Sunday, August 31, 2008

Αναδρομική Ζόζεφ Κουντέλκα


Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΙΟΥ - φωτ: JOSEF KOUDELKA/MAGNUM PHOTOS/APEIRON, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / 7 - 31/08/2008

Πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά, δυο πανέξυπνα μάτια. Πίσω από την ατημέλητη παρουσία ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Πίσω από το ήρεμο παρουσιαστικό, η συνεχής ετοιμότητα σε κλάσματα δευτερολέπτου να παγώνει στο φιλμ κορυφώσεις συμπυκνωμένων συγκινήσεων.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΧΑΟΣ»
Την εμπειρία αυτού του κράματος τολμηρών επιλογών ζωής και ταλέντου θα μας εξομολογηθεί στο Μουσείο Μπενάκη, στην Πειραιώς, μέσα από την αναδρομική έκθεση της δουλειάς του ο Ζόζεφ Κουντέλκα (17 Σεπτεμβρίου - 23 Νοεμβρίου, διοργάνωση Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη και «Apeiron Photos»).

«Το μάξιμουμ. Αυτό είναι που πάντα με ενδιέφερε». Αυτή η φράση συνοδεύει τη φωτογραφία του στο σάιτ του πρακτορείου του, του Μάγκνουμ. Γυρνά ξανά και ξανά στα ίδια μέρη. Τα φωτογραφίζει μέχρι να πάρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, ανταγωνιζόμενος... τον εαυτό του, αφού για τους ομότεχνους είναι δάσκαλος και εμπνευστής. Καλή φωτογραφία για τον Κουντέλκα είναι αυτή που μπορεί να αφηγηθεί πολλές ιστορίες σε διαφορετικούς ανθρώπους. Εχει καταφέρει να βγάλει πολλές τέτοιες και να τις δημοσιεύσει σε βιβλία, οι τίτλοι των οποίων αποκαλύπτουν πολλά για τη ζωή του. Βλέπετε, η ζωή του είναι το έργο του και αντιστρόφως. Η έκθεση θα είναι χωρισμένη σε ενότητες που αποδεικνύουν αυτή τη συγκινητική ταύτιση:

Οι πρώιμες εικόνες

Γεννιέται στο Μπόσκοβιτς της Τσεχοσλοβακίας, ένα χωριό 400 κατοίκων, το 1938. Στα 14 πηγαίνει σε σχολείο της Πράγας. Αποφοιτά από το Πολυτεχνείο και εργάζεται ως μηχανικός αεροπλάνων. Τη φωτογραφία την έχει ανακαλύψει ήδη, αφού στο τελευταίο έτος σπουδών κάνει την πρώτη του έκθεση. Στρέφει τον φακό του αρχικά στην οικογένειά του, για να προχωρήσει στη συνέχεια σε πιο ελεύθερες συνθέσεις. Αγαπά τα αεροπλάνα, ωστόσο η νέα του αγάπη αρχίζει να τον απορροφά ολοκληρωτικά. Το καθεστώς της χώρας όμως δεν επιτρέπει αλλαγή επαγγέλματος. Ο μόνος -πολύ δύσκολος- τρόπος να γίνει φωτογράφος είναι να τον δεχτούν στην Ενωση Καλλιτεχνών, πράγμα που καταφέρνει. Από την αρχή της πορείας του φαίνεται ότι δεν πρόκειται να γίνει σκλάβος εκφραστικών κλισέ. Αλλάζει τα μεγέθη των εικόνων ανάλογα με το αντικείμενο που φωτογραφίζει και δεν διστάζει να «παίξει» με τις φόρμες. Θέλει να είναι ανοιχτός στο καινούριο. Ακόμη και το έγχρωμο φιλμ δοκίμασε, χωρίς ωστόσο ποτέ να το υιοθετήσει στην απόδοση της βαθιάς δραματικότητας του κόσμου του. Κάνει θεατρική φωτογραφία και σε λίγο ξεκινάει τη φωτογράφηση των Τσιγγάνων της Τσεχοσλοβακίας.

Το θέατρο

Δουλεύει για το «Divaldo Theatre» και γίνεται επίσημος φωτογράφος του «Theatre zu Branou» (1965-1970). Οι φωτογραφίες του ωστόσο φέρουν το προσωπικό του στίγμα. Δεν κάνει συμβατικές, περιγραφικές της παράστασης εικόνες, για τη μαρκίζα. Υπερβαίνει την ιδέα του σκηνοθέτη και δημιουργεί εικόνες απόλυτα προσωπικές (στάση στην οποία επέμεινε και όταν πολλά χρόνια αργότερα κλήθηκε να φωτογραφίσει τα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», του Θ. Αγγελόπουλου). Η θεατρική φωτογραφία τον καθορίζει, με την έννοια ότι το σύνολο του έργου του φέρει στοιχεία αυτής της περιόδου. Προσεγγίζει έκτοτε την πραγματικότητα σαν θεατρική σκηνή, της οποίας το δράμα και την ομορφιά παγώνει σε μεμονωμένα καρέ.

Οι Τσιγγάνοι

Τον σαγηνεύει η ομορφιά των Τσιγγάνων της Ανατολικής Ευρώπης. Από το '62 και για οκτώ χρόνια αρχίζει να τους ακολουθεί στις μετακινήσεις τους, έλκεται από τις εκφράσεις, τα ρούχα και τον τρόπο ζωής τους, μέχρι που απορροφάται εντελώς, δένεται συναισθηματικά και αποφασίζει να τους προσεγγίσει όσο βαθύτερα μπορεί. Οι εικόνες του αναδύουν όλο το σεβασμό και την ένταση της προσέγγισής του: τα μουσικά τους τελετουργικά, τον αρχαίο πολιτισμό τους, το ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα και την αγάπη για τα άλογα. Οι Τσιγγάνοι τον αποδέχονται και του «παραδίδονται» πλήρως. Η δουλειά του γίνεται δεκτή στο ΜΟΜΑ το '75 - εικόνες του ο Ζαρκόφσκι συμπεριέλαβε το 1973 μεταξύ των 100 καλύτερων στον κόσμο- κι έκτοτε περνά στην ιστορία της φωτογραφίας.

Η Ανοιξη της Πράγας

Η εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα, τη νύχτα της 21ης Αυγούστου του '68, τον οδηγεί στη φωτογράφηση των συγκλονιστικών γεγονότων, αν και ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ενδιαφερθεί για το φωτορεπορτάζ. Το θέμα όμως τον αφορά άμεσα και αγνοεί τους κινδύνους. Το ανθρώπινο δράμα παίζεται στην πραγματικότητα, μπροστά στα μάτια του. Οι φωτογραφίες του αναδύουν θεατρική τραγικότητα. Περνούν κρυφά στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο, υπογεγραμμένες με τα αρχικά Ρ.Ρ. (Prague Photographer), από το φόβο του καθεστώτος (απέκτησαν υπογραφή μόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1984). Εικόνες που ξεχωρίζουν απ' όλες και γίνονται σύμβολα, που κοσμούν φοιτητικά δωμάτια. Το 1969 βραβεύεται γι' αυτές με το χρυσό μετάλλιο Ρόμπερτ Κάπα. Την επόμενη χρονιά εγκαταλείπει την Τσεχοσλοβακία για τη Δύση, απόλυτα συνειδητοποιημένος και αποφασισμένος να μην ενδώσει στις σειρήνες του καταναλωτισμού. Δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα -μπορούσε να κερδίσει πολλά- μόνο η ελευθερία και η καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για προσωπική ιδιοκτησία, δεν δέχτηκε ποτέ παραγγελίες ή παρεμβάσεις στη δουλειά του. Αποφασίζει να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει. Η φωτογραφία είναι η ζωή του. Ζει κυριολεκτικά σαν Τσιγγάνος, στην ύπαιθρο, χωρίς να αποκτήσει ποτέ αυτοκίνητα ή άλλα αγαθά. «Επί 17 χρόνια δεν πλήρωσα ποτέ για να κοιμηθώ», λέει χαρακτηριστικά. Συνεχίζει να φωτογραφίζει Τσιγγάνους μέχρι την πρώτη έκδοση του βιβλίου «Gypsies» το 1970.

Στην αρχή ζητάει άσυλο στην Αγγλία, ωστόσο καταλήγει στο Παρίσι, όπου συνδέεται φιλικά με τον Μπρεσόν και αρχίζει τις επισκέψεις σε μουσεία. Γίνεται πλήρες μέλος του Μάγκνουμ το 1974. Από τότε ζει εξόριστος και το έργο του είναι απόλυτα συνδεδεμένο με αυτή την κατάσταση της ύπαρξης. Το 1987 παίρνει τη γαλλική υπηκοότητα. Την πατρίδα του την επισκέφθηκε ξανά πρώτη φορά το 1990. (Αργότερα αποκτά σπίτι στο Παρίσι και στην Πράγα, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τρόπο ζωής).

Οι εξορίες

Το 1988 κυκλοφορεί το βιβλίο του «Exils». Θέμα του η απουσία της επικοινωνίας, η θλίψη της αστικής ζωής, η αλλοτρίωση. Μετά τους Τσιγγάνους, εξακολουθεί να γυρνά τον κόσμο με ένα σλίπινγκ μπανγκ στην πλάτη, στρέφει όμως για πρώτη φορά τον φακό του σε εγκαταλειμμένα τοπία. Στις «εξορίες» ο Κουντέλκα γίνεται ιδιαίτερα αινιγματικός. Η ποιητική «ασάφεια» που υπάρχει στους Τσιγγάνους εδώ κορυφώνεται. Η ατμόσφαιρα που πλανιέται είναι ισχυρή και σκοτεινή, θεατρικά υπογραμμισμένη, αρπάζει αμέσως τον θεατή. Βασιλεύει η σιωπή και υπονοείται η ιδέα του θανάτου. Μακρόστενες ανθρώπινες σκιές, συντρίμμια, άνθρωποι που κοιμούνται: μοναξιά, θρησκεία, θάνατος και τελικά, η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης.

Το Χάος

Το 1986 η γαλλική κυβέρνηση ζητάει τη συνεργασία του για την τεκμηρίωση του γαλλικού τοπίου στο τέλος του αιώνα. Τότε αρχίζει να χρησιμοποιεί την πανοραμική μηχανή (6Χ17εκ.). Διευρύνει την αναζήτησή του και σε άλλες χώρες. Το «Chaos» κυκλοφορεί το 1999. Εργο 10 ετών με παράδοξες πανοραμικές εικόνες τοπίων από Γαλλία, Ελλάδα, Λίβανο, Τσεχία, Γερμανία, Βοσνία, Πολωνία, Ουκρανία, Ρουμανία, Ουαλία. Ο Κουντέλκα γίνεται αμείλικτος μάρτυρας της απορύθμισης που επιβάλει το άτομο στη φύση. Με φωτογραφίες απαλλαγμένες από κάθε είδους καλολογικά στοιχεία εκθέτει τη γελοιότητα ενός κόσμου μετασχηματισμένου από πολέμους, ρύπανση, κακοδιαχείριση της δύναμης. Ο φόρος της σύγχρονης εποχής. Κάποιες εικόνες άθικτης επαρχίας υπάρχουν μόνο για να υπενθυμίζουν το παρελθόν. «Η ερήμωση είναι φωτογενής», σχολιάζει πικρά ο ίδιος.

Ο Κουντέλκα έχει κερδίσει πολλά διεθνή βραβεία κι έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 12 βιβλία. Τελευταίο, ο εκπληκτικός τόμος που περιλαμβάνει όλες τις περιόδους της δουλειάς του υπό τον τίτλο «Κουντέλκα» (2006), και η οποία θα εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Απειρον», μαζί με την ελληνική έκδοση για την Ανοιξη της Πράγας.

No comments: