Tης Eλενης Mπιστικα, Η Καθημερινή, 25/01/2009
Σ’ εκείνον τον μακρύ διάδρομο όπου άνδρες και γυναίκες, ιδίως γυναίκες, οι περισσότερες ώριμες σαν τα φρούτα και τις ζουμερές ντομάτες που πιάνουν και ζυγίζουν με τα δουλεμένα χέρια τους, συναντάμε και πάλι τον ξεχασμένο εαυτό μας. Αυτόν που περιπλανήθηκε στους δρόμους της πλανεύτρας πολιτείας του κέρδους και της αναρρίχησης, ώσπου ξέχασε τα χρώματα και τ’ αρώματα των κήπων και της εξοχής, όπου τον σεργιανούσαν στα παιδικά του χρόνια. Τότε που άντρες και γυναίκες, όλοι γιγάντιοι μπροστά σ’ εμάς τ’ ανθρωπάρια, γελαστοί και καλοσυνάτοι, ήταν όλοι τους «μπαρμπάδες και θειάδες» και από την τσέπη ή την τσάντα τους όλο κι έβγαζαν να μας φιλέψουν ένα μανταρίνι, ένα μήλο... Γι’ αυτό μας αρέσει τόσο να πηγαίνουμε στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς μας όπου ξεχνάμε συχνά το τι θέλουμε ν’ αγοράσουμε αλλά όχι, ποτέ, τον λόγο που ήρθαμε. Να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε, αυτό ήρθαμε να παζαρέψουμε. Από το σπίτι του, στην Ξενοκράτους στο Κολωνάκι, όπου ο Παναγιώτης Τέτσης έχει το μικρό του εργαστήρι, κάθε εβδομάδα, κάθε Παρασκευή, γίνεται ένα «γλέντι» κάτω από τα παράθυρά του. Χάνονται τα αυτοκίνητα και τα καυσαέρια κι έρχονται οι άνθρωποι να χαζέψουν τα χρώματα, να συγκρίνουν ποιότητες και τιμές, γραμμένες με κιμωλία πάνω σε χαρτόνια, απλά πράγματα, μεγαλειώδη. Αλλοτε σκυμμένο στο παράθυρό του κι άλλοτε κάτω, ανάμεσα στο πλήθος, τον φαντάζομαι να κοιτάει γραμμές, περιγράμματα, χρώματα σωριασμένα σε αόρατα καφάσια, με τα σπίτια αποκλεισμένα, αλλά χαρούμενα μέσα σ’ αυτό το νταβαντούρι από φωνές και διεκδικήσεις, από ρόδες παιδικών καροτσιών και εκείνων των άλλων που στοιβάζονται οι σακούλες με τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα.
Ολα αυτά, για να δείξουμε την, πραγματικά, φρέσκια, ζωηρή εντύπωση που μας έκανε ανοίγοντάς το, το υπ’ αρ. 56 Ημερολόγιο 2009 με αδημοσίευτα έργα από τη συλλογή της ΑΓΕΤ Ηρακλής και θέμα τη «Λαϊκή Αγορά», με υπογραφή Παναγιώτη Τέτση.
Φόρος τιμής στο λαϊκό δρώμενο
«Είναι ν’ απορείς –γράφει στον πρόλογο η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου σε διαρκή έκθεση υπάρχουν τα υπερμεγέθη έργα Τέτση, με θέμα τη “Λαϊκή Αγορά”– πώς κατάφερε να ζωγραφίσει αυτό το γιγάντιο έργο με φιγούρες που ξεπερνούν το φυσικό μέγεθος, στον στενό χώρο του λιλιπούτειου ατελιέ του Τέτση. Τέσσερα χρόνια (1979 - 1983) χρειάστηκαν στον ζωγράφο για να ολοκληρώσει το μνημειακό αυτό σύνολο, μια ζωφόρο που ξεπερνά τα πενήντα μέτρα. Είναι ένας φόρος τιμής στο λαϊκό δρώμενο που ξετυλίγεται κάθε Παρασκευή στην Ξενοκράτους, μπροστά στην πόρτα του. Ισως αυτή η απροσδόκητη ποιητική εκ του συστάδην να χάρισε ακόμη μεγαλύτερη οικειότητα σ’ αυτή τη σύνθεση τη γεμάτη ζωικό παλμό, όπου ο θεατής συγχέεται με τα πρόσωπα του έργου κι έχει την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει, βουτηγμένος κυριολεκτικά στο χρώμα»...
Η σύνθεση χτίζεται με πλατιές πινελιές από καθαρό χρώμα, που συντάσσει τις πιο απίθανες, τις πιο απροσδόκητες συζυγίες. Κι όσο βυθίζεσαι σ’ αυτή τη χρωματική πανδαισία, τόσο συνειδητοποιείς ότι στη ζωγραφική του Τέτση αφαίρεση και «εικασία του ορωμένου» συνυπάρχουν αρμονικά.
Για να καταλήξει η κ. Πλάκα: «Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στα χρωματικά προσχέδια της λαϊκής αγοράς που φιλοξενεί το Ημερολόγιο των τσιμέντων “Ηρακλής” του 2009. Με χειρονομιακές πλατιές πινελιές καθαρού χρώματος ο ζωγράφος “χτίζει” τα μοτίβα του, ενσωματώνοντας φιγούρες, αντικείμενα, εμπορεύματα σε μια ενιαία κλειστή επιφάνεια Πεμπτουσία του θεάματος, όπως το βίωσε ο ζωγράφος και το αποτύπωσε ο χρωστήρας του, διεκδικώντας και κερδίζοντας την ηδονική μέθεξη και του δικού μας βλέμματος. Η ζωγραφική του Τέτση στέλνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του 2009»...
Ποιος και ποια δεν θα συμφωνήσει ότι η φράση «σήμερα έχουμε να πάμε Λαϊκή» μας φτιάχνει την ημέρα μας; Για μας και όχι μόνο «για τη φουκαριάρα τη μάνα μας» που μας πήγαινε...
No comments:
Post a Comment