- Υπόδειγμα παρουσίασης της δουλειάς μιας σπουδαίας γυναίκας της τέχνης, η έκθεση στην Αποθήκη 1 στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, με ξεκάθαρη την πορεία της από το 1960 έως το τέλος της ζωής της.
Η επιμελής φροντίδα της ίδιας της Νίκης ως προς τα έργα και την ταξινόμησή τους, αλλά και ο προσωπικός κόπος της αρχιτέκτονος Λίας Καναγκίνη συνέβαλαν ώστε η έκθεση να αποκαλύπτει, δημιουργώντας εκπλήξεις ακόμη και στους καλούς γνώστες της δουλειάς της.
Παράδειγμα, δύο ενότητες πρώιμες ως προς τη μετέπειτα πορεία της Νίκης Καναγκίνη, που μόνο ως πληροφορία από την ίδια γνωρίζαμε, αλλά δεν είχαμε δει ποτέ. Τα σχέδια με μολύβι και τα έργα του αργαλειού, τις ταπισερί. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την έναρξη της σχέσης της Καναγκίνη με τον μοντερνισμό, όπως τον διδάχτηκε στις σπουδές της στο Λονδίνο και στα μουσεία της Ευρώπης, στη δεκαετία του 1960.
Μια σειρά από εκπληκτικά, μίνιμαλ σχέδια όπου η διάθεση του χώρου είναι εμφανής και λίγα έργα ταπισερί που οι καλλιτέχνες της εποχής αρέσκονταν να παράγουν, μεταφέροντας συνήθως τη ζωγραφική τους και υλοποιώντας το σχέδιο στους αργαλειούς των τεχνικών.
Εχοντας γράψει πολλές φορές για τη δουλειά της Νίκης Καναγκίνη, θα ήθελα εδώ να αναφερθώ σε σκέψεις και απόψεις μελετητών που καταπιάνονται με τη δουλειά της, όπως την επιμελήτρια της έκθεσης, ιστορικό της τέχνης Ευθυμία Κούντουρα, πρώην καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, και την ιστορικό της τέχνης Ελένα Χαμαλίδου, που έκανε τη διδακτορική της εργασία για τη Νίκη Καναγκίνη. Η Ε. Χαμαλίδου, επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης «Εν οίκω» την απόπειρα ανίχνευσης της γυναικείας ταυτότητας και τη συμφιλίωση «υψηλού» και «χαμηλού».
Οι ταπισερί, που σήμερα μας εκπλήσσουν, αποτελούν επιλογή της Καναγκίνη να κάνει αντικείμενο της πτυχιακής της τη μελέτη της ταπισερί ως τέχνης αυτόνομης. Το γεγονός ότι ο αργαλειός ανήκει στην οικιακή παραγωγή των γυναικών, φαίνεται ότι ιντριγκάρει την καλλιτέχνιδα, η οποία εργάζεται και παράγει και στη συνέχεια, ερευνώντας στο πεδίο της γυναικείας ασχολίας, εντάσσει στα έργα της τη ραπτομηχανή, το κέντημα, το ύφασμα, την ένδυση.
Ενα άλλο έργο, άγνωστο σε εμάς, παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη και αφορά τη «Μετακίνηση» (2004), όπου ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης της ιστορίας της οικογένειάς της, ταξιδεύοντας στο Ορτάκιοϊ της Βουλγαρίας για να ανιχνεύσει τα έργα και τις ημέρες των παππούδων.
Το έργο, μεγάλων διαστάσεων, με μοτίβο μια δαντέλα με το μονόγραμμα της μητέρας, συνδέει τη προσωπική ιστορία και το βίωμα με την ιστορία του τόπου, τους ξεσηκωμούς και τη μετανάστευση. Οπως, λοιπόν, συνοψίζει η κυρία Κούντουρα, τα υλικά και η αφήγηση με εμφανή αυτοβιογραφικά γνωρίσματα, εμμονή σε θέματα όπως η θηλυκότητα, η τελετουργία των καθημερινών σκηνών, η σημασία των αισθήσεων, η αγάπη για τον στολισμό, προσιδιάζουν στη γυναικεία ταυτότητα.
Ωστόσο, με τη διαδικασία της μετάπλασής τους σε εικαστικά δρώμενα και σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον για το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, τον αστικό και παραδοσιακό πολιτισμό, την ιστορική μνήμη, τα σύμβολα του προσωπικού μύθου της καλλιτέχνιδος λειτουργούν ως αρχέτυπα και το περιεχόμενο των έργων υπερβαίνει το υποκειμενικό στοιχείο και βρίσκει ευρύτερη απήχηση, καθώς θίγει καταστάσεις που αφορούν τον καθένα.
Εργα τα οποία, επίσης, αγνοούμε ή γνωρίζουμε από πληροφορίες και που βλέπουμε στην έκθεση είναι τα εδέσματα από πηλό, τα οποία πιστοποιούν το ενδιαφέρον (και την εμμονή της) για τη διαδικασία της προετοιμασίας φαγητού, την τελετουργία του σερβιρίσματος και την αίσθηση της γεύσης, στο πλαίσιο της συν-τροφικότητας.
Εντυπωσιάζει, τέλος, η βιτρίνα με τα κοσμήματα, ενώ η «Μπουγάδα» του 1976, όπως παρουσιάστηκε στην γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, μέρος των «εικονογραφημένων Χειρόγραφων», μεταξοτυπίες με μανταλάκια σε απλώστρα, δηλώνουν πόσο η καλλιτέχνις, που επιμένω ότι δεν εκτιμήθηκε τόσο από τη γενιά της όσο από τους νεότερους, διέθετε από νωρίς μια φρέσκια ματιά. * Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011
Παράδειγμα, δύο ενότητες πρώιμες ως προς τη μετέπειτα πορεία της Νίκης Καναγκίνη, που μόνο ως πληροφορία από την ίδια γνωρίζαμε, αλλά δεν είχαμε δει ποτέ. Τα σχέδια με μολύβι και τα έργα του αργαλειού, τις ταπισερί. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την έναρξη της σχέσης της Καναγκίνη με τον μοντερνισμό, όπως τον διδάχτηκε στις σπουδές της στο Λονδίνο και στα μουσεία της Ευρώπης, στη δεκαετία του 1960.
Μια σειρά από εκπληκτικά, μίνιμαλ σχέδια όπου η διάθεση του χώρου είναι εμφανής και λίγα έργα ταπισερί που οι καλλιτέχνες της εποχής αρέσκονταν να παράγουν, μεταφέροντας συνήθως τη ζωγραφική τους και υλοποιώντας το σχέδιο στους αργαλειούς των τεχνικών.
Εχοντας γράψει πολλές φορές για τη δουλειά της Νίκης Καναγκίνη, θα ήθελα εδώ να αναφερθώ σε σκέψεις και απόψεις μελετητών που καταπιάνονται με τη δουλειά της, όπως την επιμελήτρια της έκθεσης, ιστορικό της τέχνης Ευθυμία Κούντουρα, πρώην καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, και την ιστορικό της τέχνης Ελένα Χαμαλίδου, που έκανε τη διδακτορική της εργασία για τη Νίκη Καναγκίνη. Η Ε. Χαμαλίδου, επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης «Εν οίκω» την απόπειρα ανίχνευσης της γυναικείας ταυτότητας και τη συμφιλίωση «υψηλού» και «χαμηλού».
Οι ταπισερί, που σήμερα μας εκπλήσσουν, αποτελούν επιλογή της Καναγκίνη να κάνει αντικείμενο της πτυχιακής της τη μελέτη της ταπισερί ως τέχνης αυτόνομης. Το γεγονός ότι ο αργαλειός ανήκει στην οικιακή παραγωγή των γυναικών, φαίνεται ότι ιντριγκάρει την καλλιτέχνιδα, η οποία εργάζεται και παράγει και στη συνέχεια, ερευνώντας στο πεδίο της γυναικείας ασχολίας, εντάσσει στα έργα της τη ραπτομηχανή, το κέντημα, το ύφασμα, την ένδυση.
Ενα άλλο έργο, άγνωστο σε εμάς, παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη και αφορά τη «Μετακίνηση» (2004), όπου ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης της ιστορίας της οικογένειάς της, ταξιδεύοντας στο Ορτάκιοϊ της Βουλγαρίας για να ανιχνεύσει τα έργα και τις ημέρες των παππούδων.
Το έργο, μεγάλων διαστάσεων, με μοτίβο μια δαντέλα με το μονόγραμμα της μητέρας, συνδέει τη προσωπική ιστορία και το βίωμα με την ιστορία του τόπου, τους ξεσηκωμούς και τη μετανάστευση. Οπως, λοιπόν, συνοψίζει η κυρία Κούντουρα, τα υλικά και η αφήγηση με εμφανή αυτοβιογραφικά γνωρίσματα, εμμονή σε θέματα όπως η θηλυκότητα, η τελετουργία των καθημερινών σκηνών, η σημασία των αισθήσεων, η αγάπη για τον στολισμό, προσιδιάζουν στη γυναικεία ταυτότητα.
Ωστόσο, με τη διαδικασία της μετάπλασής τους σε εικαστικά δρώμενα και σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον για το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, τον αστικό και παραδοσιακό πολιτισμό, την ιστορική μνήμη, τα σύμβολα του προσωπικού μύθου της καλλιτέχνιδος λειτουργούν ως αρχέτυπα και το περιεχόμενο των έργων υπερβαίνει το υποκειμενικό στοιχείο και βρίσκει ευρύτερη απήχηση, καθώς θίγει καταστάσεις που αφορούν τον καθένα.
Εργα τα οποία, επίσης, αγνοούμε ή γνωρίζουμε από πληροφορίες και που βλέπουμε στην έκθεση είναι τα εδέσματα από πηλό, τα οποία πιστοποιούν το ενδιαφέρον (και την εμμονή της) για τη διαδικασία της προετοιμασίας φαγητού, την τελετουργία του σερβιρίσματος και την αίσθηση της γεύσης, στο πλαίσιο της συν-τροφικότητας.
Εντυπωσιάζει, τέλος, η βιτρίνα με τα κοσμήματα, ενώ η «Μπουγάδα» του 1976, όπως παρουσιάστηκε στην γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, μέρος των «εικονογραφημένων Χειρόγραφων», μεταξοτυπίες με μανταλάκια σε απλώστρα, δηλώνουν πόσο η καλλιτέχνις, που επιμένω ότι δεν εκτιμήθηκε τόσο από τη γενιά της όσο από τους νεότερους, διέθετε από νωρίς μια φρέσκια ματιά. * Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011
No comments:
Post a Comment