Ο Παναγιώτης Τέτσης σκιαγραφεί το συναπάντημά του με ανθρώπους και τόπους - Tου Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Δεκεμβρίου 2010
- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ "Φαρμακείον Ευάγγελου Ραφαλιά", εκδ. Καστανιώτη, σελ. 247
Εναν ολάκερο κόσμο, εν πολλοίς εξαφανισμένο ή απόμερο, μα συνάμα αρχοντικό και βαθιά ανθρώπινο, σκιαγραφεί με τις λέξεις ο διακεκριμένος ζωγράφος και ακαδημαϊκός Παναγιώτης Τέτσης. Αν κανείς ήθελε να περιγράψει με μια φράση τα διαφορετικά κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο, να προσδιορίσει το υλικό που τα συνέχει, όπως κάποτε το αυγό ή το λάδι τα διαφορετικά χρώματα του ζωγράφου μεταξύ τους, θα όφειλε να χρησιμοποιήσει προσδιορισμούς όπως «τρυφερή νοσταλγία» και «βαθιά έγνοια για της τέχνης του την περιοχή».
Ολα τα γραπτά του βιβλίου έχουν ζυμωθεί με μεγάλες δόσεις νοσταλγίας και τρυφερότητας για πρόσωπα (ανθρώπων, πόλεων ή νησιών), καταστάσεις (την παιδική ηλικία, τα ταξίδια, την προ και μεταπολεμική Ελλάδα) ή αξίες (το φυσικό τοπίο, την αισθητική, την ανιδιοτέλεια, τη συλλογικότητα, την ιερότητα της τέχνης, την αγάπη για την πατρίδα). Τα κείμενα αυτά που δημοσιεύθηκαν ως επί το πλείστον στην «Καθημερινή», αλλά και σε περιοδικά με ιστορία και κύρος όπως «Η λέξη», η «Ευθύνη» και το ευβοϊκό «Εμβόλιμον» μπορούν να χωριστούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: σε εκείνα με θέμα τη ζωγραφική και την τέχνη, στα προσωπικά και αυτοβιογραφικά, και στα αφιερωματικά κείμενα για πρόσωπα ή «πράγματα», όπως το βαθιάς ευαισθησίας και ανθρωπιάς για τον αριστοκρατικό υδραίικο «Πεύκο».
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κείμενα όπως «Το ανθρώπινο πρόσωπο» όπου ο ζωγράφος υπογραμμίζει τη σημασία της ζωγραφικής προσωπογραφίας, η οποία υποσκελίστηκε από την εξάπλωση της φωτογραφίας, αποτίοντας φόρο τιμής σε διαλάμψαντες του είδους όπως ο Λύτρας και η αδίκως λησμονημένη, «ευαίσθητη χρωματικά» Θάλεια Φλωρά-Καραβία. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται τα κείμενα για την Εθνική Πινακοθήκη, την πορεία και τη διδασκαλία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Δύο βασικές του έγνοιες αναδιατυπώνει συχνά ο Τέτσης με ειλικρινή αγωνία για την εξέλιξη της νεοελληνικής ζωγραφικής: Η έλλειψη μουσείων ζωγραφικής -σύγχρονης κυρίως- στη χώρα μας και η ταυτόχρονη έλλειψη χώρου στα υπάρχοντα, με προεξάρχουσα την Εθνική Πινακοθήκη. Η δε τελευταία έλλειψη δεν μας στερεί απλώς τη δυνατότητα μέθεξης σε σπουδαία ζωγραφικά έργα, αλλά, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο ζωγράφος, προκαλεί ενδοιασμούς στους επίδοξους δωρητές, που δεν προτίθενται να δουν τα έργα τους να καταχωνιάζονται σε ακατάλληλες αποθήκες. Αν δεν βελτιωθούν τα δημόσια -κυρίως- μουσεία και κατ’ επέκταση οι εκθέσεις, η ελληνική τέχνη θα εξακολουθήσει να είναι μια «εσωστρεφής» ή εσωτερικής κατανάλωσης τέχνη, ανήμπορη να ανοιχθεί εκτός των τειχών.
Βασική προϋπόθεση για τον Τέτση αποτελεί αφενός η «αποτίναξη του συμπλέγματος της αρχαιότητος» ή αρχαιολατρία και αφετέρου η συνειδητοποίηση πως το «ανήκομεν στη Δύση» είναι μονόδρομος, ότι δηλαδή ο δρόμος της φθίνουσας μεταβυζαντινής ταπεινής τέχνης δεν μας πάει μακριά, καθώς εκπίπτει από τέχνη σε βιοτεχνία. Η επισφαλής, ωστόσο, θέση στην οποία έχουμε περιέλθει ως χώρα μιμούμενοι τη Δύση σε συνδυασμό με την τάση των Ευρωπαίων να μας αντιμετωπίζουν ως τον (εσχάτως ανεπιθύμητο) φτωχό συγγενή, ίσως να αποτελεί ένδειξη ότι η δική μας αλήθεια να βρίσκεται στο μεταίχμιο Δύσης κι Ανατολής.
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα κείμενα που περιγράφουν τα σχολικά χρόνια στην Υδρα, την εμπειρία του πολέμου και της κατοχής και τη θητεία στο ναυτικό. Οπως επίσης και κείνο (το σαν μικρό διήγημα) που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο, όπου ο συγγραφέας κατορθώνει να περιγράψει με εξαιρετική ευαισθησία (όπως και στη θαλασσογραφία «Μπροστά στη θάλασσα») τον μυστήριο μηχανισμό αποτύπωσης των γεγονότων και των εικόνων της ζωής στην ψυχή του ανθρώπου. Ο εντελώς προσωπικός ενίοτε τρόπος γραφής πρέπει να αποδοθεί στο παρατηρητικό μάτι του ζωγράφου που περιγράφει σαν να φιλοτεχνεί μικρούς πίνακες ναΐφ ζωγραφικής με λέξεις.
Στην τελευταία κατηγορία καταχωρίζονται τα κείμενα που αφιερώνει αφενός σε ζωγράφους και αφετέρου σε φίλους και οικείους. Κείμενα για τον Θεόφιλο, τον Ζερβό και τον Τεριάντ, τον Πικάσσο, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα ή τον Κόντογλου και άλλα για τον Γεωργουσόπουλο, τη Δημουλά και την Ντιάνα Αντωνακάτου, που είναι και οικεία και ζωγράφος. Μεγάλη συγκίνηση και ανθρωπιά φανερώνουν δύο ετερόκλητα κείμενα: εκείνο για τον συγγραφέα Κώστα Τσιρόπουλο και εκείνο για τον Λάκη, τον οπωροπώλη της λαϊκής. Τα πρόσωπα που αγκαλιάζει με στοργή ο Τέτσης διαθέτουν επίσης μια σπάνια και μάλλον χαμένη αρετή: Την αρχοντιά. Τον κόσμο κόσμημα της ελληνικής αρχοντιάς περιγράφει κι αναπολεί σε όλο το βιβλίο.
No comments:
Post a Comment