Εδώ και χρόνια ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, ο Νιλ Μακ Γκρέγκορ, ακολουθεί ένα δρόμο που επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του μουσείου στη δημόσια ζωή. Να μην είναι μόνο ένας χώρος φύλαξης και έκθεσης ωραίων αντικειμένων που γεννάει τουριστικό συνάλλαγμα, αλλά ένας χώρος ανοιχτός στις πιο έντονες, τις πιο καυτές από τις σύγχρονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αν αυτό φαίνεται παρατραβηγμένο ως ισχυρισμός, τότε η έκθεση «Βαβυλώνα: Μύθος και πραγματικότητα», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, θα σας πείσει. Αφού περιπλανηθείς μπροστά από πλάκες με σφηνοειδή γραφή και πανέμορφα ανάγλυφα, φτάνεις μπροστά σε φωτογραφίες που παρουσιάζουν Αμερικανούς στρατιώτες να σουλατσάρουν στα ερείπια της Βαβυλώνας, και Ιρακινούς αρχαιολόγους να δείχνουν τις ζημιές που προκάλεσαν τα αμερικανικά στρατεύματα στον αρχαιολογικό χώρο.
Μεταξύ των στόχων αυτής της έκθεσης είναι να δείξει πώς ο μύθος έχει χρησιμοποιηθεί για να παρακινήσει και να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά – ακόμα και για να δικαιολογήσει την επιθετικότητα. Τίποτα δεν απεικονίζει πιο ανάγλυφα το θέμα αυτό από τη Βαβυλώνα, μια πόλη που κατέρευσε μέσα στην έρημο πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά που έχει διατηρηθεί στη δυτική μνήμη ως μύθος.
Κάθε εποχή έχει δημιουργήσει για τη Βαβυλώνα μια μυθολογία που βολεύει τους σκοπούς της, από την αρχαιότητα μέχρι την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ στο όνομα της Δημοκρατίας. Βαβυλώνα, η παρακμάζουσα πόλη. Βαβυλώνα, σύμβολο καταπίεσης και εξορίας. Βαβυλώνα, πόλη ανθρώπινης φιλοδοξίας. Ο Πύργος της Βαβέλ, ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα που ο Θεός το γκρέμισε επειδή ήταν εκδήλωση ανθρώπινης αλαζονείας και επέβαλε την τιμωρία της πολλαπλότητας των γλωσσών για να προκαλέσει σύγχυση στο ανθρώπινο γένος. Οι μύθοι αυτοί –που ακόμα χρησιμοποιούνται σε ταινίες, λογοτεχνία και τέχνη– αντιπροσωπεύουν όλα τα άγχη μας για τη μεγαλούπολη ως τόπο ανωνυμίας και ανομοιογένειας: ένας τόπος που επιτρέπει τον σεξουαλικό πειραματισμό έξω από τον έλεγχο της κοινότητας, της θρησκείας ή του κράτους, και όπου η ποικιλομορφία απειλεί τις δυνατότητές μας να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο.
Οι μύθοι της Βαβυλώνας δημιουργήθηκαν από δύο διαφορετικές παραδόσεις: τους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης και τους Ελληνες ιστορικούς. Ενώ οι Ελληνες έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τα τεχνικά επιτεύγματα των Βαβυλωνίων, οι βιβλικές πηγές ήταν εκείνες που έγιναν θεμέλιο για τον βαθύτερο πεσιμισμό όλων των ευρωπαϊκών πολιτισμών, σχετικά με τις δυνατότητες που προσφέρουν η ποικιλομορφία και οι ελευθερίες της πόλης.
Η έκθεση αυτή αποτελεί μια επίκαιρη παρέμβαση στην όλο και εντονότερη συζήτηση γύρω από το Λονδίνο ως μια σύγχρονη Βαβυλώνα, έναν τόπο βίας και κοινωνικού κατακερματισμού. Στο παράπονο ότι είναι μια πόλη με τόσες γλώσσες που δεν μπορούμε πια να χαρούμε την καθημερινή αλληλεγγύη του μοιράσματος του δημόσιου χώρου. Η πολιτική μας όσον αφορά τη μετανάστευση και την ενσωμάτωση είναι ακόμα αιχμάλωτη του βαβυλώνιου μύθου ότι η πολλαπλότητα των γλωσσών είναι κατάρα – η γλωσσική εξέταση έχει επιβληθεί τώρα στους επίδοξους Βρετανούς πολίτες. Υπάρχει επιπλέον μια εκστρατεία στα μέσα ενημέρωσης που διεκτραγωδεί το κόστος των μεταφραστικών υπηρεσιών, οι οποίες εξασφαλίζουν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες για τις εθνικές μειονότητες.
Ωστόσο, η ιστορική πραγματικότητα είναι ότι όλες οι πολιτικές κοινωνίες υπήρξαν πολύγλωσσες και πολλές εξακολουθούν να είναι σήμερα. Στην Αφρική και στην Ασία, είναι ρουτίνα να μιλάνε οι άνθρωποι περισσότερες από μία γλώσσες. Η μονογλωσσική κουλτούρα της Βρετανίας του περασμένου αιώνα κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτική υπήρξε. Ηταν εν μέρει το αποτέλεσμα μιας πολιτιστικής τυποποίησης και συγκεντροποίησης, καθοδηγημένης από ένα κράτος που περιθωριοποιούσε τις διαλέκτους και τις άλλες γλώσσες.
Η πολλαπλότητα των γλωσσών όχι μόνο δεν είναι κατάρα, υποστηρίζει ο Πίτερ Οστεν, καθηγητής Γλωσσολογίας στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών, αλλά είναι ευλογία, έκφραση της τεράστιας γκάμας των ικανοτήτων της ανθρώπινης φαντασίας. Ο βιβλικός μύθος δεν μας έχει προσφέρει καλές υπηρεσίες: δεν ήταν ακριβής ούτε εκείνη την εποχή ούτε τώρα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος σκανδαλοθηρικός πανικός γύρω από την εθνοποικιλότητα, ισχυρίζεται ο Πίτερ Οστεν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Κοράνι προτείνει το ακριβώς αντίθετο από την «κατάρα της Βαβέλ»: ένας στίχος του λέει ο Θεός έδωσε στην ανθρωπότητα πολλές γλώσσες για να μπορούν οι άνθρωποι να καταλαβαίνουν καλύτερα ο ένας τον άλλο. Οι πολλές γλώσσες δεν φέρνουν σύγχυση, αλλά μάλλον πλουτίζουν την κατανόησή μας για την ανθρώπινη φύση.
Ιστορικά, οι διαφορετικές γλώσσες σπανίως αποτέλεσαν κύρια αιτία σύγκρουσης. Αρκεί να δει κανείς πόσοι εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν ανάμεσα σε ανθρώπους ικανούς να καταλάβουν πλήρως γλωσσικά οι μεν τους δε. Στην πραγματικότητα, εκείνο που είναι πιθανότερο να προκαλέσει σύγκρουση είναι η επίσημη επιβολή μιας μόνης γλώσσας, υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Εβανς, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στην Οξφόρδη. Πράγματι, η ιστορία της Ευρώπης τους δύο περασμένους αιώνες έχει ευρύτατα αποδείξει την καταστροφική δύναμη της ιδεολογίας που βασίζει το έθνος σε μια μόνη γλώσσα – της ιδέας «ένα έθνος, μια γλώσσα». Η ειρηνική, ουδέτερη Ελβετία, με τις τέσσερις γλώσσες της, αποδεικνύει πάντα ότι η πολιτική σταθερότητα και η συνοχή μιας χώρας δεν υπονομεύεται αναγκαστικά από την έλλειψη γλωσσικής ομοιογένειας.
Είναι ακριβώς ένας από τους στόχους που οφείλει να επιδιώκει ένα μουσείο: να μας προκαλεί να επανεξετάσουμε τους πολιτιστικούς προϊδεασμούς που τόσο εύκολα θεωρούμε δεδομένους. Και από αυτή την άποψη, το Βρετανικό Μουσείο αναλαμβάνει μια δύσκολη ευθύνη: να μας υπενθυμίσει πόσο δυνατός είναι ο μύθος και πώς –παρά τη δηλωμένη αφοσίωσή μας στον ορθολογισμό– η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να εξακολουθεί να είναι αιχμάλωτη στους μύθους, όπως πάντα, προκαλώντας μας να κατανοήσουμε πόσο επιβλαβείς μπορεί να είναι μερικοί από αυτούς. [Η Καθημερινή, 11/01/2009]
No comments:
Post a Comment