Οι αρχαίοι άρχοντες των Αθηνών ήσαν υπό
τη ζωντανή επιτήρηση σύσσωμου του λαού στην Πνύκα, όπου συνεδρίαζαν για
να αποφασίσουν τα σημαντικά ζητήματα της πόλης. Οι σύγχρονοι δεν είναι
εξίσου τυχεροί, ωστόσο η τέχνη είναι εκείνη που έχει αναλάβει να τους
υπενθυμίζει την κληρονομιά και το μέγεθος της ευθύνης όσων ορίζουν τις
τύχες της πόλης που την ανέδειξε όσο λίγες. Ο λόγος για τις υπέροχες
τοιχογραφίες του Γιώργου Γουναρόπουλου που κοσμούν την αίθουσα του
Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, τις οποίες αυτό τον καιρό
μπορεί κανείς να μελετήσει σε βάθος και να κατανοήσει χάρη στη νέα
έκθεση του Μουσείου Γ. Γουναρόπουλου του Δήμου Ζωγράφου. Σε αυτήν, εκτός
από τις (υπό κλίμακα) υψηλής ανάλυσης ψηφιακές εκτυπώσεις των έργων,
μπορεί κανείς να δει για πρώτη φορά τα δεκάδες προσχέδια, τις μελέτες
και τους υπολογισμούς που έκανε ο καλλιτέχνης προκειμένου να φέρει σε
πέρας το γιγάντιο έργο.
Τα θέματα των ζωγραφικών συνθέσεων της αίθουσας του Δημοτικού
Συμβουλίου έχουν αντληθεί από την ιστορία και τη μυθολογία της Αθήνας: η
έριδα του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την ονοματοδοσία της πόλης, η
Μάχη του Μαραθώνα, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Απόστολος Παύλος στον
Αρειο Πάγο, ο θάνατος του Καραϊσκάκη. Στον τοίχο, ακριβώς πίσω από τις
θέσεις της Δημοτικής Αρχής και του βήματος των ομιλητών, βρίσκεται η
«Αποθέωση του Περικλή», του μεγαλύτερου πολιτικού τέκνου του τόπου·
απέναντι –και πίσω από τον εξώστη για το κοινό– δεσπόζει η πανοραμική
αποτύπωση του ανοιξιάτικου αθηναϊκού τοπίου, στη σύγχρονη με τον
καλλιτέχνη μορφή του. Σύμφωνα με την έρευνα της επιμελήτριας της έκθεσης
και ιστορικού τέχνης κ. Διονυσίας Γιακουμή, ο ζωγράφος είχε εξασφαλίσει
την απαραίτητη εκφραστική ελευθερία: «Απ’ ό,τι δείχνουν τα έγγραφα του
ιστορικού αρχείου, δεν του επιβλήθηκε τίποτα πέρα από τη γενική
διατύπωση πως τα θέματα θα προέρχονταν από την ιστορία της Αθήνας. Τα
συγκεκριμένα επεισόδια και η τεχνοτροπία ήταν αποκλειστικά δική του
υπόθεση».
Οι γεμάτες πνευματικότητα αφαιρετικές μορφές του Γουναρόπουλου είναι
απόλυτα μοντέρνες. Ο ζωγράφος, ο οποίος είχε περάσει αρκετό διάστημα στο
Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1920, έγινε κοινωνός των εκεί καλλιτεχνικών
εξελίξεων, αναπτύσσοντας παράλληλα το δικό του προσωπικό ύφος, το οποίο
είναι φανερό και στις συνθέσεις του Δημαρχιακού Μεγάρου. Αποκαλυπτικές
και ενδιαφέρουσες για την εργασία του ζωγράφου εκεί –η οποία ξεκίνησε το
1938 και ολοκληρώθηκε το 1940 με δουλειά αποκλειστικά του ιδίου– είναι
οι σπουδές και τα προσχέδια, ειδικά σε σύγκριση με τα τελικά
αποτελέσματα των συνθέσεων. Σε αυτά παρατηρούμε, για παράδειγμα, τα
λεπτομερειακά σχέδια της μορφής του Περικλή ή της Ακρόπολης, ανεξάρτητα
από τη μετέπειτα πιο αφαιρετική προσέγγιση των τελικών έργων.
Αξιοπρόσεκτες είναι ακόμα οι αναλυτικές μετρήσεις και οι υπολογισμοί
του, με τους κάθετους και τους οριζόντιους άξονες, ιδιαίτερα στην
περίπτωση της απεικόνισης του τοπίου της Αθήνας. Η κ. Γιακουμή
συμπληρώνει σχετικά: «Το ακαδημαϊκό υπόβαθρο του καλλιτέχνη και η δομή
της δουλειάς του φαίνονται στα σχέδια, ενώ το σύνολο της τελικής
σύνθεσης έχει γίνει με βάση την κίνηση του φωτός. Οπως είχε δηλώσει και ο
ίδιος σε συνέντευξή του, είναι το φως και η καμπύλη τα εργαλεία που
χρησιμοποιεί για να συνδέσει οργανικά τα διαφορετικά μέρη της σύνθεσης».
Εκτός από την έκθεση του ισογείου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και όσα
μπορεί κανείς να δει στον πρώτο όροφο του μουσείου. Εκεί βρίσκονται οι
ψηφιακές εκτυπώσεις των έργων που δημιούργησε ο Γουναρόπουλος, στις
αρχές της δεκαετίας του ’50, για τον Ι.Ν. της Αγίας Τριάδας στο Γενικό
Νοσοκομείο Βόλου. Οι τοιχογραφίες, οι οποίες πρόσφατα καθαρίστηκαν και
φωτογραφήθηκαν με όλα τα σύγχρονα μέσα, θεωρούνται το μόνο δείγμα
μοντέρνας ζωγραφικής στην εκκλησιαστική τέχνη, όσον αφορά την Ελλάδα.
Παρόλο που και άλλοι σπουδαίοι Ελληνες μοντερνιστές (π.χ. ο Παρθένης)
έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με την αγιογράφηση ναών, το έκαναν σε ύφος
σχετικά συμβατικό και σύμφωνο με την παράδοση. Ο Γουναρόπουλος,
αντίθετα, εμφύσησε στις θρησκευτικές μορφές το δικό του προσωπικό στιλ,
ολοκληρώνοντας ένα σύνολο που αποπνέει εκπληκτική ευαισθησία και
πνευματικότητα, απόλυτα εναρμονισμένο τελικά με την ατμόσφαιρα του
ναϊκού οικοδομήματος.
1889: Γεννιέται στη Σωζόπολη, στις ακτές της Μαύρης
Θάλασσας. Από μικρός ξεχωρίζει για τη δημιουργική φαντασία και τις
ζωγραφικές του ικανότητες οι οποίες και τον φέρνουν στη Σχολή Καλών
Τεχνών το 1906. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, υπηρετεί στον
Στρατό λαμβάνοντας μέρος και στους πολέμους της επταετίας 1912-1919.
1919: Φεύγει στο Παρίσι με υποτροφία του Αβερώφειου
διαγωνισμού. Εκεί θα παρακολουθήσει μαθήματα και τελικά θα εγκαταστήσει
το ατελιέ του, λαμβάνοντας παράλληλα μέρος σε όλες τις επίσημες εκθέσεις
της γαλλικής πρωτεύουσας. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20 και
απελευθερωμένος πια από τις παραδοσιακές τεχνικές του νεοκλασικισμού, ο
Γουναρόπουλος γνωρίζει πλέον την καταξίωση χάρη στο δικό του προσωπικό
στυλ.
1929: Επιστρέφει λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης
στην Ελλάδα, όπου και οι πρώτες του εκθέσεις προκαλούν τον θαυμασμό της
κριτικής, αφού θεωρείται πως εκφράζει απόλυτα το πνεύμα των νέων
καιρών. Παράλληλα χτίζει το ατελιέ του στα Ανω Ιλίσια, στον χώρο όπου
σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου.
1938: Του ανατίθεται η διακόσμηση της αίθουσας
συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δημαρχιακού Μεγάρου. Τις
επόμενες δεκαετίες θα ακολουθήσουν πολλές επιτυχημένες εκθέσεις τόσο
στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, που θα του χαρίσουν την οριστική
αναγνώριση.
1975: Η Εθνική Πινακοθήκη διοργανώνει αναδρομική έκθεση
των έργων του, στην οποία το κοινό έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να
θαυμάσει το σύνολο της εξελικτικής του πορείας. Πεθαίνει τον Αύγουστο
του 1977, παραμένοντας καλλιτεχνικά ενεργός μέχρι το τέλος.
Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, «Τοιχογραφίες», Γουναροπούλου 6, Άνω Ιλίσια. Διάρκεια έως 29 Ιουλίου.