Του Γιώργη - Βύρωνα ΔΑΒΟΥ, Η Αυγή, 20/07/2008
Μία από τις εμβληματικές μορφές της ελληνικής πρωτοπορίας των μεταπολεμικών χρόνων, της πρώτης, ίσως και της σημαντικότερης που πρώτη έφερε την Ελλάδα στο εικαστικό προσκήνιο κατά τη δεκαετία του '60, ο ακάματος ως τα στερνά του δημιουργός Δανιήλ Παναγόπουλος, έφυγε από τη ζωή την περασμένη εβδομάδα και κηδεύθηκε τη Δευτέρα στη γενέτειρά του, τον Πύργο. Ο θάνατος του Δανιήλ φτώχυνε στην κυριολεξία τον εικαστικό χώρο. Όχι μόνο γιατί ο ρόλος του σε περιόδους δύσκολες για τη μοντέρνα τέχνη στην Ελλάδα - όταν κάθε σύγχρονη τάση απαξιωνόταν από την ακόμη παραδομένη στη στείρα "ελληνικότητα" τη γενιάς του '30 γηγενή κριτική - υπήρξε καταλυτικός, αλλά κι επειδή η όλη παρουσία του στον χώρο αποτελούσε δίδαγμα ελευθεροφροσύνης, περηφάνειας, σεμνής κι απέριττης αγωνιστικότητας και πρότυπο αδέσμευτης καλλιτεχνικής συμπεριφοράς. Η ζωή και το έργο του Δανιήλ υπήρξαν αξιοθαύμαστα κι αξιομνημόνευτα. Ήλθε από τον Πύργο στην Αθήνα στους ζοφερούς μετακατοχικούς καιρούς, επέζησε της αιχμαλωσίας του από τους Άγγλους και δόθηκε ολόψυχα στις ζωγραφικές σπουδές του και σαν μαθητής του Παρθένη καλλιέργησε το φιλοπερίεργο πνεύμα του, συνταιριάζοντάς το στην αδιάκοπη ζωγραφική έρευνα και πράξη. Η κατοπινή αποδημία στο Παρίσι -που τότε, στη δεκαετία του '50, ήταν ακόμη το κέντρο των εξελίξεων στον εικαστικό χώρο- στάθηκε ο κυρίαρχος παράγοντας για την κορύφωση της παίδευσής του κι υπήρξε ο βασικός πυρήνας της εξέλιξης στην αναζήτηση σε βάθος, όχι μόνο της τεχνοτροπίας αλλά και της ζωγραφικής πράξης καθαυτής. Η δίψα του Δανιήλ για έρευνα τον έφερε γρήγορα να συναναστρέφεται τους κύκλους των μεγάλων δημιουργών της εποχής. Ο Νέος Ρεαλισμός του εμπνευσμένου Πιερ Ρεστανί κυριαρχούσε ως ρεύμα, προβάλλοντας με τη ριζοσπαστική εκφραστικότητά του τα νέα περιβάλλοντα του σύγχρονου κόσμου, με τη χρήση των ίδιων του των υλικών, αναζητώντας τη νέα οντολογία της τέχνης. Ο Δανιήλ, που πάντοτε ώσαμε τα στερνά του αναρωτιώταν ακατάπαυστα για το "τι έστι έργο τέχνης" και "πώς δρα κι αντιδρά" μέσα στον κόσμο και στην κοινωνία, βρήκε στο κίνημα τούτο τη συνοδοιπόρα έκφραση του καίριου τούτου ερωτήματος. Η συνέχεια υπήρξε εντυπωσιακή: η συμμετοχή των τριών Ελλήνων, του Νίκου Κεσσανλή, του Δανιήλ και του Βλάση Κανιάρη, στην Μπιενάλε του '64 με τις "Τρεις προτάσεις για μία νέα ελληνική γλυπτική", ανεξάρτητα από την ελληνική συμμετοχή, προκάλεσε σκάνδαλο, αλλά συνάμα άνοιξε και τις προοπτικές για τους άλλους νέους Έλληνες καλλιτέχνες να διεκδικήσουν στο όνομα της μοντερνικότητας τη θέση τους στην τελματωμένη τότε ελληνική σκηνή. Κι ο Δανιήλ έκτοτε συνέβαλε όσο κανείς άλλος, τόσο με την εξέλιξή του, όσο και με τη δράση του, για την εμπέδωση του νεωτερικού πνεύματος στην ελληνική τέχνη. Σπουδάζοντας βαθιά το ίδιο το ζωγραφικό φαινόμενο, κάθε τεχνοτροπική μετάβασή του ήταν φανερό πως δεν καλαναρχήθηκε από τη γενικότερη αλλαγή του καιρού -όπως συνέβαινε και συμβαίνει σε πολλούς συναδέλφους του -δεν ήταν καρπός μίας επιφανειακής επιρροής, αλλά καθοδηγούνταν από έναν βαθύτερο κι αξιώτερο σκοπό, από μία πιεστική ανάγκη να καταβυθισθεί ακόμη περισσότερο και πιο ουσιαστικά στο ζωγραφικό φαινόμενο, να κατανοήσει τα όρια και τις δυνατότητες της τέχνης. Από τα "Μαύρα Κουτιά" του '60, στα κατοπινά "ηλεκτρικά" έργα, κι από την εξερεύνηση της σχέσης τοίχου-έργου στις "λινάτσες", τα ίχνη της ουσιώδους έρευνας στο έργο του Δανιήλ είναι φανερά και πάνω απ' όλα διδακτικά. Αλλά κι ο ίδιος ο άνθρωπος Δανιήλ, για όλους όσους τον γνωρίζαμε κι είχαμε την τύχη να τον συναναστρεφόμαστε στενά, πάντοτε ασκούσε μία απαράμιλλη γοητεία πάνω μας. Η ευθεία κι άφοβη συμπεριφορά του, ο εύστοχος καυστικός του τόνος, οι επίκτητοι γαλατικοί του τρόποι, που όμως η Ηλεία καταγωγή του τους αφαιρούσε την επιτηδευμένη τυπικότητα και την αυστηρότητα που υποδεικνύουν, κάνοντάς τους πιο ανθρώπινους, η γενναιοδωρία κι η εκφραστικότητά του -χαρακτηριστικό του ασίγαστου πάθους του για τα πάντα στη ζωή- πάντοτε συνέπαιρναν τους γύρω του. Ιδιαίτερα αγαπητός ο Δανιήλ στάθηκε για τους νέους. Βαθιά ενημερωμένος πάντοτε, διορατικός, μ" εύστοχη παρατηρητική και κριτική ματιά, μ" ακάματη ενέργεια και ευαισθησία πάνω στα τρεχούμενα ζητήματα της τέχνης, της πολιτικής, της κοινωνίας, πάντοτε προκαλούσε βαθιά εντύπωση κι εξήπτε (είτε απ" ενθουσιασμό, είτε από διαφωνία) με το θάρρος της γνώμης του. Κι η εντύπωση που σου προκαλούσε ο Δανιήλ ήταν πάντοτε ανεξάλειπτη, θαρρείς και μία άλως απλωνότανε γύρωθέ του -ο έντονος εκείνος κινητήριος ενθουσιασμός που ήδη πριν τον ζήσω στο Παρίσι με είχε προκαταλάβει κι εμένα ακόμη από την εποχή που, όταν είχε εκδηλωθεί το ενδιαφέρον μου για τη ζωγραφική, μου μιλούσε ο πατέρας μου για τον "Λάκη", τον συγγενή και γιο του νονού του που μεγαλουργούσε στη Γαλλία και συνέχιζε να με συνεπαίρνει και στα κατοπινά χρόνια: της διαμονής μου στο σπίτι του στο Houille, στη συνεργασία μας για την έκθεση της Πολιτιστικής στη Θεσσαλονίκη, στις παραινέσεις του και στις προσωπικές μας συζητήσεις. Κι εγώ, όπως κι όλοι οι άλλοι φίλοι του, βρισκόμαστε και πάντοτε θα είμαστε γοητευμένοι από την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που πάντοτε στάθηκε τόσο ακάματος και δημιουργικός, που λέγαμε ότι ποτέ δεν θα νικήσει ο θάνατος. Όμως μία στερνή στενοχώρια τον έκαμψε και λύγισε τούτον τον άκαμπτο άνθρωπο.
Συμπαθάτε μου τον προσωπικό τόνο: όμως θαρρώ πως η μνήμη για έναν άνθρωπο τέτοιου διαμετρήματος δεν μπορεί να εξαντληθεί με μία στείρα απαρίθμηση των γεγονότων και των επιτευγμάτων της ζωής του. Οι άνθρωποι μένουνε πιότερο στη μνήμη μας για τον χαρακτήρα και τις μικρές στιγμές που μοιράσθηκαν μαζύ μας ενώσο ζούσαν και μας πλουταίνανε. Κι ο Δανιήλ υπήρξε ένας άνθρωπος που χάριζε απλόχερα τέτοιες στιγμές, μεγάλες και μικρές. Και θα μας λείψει.
No comments:
Post a Comment