Βράδυ στην έρημο του Νέου Μεξικού. Ενας περαστικός φωτογράφος βλέπει ένα περίεργο φεγγάρι και ένα ακόμη πιο περίεργο συνδυασμό σκότους και φωτός, να ανάβει τον ορίζοντα πίσω από ένα έρημο νεκροταφείο. Πηδάει από το αμάξι του και χωρίς καν να ελέγξει τη φωτογραφική του μηχανή, απαθανατίζει την εικόνα. Είναι το 1941 και ο φωτογράφος, ο Ανσελ Ανταμς, έχει μόλις συλλάβει μια από τις ωραιότερες εικόνες στην τέχνη του φακού.
Η «Ανατολή του φεγγαριού στο Φερνάντεζ» είναι η πιο διάσημη φωτογραφία του Ανταμς. Είναι σήμερα η πιο ακριβή φωτογραφία στον κόσμο όταν εμφανίζεται σε πλειστηριασμούς. Και μια από τις πιο γνωστές μια και έχει αναπαραχθεί σε αμέτρητες αφίσες. Ομως, στην αίθουσα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Οξφόρδης όπου πραγματοποιείται η πρώτη έκθεση των επιλεγμένων από τον ίδιο φωτογραφιών του, που συναποτελούν τον κανόνα του, είναι μια εικόνα ανάμεσα στις άλλες. Δίχως φιλοδοξίες και μικρών διαστάσεων τόσο ώστε δύσκολα ξεχωρίζει κανείς τις λεπτομέρειες. Ομως, όπως γράφει η Λόρα Κάμινγκ στην «Ομπζέρβερ», η τέχνη του Ανταμς δεν χρειάζεται θεαματικότητες για να θαμπώσει. Το ότι ο ίδιος ο φωτογράφος ήταν θαμπωμένος, την ώρα που την τράβαγε, από το μεγαλείο της φύσης, ήταν αρκετό για να βγει το θαύμα αυτό και στο φιλμ.Ο,τι έχει άλλωστε φωτογραφίσει, ασχέτως μεγέθους, μεγαλείου, διαστάσεων, μνημειακότητας, προβάλλει σαν πρωτοϊδωμένο θαύμα. Ποιο θαύμα; Μια κυματιστή έρημο, ψημένη στην αμερικανική κάψα, βγαίνει σαν κάποιος αρχαίος, τσαλακωμένος πάπυρος. Φύλλα χλόης (οι φωτογραφίες του Ανταμς είναι το εικαστικό ανάλογο της ποίησης του Γουόλτ Γουίτμαν), στην πάχνη κάτω από τον πρωινό ήλιο, στην όχθη μιας λίμνης, γίνονται σπινθηροβολισμοί, που μοιάζουν να έρχονται από τη νύχτα. Οικεία πράγματα της καθημερινότητας γίνονται ασυνήθιστα πράγματα, μακρινά σαν εξωτικά.Ο ίδιος απ’ όλο το έργο του διάλεξε 80 φωτογραφίες, που τις ονόμασε Μουσειακή συλλογή, προορισμένη για μουσεία, όπου όλοι θα μπορούν να τη δουν δωρεάν. Τώρα, στην πρώτη τους εμφάνιση στη Βρετανία, καταπλήσσει το πρόσωπο της Αμερικής που βγαίνει από μέσα τους. Ενα ιδανικό πρόσωπο πάνω στη βραχώδη γη. Οι φωτογραφίες αυτές μιλούν σαν ποίηση, σαν μουσική και σαν τη ζωγραφική εκείνη που έκαναν οι παλιοί γηγενείς κάτοικοί της, οι Ινδιάνοι, πάνω στην άμμο. Στο «Φεγγάρι και μισός θόλος, Γιοσεμάιτ, 1938», η σελήνη είναι ψηλά στον ουρανό, πάνω από ένα σαν κρυστάλλινο βουνό, όλη η εικόνα μοιάζοντας με την όψη ενός γυμνού, ακατοίκητου, του μακρινού πλανήτη.Ο Ανταμς, όσο ρομαντικός και αν ήταν γοητευμένος βαθιά από το θέαμα μιας συνεχώς εναλλασσόμενης φύσης, που επιστρέφει στην αρχή της και ξεκινάει πάλι το ίδιο ταξίδι, όμως δεν ξεχνούσε πως ό,τι έβλεπε και ήθελε να αποτυπώσει, το έκανε μέσα από ένα μέσο, τη φωτογραφική μηχανή και ένα μάτι, σαν φακό. Βλέποντας φωτογραφίες του Τζον Μάριν, συνειδητοποίησε τις δυνατότητες για αφαίρεση που του έδινε το μέσο. Αυτές είναι ευδιάκριτες στη σειρά φωτογραφιών του με τίτλο Surf, όπου το ένα κύμα ανεβαίνει πάνω στο άλλο, όλα με διαφορετικό σχήμα· και στη σειρά του με τους αμμόλοφους, καθώς υψώνονται ο ένας πίσω από τον άλλο, σε σχήμα τριγωνικό με τους θύσανους επάνω τους, πλαγιασμένους από τον θαλασσινό αέρα. Μοιάζουν καθαρές φόρμες μέσα σε άδειο χώρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι τους λείπει το αίσθημα. Στην έκθεση, βλέπει κανείς σε ωραία αντίστιξη βαλμένες δύο διαφορετικές φωτογραφίες να κοινωνούν το ίδιο αίσθημα της φύσης. Στη σειρά «Κόκκινο δάσος», οι κορμοί των δέντρων υψώνονται σαν κίονες που βαστούν τον ουρανό. Ανθρωποι και καθεδρικοί. Η κάθε μεταφορά, συμβολισμός, πετυχαίνεται με λεπτότατες αποχρώσεις του βάθους πεδίου και με τις αντιθέσεις.Επιπλέον ο Ανταμς μπορούσε να βγάλει τόσο εκτυφλωτικά μαύρα και άσπρα ώστε ενίοτε οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του μοιάζουν έτοιμες να γλιστρήσουν στην πολυχρωμία. Με την ίδια μνημειακότητα μπορούσε να αποτυπώνει και τον εσωτερικό κόσμο των κτιρίων και σπιτιών, όμως, το σύμπαν του, αυτό όπου κινούνταν εντελώς ελεύθερος, ήταν ο βιβλικός κόσμος της φύσης. Σαν την ποίηση του Γουέρντσγουερθ, οι φωτογραφίες του είναι «φωτισμοί» από πάνω, στιγμές, που ίσως κάποτε αλλιώς βιωμένες, επανέρχονται λουσμένες μέσα στη λάμψη ενός καινούργιου, εκτυφλωτικού φωτός. Του φωτός της ψυχικής γαλήνης. Αντίθετα όμως από τον Αγγλο ποιητή, ο Ανσελ Ανταμς δεν πίστευε ότι οι λέξεις μπορούν να αποδώσουν τις στιγμές αυτές. Η μουσική μόνο και η φωτογραφία. [The Observer, Η Καθημερινή, 30/5/2008]
No comments:
Post a Comment