«Ελιές - Χίος» (1939, υδατογραφία)
|
Καλλιτέχνης σημαντικός και πολυσχιδής, ο Αγήνωρ Αστεριάδης υπήρξε ένας από τους εικαστικούς δημιουργούς που σημάδεψαν κατά το Μεσοπόλεμο την αλλαγή της πορείας της νεοελληνικής τέχνης. Γνήσια και πολυεπίπεδη καλλιτεχνική προσωπικότητα, για περισσότερα από 50 χρόνια, κατέθεσε μεστά ένα έργο εμπνευσμένο και σημαντικό, τόσο στην άρθρωση και εξελικτική, όσο και στη διαμόρφωση της τέχνης. Ο Α. Αστεριάδης εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε, όμως, παράλληλα με την αγιογραφία και τη ζωγραφική εικόνων, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, την κεραμική και σποραδικά με τη σκηνογραφία. Ζωγράφισε, κυρίως, τοπία της υπαίθρου και της πόλης, πρόσωπα, σκηνές της καθημερινότητας, με αναγνωρίσιμη καταγωγή και φυσιογνωμία. Στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού του ιδιώματος, επέδρασαν ουσιαστικά η βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη, όπως επίσης και η λαϊκή τέχνη και η αρχιτεκτονική.
Με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για το ελληνικό τοπίο, θεωρείται τοπιογράφος, που αποτύπωσε το τοπίο από διαφορετική σκοπιά, και στις μεγάλες του συνθέσεις και στις μικρότερες υδατογραφίες και τέμπερες. Δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη της τοπιογραφίας, θεματική που ο ζωγράφος πραγματεύτηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, την ανέδειξε σε σπουδαίο κεφάλαιο της ελληνικής ζωγραφικής. Η τοπιογραφία του εξελίχθηκε μέσα στις δεκαετίες, διατηρώντας βασικά στοιχεία δομής, ενώ χαρακτηρίζεται από την ελληνικότητα των παραστάσεων και την προβολή του τοπικού στοιχείου. Η κατανόηση του τόπου και των ανθρώπων, καθώς και η χωρίς προσποίηση οπτική του είναι εμφανείς στη δημιουργία του. Στο έργο του γίνεται αμέσως σαφές ότι τα πρόσωπα και οι τόποι, ιδίως του θεσσαλικού κάμπου, είναι πράγματι οικεία στον ζωγράφο και η ακρίβεια της μεταγραφής ευνόητη και χωρίς πειραματισμούς.
Αναδρομική έκθεση
Το πολύπλευρο έργο του καλλιτέχνη αποκρυπτογραφεί η αναδρομική έκθεση «Αγήνωρ Αστεριάδης 1898 - 1977», που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) έως τις 22/11. Τα ζωγραφικά έργα της έκθεσης, καθώς και τα σχέδια, έχουν χωριστεί σε τρεις ενδεικτικές ενότητες: Η πρώτη από το 1921 έως το 1931, η δεύτερη από το 1932 έως το 1952 και η τρίτη από το 1953 έως το θάνατό του (1977). Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τις πρώτες απόπειρες του Α. Αστεριάδη στη ζωγραφική, καθώς και την εξαιρετική ενότητα με υδατογραφίες που χρονολογούνται από το 1925 έως το 1927 και οι οποίες εκτίθενται μεμονωμένα. Το διάστημα μετά το 1932 σημαδεύεται από τη βαθμιαία κατάκτηση του προσωπικού ύφους, την εισαγωγή νέων θεμάτων, την περαιτέρω διερεύνηση του χώρου, του χειρισμού των συνθέσεων και των σχέσεων του χρώματος. Ο χωρισμός του διαστήματος αυτού σε δύο περιόδους, 1932-1952 και 1953-1977, είναι μάλλον συμβατικός, αφού η μακρά αυτή περίοδος είναι συνεχής, εξελικτική μεν, αλλά χωρίς ανατροπές. Η τομή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να διακριθούν καλύτερα θεματικές ενότητες και τεχνικές αντιλήψεις που εισάγονται κατά την τελευταία περίοδο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μετά το 1960 επιλέγει έναν νέο, διαφορετικό τρόπο έκφρασης, επιμερίζοντας τη ζωγραφική επιφάνεια και επιλέγοντας μια διαφορετική, πολλαπλή προοπτική.
Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης χαρακτικά και σχέδια του Α. Αστεριάδη φιλοτεχνημένα στις περιόδους 1925-1927 και 1965-1958. Επίσης, εκτίθενται τα τρία μεγάλα λευκώματα που εικονογράφησε, μαζί με προπαρασκευαστικά σχέδιά τους: «Το σπίτι του Σφαρτς στ' Αμπελάκια» (1928, όπου απέδωσε με το δικό του τρόπο το αρχοντικό και τις τοιχογραφίες του), «Χίος» (1939) και «Εξι ακουαρέλες και δύο λιθογραφίες» (1944), καθώς και βιβλία σχολικά και λογοτεχνικά, εικονογραφημένα με σχέδιά του. Το σύνολο των έργων (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, σχέδια και σπουδές) προέρχεται τόσο από συλλογές ιδρυμάτων και μουσείων, όσο και από ιδιωτικές συλλογές. Η έκθεση συνοδεύεται από κατάλογο, με κείμενα των Μανόλη Βλάχου, Νίκου Ζία, Κατερίνας Περπινιώτη - Αγκαζίρ, Κατερίνας Πατσουμά και Ειρήνης Οράτη, επιμελήτριας της έκθεσης.
Μισός αιώνας δημιουργία
Ο Αγ. Αστεριάδης γεννήθηκε στη Λάρισα το Δεκέμβρη του 1898. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1915 - 1921), με δασκάλους τους Γ. Ροϊλό, Γ. Ιακωβίδη, Σ. Βικάτο, Π. Μαθιόπουλο. Το 1921 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Λάρισα. Ο Αγ. Αστεριάδης, ενώ ξεκίνησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου επικρατούσε ακόμη το κλίμα της Σχολής του Μονάχου με κάποιες ιμπρεσιονιστικές παραλλαγές και παρόλο που δε σπουδάζει στο εξωτερικό, διαμορφώνει μια καλλιτεχνική προσωπικότητα, που συνδυάζει αναζητήσεις της μοντέρνας τέχνης με τα αποθέματα της εικαστικής εμπειρίας της παράδοσης, κυρίως της βυζαντινής και της λαϊκής ζωγραφικής. Στοιχεία και τα δύο, που τα γνώρισε σχεδόν μόνος του, τα προσέλαβε και τα αφομοίωσε. Το έργο του, πολύπλευρο θεματικά, έχει και ανάλογες τεχνοτροπικές εκφάνσεις. Σχεδίασε γυμνά με μεγάλη σχεδιαστική ακρίβεια και λιτότητα. Ζωγράφισε τοπία με φυσιοκρατική απόδοση και χρωματική ευαισθησία, κυρίως σε ελαφρά ύλη. Επηρεάστηκε, ιδίως στις νεκρές φύσεις, από κυβιστικές απηχήσεις.
Καλλιτέχνης σεμνός αλλά και πρωτοπόρος, ο Αγ. Αστεριάδης υπήρξε ιδρυτικό μέλος των πρωτοποριακών καλλιτεχνικών ομάδων «Τέχνη» (1930 - 1940) και «Στάθμη» (1950 - 1951). Την περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης παίρνει μέρος στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και μαζί με άλλους ομότεχνούς του (Τάσσος, Λ. Μαγγιώρου, Β. Κατράκη, Φ. Ζαχαρίου, Μ. Μακρής, Σπ. Βασιλείου, Κ. Γραμματόπουλος, Χρ. Δαγκλής, Γ. Σικελιώτης κ.ά.) συμμετέχει με τα έργα του στον αγώνα κατά του κατακτητή. Μέσα στην Κατοχή, ο Αγ. Αστεριάδης κυκλοφόρησε μονόφυλλα χαρακτικά με θέματα από δημοτικά τραγούδια, κυρίως κλέφτικα. Με τη συνεχή παρουσία του για μισό αιώνα στην καλλιτεχνική ζωή, με το μειλίχιο, ήρεμο, αλλά και αποφασιστικό χαρακτήρα του, πρόσφερε ένα σημαντικό, με τη σφραγίδα αυτής της προσωπικότητας, έργο. Οπως ομολογούσε και ο ίδιος, ένα από τα καθοριστικά στοιχεία που τον επηρέασαν ήταν η εμπειρία του από τη ζωγραφική των παιδιών, την περίοδο που δίδασκε ζωγραφική σε σχολεία. Σε συνεργασία με τον Σπύρο Βασιλείου, επιμελήθηκε το 1933 την έκδοση «Παιδικά σχέδια» με έργα μαθητών του δημοτικού, ενώ από το 1950 έως το 1968, εικονογράφησε πολλά διδακτικά βιβλία του δημοτικού και του γυμνασίου. Για τα βιβλία του τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο Εκδόσεων της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού το 1937 και με το πρώτο Βραβείο Εκθέσεως Βιβλίου της Αθήνας το 1939. Ο καλλιτέχνης αγιογράφησε και πολλές εκκλησίες στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο και την Τεγέα.
Ριζοσπάστης, 2/10/2011
Ρ. Σ.