Ο σημαντικότερος έλληνας πολιτικός καλλιτέχνης γιορτάζει τα ογδοντάχρονά του στην υπηρεσία της «διαχρονικής συνέχειας της ελληνικής τέχνης»
Πρόκειται για μια ιστορία που μέσα από διαδοχικές διηγήσεις όσων ήταν εκεί και όσων δεν ήταν έχει γίνει θρύλος: το 1964 στο Τeatro La Fenice της Βενετίας τρεις νέοι καλλιτέχνες έδειξαν έργα τους. Ηταν οι Νίκος Κεσσανλής και Δανιήλ, οι οποίοι, ο ένας πριν από μερικά χρόνια, ο άλλος πρόσφατα, έφυγαν από τη ζωή. Και ο Βλάσης Κανιάρης. Τα έργα τους συνετέθησαν σε ένα ενιαίο «περιβάλλον» υπό τον τίτλο «Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική». Εκαναν αίσθηση.
Ενα θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως είναι γιατί αυτοί οι καλλιτέχνες- τόσο συνειδητά στην καρδιά μιας ευρύτερης πρωτοπορίας και αναζήτησης στην τέχνη- άφησαν τελικά το ίχνος που άφησαν. Υπολογίσιμο. Αλλά όχι αυτό που θα ήταν αν η δράση τους είχε ακολουθηθεί από συνεπή καταγραφή και κυρίως συνομιλία η οποία θα αναζωογονούσε συνεχώς το έργο τους και θα τους έφερνε σε διάλογο με το μέλλον τους - τους κατοπινούς τους καλλιτέχνες, οι οποίοι, αν και μαθητές τους, δεν συνδιαλέχθηκαν με τίποτε τόσο γενναία και τόσο ηχηρά. Είναι στο έλλειμμα της τεχνοϊστορικής αφήγησης- στο έλλειμμα οικοδόμησης αφηγήσεων- που πρέπει να εντοπιστεί πλέον η έρευνα γύρω από περιπτώσεις τέτοιων καλλιτεχνών.
Τώρα ο Βλάσης Κανιάρης παρουσιάζεται σε διάλογο όχι με το μέλλον αλλά με το παρελθόν. Αυτή είναι μια κατ΄ αρχήν στρατηγική απόφαση και θέτει τον τόνο. Δεν πρόκειται κατ΄ ανάγκη για μια άστοχη απόφαση άλλωστε συνδέεται με την καταστατική διεκδίκηση της νεότερης Ελλάδας, η οποία κοιτάζει πάντα λάγνα προς τα πίσω αντί προκλητικά προς τα μπροστά. Κάτι τέτοιο θα θέλαμε να ακούσουμε, κάτι τέτοιο βγάζει νόημα για εμάς. Το μοντέρνο σε διάλογο με το παλαιό. Το μοντέρνο σε διάλογο με το νέο- δηλαδή, με το άγνωστο- δεν το αποτολμούμε συχνά. Παρ΄ όλα αυτά, μια έκθεση είναι μια έκθεση και αποτιμάται στη συγκεκριμένη αίσθησή της. Η έκθεση με έργα του Βλάση Κανιάρη στους χώρους των ιστορικών συλλογών του Μουσείου Μπενάκη τιτλοφορείται «Γενέθλιον. Τα ογδοντάχρονα του Βλάση Κανιάρη» και γίνεται- προφανώς- με αφορμή τα ογδοντάχρονα του καλλιτέχνη. Είναι μια αναδρομική έκθεση, γιορτή και τιμή, όπου, σύμφωνα με τους διοργανωτές, «το έργο του καλλιτέχνη προτείνεται διαχρονικά, με συμβολική αφετηρία το 1948, σε σχέση με τα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου Μπενάκη, τα οποία υποστηρίζουν παράλληλα μια διαχρονική συνέχεια της ελληνικής τέχνης. Ετσι, φιγούρες, εικόνες και tableaux vivants, που αποτελούνται από ράκη, παλιά αντικείμενα, γύψους
Είναι το δίχως άλλο από τις καλύτερες τέτοιου είδους απόπειρες που έχουν γίνει. Ισως αυτό οφείλεται στον επιμελητικό έλεγχο του Μάνου Στεφανίδη - κάθε τέτοια συσχέτιση θέλει έναν μαέστρο, έναν εποπτικό παρατηρητή. Ισως πάλι είναι ελκυστικό ειδικά το αισθητικό παράδοξο της παρουσίασης ενός καλλιτέχνη που πάντοτε θεωρήθηκε «πολιτικός», με την έννοια της άμεσης συσχέτισης με την κοινωνική πραγματικότητα, σε ένα περιβάλλον γεμάτο χρόνο αλλά ουσιαστικά άχρονο, δίχως «στιγμές», οι οποίες είναι πάντα ο καθαυτό πολιτικός φορέας. Πρόκειται σίγουρα λοιπόν για ένα παιχνίδι με «την ιδεολογικοποιημένη εκδοχή της τέχνης». Αλλά με ποια φορά; Κάθε παιχνίδι πρέπει να έχει ένα τέλος.
Αυτές οι ανησυχίες βέβαια περισσότερο έχουν να κάνουν με την τέχνη που δεν έφτιαξε ο Κανιάρης παρά με αυτή που έφτιαξε- έχουν να κάνουν με την τέχνη που θα είχε φτιάξει αν τη βλέπαμε διαφορετικά. Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη και αυτή επίσης που παρουσιάζεται παράλληλα στην γκαλερί Καλφαγιάν αποτελούν δυνατές εμπειρίες και ναι - αν και με ιδιότυπο τρόπο- δίνουν ένα συνολικό στίγμα για τη μακρά πορεία και το σημαντικό έργο του. Επιπροσθέτως αποτελούν φόρο τιμήςκάτι που αγαπούμε ιδιαίτερα να αποδίδουμε στους καλλιτέχνες-, αν και ο Κανιάρης έχει ήδη τιμηθεί με αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και με εκδόσεις για το έργο του. Αλλη μία τιμή λοιπόν. Γιατί όχι; Σίγουρα την αξίζει.
Από την άλλη, η «επιστήμη», η «μουσειολογία», η «ιστορία της τέχνης» δεν θα έπρεπε να προκαλούν την αίσθηση του αυτονόητου στα σύγχρονα μάτια. Και μολονότι η αίσθηση της έκθεσης είναι ως και εντυπωσιακή, δεν παύει να προκαλεί φόβο η διεκδίκηση μιας «διαχρονικής συνέχειας της ελληνικής τέχνης». «Ο Κανιάρης» έχει γράψει ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ Μιλτιάδης Παπανικολάου με αφορμή άλλη αναδρομική του καλλιτέχνη, στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αυτή τη φορά, «επηρεάστηκε από την άμορφη τέχνη αλλά γρήγορα στράφηκε σε εικόνες πραγματικές και ρεαλιστικές, ιδιαίτερα γνώριμες στην ποπ αρτ. Η ιδεολογία επίσης της εποχής δεν τον άφησε αδιάφορο. Ο Μάης του ΄68 στο Παρίσι, η ελληνική δικτατορία και οι κοινωνικοί αγώνες των νέων της Ευρώπης έδωσαν ώθηση στον καλλιτεχνικό του προβληματισμό και εμπλούτισαν την εργογραφία του». Υπάρχει λοιπόν κάτι που ξεκινά τόσο ανοιχτά, με τα μάτια καρφωμένα στον παγκόσμιο ορίζοντα, στη Βενετία του 1964. Με λίγη, ελάχιστη θλίψη διαπιστώνει κανείς ότι αυτό επιστρατεύεται για τη δική μας αυτοεπιβεβαίωση, εντάσσεται με άνεση σε ένα σχέδιο που δεν μοιάζει να ήταν το δικό του. Δεν πειράζει. Αλλά η άνεση είναι τόση που ίσως τους πιο ανήσυχους τους κάνει τελικά να θέλουν να κάτσουν κάπου λίγο πιο άβολα. []
No comments:
Post a Comment