- Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, Σάββατο, 11 Δεκεμβρίου 2010
Περιδιαβάζοντας την έκθεση της λονδρέζικης Tate Modern, «Gauguin. Maker of Myth» (έως τις 16 Ιανουαρίου), περιστοιχίζεσαι από εξωτικά θηλυκά, ηλιοκαμένες, ωκεάνιες καλλονές, πρωτόπλαστες Εύες, ωραίες κοιμωμένες, κορίτσια νωχελικά, με γλαρωμένο βλέμμα, που κινούνται μέσα σε μια κατάσταση παραδείσιας απλότητας, κάτω από (απαγορευμένους;) καρπούς, πλάι σε αινιγματικούς σκύλους που γέρνουν στον ώμο τους («Η απώλεια της παρθενιάς») ή κοράκια του Πόε που ξεροσταλιάζουν στο παράθυρό τους («Ποτέ ξανά»).
Μορφές που δύσκολα θα έβλεπε κανείς σε εικαστικό δρώμενο σήμερα: το γυμνό, το γυναικείο γυμνό θίγει, προσβάλλει πολιτικώς ορθές αντιλήψεις στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ευαισθησίας ή απλώς είναι ένα γυμνό περιγραφικό, πορνογραφικό. Ομως και οι αισθήσεις έχουν την αθωότητά τους. Στον Γκογκέν το γυμνό σώμα έχει τη γύμνια του πρωτόπλαστου πριν από το προπατορικό αμάρτημα: η γυμνή σάρκα δεν έχει ακόμα αποκτήσει το αρνητικό φορτίο της ενοχής, της ντροπής. «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός;» Ρωτάει ο Θεός τον Αδάμ όταν ο τελευταίος, αφού γευθεί τον απαγορευμένο καρπό, του ζητήσει ξαφνικά να καλυφθεί.
Το βλέμμα του θεατή φέρει αυτήν την αρχέγονη ενοχή, αναπόφευκτα. Ομως το κάθε έργο επιβάλλει τη δική του νομοτέλεια. Και, βέβαια, με το δικό μας υποψιασμένο μυαλό, οι γυναικείες αυτές μορφές δημιουργούν συνειρμούς πονηρούς σχετικά με το πανηγύρι των αισθήσεων που πρέπει να έζησε ο καλλιτέχνης.
Μπορεί και να είναι έτσι, μακάρι να είναι έτσι, τα έργα του, όμως, στέκουν ξέχωρα από τη βιωμένη εμπειρία. Διότι ο Γκογκέν κατορθώνει να μετατρέψει όχι την εμπειρία του σε τέχνη, αλλά την τέχνη σε εμπειρία.
Η πρόσφατη περιδιάβασή μου ανάμεσα στα έργα του (έξω ο επιβλητικός, αγέρωχος, παγωμένος Τάμεσης, υπέροχος όπως και η πόλη που διαπερνά, μέσα στην Tate όμως αυτό το ζεστό, καθάριο νερό της χειρονομίας του δημιουργού) μου θύμισε το πρώτο μέρος μιας αγαπημένης κινηματογραφικής ταινίας, της «Λεπτής κόκκινης γραμμής»: ο επίγειος παράδεισος των νήσων του Σολομώντα, μια όαση μέσα στην κόλαση του πολέμου, με τις ημίγυμνες μητέρες και τα μωρά τους, τα μικροσκοπικά καβούρια, τα κρανία των προγόνων προσεκτικά αραδιασμένα μέσα στις καλύβες, τα λυτρωτικά παιχνίδια με το νερό. «Θυμάμαι τη μητέρα μου όταν πέθαινε», μονολογεί ο κεντρικός ήρωας (έξοχο το σενάριο του σκηνοθέτη της, Τέρενς Μάλικ). «Εδειχνε γκρίζα και ζαρωμένη. Τη ρώτησα αν φοβάται. Απλώς κούνησε το κεφάλι της. Φοβόμουν μην τυχόν αγγίξω τον θάνατο που έβλεπα μέσα της. Εχω ακούσει να μιλούν για αθανασία, μα δεν την έχω δει. Αναρωτήθηκα πώς θα είναι όταν πεθάνω. Πώς είναι να ξέρεις ότι αυτή θα είναι η τελευταία σου αναπνοή. Ελπίζω μόνο να το αντιμετωπίσω όπως εκείνη. Με την ίδια... γαλήνη. Διότι εκεί είναι κρυμμένη - η αθανασία που δεν έχω δει».
No comments:
Post a Comment