Η συναρπαστική ζωή του ζωγράφου και φωτογράφου που απαθανάτισε σημαντικές ιστορικές στιγμές της Ελλάδας και σαγήνευσε την προπολεμική κοσμική κοινωνία της Σμύρνης και της Αθήνας
ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ Παρασκευή |
17 Δεκεμβρίου 2010
Σε ένα ταξίδι με προορισμό την Αίγυπτο, ο 27χρονος τότε Γιώργος Προκοπίου γνώρισε τον Παύλο Μελά, ο οποίος έμελλε να αποδειχθεί ο άνθρωπος που θα του άλλαζε τη ζωή. Εχοντας ήδη ξεχωρίσει ως ζωγράφος, με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (αργότερα θα συνέχιζε τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Βιέννη και στο Μόναχο), ο Μελάς σύστησε τον σμυρνιό καλλιτέχνη σε έναν στρατηγό από την Αβησσυνία. Αυτός με τη σειρά του κάλεσε τον Προκοπίου στην αυλή του αυτοκράτορα της χώρας Μενελίκ, ο οποίος αναζητούσε τον κατάλληλο ζωγράφο για να φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία του. Από εκεί αρχίζει η γοητευτική περιπέτειά του στην αφρικανική ήπειρο των αρχών του 20ού αιώνα. Είχε προηγηθεί η παραμονή του, μαζί με τον συγγραφέα αδελφό του Σωκράτη, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια, ενώ το ταξίδι με καραβάνι προς την Αβησσυνία, που διήρκεσε 50 ημέρες, χάρισε μοναδικές εμπειρίες στους ταξιδιώτες του.
Με την ευχή της μάνας του - «παιδί μου, να πας στην Αβησσυνία» ο Γιώργος Προκοπίου βρέθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα. «Ο πόθος ν΄ αποκτήσω τη μεγάλη τιμή, να φτιάσω την εικόνα της Μεγαλειότητός του» είπε «μ΄ έκαμε να λησμονήσω και οικογένεια και κόπους. Το όνειρό μου να επιτύχω τη δόξα να κάνω εγώ πρώτος την εικόνα του μεγάλου αυτοκράτορος της Αβησσυνίας» .
Ενα ατελιέ δεν άργησε να στηθεί. Αλλά προτού ποζάρει ο Μενελίκ, ο έλληνας ζωγράφος χρειάστηκε να δοκιμαστεί ζωγραφίζοντας τον εξάδελφό του Ντετράς Ντεσσάμα και τον ελβετό σύμβουλό του Αλφρέδο Ιλγκ. Φωνάζοντας με ενθουσιασμό την ντόπια έκφραση επιδοκιμασίας «βάι γουτ, βάι γουτ, καρά- καρά καρά!» ο Μενελίκ «έχρισε» ουσιαστικά τον Προκοπίου ζωγράφο του και ζωγράφο της Αυλής.
Η παραμονή του στην Αφρική ως το 1911 του χάρισε εμπειρίες, χρώματα και εικόνες, ενώ μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης έμεινε πίσω - πορτρέτα της βασιλικής Αυλής αλλά και ανώνυμων πολιτών. Παράλληλα, με μια σειρά φωτογραφιών απαθανάτισε στιγμιότυπα της εκεί καθημερινότητας, καθώς πλάι στην αγάπη του για τη ζωγραφική είχε προστεθεί και το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία- αργότερα ο Προκοπίου θα περνούσε και στην κινηματογραφική κάμερα, αφήνοντας πίσω του, μεταξύ άλλων, στιγμιότυπα από την πολιτική ζωή του τόπου, καθώς και από το αλβανικό Μέτωπο.
Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του ο Γιώργος Προκοπίου συνεχίζει με όλο και περισσότερες περγαμηνές να ζωγραφίζει. Η ελίτ κοινωνία της Σμύρνης επιζητεί τον τιμημένο καλλιτέχνη για ένα πορτρέτο. Η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα τον βρει κυνηγημένο. Με την Καταστροφή της Σμύρνης το ΄22 καταδικάζεται σε θάνατο από τουρκικό στρατοδικείο. Τελικά θα σωθεί, μαζί με όλη του την οικογένεια και την καλλιτεχνική του περιουσία, χάρη στον γάλλο πρόξενο. Τα Χριστούγεννα τον βρίσκουν στον Πειραιά. Αργότερα, στην Αθήνα, οι σημαντικές γνωριμίες του θα τον κάνουν περιζήτητο ενώ οι εκθέσεις του σηματοδοτούν παράλληλα και κοσμικά γεγονότα. «Χθες το απόγευμα ο πρόεδρος της κυβερνήσεως κ.Βενιζέλος συνοδευόμενος υπό των υπουργών κκ. Γόντικα και Βουρλούμη, των υφυπουργών Παπαδάτου και Δοξιάδου και άλλων πολιτικών προσώπων επεσκέφθη την έκθεσιν του ζωγράφου κ. Γ. Προκοπίου εις την αίθουσα “Παρνασσός”. Ο κ.Πρόεδρος παρέμεινε αρκετήν ώραν εν τη αιθούση της εκθέσεως περιεργαζόμενος με πολύ ενδιαφέρον τους πίνακας του σμυρναίου καλλιτέχνου και αφού τον συνεχάρη θερμότατα διά το πολυσύνθετον ιστορικόν έργον του, διά τ' αρχαία και θαυμαστά μνημεία, τα τοπία της Ελλάδος και τα επιτυχή πορτραίτα, ηγόρασε εν τέλει τον “Σαλπιγκτή” από την σειράν των ιστορικών έργων, ως ανάμνησιν της εξαιρετικής αυτής εργασίας, η οποία τιμά την ελληνικήν τέχνην και ψυχήν» έγραφε το «Ελεύθερον Βήμα» στις 28 Δεκεμβρίου 1928. Αλλωστε ο Προκοπίου είχε φιλοτεχνήσει το 1919, μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης από τον ελληνικό Στρατό, μεγάλη προσωπογραφία του Βενιζέλου σε μετάξι, η οποία και είχε τοποθετηθεί στην προκυμαία της Σμύρνης.
Ανάμεσα στους φίλους του συγκαταλέγονται προσωπικότητες όπως ο Σπύρος Μερκούρης, που ήταν και παράνυμφος στον γάμο του το 1906 με τη Λούλα, το γένος Αγγέλου Φασιλή- με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ανδρέα και τον Αγγελο-, ο τραπεζίτης Γιώργος Ζερβουδάκης, με τον οποίο έκαναν μαζί και επιχειρηματικές δουλειές, ο Βικάτος, ο Ιακωβίδης, η οικογένεια Γερουλάνου... Οι εκθέσεις του, είτε ομαδικές είτε ατομικές, πολλαπλασιάζονται, ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της Ομάδας Ελλήνων Ακαδημαϊκών Ζωγράφων.
Το 1940 έμελλε να είναι καθοριστικό και για τον ίδιο: παρ΄ ότι υποφέρει από βρογχικά, παίρνει ειδική άδεια για να μεταβεί στο Μέτωπο και να απεικονίσει τις μάχες. Σκίτσα, φωτογραφίες, αλλά και η τελευταία ημιτελής ελαιογραφία του Αργυροκάστρου, μαζί με ένα γράμμα- τελευταίο και αυτό- στη γυναίκα του, από το αντίσκηνό του, σε θερμοκρασία 20 υπό το μηδέν. Πεθαίνει από συγκοπή καρδιάς στις 20 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Το πλούσιο έργο του Γιώργου Προκοπίου πέρασε από πολλά στάδια: ρεαλισμός, ρομαντισμός, εμπρεσιονισμός. Μέσα από τις προσωπογραφίες και τα πορτρέτα, τους τόπους και τα τοπία, τις σκηνές της μάχης ο Προκοπίου παρέμεινε δάσκαλος και ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης. Η τέχνη του παρακολουθεί τις αλλαγές της Ιστορίας, ενώ η καλλιτεχνική καταγραφή της Αφρικής, σε εποχές όπου τα ταξίδια ήταν εξαιρετικά δύσκολα, προσέθεσαν σε αυτόν τον ιδιαίτερο ζωγράφο μια εξωτική διάσταση, πλάι σε έναν εξίσου ιδιαίτερο πατριωτισμό- ξεκινώντας από τη Σμύρνη πριν από την καταστροφή και φθάνοντας ως την Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε ένα ταξίδι με προορισμό την Αίγυπτο, ο 27χρονος τότε Γιώργος Προκοπίου γνώρισε τον Παύλο Μελά, ο οποίος έμελλε να αποδειχθεί ο άνθρωπος που θα του άλλαζε τη ζωή. Εχοντας ήδη ξεχωρίσει ως ζωγράφος, με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (αργότερα θα συνέχιζε τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Βιέννη και στο Μόναχο), ο Μελάς σύστησε τον σμυρνιό καλλιτέχνη σε έναν στρατηγό από την Αβησσυνία. Αυτός με τη σειρά του κάλεσε τον Προκοπίου στην αυλή του αυτοκράτορα της χώρας Μενελίκ, ο οποίος αναζητούσε τον κατάλληλο ζωγράφο για να φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία του. Από εκεί αρχίζει η γοητευτική περιπέτειά του στην αφρικανική ήπειρο των αρχών του 20ού αιώνα. Είχε προηγηθεί η παραμονή του, μαζί με τον συγγραφέα αδελφό του Σωκράτη, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια, ενώ το ταξίδι με καραβάνι προς την Αβησσυνία, που διήρκεσε 50 ημέρες, χάρισε μοναδικές εμπειρίες στους ταξιδιώτες του.
Με την ευχή της μάνας του - «παιδί μου, να πας στην Αβησσυνία» ο Γιώργος Προκοπίου βρέθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα. «Ο πόθος ν΄ αποκτήσω τη μεγάλη τιμή, να φτιάσω την εικόνα της Μεγαλειότητός του» είπε «μ΄ έκαμε να λησμονήσω και οικογένεια και κόπους. Το όνειρό μου να επιτύχω τη δόξα να κάνω εγώ πρώτος την εικόνα του μεγάλου αυτοκράτορος της Αβησσυνίας» .
Ενα ατελιέ δεν άργησε να στηθεί. Αλλά προτού ποζάρει ο Μενελίκ, ο έλληνας ζωγράφος χρειάστηκε να δοκιμαστεί ζωγραφίζοντας τον εξάδελφό του Ντετράς Ντεσσάμα και τον ελβετό σύμβουλό του Αλφρέδο Ιλγκ. Φωνάζοντας με ενθουσιασμό την ντόπια έκφραση επιδοκιμασίας «βάι γουτ, βάι γουτ, καρά- καρά καρά!» ο Μενελίκ «έχρισε» ουσιαστικά τον Προκοπίου ζωγράφο του και ζωγράφο της Αυλής.
Η παραμονή του στην Αφρική ως το 1911 του χάρισε εμπειρίες, χρώματα και εικόνες, ενώ μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης έμεινε πίσω - πορτρέτα της βασιλικής Αυλής αλλά και ανώνυμων πολιτών. Παράλληλα, με μια σειρά φωτογραφιών απαθανάτισε στιγμιότυπα της εκεί καθημερινότητας, καθώς πλάι στην αγάπη του για τη ζωγραφική είχε προστεθεί και το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία- αργότερα ο Προκοπίου θα περνούσε και στην κινηματογραφική κάμερα, αφήνοντας πίσω του, μεταξύ άλλων, στιγμιότυπα από την πολιτική ζωή του τόπου, καθώς και από το αλβανικό Μέτωπο.
Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του ο Γιώργος Προκοπίου συνεχίζει με όλο και περισσότερες περγαμηνές να ζωγραφίζει. Η ελίτ κοινωνία της Σμύρνης επιζητεί τον τιμημένο καλλιτέχνη για ένα πορτρέτο. Η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα τον βρει κυνηγημένο. Με την Καταστροφή της Σμύρνης το ΄22 καταδικάζεται σε θάνατο από τουρκικό στρατοδικείο. Τελικά θα σωθεί, μαζί με όλη του την οικογένεια και την καλλιτεχνική του περιουσία, χάρη στον γάλλο πρόξενο. Τα Χριστούγεννα τον βρίσκουν στον Πειραιά. Αργότερα, στην Αθήνα, οι σημαντικές γνωριμίες του θα τον κάνουν περιζήτητο ενώ οι εκθέσεις του σηματοδοτούν παράλληλα και κοσμικά γεγονότα. «Χθες το απόγευμα ο πρόεδρος της κυβερνήσεως κ.Βενιζέλος συνοδευόμενος υπό των υπουργών κκ. Γόντικα και Βουρλούμη, των υφυπουργών Παπαδάτου και Δοξιάδου και άλλων πολιτικών προσώπων επεσκέφθη την έκθεσιν του ζωγράφου κ. Γ. Προκοπίου εις την αίθουσα “Παρνασσός”. Ο κ.Πρόεδρος παρέμεινε αρκετήν ώραν εν τη αιθούση της εκθέσεως περιεργαζόμενος με πολύ ενδιαφέρον τους πίνακας του σμυρναίου καλλιτέχνου και αφού τον συνεχάρη θερμότατα διά το πολυσύνθετον ιστορικόν έργον του, διά τ' αρχαία και θαυμαστά μνημεία, τα τοπία της Ελλάδος και τα επιτυχή πορτραίτα, ηγόρασε εν τέλει τον “Σαλπιγκτή” από την σειράν των ιστορικών έργων, ως ανάμνησιν της εξαιρετικής αυτής εργασίας, η οποία τιμά την ελληνικήν τέχνην και ψυχήν» έγραφε το «Ελεύθερον Βήμα» στις 28 Δεκεμβρίου 1928. Αλλωστε ο Προκοπίου είχε φιλοτεχνήσει το 1919, μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης από τον ελληνικό Στρατό, μεγάλη προσωπογραφία του Βενιζέλου σε μετάξι, η οποία και είχε τοποθετηθεί στην προκυμαία της Σμύρνης.
Ανάμεσα στους φίλους του συγκαταλέγονται προσωπικότητες όπως ο Σπύρος Μερκούρης, που ήταν και παράνυμφος στον γάμο του το 1906 με τη Λούλα, το γένος Αγγέλου Φασιλή- με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ανδρέα και τον Αγγελο-, ο τραπεζίτης Γιώργος Ζερβουδάκης, με τον οποίο έκαναν μαζί και επιχειρηματικές δουλειές, ο Βικάτος, ο Ιακωβίδης, η οικογένεια Γερουλάνου... Οι εκθέσεις του, είτε ομαδικές είτε ατομικές, πολλαπλασιάζονται, ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της Ομάδας Ελλήνων Ακαδημαϊκών Ζωγράφων.
Το 1940 έμελλε να είναι καθοριστικό και για τον ίδιο: παρ΄ ότι υποφέρει από βρογχικά, παίρνει ειδική άδεια για να μεταβεί στο Μέτωπο και να απεικονίσει τις μάχες. Σκίτσα, φωτογραφίες, αλλά και η τελευταία ημιτελής ελαιογραφία του Αργυροκάστρου, μαζί με ένα γράμμα- τελευταίο και αυτό- στη γυναίκα του, από το αντίσκηνό του, σε θερμοκρασία 20 υπό το μηδέν. Πεθαίνει από συγκοπή καρδιάς στις 20 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Το πλούσιο έργο του Γιώργου Προκοπίου πέρασε από πολλά στάδια: ρεαλισμός, ρομαντισμός, εμπρεσιονισμός. Μέσα από τις προσωπογραφίες και τα πορτρέτα, τους τόπους και τα τοπία, τις σκηνές της μάχης ο Προκοπίου παρέμεινε δάσκαλος και ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης. Η τέχνη του παρακολουθεί τις αλλαγές της Ιστορίας, ενώ η καλλιτεχνική καταγραφή της Αφρικής, σε εποχές όπου τα ταξίδια ήταν εξαιρετικά δύσκολα, προσέθεσαν σε αυτόν τον ιδιαίτερο ζωγράφο μια εξωτική διάσταση, πλάι σε έναν εξίσου ιδιαίτερο πατριωτισμό- ξεκινώντας από τη Σμύρνη πριν από την καταστροφή και φθάνοντας ως την Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=373536&dt=17/12/2010#ixzz18NQUDWfS
No comments:
Post a Comment