Ο Ρίτσαρντ Αβεντον θα μπορούσε να έχει εξελιχτεί σε σταρ του σινεμά. Ή να είχε γίνει πολιτικός. Ενέπνευσε τον Φρεντ Αστέρ να τον ενσαρκώσει στην ταινία του 1957, Funny Face. Το 1978 έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Νewsweek. Με αφορμή την έκθεση που φιλοξενείται μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου στην Εθνική Πινακοθήκη του Jeu de Paume στο Παρίσι, βλέπουμε το ασπρόμαυρο σύμπαν του Μεσιέ Αβιντόν, όπως τον αποκαλούν οι Γάλλοι, που πέθανε σε ηλικία 81 χρόνων.
Οι φωτογραφίες που εκτίθενται καλύπτουν την περίοδο από το 1946 μέχρι το 2004. Ολόκληρος ο Αβεντον σε μια έκθεση... Σαν παράσταση. Φανταστείτε μόνο 270 (!) εικόνες να καταλαμβάνουν όλο το κτίριο, ορισμένες από τις οποίες, δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ σε βιβλία ή περιοδικά. Γιατί την κλασική για παράδειγμα φωτογραφία με την Ντοβίμα και τους ελέφαντες μάλλον έχουμε βαρεθεί να την βλέπουμε... Οχι ότι μας ενοχλεί, αλλά υπάρχουν και πολύ πιο εντυπωσιακά πορτρέτα του, και όχι αποκλειστικά από τον χώρο της μόδας, όπως πολλοί νομίζουν. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Αμερικανού φωτογράφου μετά τον θάνατο του το 2004.
Το ενδιαφέρον του είχε να κάνει πάντα με πρόσωπα, όχι με μόδες. Με διασημότητες της πολιτικής, της λογοτεχνίας, της τέχνης, της ψυχαγωγίας. «Εχω φωτογραφίσει σχεδόν τους πάντες στον κόσμο», είχε πει. «Ομως εκείνο που θέλω να κάνω είναι να βγάζω ανθρώπους που έχουν κατορθώσει κάτι, όχι διασημότητες». Η Τουίγκι το 1968. Και τα μαλλιά της σαν... θάλασσα. Κρίστοφερ Ριβ στο αναπηρικό καροτσάκι, Αλεν Γκίνσμπεργκ, Τζιν Σρίμπτον, Αννα Μανιάνι, Σαρλίζ Θερόν, Τόνι Μόρισον, Τζον Κέρι, Χίλαρι Κλίντον, το... πόδι του Ρούντολφ Νουρέγιεφ... Και η σειρά με γενικό τίτλο «Αμερικανική Δύση», με άστεγους, νοικοκυρές, καουμπόηδες, ανθρακωρύχους, φυλακισμένους...
Ο επισκέπτης της έκθεσης θα μάθει όλα όσα θέλει για τον μύθο Αβεντον. Και τον άνθρωπο; Λίγα πράγματα: ότι ζούσε στο Μανχάταν, είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε έναν γιο και τέσσερα εγγόνια. Εβρισκε χρόνο να διαβάζει και να πηγαίνει στο θέατρο και στα μουσεία. Το 1993, άλλωστε, είχε δημοσιεύσει την «Αυτοβιογραφία» του. Με λίγα λόγια, πολλές εικόνες. Θα μάθουμε και για τον Αβεντον του Harper’s Bazaar απ’ όπου ξεκίνησε την καριέρα του το 1945. Για τη συνεργασία του με την Vogue το 1966. Ο Αβεντον άλλαξε τη φωτογραφία μόδας, γιατί την έβρισκε εξαιρετικά στατική και φορτωμένη, για να της δώσει κίνηση και να τοποθετήσει τα μοντέλα του σε δημόσιους χώρους, όπως πάρκα, νυχτερινά κέντρα και καταστήματα. Το σημαντικότερο μάλλον όλων ήταν η αίσθηση που έδινε, όπως ακριβώς και με το φωτορεπορτάζ, ότι καμία φωτογραφία του δεν ήταν στημένη, αλλά την είχε τραβήξει εντελώς τυχαία. Ετσι απλά. Αλλο αν είχε τη φήμη ότι εξαντλούσε όλους όσους ήταν γύρω του. Θα ταξιδέψουμε όμως και στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους Νεοϋορκέζους φωτογράφους να πηγαίνουν στο Παρίσι για τις ευρωπαϊκές συλλογές. Ο Αβεντον φωτογράφιζε τους παρισινούς οίκους υψηλής ραπτικής μέχρι το 1984. Και καμπάνιες Ντιόρ και Ρέβλον.
Στη δεκαετία του ’60 επέστρεψε για κάποιο λόγο στο στούντιο και το ουδέτερο φόντο, ίσως για να φωτίσει την ομορφιά και την κινητικότητα των «θεμάτων» του. Ορισμένοι θέλησαν να τον συγκρίνουν με τον Ιρβινγκ Πεν. Ομως ο Αβεντον πρόσθεσε μια ψυχολογική διάσταση στα πορτρέτα του. Αρκεί να θυμηθείτε την Μέριλιν Μονρόε στο λευκό φόντο... Τον Τρούμαν Καπότε, τον Αρθουρ Μίλερ, τον Τσάρλι Τσάπλιν. Οπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος, «το να φωτογραφίζεις κάποιον σημαίνει να κοιτάς πίσω από τη γοητεία του προσώπου για να δημιουργήσεις μια νέα σχέση ανάμεσα στον φακό, δηλαδή εσένα και εκείνον που έχεις απέναντι σου. Να πετύχεις τη στιγμή».
Εντονα πολιτικοποιημένος, ήταν πάντα μπροστά στις κοινωνικές εξελίξεις στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ως ειρηνιστής ο ίδιος, φωτογράφισε χίπηδες που διαδήλωναν κατά του πολέμου του Βιετνάμ το 1969, ενώ έχει απαθανατίσει και την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ολα τα είχε προβλέψει... Ακόμη και την μαύρη μπορντούρα σαν αρνητικό φιλμ. Σα να μας λέει μην ψάχνετε για κάδρα και αηδίες. Σεβαστείτε το «περιτύλιγμα» του καλλιτέχνη. Η έκθεση στο Jeu de Paume πάντως το σεβάστηκε... «Ολες οι φωτογραφίες είναι ακριβείς. Καμιά τους δεν λέει την αλήθεια». [Της ΣΑΝΤΥΣ ΤΣΑΝΤΑΚΗ, Η Καθημερινή, 26-07-2008]
No comments:
Post a Comment