Η φετινή Μπιενάλε του Μουσείου Γουάιτνι της Νέας Υόρκης σκοπό είχε να αναδείξει το επίπεδο της σημερινής αμερικανικής τέχνης. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον, όπου τα στυλ ταχύτατα διαδέχονται το ένα το άλλο και η τωρινή επιτυχία αύριο είναι παρελθόν και τα καλλιτεχνικά φεστιβάλ βρίσκονται σε βαθιά αμηχανία –το Pulse στο Λονδίνο έπαψε να υπάρχει– ένα τέτοιο σχέδιο μπορεί να καρποφορήσει μόνο κάτω από μια προϋπόθεση: Να μην έχει υπερβολικές φιλοδοξίες.Ετσι, το φεστιβάλ τούτο είχε μικρότερες προσδοκίες. Θέματά του ήταν το λίγο, το εφήμερο, το αργό, το ανεπιτυχές. Κατά κάποιο τρόπο ένα μικρό φεστιβάλ μιας μικρής εποχής. Με τη συμμετοχή 80 καλλιτεχνών ήταν το πιο λιτό εδώ και χρόνια, όπως λιτό ήταν και το περιεχόμενο των αιθουσών του, παρ’ ότι αυτές καταλάμβαναν τρία πατώματα του μουσείου.Οι περασμένες Μπιενάλε του Γουάιτνι είχαν μια ατμόσφαιρα εορταστική, ιδιαίτερα εκείνης του 2004, πλημμυρισμένη μ’ έναν αέρα πανκ. Σε σύγκριση, τούτη ήταν, όπως γράφει ο Χόλαντ Κάτερ στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», πιο πεζή, πιο προσγειωμένη, λιγότερο φανταχτερή. Οι εγκαταστάσεις ήταν απλές, ο κατάλογος λειτουργικός. Παρόμοια και η τέχνη, σε μορφή και περιεχόμενο απλή και εύληπτη.Υπήρχαν, όμως, δυναμικά έργα. Ενα ήταν το γλυπτό από μαύρο βινύλιο του Ρόντνεϊ Μακμίλαν από το Λος Αντζελες. Το φυτικό οικοσύστημα της Φοίβης Γουόσμπερν ήταν ένα άλλο, κι ένα τρίτο το βίντεο του Σπάικ Λι για τη Νέα Ορλεάνη, κατεστραμμένη από την «Κατρίνα». Οπως και μερικές περφόμανς στο πλαϊνό Αρμορι της Παρκ Αβενιου, της Μαρίνας Ρόζενφελντ, με τη 40μελή χορωδία της, της Κέμπρα Φάλερ και της ομάδας Γης και της Κάρεν Μπλακ με το συγκρότημα Βολόψιους Χόρορ.Το γενικό επίπεδο, όμως, ήταν χαμηλών τόνων με έργα που έμοιαζαν να βρίσκονται σε μεταβατική φάση, σαν μια συζήτηση που συνοψίζεται δίχως ακόμα να έχει καταλήξει σε συμπεράσματα. Απουσίαζε η δήλωση. Υπερείχαν τα κολάζ και τα φθηνά υλικά, πλαστικό, πλεξιγκλάς ή υλικά που προέρχονταν από κάδους σκουπιδιών. Στην περίπτωση του Τζεντεντάια Σίζαρ από την Καλιφόρνια, ήταν κομμάτια ξύλο, πεταμένα πλαστικά φλιτζάνια του καφέ, παλιά ρούχα. Ο Τσαρλς Λονγκ στα γλυπτά του μιμούνταν τον Τζιακομέτι, αλλά τα σχήματα των γλυπτών του προέρχονταν από τα περιττώματα ζώων και πουλιών στα πάρκα. Ο Τσέινι Τόμσον μεταμόρφωνε ένα παλιό πεταμένο κουτί σε κάτι πολύτιμο που ακτινοβολούσε όταν το φως του ήλιου από τα παράθυρα έπεφτε επάνω του.Το πιο σημαντικό ίσως ήταν η απουσία της ζωγραφικής, που αντιπροσωπευόταν μόνο με έργα του Τζο Μπράντλι, της Μαίρης Χάιλμαν, της Κάρεν Κίλιμνικ και του Ολίβιε Μόσετ. Απογοητευμένοι έμειναν όσοι πιστεύουν ότι η τέχνη πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι οπτική απόλαυση.
Κι αν έλειπε, όμως, αυτή η παραδοσιακή ομορφιά, την αντικαθιστούσε η πίστη των διοργανωτών στο ότι οι καλλιτέχνες είναι εκτός από τεχνίτες και σκεπτόμενοι άνθρωποι. Και σαν τέτοιοι δημιουργούν έργα που δεν ανήκουν στην τάξη εκείνων τα οποία προορίζονται να κορέσουν έτοιμες ορέξεις. [International Herald Tribune, Η Καθημερινή, 30/5/2008]
No comments:
Post a Comment