- Ανταπόκριση από το Παρισι της Βανεσσας Θεοδωροπουλου, Η Καθημερινή, Kυριακή, 12 Δεκεμβρίου 2010
Λάρι Κλαρκ (1947-), ένας φωτογράφος και σκηνοθέτης παθιασμένος με την εφηβεία και τα αβυσσαλέα πάθη της. Ζαν-Μισέλ Μπασκιά (1960-1988), ο εξεγερμένος λαμπερός ζωγράφος που «κάηκε» πολύ νωρίς, εξαίσιο θύμα της ίδιας του της λάμψης. Νάνσι Σπίρο (1926-2009), μια πανέμορφη ακτιβίστρια καλλιτέχνις, εξίσου θυμωμένη με την πολεμόχαρη βία και τον φαλλοκρατισμό...
Επειτα από μια επίσκεψη στις εκθέσεις των τριών διάσημων φθινοπωρινών καλεσμένων των μουσείων μοντέρνας τέχνης της γαλλικής πρωτεύουσας, νιώθουμε ότι κάτι περισσότερο από την αμερικανική υπηκοότητα και τη διεθνή αναγνώριση ενώνει τα τρία πρόσωπα. Ισως να πρόκειται για το βλέμμα, μια κοινή συνθήκη παρατήρησης και ύπαρξης στον κόσμο. Ενα βλέμμα «άγριο», θα έλεγε ο Κλοντ Λεβί Στρος, ή ακόμα «σκληρό», ωμό, αυτή τη φορά με την έννοια του Αντονέν Αρτό, αγαπημένου ποιητή της Νάνσι Σπίρο. Φαινομενικά ανεπεξέργαστο και πρωτόγονο, αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά περίπλοκο και οικουμενικό, το βλέμμα αυτό παράγει μια τέχνη καυστική και συγχρόνως βαθιά τρυφερή, σε διαρκή εξέγερση μπροστά στην τραγικότητα της ύπαρξης, την καταστροφική ορμή της επιθυμίας και του θανάτου.
Οι δεκαετίες 1960-80, περίοδος δημιουργικού οργασμού των τριών καλλιτεχνών, ανήκουν, άλλωστε, στις πιο ταραγμένες της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έρχεται να σκεπάσει σαν μια τεράστια σκιά το αμερικανικό όνειρο, το έιτζ και τα ναρκωτικά σπέρνουν τον τρόμο και τον θάνατο στις αγκαλιές, η τέχνη και γενικότερα η κουλτούρα γίνονται το κατ’ εξοχήν πεδίο δράσης και αντίστασης ενός νεογέννητου πολιτιστικού ακτιβισμού, τόσο στον ηγεμονικό πολιτικό λόγο όσο και στη σταδιακή θεσμοποίηση και την καλπάζουσα εμπορευματοποίηση της τέχνης.
- Η γενιά του Κλαρκ
Οι καλτ σήμερα φωτογραφίες της μυθικής σειράς Tulsa, 1971, εικόνες που στοίχειωσαν καλλιτέχνες όπως η Ναν Γκόλντιν, ο Μάρτιν Σκορτσέζε ή ο Γκας Βαν Ζαντ, σαγηνευτικό αντι-πορτρέτο μιας νωχελικά αυτοκαταστροφικής γενιάς που παίζει με τον θάνατο, μας ταξιδεύει στα μικροαστικά διαμερίσματα της ομώνυμης πόλης της πολιτείας της Οκλαχόμα, όπου η ανία συναγωνίζεται σε ένταση την απόγνωση και η αδιαφορία την ανάγκη για νόημα. Νεαροί και νεαρές, όμορφοι και καλοντυμένοι ή ημίγυμνοι, περιφέρονται σαν φαντάσματα, με βλέμμα απαθές, στους καναπέδες, τις μοκέτες και τις μπανιέρες, με μια σύριγγα στο μπράτσο, στο μπούτι, ένα όπλο στο χέρι, ένα μωρό στην αγκαλιά. Στο εξίσου «αυτοβιογραφικό» αλλά πιο αποστασιοποιημένο Teenage Lust (1983), εικοσάχρονοι πειραματίζονται με το σεξ και τα ναρκωτικά, ο τριανταεξάχρονος τότε Λάρι Κλαρκ θρηνεί ήδη τη χαμένη του εφηβεία, τον χρόνο που κυλά ανεπιστρεπτί.
- Μόνο για ενηλίκους
Η αφοσίωση στα όρια της εμμονής του σκηνοθέτη των αριστουργηματικών Kids (1995), Ken Park (2002) ή Wassup Rockers (2006) με τους έφηβους, μια άρρητη «κοινότητα» που επιβιώνει «των δυσλειτουργιών μιας κοινωνίας ενηλίκων», χάρη στην αλληλεγγύη που ενώνει τα μέλη της, προκαλεί. Η έκθεση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της πόλης του Παρισιού (έως 2/1/2011) απαγορεύεται στους κάτω των 18. Οπως δεν δίστασε να δηλώσει ο διευθυντής του μουσείου, ζούμε σε μια κοινωνία σαφώς πιο συντηρητική απ’ ό,τι πριν από μια δεκαετία, κι ένα νομικό κράτος σε τριβή με ένα έργο σαν αυτό του Λάρι Κλαρκ. Αν οι αντιδράσεις και η πολεμική που προκάλεσε η εν λόγω απαγόρευση ήταν αναμενόμενες, η προληπτική αυτολογοκρισία του θεσμού δεν πετυχαίνει παρά να δικαιώσει την «εμπάθεια» του καλλιτέχνη με το θέμα του, αντικείμενο της υποκρισίας της κοινότητας των ενηλίκων που για άλλη μια φορά την «αποκλείει», στο όνομα του ήθους και του προστατευτισμού.
- Λάρι Κλαρκ, Kiss the past hello (έως 2/1/2011)
- Ζαν-Μισέλ Μπασκιά (έως 30/1/2011) Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της πόλης του Παρισιού
- Νάνσι Σπίρο (έως 10/1/2011) Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Μπομπούρ
- Πολιτικός θυμός
Τρίτη και τελευταία στάση, ο τέταρτος όροφος του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Μπομπούρ. Το 1968 η Νάνσυ Σπίρο είναι 42 χρόνων, έχει ήδη δύο παιδιά με τον ζωγράφο Leon Golub, σπουδές στο Chicago Art Institute και στην Καλών Τεχνών του Παρισιού και πολύ θυμό. Τόσο για τη στρατιωτική πολιτική της χώρας της στον πόλεμο του Βιετνάμ, όσο και για τη θέση των γυναικών στην αμερικάνικη κοινωνία. Με την επιστροφή της από το Παρίσι, το 1964, συνδέεται με το φεμινιστικό κίνημα της εποχής, την ομάδα «επαναστατημένων γυναικών καλλιτεχνών» WAR (Women artists in Revolution), ενώ το 1972, είναι μια από τις συνιδρύτριες της συνεταιριστικής γκαλερί AIR (Artists in Residence), αφιερωμένη στην υπεράσπιση γυναικών καλλιτεχνών. Οι τίτλοι των σειρών που δημιουργεί εκείνη την εποχή είναι παραπάνω από εύγλωττοι: War Series (1966-1970), η σειρά του πολέμου, Search and Destroy (1967-1974), ψάξτε και καταστρέψτε - το στρατιωτικό μότο των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ - και τα περίφημα Artaud paintings και Artaud Codex αφιερωμένα στην ποίηση του Αντονέν Αρτώ με την οποία νιώθει και δηλώνει απόλυτη ταύτιση.
«Συνέλαβα αυτά τα έργα σαν μανιφέστα διαμαρτυρίας κατά της εισβολής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ», εξηγεί η καλλιτέχνις, «λειτούργησαν πάνω μου σαν ξόρκια». Οι ζωγραφιές θα δώσουν σιγά σιγά τη θέση τους σε σχέδια, ένα πιο «ελαφρύ» και θηλυκό εκφραστικό μέσο σε σχέση με την υπερβολικά «αρσενική» στα μάτια της ζωγραφική. Οι βομβαρδισμοί παίρνουν εδώ τη μορφή τρομακτικών αναπαραστάσεων: κεφάλια φαλλών εκτοξεύονται από (αντρικά κυρίως) σώματα με βγαλμένες γλώσσες, γεννούν νέφη από κι άλλα κεφάλια που ξερνούν με τη σειρά τους αίμα ουρλιάζοντας... Η καλλιτέχνις θα δημιουργήσει σιγά σιγά ένα προσωπικό λεξιλόγιο φτιαγμένο αποκλειστικά από γυναικείες φιγούρες όλων των εποχών και πολιτισμών, τις οποίες φωτοτυπεί, μεγεθύνει ή μεταφέρει σε μέταλλο ώστε να τις χρησιμοποιεί ως στάμπες. Το «ιερογλυφικό» αλφάβητο της Σπίρο, απλωμένο σε οριζόντιους «παπύρους» συχνά αρκετών μέτρων, περιλαμβάνει από την Ελευθερία του Ντελακρουά και κέλτικες θεότητες, την Κυβέλη από τη Φρυγία, τη Βίλμα, μια προϊστορική αφρικανική φιγούρα μέχρι τη Ζοζεφίν Μπέικερ και τη Μάρλεν Ντίντριχ. Στο δεύτερο μέρος της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας έκθεσης του Μπομπούρ (έως 10/1/2011) περιλαμβάνονται σημαντικές σειρές των δύο τελευταίων δεκαετιών, όπως οι Hours of the Night (2001) και Azur (2002) επικές συνθέσεις όπου η διακοσμητική και ζωγραφική διάσταση επανέρχονται, φανερώνοντας το πάθος της φεμινίστριας για το χρώμα.
- Μπασκιά, ο Κρεολός του Μπρούκλιν
Οταν ο Λάρι Κλαρκ γυρίζει το πρώτο του ερασιτεχνικό ταινιάκι στο διαμέρισμα της παρέας του -ίσως το πιο συγκλονιστικό «ντοκουμέντο» της παραπάνω έκθεσης- το 1968, ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, μόλις οκτώ χρόνων, γιος ενός Αϊτινού και μιας Πορτορικανής που ζουν στο Μπρούκλιν, υφίσταται μια αρκετά οδυνηρή επέμβαση εκτομής σπλήνας. Επειτα από μια διετία στην Αϊτή με τον πατέρα και τις αδερφές του, ο ταλαντούχος Ζαν-Μισέλ, μαθητής του καλλιτεχνικού λυκείου του Μπρούκλιν (1976-1977), συχνάζει στα ίδια στέκια με τον Ντέιβιντ Μπερν, την Μπλόντι, τη Μαντόνα, τους B-52’s ή τον Τζον Λιούρι. Με έναν φίλο από τη σχολή, τον Al Diaz, επινοούν το ψευδώνυμο SAMO© (Same Old Shit), με το οποίο υπογράφουν τους ποιητικούς τους αφορισμούς στους τοίχους του Μανχάταν: «SAMO© (τα ίδια παλιά σκατά) ως μια νέα μορφή τέχνης», «SAMO© ως το τέλος της πλύσης εγκεφάλου των θρησκειών, των αδιέξοδων πολιτικών και της ψευδο-φιλοσοφίας». Η «περιθωριακή» όμως αυτή περίοδος δεν θα κρατήσει πολύ, το 1978 οι δύο arty γκραφιτάδες δηλώνουν ότι ο «SAMO© είναι νεκρός» και τρία χρόνια αργότερα ο Μπασκιά ξεχωρίζει ήδη στην έκθεση «Νέα Υόρκη/Νέο Κύμα» που διοργανώνει το P.S 1 με τη νεοϋορκέζικη downtown σκηνή. Ακολουθούν το 1982 μια ατομική έκθεση στην γκαλερί Γκαγκόζιαν στο Λος Αντζελες, η Ντοκουμέντα του Κάσσελ την ίδια χρονιά, η διεθνής αναγνώριση και το Παρίσι λίγο πριν από το τέλος...
Η αναδρομική έκθεση του έργου του Μπασκιά, επίσης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της πόλης του Παρισιού (έως 30/1/2011), περιλαμβάνει περισσότερα από 150 έργα. Οπως συμβαίνει συχνά με τους διάττοντες αστέρες -ο Μπασκιά πέθανε στα 27 του χρόνια από υπερβολική δόση ηρωίνης- η αίγλη του καλλιτέχνη είχε λειτουργήσει εις βάρος των ίδιων του των έργων. Η δυνατότητα να τα δούμε συγκεντρωμένα κι από κοντά, αποδεικνύονται μια εντελώς νέα και μοναδική εμπειρία. Παρατηρώντας τους πίνακες και τα σχέδιά του που μοιάζουν με παιδικές ζωγραφιές, νιώθει κανείς ότι εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η σύνθεση αλλά οι σκέψεις και οι εντυπώσεις, το καθημερινό παραλήρημα της αστικής κουλτούρας, η ενέργεια και η αγωνία μιας ταραγμένης ψυχής που αναζητεί μια ταυτότητα. Η βουντού μυθολογία μπερδεύεται με τη βιβλική, τα κόμικς με τη διαφήμιση, οι Αφροαμερικανοί μουσικοί θρύλοι (Τσάρλι Πάρκερ, Μάιλς Ντέιβις) με τους σταρ του αθλητισμού, η καταναλωτική και κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη με την πρωτόγονη Καραϊβική, την αφρικάνικη ή προ-κολομβιανή τέχνη. Κάποια στοιχεία ή μοτίβα επανέρχονται συστηματικά και μέχρι το τέλος: το στέμμα, ο «νέγρος», τα τοτέμ, τα διαδήματα τα κάθε λογής σύμβολα (γράμματα, λέξεις, κείμενα ολόκληρα). Στους πίνακες που φιλοτεχνεί ο Μπασκιά σε συνεργασία με τον Αντυ Γουόρχωλ (1984-1985), η art brut συναντάει την ποπ αρτ, ενώ τα έργα της τελευταίας περιόδου του νεαρού «βασιλιά» που δεν άντεξε το βασίλειό του, σκοτεινές επιφάνειες γεμάτες κείμενα και κενά, εκπέμπουν απόγνωση κι εμμονή με τον θάνατο.
No comments:
Post a Comment