρεβλή είναι η αντίληψη των μεταγενεστέρων για τον Γκόγια ως ζωγράφο του ζόφου, καθότι, όπως φαίνεται, η κυριαρχία της μαυρίλας στα χαρακτικά του είναι έργο αυτών που τα τύπωσαν μετά τον θάνατό του, ενώ στα πρωτότυπα η σχέση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι είναι πολύ πιο ισορροπημένη. [ARS... BREVIS, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΖΕΝΑΚΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 11/05/2008]
Το όνομα του Μαρσέλ Ντισάν [Marcel Duchamp] ανακαλεί στο μυαλό πρώτα ένα πράγμα, ένα λευκό, πορσελάνινο ουρητήριο και κατόπιν μια έννοια, το readymade. Το πράγμα εκείνο, που σήμερα πια δεν είναι «πράγμα» αλλά έργο τέχνης ή, τουλάχιστον, ένα έργο, όπου συγχέονται τα όρια της τέχνης και της καθημερινότητας, έχει πια ταυτιστεί στη συνείδηση με την ιδέα του readymade.
Μια εποχή ζυμώσεων
Πώς πρωτόγιναν όμως αυτά; Πώς έγινε ο Ντισάν προφήτης της μοντέρνας τέχνης με την ιδέα του ότι οποιοδήποτε αντικείμενο της καθημερινότητας συλλάβει ένας καλλιτέχνης, αν του κολλήσει το όνομά του, γίνεται καλλιτέχνημα; Τούτη είναι μια ιδέα που διαπερνά ολόκληρη τη μοντέρνα τέχνη, αρχίζοντας από τα readymade.
Η Τέιτ Μόντερν, στο Λονδίνο, πραγματοποιεί τώρα μια πλούσια έκθεση αφιερωμένη στον Μαρσέλ Ντισάν και σε δύο φίλους και ομοϊδεάτες του, τον ζωγράφο Φρανσίς Πικάμπια [Francis Picabia] και τον φωτογράφο Μαν Ρέι [Man Ray]. Η εποχή τους, ο καιρός που διαμόρφωσε τη δημιουργικότητα και τη σκέψη τους, ήταν ιδιαίτερα γόνιμη, πολύ περισσότερο από σήμερα, από την άποψη της ζύμωσης ιδεών.
Ο Ντισάν μεγάλωσε μέσα στην τέχνη. Γόνος μιας εύπορης οικογένειας από τη Β. Γαλλία (γενν. 1887) είχε παππού έμπορο και ζωγράφο, δύο αδέλφια και μια αδελφή που έγιναν οι δύο ζωγράφοι και ο ένας γλύπτης. Ο ίδιος δεν έδειξε από μικρός ταλέντο και ίσως γι’ αυτό αργότερα ποντάρισε την τύχη του στην «έλλειψη ταλέντου». Αλλά ούτε μεγάλοι ζωγράφοι σύγχρονοί του, όπως ο Πιέτ Μόντριαν [Piet Mondrian] και ο Κάζιμιρ Μάλεβιτς, έδειξαν κάποιο πρώιμο ταλέντο. Ο Ντισάν σαν κι αυτούς εξελίχθηκε σε ζωγράφο και η απόδοσή του του σώματος ως «κυματιστού μηχανισμού» στο «Γυμνό κατεβαίνοντας τη σκάλα Νο 2» (1912) τον έκανε διάσημο στην Αμερική, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Αρμορι Σόου, μια έκθεση που γνώρισε τη μοντέρνα τέχνη στη Νέα Υόρκη.
Πριν από αυτό, όμως, το 1906 ο Ντισάν είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου με δύναμη ξεπρόβαλε ο μοντερνισμός. Ηταν η χρονιά που ο Πικάσο [Pablo Picasso] ζωγράφισε το πορτρέτο της Γκέρντρουντ Στάιν με το πρόσωπό της σαν αφρικανική μάσκα. Ο Πικάσο και ο Μπρακ [Braque], οι δημιουργοί του κυβισμού, με κάθε καινούργιο έργο τους επανακαθόριζαν την ιδέα της ζωγραφικής. Ο Ντισάν και τ’ αδέλφια του ήταν μέρος αυτής της καλλιτεχνικής επανάστασης που απέβλεπε να ξαναφτιάξει τον κόσμο στη ζωγραφική, να τον κάνει σύγχρονο. Ο «Ποδηλάτης» του Ζαν Μεντζιγκέρ [Jean Metzinger, 1913] απεικονίζει έναν ποδηλάτη σκυμμένο πάνω στο τιμόνι, μέσα στη σωματική ένταση της στιγμής που πατά τα πετάλια για να ορμήσει εμπρός. Ισως από εκεί, όπως γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς στην «Γκάρντιαν», να ήρθε στον Ντισάν η ιδέα του ποδηλάτου σαν συμβόλου. Ετσι προήλθε το πρώτο readymade έργο τέχνης, η «Ρόδα ποδηλάτου», ένας ακτινωτός τροχός τοποθετημένος πάνω σε ένα σκαμπό.
Η «Ρόδα ποδηλάτου», όμως, είναι και ένα κυβιστικό έργο ισάξιο με τη σύνθετη, συμπαγή τέχνη του Πικάσο και του Μπρακ και ανήκει στο Παρίσι εκείνου του καιρού, όταν ο Ντισάν δεν είχε ακόμα σκεφθεί να ονομάσει τα έργα του readymade. Αυτή έγινε στην Αμερική, όπου έπλευσε το 1915. Μια ημέρα του χειμώνα, καθώς περπατούσε σε ένα χιονισμένο δρόμο της Νέας Υόρκης, είδε μια σειρά από φτυάρια να κρέμονται στον τοίχο, μέσα σε ένα μαγαζί σιδηρικών. Αγόρασε ένα και το κρέμασε από το ταβάνι, στο στούντιό του. Το ονόμασε «Σπασμένο μπράτσο, από τον Μαρσέλ Ντισάν 1915» – όχι «τού» αλλά «από τον». Δεν είναι δημιούργημα κάποιου, αλλά κάτι προσεταιρισμένο από κάποιον σε μια διαφορετική, από εκείνη που προοριζόταν, λειτουργία. Ηταν το πρώτο readymade που υπάρχει και σήμερα σε αντίγραφο όπως και τα περισσότερα readymade του Ντισάν που τα πρωτότυπά τους έχουν καταστραφεί ή χαθεί από τότε.
Αμίμητες μιμήσεις
Ισως η ιδέα του Ντισάν για τα readymade να είναι το τελευταίο παιχνίδι σκάκι στη μακριά πορεία της Δυτικής τέχνης, από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι [Leonardo Da Vinci] και ύστερα, να καθιερωθεί το πνευματικό ανάστημα του καλλιτέχνη. Σχετικά προκάτοχοί του δεν ήταν μόνο ο Ντα Βίντσι, αλλά και ο Αγγλος ζωγράφος Τζόσουα Ρέινολντς και όλοι εκείνοι οι καλλιτέχνες που πίστευαν ότι το ταλέντο τους είναι πνευματικό δώρο. Από αυτή την άποψη μπορεί να ειπωθεί ότι ο Ντισάν δεν ανακάλυψε τίποτε το νέο. Και όμως ανακάλυψε κάτι νέο το οποίο, παρά ή ίσως εξαιτίας της τεράστιας απήχησης που είχε στην τέχνη, δεν μπορεί να ανακαλυφθεί εκ νέου. Οπως ένα αστείο δεν μπορεί να ειπωθεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που πρωτοειπώθηκε. Και τούτος, ο πιο εφευρετικός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα, ίσως έπαιξε ένα παιχνίδι στην ιστορία, γιατί μ’ όλο που ενέκρινε και υπέγραφε «μιμήσεις» των έργων του και είναι ο προφήτης του «ομοιώματος», ο ίδιος είναι αμίμητος. [The Guardian, Η Καθημερινή, 9/5/2008]